Από τα πολύ παλιά χρόνια του Μεσαίωνα, τότε που οι Νορμανδοί, οι Σαρακηνοί και οι Βυζαντινοί μάχονταν να κρατήσουν δική τους την επαρχία της Απουλίας.
Εκεί δηλαδή που σχηματίζεται το «τακούνι» στην της ιταλικής χερσονήσου. Από τότε διατηρείται ακόμη μέχρι τις μέρες μας ένας παλιός θρύλος.
Μία λαϊκή παράδοση ισχυρίζεται πως τα νερά της Αδριατικής κρύβουν μία δύναμη που δεν την καταλαβαίνουν όλοι. Λέγεται πως υπάρχει ένα συγκεκριμένο κύμα που πολύ σπάνια σπάει στις ακτές του Μπάρι και, με το που ακουμπάει τη στεριά, ακούγεται ένας αναστεναγμός στην άμμο και τα βράχια. Και πως όποιος το ακούσει θα βρει τον δικό του δρόμο και θα αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι του στην πόλη. Η ιστορία αναφέρει πως κάθε γενιά, κάθε εποχή φέρνει έναν “εκλεκτό” που θα προσφέρει κάτι μοναδικό στην πόλη, κάποιον που θα σμιλέψει την κληρονομιά του όχι με λόγια αλλά με πράξεις.
Όπως συνέβη ένα απόγευμα του Ιουλίου του 1991.
Εκείνο το γκολ
Ακριβώς 13 μήνες νωρίτερα στο Renato Dal’ Ara της Μπολόνια η Αγγλία πάσχιζε να βγάλει άκρη με το πεισματάρικο και εξαιρετικά ταλαντούχο Βέλγιο του Έντσο Σίφο.
Το παιχνίδι είχε φτάσει ισόπαλο στο 119’ της παράτασης και απέμενε ένα ακόμα λεπτό για να ξεκαθαριστεί στα πέναλτι ποιος θα έδινε το “παρών” στα προημιτελικά του Μουντιάλ της Ιταλίας. Ένα φάουλ αρκετά έξω από την περιοχή εκτελέστηκε ψηλοκρεμαστά από τα πόδια του Πολ Γκασκόιν και αυτό που θα ακολουθούσε θα καταγραφόταν ως ένα από τα πιο δραματικά και υπέροχα γκολ στην πρόσφατη ιστορία της Εθνικής.
Αγωνιζόμενος στην Άστον Βίλα, ο Ντέιβιντ Πλατ δεν συμπεριλαμβανόταν στα διάσημα ονόματα του ρόστερ που είχε μαζέψει ο Μπόμπι Ρόμπσον. Για τη μεσαία γραμμή είχε μπροστά του τον σούπερ σταρ Πολ Γκασκόιν, τον αρχηγό Μπράιαν Ρόμπσον και στον στιβαρό Στιβ ΜακΜάν της Λίβερπουλ.
Είχε μπει όμως στο παιχνίδι και, όταν η μπάλα έφτασε στη μεγάλη περιοχή, είχε φτάσει η στιγμή να τον μάθει όλος ο κόσμος. Με το σώμα πλάγια γυρισμένο στην εστία, έπιασε ένα εναέριο βολέ και έστειλε το τόπι στην απέναντι γωνία του Μισέλ ΠρεΝτόμ. «Ήταν η μία και μοναδική φορά που θυμάμαι να πανηγυρίζω πέφτοντας στα γόνατα»!

Ιούνιος 1990: Ο Ντέιβιντ Πλατ με τη φανέλα της Εθνικής Αγγλίας σκοράρει εναντίον του Βελγίου σε αγώνα για τους «16» του Μουντιάλ της Ιταλίας.
Το γκολ αυτό, εκτός του ότι έστειλε τα «Λιοντάρια» στην επόμενη φάση, θα αποδεικνυόταν καθοριστικό για την καριέρα του Πλατ. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν αναπληρωματικός σε κάθε αγώνα του Παγκόσμιου Κυπέλλου, όμως μετά το γκολ αυτό και σε συνδυασμό με έναν τραυματισμό του Ρόμπσον έγινε αμέσως βασικός για τους αγώνες που ακολούθησαν με το Καμερούν, τη Δυτική Γερμανία και την Ιταλία.
Στη συνέχεια, πέτυχε άλλα δύο γκολ, στον προημιτελικό και τον μικρό Τελικό.
Εκείνο το Calcio
Ήταν εκείνη η σπουδαία εποχή. Για την ακρίβεια ήταν η σπουδαιότερη εποχή που έχει υπάρξει ποτέ σε ένα Πρωτάθλημα στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Αυτά που συνέβαιναν στο Calcio από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και διήρκησαν περίπου 20 χρόνια αποτελούν έναν θρύλο του αθλήματος που δεν έχει καταφέρει να μιμηθεί κανείς. Ούτε καν η τωρινή Premier League με τα δισεκατομμύρια που σκορπάει για overrated παίκτες.
Τότε οι Ιταλοί είχαν το χρήμα, αλλά το συνδύαζαν με ένα αφηγηματικό ρομάντζο για το παιχνίδι. Εκείνο το μπρίο και η φινέτσα αλλά και η σκληρότητα με την οποία παίχτηκε το παιχνίδι δεν αντίκρισαν εφάμιλλά τους στα χρόνια που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν.
Κάθε ομάδα της Serie A είχε το δικαίωμα να έχει τρεις ξένους. Και οι τρεις ήταν από το πάνω-πάνω ράφι. Και δεν μιλάμε μόνο για τους μεγάλους του Βορρά. Όλοι οι μικροί είχαν τα αστέρια τους. Όπως για παράδειγμα, ο Ντιέγκο Μαραντόνα πήγε στη Νάπολι, ο Ζίκο στην Ουντινέζε, ο Σώκρατες στη Φιορεντίνα, ο Έλκιερ στην Ελλάς Βερόνα, ο Κανίγια στην Αταλάντα, ο Φαλκάο στη Ρόμα, ο Φραντσέσκολι στην Κάλιαρι, ο Σκούχραβι στην Τζένοα αλλά και τόσοι άλλοι.
Κάπως έτσι και ο Βιτσέντσο Ματαρέζε θέλησε η ομάδα του να φτιάξει τη δική της φανταστική τριάδα. Η Μπάρι μόλις είχε προβιβασθεί στη μεγάλη κατηγορία και μαζί με τους νεαρούς Κροάτες, Ρόμπερτ Γιάρνι και Ζβόνιμιρ Μπόμπαν (δανεικός), έφερε στον ζεστό μεσογειακό Νότο τον Ντέιβιντ Πλατ.

Ο Ντέιβιντ Πλατ με τη φανέλα της Μπάρι.
Στην Αγγλία
Τα πάντα είχαν ξεκινήσει πολύ πιο βόρεια, αδιάφορα και παγωμένα.
Εκείνος ήταν μόλις 15 ετών και οι scouts της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ τον κάλεσαν να μετακομίσει από τα περίχωρα της πόλης στις εγκαταστάσεις τις ομάδας. Την τριετία που πέρασε εκεί, ήταν αρκετά καλός, αλλά ο κόουτς της πρώτης ομάδας, Ρον Άτκινσον, αν και είδε κάτι στο παιχνίδι του και του έδωσε το πρώτο συμβόλαιο, δεν τον έβαλε ποτέ να παίξει.
«Το ήξερα ότι θα το μετάνιωνα. Και το μετάνιωσα», θα παραδεχθεί σε ανύποπτο χρόνο.
Στα 18 του θα βρεθεί δανεικός στην Κρου Αλεξάντρα, για να μονιμοποιηθεί ως κανονική μεταγραφή. Μπορεί να έπαιζε στη Δ’ κατηγορία τη Αγγλίας, αλλά τα 55 γκολ του σε 134 αγώνες τράβηξαν το μάτι αρκετών ομάδων στο Νησί, με την Άστον Βίλα να αποδεικνύεται η πιο αποφασιστική.
Βέβαια, το 1988 που ο Πλατ μετακόμισε στο Μπέρμιγχαμ, η νέα ομάδα του αγωνιζόταν στη Β’ κατηγορία. Αυτό φυσικά δεν θα μπορούσε να είναι πρόβλημα για εκείνον. Μαζί θα τερματίσουν στη δεύτερη θέση και θα ανέβουν για να παίξουν με τους “μεγάλους”.
Η πρώτη του χρονιά στην Α’ κατηγορία, ελάχιστα πριν τη γέννηση της Premier League, θα είναι αποκαλυπτική. Αμέσως άπαντες καταλαβαίνουν ότι πρόκειται για ένα διαμάντι.
Ένας στρατηγικά σκεπτόμενος μέσος που πατάει σε όλο το γήπεδο. Πρεσάρει παντού, διευθύνει με το κεφάλι ψηλά και πατάει περιοχή σε κάθε φάση. Χάρη στη δική του τεχνική, την ποδοσφαιρική του νοημοσύνη και κυρίως την ικανότητά του να αναγνωρίζει την κατάλληλη στιγμή για να εκτελέσει ή να πασάρει, θα αλλάξει πολλές φορές την πορεία των αγώνων της Βίλα.
Η ομάδα του θα κάνει μία πολύ καλή σεζόν, αλλά θα είναι η επόμενή του, 1989-1990, που θα είναι εκπληκτική, καθώς θα διεκδικήσει μέχρι τέλους τον τίτλο, τον οποίον θα πάρει στο φινάλε η Λίβερπουλ, ο τελευταίος της για 30 χρόνια. Εκείνη τη χρονιά ο Πλατ θα βρει δίχτυα 19 φορές στο Πρωτάθλημα και θα ψηφιστεί ο κορυφαίος παίκτης στην Αγγλία.
Είναι 24 ετών και το ταξίδι για το Μουντιάλ βρίσκεται μπροστά του. Στα γήπεδα της Ιταλίας θα συμβούν όσα αναφέραμε στο ξεκίνημα της ιστορίας μας και θα είναι αυτά που θα τον καταστήσουν παγκοσμίως γνωστό. Ωστόσο, παρά τις πρώτες προτάσεις από την Ιταλία, θα αρνηθεί.
«Πίστευα ότι θα μπορούσαμε να πάρουμε τον τίτλο με τη Βίλα, αλλά τελικά συνέβη το εντελώς αντίθετο», θυμάται. Παρά το ότι εκείνος θα βάλει πάλι 19 γκολ στο Πρωτάθλημα και 24 στη σεζόν γενικά, η Βίλα ίσα που θα προλάβει να σωθεί, τερματίζοντας 17η.

Ο Ντέιβιντ Πλατ με τη φανέλα της Άστον Βίλα.
Italiano vero
Το καλοκαίρι του 1991 έχει έρθει ο καιρός να φύγει και η Μπάρι τον περιμένει για να του προσφέρει αυτή την περιπέτεια που αναζητά.
«Ήρθα για να γίνω ο δικό σας Μαραντόνα», θα φωνάξει με θράσος μπροστά σε χιλιάδες tifosi που έχουν μαζευτεί στο αεροδρόμιο και τον συνοδεύουν με αυτοκινητοπομπή μέχρι τα γραφεία του club. Όλοι ξέρουν ότι αυτό που έχει ξεστομίσει μοιάζει με βλασφημία στον έναν και μοναδικό «θεό» της μπάλας, αλλά κανείς δεν χαλιέται. Ο Πλατ είναι για εκείνους ο ήρωας που η κάθε μία εποχή ξεβράζει το κύμα της Αδριατικής. Και αυτή είναι η δική του στιγμή.
Θα του δώσουν με τη μία το περιβραχιόνιο και τη φανέλα με το «10». Μόνο που η ιστορία δεν θα εξελιχθεί όπως όλοι ονειρεύτηκαν.
Ο Πλατ θα αγαπήσει από την πρώτη στιγμή την πόλη, θα αγκαλιάσει την κουλτούρα, θα μιλήσει αμέσως ιταλικά και θα εξελιχθεί στον πρώτο σκόρερ της ομάδας.
Ενδεικτικό είναι ότι ο δεύτερος καλύτερος γκολτζής της θα βάλει μόλις τέσσερα. Μόνο που τα 11 γκολ του Άγγλου δεν θα αποδειχθούν αρκετά, ώστε να σωθεί η κατάσταση, και η Μπάρι θα υποβιβασθεί.
Ωστόσο, εκείνος έχει ήδη φτιάξει το δικό του αφήγημα στην πόλη, στη χώρα. Σε ανύποπτη στιγμή και πριν τελειώσει καν το Πρωτάθλημα, θα ακούσει μία άγνωστη φωνή στο τηλέφωνο να του μιλάει σε πολύ άσχημα αγγλικά. «Γεια σου, Ντέιβιντ, είμαι ο Ρομπέρτο Μαντσίνι και θέλω να σε ενημερώσω ότι, αφού μίλησα με τον Πρόεδρο της ομάδας, θέλω να σε προσκαλέσω εκ μέρους του στη Σαμπντόρια».
Η έκπληξη του Πλατ είναι τεράστια, γλυκαίνεται, αλλά εκεί είναι που θα έρθει κάτι ακόμα μεγαλύτερο. Η «Ντόρια», η οποία έναν χρόνο πριν έχει κατακτήσει στο Scudetto, είναι κάτι παραπάνω από ελκυστικός προορισμός, αλλά η Γιουβέντους τού ζητάει να γίνει δικός της. Και πώς να της αρνηθεί;

Ο Ντέιβιντ Πλατ με τη φανέλα της Γιουβέντους.
Πριν πάει στο Τορίνο ο Τύπος είναι σκεπτικός για τη μεταγραφή του. Οι Βρετανοί γενικότερα απογοητεύουν σχεδόν πάντα στην Ιταλία. Στη «Γιούβε» βέβαια έχουν ήδη δύο σπουδαία θετικά παραδείγματα. Μόνο που ο θρυλικός γίγαντας, Τζον Τσαρλς, ήταν Ουαλός και ο Λίαμ Μπρέιντι Ιρλανδός. Οπότε, ο μοναδικός καθαρά Άγγλος που τα είχε καταφέρει ήταν ο Τρέβορ Φράνσις στη Σαμπντόρια.
Στην παρουσίασή του ελάχιστοι θα ασχοληθούν μαζί του. Δεν παύει να είναι ένα απόκτημα από την Μπάρι, ενώ δίπλα του στέκονται οι νεοφερμένοι Τζανλούκα Βιάλι, Άντι Μέλερ, Ντίνο Μπάτζο και Φαμπρίτσιο Ραβανέλι.
Ο Τζοβάνι Τραπατόνι τον εκτιμάει, αλλά δεν τον συμπεριλαμβάνει στις αρχικές επιλογές του. Στον διπλό Τελικό του Κυπέλλου UEFA με την Ντόρτμουντ στο φινάλε της σεζόν (συνολικό 6-1 για τη «Γιούβε») δεν θα τον χρησιμοποιήσει καν. Έχει μπει ο Μάιος, ο Πλατ έχει παίξει μόλις 16 φορές (3 γκολ) και είναι ξεκάθαρο ότι δεν υπολογίζεται.
Στην αναμέτρηση με τη Σαμπντόρια στο παλιό Delle Alpi θα τον πλησιάσει στο τέλος ο Μαντσίνι: «Αυτή τη φορά δεν χρειάζεται να σου τηλεφωνήσω. Στο λέω από κοντά. Έλα σε εμάς»!
Ο ιδιοκτήτης του club, Πάολο Μαντοβάνι, ο σπουδαιότερος όλων στην ιστορία της «Ντόρια», θέλει να αγοράσει έναν νεαρό από την Πάρμα. Ωστόσο, ο Μαντσίνι και ο κόουτς Σβεν-Γκόραν Έρικσον τον πείθουν για τον Πλατ.
Εκεί θα έχει τον πρώτο ρόλο στην οργάνωση. Πίσω του φυλάει τα νώτα το μηχανάκι Βλάντιμιρ Γιούγκοβιτς και στα πλευρά του έχει τον ασταμάτητο Ατίλιο Λομπάρντο και τον δανεικό από τη Μίλαν, Ρούουντ Γκούλιτ. Θα κάνουν δυνατή σεζόν, θα τερματίσουν τρίτοι και θα κατακτήσουν το Coppa Italia, τον πρώτο δικό του τίτλο και τελευταίο της ομάδας από τότε.

Ο Ντέιβιντ Πλατ με τη φανέλα της Σαμπντόρια.
Κορυφή με τον Αρσέν
Βρίσκεται στο καλύτερο σημείο της καριέρας του. Είναι 29 ετών, παίζει κάπως διαφορετικά με την μπάλα ή και χωρίς αυτήν και οι κινήσεις του περιλαμβάνουν ένα σύνολο εκτός των συνηθισμένων προτύπων της εποχής. Είναι σαν ένας μέσος που έχει επιστρέψει από το μέλλον. Παρότι δεν είναι εκρηκτικός, η απλότητα της κίνησης του, η ήρεμη παρουσία και η ευχέρεια να δίνει τον ρυθμό τον έκαναν να ξεχωρίζει.
Πολλές φορές τον σύγκριναν με τον Γκασγκόιν. Δεν είχε σε καμία περίπτωση το ταλέντο του, αλλά σε σχέση με τον αυτοκαταστροφικό «Γκάζα» εκείνος παραμένει αναμφισβήτητα ο πιο αξιόπιστος, ολοκληρωμένος και τακτικά συνειδητοποιημένος Άγγλος μέσος της δεκαετίας του ’90.
Κάπως έτσι θα επιστρέψει στο Νησί. Το 1995 τον καλεί η Άρσεναλ και νιώθει την ευκαιρία να διεκδικήσει ένα Πρωτάθλημα. Το 1996 θα βρεθεί εκεί ένας περίεργος Γάλλος προπονητής. Ο Αρσέν Βενγκέρ θα τον έχει επίσης βασικό και μαζί θα φτάσουν στην κορυφή της Premier League το 1998. Ωστόσο, ο κόουτς θέλει πλέον να φτιάξει τη δική του γαλλική δυάδα στο κέντρο και τον αποδεσμεύει, φέρνοντας δίπλα στον Πατρίκ Βιεϊρά τον Εμανουέλ Πετί.
Είναι πλέον 32 ετών και δεν θέλει να πιεστεί σε επίπεδο πρωταθλητισμού. Θα εκπλήξει τους πάντες με την επιλογή του. Θα παίξει δύο ακόμα χρόνια με τη Νότιγχαμ Φόρεστ στην Championship και θα αποσυρθεί το 2001. «Είμαι χορτασμένος», θα πει στο φινάλε, με έναν δημοσιογράφο να του θυμίζει ότι έχει τον κορυφαίο μέσο όρο (0.44) σκοραρίσματος στην Εθνική (27 γκολ σε 62 αγώνες), κάτι που θα τον κάνει να χαμογελάσει με υπερηφάνεια.

Ο Ντέιβιντ Πλατ με τις φανέλες των Άρσεναλ και Νότιγχαμ Φόρεστ.
Εκείνο το κύμα
Τα χρόνια θα περάσουν, η αλήθεια είναι ότι κάπως θα ξεχαστεί και πολύ σπάνια θα μπει στη συζήτηση για τους κορυφαίους Άγγλους όλων των εποχών. Αν κοιτάξουμε μόνο τα στατιστικά, η απάντηση είναι ότι μάλλον του αξίζει να μπει στην εξίσωση.
Η πραγματική αξία του όμως είναι μεγαλύτερη από τα νούμερα και τους τίτλους. Ο Πλατ δεν ξεχώρισε μόνο για τα γκολ ή τις σπουδαίες του εμφανίσεις αλλά για την απόσταση που διένυσε, για την πορεία του που τον μετέτρεψε από έναν ποδοσφαιριστή της τέταρτης κατηγορίας σε ήρωα του Παγκόσμιου Κυπέλλου, σε αστέρι του ιταλικού ποδοσφαίρου και τελικά σε έναν από τους πιο ολοκληρωμένους παίκτες της εποχής του.
Μεταξύ της Κρου της Δ’ κατηγορίας και του Παγκόσμιου Κυπέλλου μεσολάβησαν μόλις δύο χρόνια. Και πόσοι άλλοι άραγε έχουν καταφέρει κάτι αντίστοιχο με τέτοια ταχύτητα;
Η πορεία του στην Ιταλία υπήρξε σαν μια ανακάλυψη του εαυτού του. Στην ίδια Ιταλία, όπου ο πολύς Πολ Γκασκόιν δεν κατάφερε ποτέ να ενσωματωθεί, ο Πλατ όχι μόνο το κατάφερε αλλά αγάπησε τη χώρα, τη ζωή της και το ποδόσφαιρό της με όλη του την καρδιά.
Όχι μόνο μιμήθηκε τους συμπαίκτες του αλλά έγινε ένας Italiano vero. Ο ίδιος ήξερε, πολύ καλύτερα από πολλούς άλλους, ότι η Serie A ήταν η απόλυτη πρόκληση, η καλύτερη λίγκα του κόσμου εκείνη την εποχή και ανταποκρίθηκε σε αυτήν με έναν αφοσιωμένο και σκεπτικό τρόπο.
Η παρουσία του στην Εθνική Αγγλίας ήταν το ίδιο καταλυτική. Όπου υπήρχε χώρος για την ομάδα, ήταν εκεί. Ένας από τους λίγους που αγωνίστηκαν στα μεγάλα ραντεβού της δεκαετίας, από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 μέχρι το Euro ’96. Ήταν το μυαλό του παιχνιδιού, ο παίκτης που έβλεπε και υπαγόρευε τον ρυθμό.
Το πιο λαμπρό του σημείο όμως, οι στιγμές εκείνες στις οποίες το όνομά του μπήκε σε όλες τις εθνικές αφηγήσεις, ήταν όταν βρέθηκε να σκοράρει εκεί που όλοι περίμεναν να αποτύχει. Τα πέναλτι, το “κρύο” αίμα του σε στιγμές κρίσης ήταν τα στοιχεία που τον έκαναν μοναδικό.
Ίσως όμως τίποτα από αυτά να μην είχε συμβεί, εάν δεν έβαζε εκείνη την γκολάρα ένα ζεστό βράδυ του 1990 στην Μπολόνια. Σίγουρα όμως τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο, εάν δεν είχε κάνει εκείνο το ταξίδι στο άγνωστο του ιταλικού Νότου.
Εκεί, στον τόπο που ο μύθος αφηγείται ότι η κάθε γενιά φέρνει τον εκλεκτό της. Εκεί όπου το κύμα σπάει στις ακτές και αφήνει πίσω του έναν αναστεναγμό στην άμμο, ο Πλατ έδωσε το δικό του στίγμα. Και ήταν σαν το κύμα αυτό να μην μιλούσε απλώς για το παιχνίδι αλλά για μία υπόσχεση. Μια υπόσχεση που έδινε ο ίδιος στην πόλη πως θα γινόταν εκείνος ο ήρωας της.
Και έγινε κάτι μοναδικό για το Μπάρι, όπου ακόμη τον εξυμνούν. Γιατί στο Μπάρι οι θρύλοι δεν φωνάζουν. Απλώς καταγράφονται στην καρδιά του τόπου και της ιστορίας του. Και ο Ντέιβιντ Πλατ, ακόμα και εάν δεν μπόρεσε να τους σώσει και να γίνει ο δικός τους Μαραντόνα, άφησε εκεί τη δική του σιωπηλή δύναμη. Όπως το κύμα που σπάει στις ακτές και αφήνει τ’ αποτύπωμά του για πάντα…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τέρι Μπούτσερ: Μια τελευταία ιστορία στην pub