Η δεκαετία του ’60 είναι επί της ουσίας το διάστημα που το μπάσκετ και το ΝΒΑ αγκαλιάστηκαν από σύσσωμες τις Ηνωμένες Πολιτείες και απέκτησαν το έρεισμα σε ένα πιο ευρύ κοινό που τα εκτόξευσαν.
Είναι η δεκαετία του πρώτου expansion, το Πρωτάθλημα δεν ήταν πια υπόθεση που απευθυνόταν μόνο στις Βορειοανατολικές Πολιτείες, αλλά βλέπει κάποιες ομάδες να μετακινούνται και προς τα δυτικά, προεξέχουσας της Καλιφόρνια. Τα αστέρια του Πρωταθλήματος είναι οι center και οι forward, όλα όμως κινούνται γύρω από τη “δικτατορία” των Μπόστον Σέλτικς. Η κανονική περίοδος από 60 παιχνίδια αυξάνεται στα 82 και η δημοφιλία του αθλήματος δημιουργεί και μια δεύτερη λίγκα προς το τέλος των ’60s: το ΑΒΑ.
Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά. Οι Μπόστον Σέλτικς ήταν μία από τις κορυφαίες ομάδες του Πρωταθλήματος, ιδιοκτήτης τους ήταν ο Γουόλτερ Μπράουν, μεταξύ εκείνων που ίδρυσαν το ΝΒΑ και έχων στην κατοχή του το θρυλικό Boston Garden. Οι Σέλτικς στα πρώτα χρόνια της ζωής τους δεν ήταν η θρυλική ομάδα που έχουμε σήμερα στο μυαλό μας, αντιθέτως θα έλεγε κανείς ότι επρόκειτο μάλλον για μια πολύ μέτρια και δύστροπη ομάδα που κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «loser» εξαιτίας των διαδοχικών ηττών και των ντροπιαστικών τελευταίων θέσεων στη βαθμολογία.
Όλα άλλαξαν, όταν ανέλαβε προπονητής ένας Νεοϋορκέζος ρωσικής καταγωγής, ένας τολμηρός κοκκινομάλλης με πολύ ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία και ταμπεραμέντο, ο Άρνολντ «Red» Άουερμπακ.
Ένας πιονιέρος του μπάσκετ, προπονητής πιο πριν των Ουάσινγκτον Κάπιτολς και των Τρι Σίτις Μπλάκχοκς, προσελήφθη το 1950 για να αναλάβει τις τύχες ενός franchise ουσιαστικά διαλυμένου.
Η πρώτη επαφή του Άουερμπακ με τη Βοστόνη ήταν το λιγότερο συζητήσιμη. Επιλέγει στο draft τον center Τσάρλι Σερ αντί του τοπικού ειδώλου Μπομπ Κούζι, ο οποίος επιλέχθηκε και κατέληξε στην πρώην ομάδα του «Red», τους Μπλάκχοκς.
Για τον Άουερμπακ, o Κούζι ήταν ένας απλός ζογκλέρ, ό,τι χειρότερο για τη νευραλγική θέση του point guard. Μισούσε τα κόλπα του, τις ντρίμπλες του, τους ασχεδίαστους αιφνιδιασμούς, τις “τηλεπαθητικές” πάσες και τα εντυπωσιακά lay up.
Ό,τι ακριβώς λάτρευε το κοινό της Βοστόνης και ο ιδιοκτήτης των Σέλτικς, o Μπράουν, ο Άουερμπακ το μισούσε και το απέρριπτε.
Ο Κούζι, όταν δεν επιλέχθηκε από τη Βοστόνη, δεν πήγε ποτέ να παίξει με τους Μπλάκχοκς, από γινάτι διάλεξε να ανοίξει μια σχολή οδηγών στο Ουόρσεστερ στη Μασαχουσέτη και απλώς περίμενε τον Άουερμπακ να αλλάξει γνώμη. Οι Τρι Σίτις (ομάδα των τριών πόλεων: Μολίν, Ροκ Άιλαντ και Ντέιβενπορτ) του πρόσφεραν μέχρι και 6.000 δολάρια, εκείνος αρνήθηκε ζητώντας το “τρελό” ποσό των 10.000 για να παίξει μπάσκετ.
Η επιλογή μοιραία πέρασε στους Σικάγο Σταγκς, οι οποίοι όμως διαλύθηκαν, πριν ξεκινήσει η σεζόν, και ο Κούζι, πριν προλάβει καν να αγωνιστεί, είχε ήδη ξαναγίνει free agent! Έμεινε ουσιαστικά ελεύθερος και τον Απρίλιο ο τότε κομισάριος του ΝΒΑ, Μορίς Ποντόλοφ, διοργάνωσε ένα άτυπο μίνι-draft για τους τρεις τρομερούς παίκτες των Σταγκς. Μαξ Ζασλόφσκι, Άντι Φίλιπ και ο Κούζι είχαν μείνει άστεγοι. Κάλεσε μυστικά τρεις ιδιοκτήτες ομάδων. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Μπράουν των Σέλτικς.
O Μπράουν υπέγραψε τον Κούζι χωρίς να το ξέρει ο Άουερμπακ, ο οποίος, μόλις το έμαθε, έγινε το λιγότερο έξαλλος, αλλά τελικά αποδέχτηκε την απόφαση του Βοστονέζου επιχειρηματία και ιδιοκτήτη των Σέλτικς. Και εγεννήθη ο μύθος! Η ομάδα με επικεφαλής το Χουντίνι από Μανχάταν, μετατράπηκε από loser σε διεκδικήτρια του τίτλου, μια ομάδα για την οποία θεωρείτο underachieving η απλή συμμετοχή στα play offs.
Ο τίτλος όμως δεν ερχόταν παρά την παρουσία του Κούζι και άλλων Hall of Famers, όπως ο Σάρμαν, ο Ράμσεϊ και ο Λόσκιτοφ, μέχρι τη χρονιά ορόσημο, το 1957.
Τότε ήρθε στο Garden o Γουίλιαμ Φέλτον Ράσελ, για όλους Μπιλ, και οι Σέλτικς εγκαθίδρυσαν την αυτοκρατορία τους. Ο center από το Σαν Φρανσίσκο ήταν διακαής πόθος του Άουερμπακ ο οποίος είχε εντοπίσει στον center με τον αριθμό «6» τον ιδανικό άξονα κυρίως της αμυντικής συμπεριφοράς της ομάδας για τα επόμενα χρόνια και δεν δίστασε να κάνει ένα από τολμηρότερα trades στην ιστορία του ΝΒΑ. Έστειλε στο Σεντ Λούις μετά από μακροήμερες διαπραγματεύσεις Μακόλεϊ και Χέιγκαν, σε αντάλλαγμα εκτός του Ράσελ και των Κέι Σι Τζόουνς και Τομ Χάινσον. Η ομάδα που θα κυριαρχούσε ήταν ήδη έτοιμη και όντως κυριάρχησε, όπως θα δούμε διεξοδικά, τη δεκαετία του ’50.
Αυτή η τρομερή ομάδα, η οποία ουσιαστικά σκέπασε με χρυσόσκονη ολόκληρο το ΝΒΑ, κουράστηκε περίπου στα μέσα της δεκαετίας του ’60, παρόλο που κατηγορείτο διαρκώς ως «γερασμένη, αναχρονιστική, αργή». Χαρακτηριστικό το πρωτοσέλιδο αφιέρωμα του «Sports Illustrated», μετά τους τελικούς του 1962 εναντίον των Λέικερς, το οποίο έγραψε ότι «οι Σέλτικς είναι μια ομάδα κλινικά νεκρή, μια ομάδα τόσο παλιά που ακόμα και το αίμα που ρέει στις φλέβες της είναι κουρασμένο και ηλικιωμένο».
Ο «Red» την “έστιψε” αυτή την ομάδα, μέχρι το τέλος, μέχρι τελευταίας ρανίδας. Ήταν ήδη το 1967, όταν στους τελικούς της Περιφέρειας εναντίον των Σίξερς ο κόσμος τραγουδούσε εν χορώ (σπάνιο για το ΝΒΑ έως απίθανο) «The Celtics are dead, dead-dead, finally they ‘re dead!». Μόνο που ήταν η εξαίρεση, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Οι Σέλτικς δεν πέθαιναν ποτέ.
Με παίκτες όπως ο Τζον «Hondo» Χάβλιτσεκ (ονομάστηκε έτσι από έναν συμμαθητή του, εμπνευσμένο από το ομώνυμο film western με τον Τζον Γουέιν), αστέρες όπως ο Σαμ Τζόουνς, ο Κέι Σι Τζόουνς, ο Σατς Σάντερς, ο τεράστιος Κούζι, αλλά πάνω απ’ όλα με ακρογωνιαίο λίθο εκείνον τον τύπο με το «6», τον center που ο Άουερμπακ επέμενε να φέρει στη Βοστόνη, τον Μπιλ Ράσελ, δημιούργησαν τη δυναστεία τους και κατέκτησαν 11 τίτλους σε 12 χρόνια. Η “βοστονέζικη δικτατορία του Άουερμπακ” μέτρησε πολλά θύματα στο διάβα της, τα πιο διάσημα όμως ήταν δύο, οι Λος Άντζελες Λέικερς και o Ουίλτ Τσάμπερλεϊν.
Οι Λέικερς το 1960 είχαν μετακομίσει από την παγωμένη Μινεάπολη στο ηλιόλουστο Λος Άντζελες, ατενίζοντας το μέλλον με τεράστια αισιοδοξία. Είχαν στο roster έναν παίκτη που εγγυόταν την επιτυχία τουλάχιστον για 10-15 χρόνια και στο draft του ίδιου έτους τον είχαν πλαισιώσει με τη δεύτερη επιλογή, ένα ισχνό και ντροπαλό αγόρι από τη Δυτική Βιρτζίνια που ονομαζόταν Τζέρι Άλαν Ουέστ. Ο μικρός λευκός πρέσβευε ένα απλό αλλά ουσιαστικό μπάσκετ, το οποίο κούμπωσε αμέσως με το παιχνίδι του έτερου guard της ομάδας, Έλτζιν Μπέιλορ, συνθέτοντας έτσι ένα θαυμαστό δίδυμο που ονομάστηκε «Mr Outside & Mr Inside», ένα δίδυμο από τα ισχυρότερα στην ιστορία του μπάσκετ. Η αδυναμία των «Λιμνανθρώπων» όμως κάτω από το καλάθι είχε αποβεί μοιραία μεταξύ 1962 και 1970.
Οι Λέικερς είχαν φτάσει στους τελικούς επτά φορές, χάνοντας τις έξι. Όλες απέναντι στη Βοστόνη. Τέσσερεις φορές έχασαν τον τίτλο στο έβδομο ματς, τις τρεις στο τελευταίο σουτ. Κάποιοι μιλούσαν για μάγια, για κατάρες, για κισμέτ και πεπρωμένα.
Το 1962 και το 1969 οι Λέικερς είχαν βρεθεί να προηγούνται και με 3-2 στη σειρά έχασαν πανηγυρικά. Με την πάροδο των ετών και εξαιτίας των τραυματισμών του Μπέιλορ, o Ουέστ είχε ντυθεί και σκόρερ, είχε αναλάβει και το βαρύ φορτίο του επιθετικού παιχνιδιού. Σε εκείνον τον καταραμένο πρώτο αγώνα των τελικών της West Conference το 1965 εναντίον των Μπάλτιμορ Μπούλετς, o Μπέιλορ θα κάνει σμπαράλια το γόνατό του, θα τεθεί σε κίνδυνο ακόμα και η ίδια του η καριέρα εξαιτίας εκείνου του τραυματισμού, μέχρι που ανέλαβε ο Ουέστ.
O Τζέρι Ουέστ ουδέποτε είχε ξαναναλάβει ηγετικές πρωτοβουλίες στην ομάδα, ήταν ένας ουσιαστικός και απόλυτα “συνετός” παίκτης που ουδέποτε εκβίαζε προσπάθειες ή αναλάμβανε να οδηγήσει την ομάδα. Όταν όμως είδε τον Μπέιλορ να αποχωρεί σφαδάζοντας, μάζεψε τους συγκλονισμένους συμπαίκτες του γύρω του και είπε το απλό «I ‘m here, lets go get ’em». Οι Λέικερς νίκησαν, ο Ουέστ σκόραρε 49 (!). Στο δεύτερο παιχνίδι έβαλε 52. Στο τρίτο και στο τέταρτο 44 και 48 πόντους αντίστοιχα. Στο καθοριστικό έκτο ματς στο boxscore έγραφε δίπλα στο όνομά του 42 πόντους του και οι Λέικερς είχαν προκριθεί στους τελικούς του ΝΒΑ. O Ουέστ έγραψε έναν μ.ο. 46.3 πόντων και φώναξε “είμαι εδώ”.
Οι Σέλτικς βέβαια στους τελικούς έκαναν το sweep, ήταν όμως βέβαιο ότι ένας νέος star είχε γεννηθεί και αυτός ήταν ο Τζέρι Ουέστ. Την επόμενη σεζόν, με τον Μπέιλορ ακόμη να αναρρώνει από τον τραυματισμό στο γόνατο, ο Ουέστ κλείνει την κανονική περίοδο με 31.3 πόντους μ.ο. και την post-season με 34.2. Και πάλι τελικοί, και πάλι Σέλτικς. Πρώτο παιχνίδι στο Garden, οι Λέικερς, μετά από ένα συγκλονιστικό παιχνίδι που κρίνεται στην παράταση, επιβάλλονται 133-129. Είχε επιστρέψει και ο Μπέιλορ που σκόραρε 36. Ο Ουέστ 41. Οι δυο τους είχαν σκοράρει παραπάνω από τους μισούς πόντους όλων των υπολοίπων μαζί και διέλυσαν κάθε σχέδιο του μεγάλου Άουερμπακ.
O «Red» δεν μπορούσε να το χωνέψει. Μετά τον αγώνα ανακοίνωσε την απόφασή του να αποχωρήσει από τον πάγκο των Σέλτικς και να αναλάβει General Manager, με αποτέλεσμα ο Μπιλ Ράσελ να γίνει ο πρώτος Αφροαμερικανός στην ιστορία που αναλάμβανε τον διπλό ρόλο παίκτη και προπονητή. Ήταν τόσος πολύς ο ντόρος από την απόφαση του Άουερμπακ που ουδείς σε όλες τις ΗΠΑ ασχολήθηκε με την ήττα των Σέλτικς (ή τη νίκη των Λέικερς, αναλόγως την ανάγνωση του καθενός) αλλά με τη σοκαριστική είδηση της παραίτησης του «Big Red». To “κόλπο” του «Red» έπιασε τόπο, η Βοστόνη αποφορτίστηκε, κέρδισε τα τρία επόμενα ματς και ξαναέγινε το φαβορί.
Οι Λέικερς αντιδρούν, κερδίζουν το πέμπτο και το έκτο παιχνίδι και οι τελικοί θα κριθούν στο τελευταίο. Το ΛΑ μοιάζει έτοιμο επιτέλους να πάρει τον τίτλο, είναι καλύτερη ομάδα, έχει επιτρέψει ο Μπέιλορ, o Ουέστ είναι σχεδόν εξωγήινος. Οι Σέλτικς όμως είναι και πάλι εκεί. 95-93, τίτλος. Η Βοστόνη δεν χάνει στο Garden, πάει και τελείωσε. Τουλάχιστον όσο οι Λέικερς δεν βρίσκουν έναν center να αντιμετωπίσει τον Ράσελ.
Ο Ουίλτον Νόρμαν Τσάμπερλεϊν συστήθηκε στο ΝΒΑ το 1959, μετά από μια εμπειρία ενός έτους με τους Γκλομπτρότερς, προκειμένου να “πιάσει” τον κανόνα τετραετίας του ΝΒΑ. Λόγω του ότι το Κάνσας δεν είχε τότε εκπρόσωπο στο ΝΒΑ, επελέγη λόγω εντοπιότητας από τους Φιλαδέλφια και μετέπειτα Σαν Φρανσίσκο Γουόριορς και έκλεισε τη rookie σεζόν του με καταπληκτικά στατιστικά: 37.6 πόντους, 27 ριμπάουντ και rookie of the year.
Την επόμενη σεζόν οι πόντοι γίνονται 38.4, τα ριμπάουντ 27.2. Δεν είναι καν ακόμη 25 χρόνων και άπαντες μιλούν για ένα θαύμα της φύσης, ένα θεόσταλτο ταλέντο που όμοιό του δεν είχε ξαναεμφανιστεί. Την τρίτη σεζόν γράφτηκε στην ιστορία. 50.4 πόντοι και 25.7 ριμπάουντ. Σε ένα παιχνίδι σκόραρε 100(!), συνολικά πέτυχε 4.029 πόντους και κατέβασε 2.052 “σκουπίδια” σε 80 παιχνίδια.
Εξαιτίας της απίστευτης σεζόν του «Wilt, the Stilt», ολόκληρη εκείνη η περίοδος ονομάστηκε «η Εποχή των Γιγάντων», παρά όμως τις εξαιρετικές ατομικές του επιδόσεις, ο τίτλος κατέληγε πάντα στο Boston Garden και τον πανούργο Άουερμπακ. Ω ναι, και πριν τους Λέικερς και οι υπόλοιποι από τους Σέλτικς την πατούσαν.
Ο Ράσελ είχε γίνει η νέμεσίς του. Παρά το γεγονός ότι είχε μια μεγάλη φιλία μαζί του, σε βαθμό να καλεί ο ένας τον άλλον κάθε Thanksgiving στο σπίτι του, η κόντρα του Ράσελ με τον Τσάμπερλεϊν έχει μείνει στην ιστορία ως μια από τις πιο αδηφάγες στο ΝΒΑ. Ο μύθος λέει ότι οι δυο τους, αφού ολοκληρωνόταν η επική μάχη στα παρκέ, κλαίγανε μαζί στα αποδυτήρια, με τον Ράσελ να παρηγορεί το Ουίλτ που για πολλοστή φορά έφευγε με σκυμμένο το κεφάλι ηττημένος.
Πάντα κέρδιζε η Βοστόνη, πάντα κέρδιζε ο Ράσελ, πάντα κέρδιζε ο Άουερμπακ.
Ο Τελικός χανόταν πότε στο έβδομο ματς, πότε σε λιγότερα, ενίοτε με δραματικό ή θρυλικό τρόπο, όπως εκείνο το περίφημο κλέψιμο του Τζον Χάβλιτσεκ το 1965 που, κάθε φορά που το ακούει κανείς με την περιγραφή του Τζόνι Μοστ, ανατριχιάζει: «Greer is putting the ball in play. He gets it out deep and Havlicek steals it! Over to Sam Jones! Havlicek stole the ball! It’s all over… Iτ’s all over! Johnny Havlicek is being mobbed by the fans! It’s all over! Johnny Havlicek stole the ball»!
Η μοναδική φορά που ο Ουίλτ πανηγύρισε εναντίον των Σέλτικς ήταν το 1967, όταν μετά από ομηρική μάχη οι Σίξερς απέκλεισαν τη Βοστόνη και ακολούθησε το θρυλικό «The Celtics are finally dead» που αναφέρθηκε προηγουμένως.
Το καλοκαίρι λοιπόν του 1968 οι Λέικερς παίρνουν τη μεγάλη απόφαση. Για να νικηθούν οι Σέλτικς, πρέπει να βρεθεί το αντίπαλο δέος στον Ράσελ. Ουέστ και Μπέιλορ δεν είναι αρκετοί, χρειάζεται το σημείο αναφοράς, ένας center που θα δώσει αυτό το κάτι παραπάνω που έλειπε πάντα. Η πρώτη χρονιά είναι ένα ακόμα ρεσιτάλ της βοστοζένικης δικτατορίας. Οι Λέικερς αποχωρούν και πάλι με το κεφάλι σκυμμένο, παρά την παρουσία του Ουίλτ. Δεν πειράζει, ήταν απλώς η παρθενική σεζόν, το 1969 θα είναι η “σωστή χρονιά”.
Ήδη οι Σέλτικς θεωρούνται πιο γερασμένοι από ποτέ, ο τίτλος της περασμένης σεζόν εθεωρείτο απ’ όλους σαν το κύκνειο άσμα της μεγαλύτερης ομάδας στην ιστορία του ΝΒΑ μέχρι τότε. Ο κύκλος κατά κοινή ομολογία είχε κλείσει. Το μίζερο ρεκόρ των 48 νικών και 34 ηττών και η “ντροπιαστική” τέταρτη θέση στην Ανατολική Περιφέρεια επέτειναν τους ισχυρισμούς όλων. Η εμπειρία των Σέλτικς όμως και το dna του Πρωταθλητή είναι παρόντα. Πρώτα η Φιλαδέλφια και μετά οι Νικς πληρώνουν ακριβά εκείνη την πεποίθηση ότι «οι Σέλτικς έχουν πεθάνει».
Στη Δύση ασφαλώς είχαν προκριθεί οι Λέικερς, ομάδα φόβητρο για ολόκληρη τη σεζόν, και, παρά το comeback της Βοστόνης, στο Λος Άντζελες η αισιοδοξία για τίτλο -επιτέλους- ήταν διάχυτη. Οι περισσότεροι μάλιστα στοιχημάτιζαν και στο sweep. Και πάλι όμως οι Σέλτικς δεν πέθαναν.
Όπως θα ομολογήσει ο ίδιος ο Τζέρι Ουέστ αρκετά χρόνια αργότερα, «Τα προηγούμενα χρόνια, ναι, μπορεί να πει κανείς ότι ήταν καλύτεροι από εμάς. Το καταραμένο 1969 όμως εμείς ήμασταν πολύ καλύτεροι, πολύ πιο ισχυροί σε όλες τις θέσεις. Δεν κερδίσαμε ούτε τότε και για μένα παραμένει η πιο απογοητευτική χρονιά της καριέρας μου, η ήττα που με πόνεσε πιο πολύ απ’ όλες».
Κι όμως ο Ουέστ είχε κάνει ό,τι μπορούσε. Στο πρώτο παιχνίδι είχε πετύχει 53 πόντους και οδήγησε τους Λέικερς σε μια πιο εύκολη -από το τελικό 120-118- νίκη.
Ακριβώς όμως εκείνο το comeback των Σέλτικς σε εκείνον τον φαινομενικά τελειωμένο αγώνα ήταν η απόδειξη ότι δεν είχαν πρόθεση να χάσουν τον τίτλο. Ο Χάβλιτσεκ είχε σκοράρει 36 και ήδη γινόταν το απόλυτο είδωλο. Στον δεύτερο Τελικό ο Ουέστ σκοράρει 41, ο Χάβλιτσεκ 43. Οι Λέικερς ξανακερδίζουν 118-112, η σειρά είχε αποκτήσει φαβορί και επέστρεφε στη Βοστόνη, όπου οι Λέικερς έψαχναν ένα break. Το 1-2 ήρθε εύκολα, στο τέταρτο ματς όμως η μάχη είναι για πολλοστή φορά ομηρική. Οι Σέλτικς ισοφαρίζουν στην κόψη του ξυραφιού, 89-88. Όλα πάλι από την αρχή.
Επιστροφή στο Forum, οι Λέικερς κερδίζουν με 39 του Ουέστ, κυρίως όμως διαπιστώνουν την πολυπόθητη νίκη κατά κράτος του Τσάμπερλεϊν κόντρα στον Ράσελ. 31 o Ουίλτ, 13 o Μπιλ.
To Λος Άντζελες έχει προετοιμαστεί για μια μεγάλη γιορτή στο έκτο ματς, έχουν ήδη τυπωθεί τα μπλουζάκια με το «Los Angeles Lakers – World Champions 1969». Πέντε λεπτά μετά την έναρξη του Τελικού των Τελικών, ο θεός της Βοστόνης κάνει την εμφάνισή του στο Forum.
Ο Τζέρι Ουέστ παθαίνει ένα απίθανο διάστρεμμα, αποσύρεται στο ιατρείο, επιστρέφει μπουκωμένος στα παυσίπονα και τις ενέσεις πιο πολύ για να παίξει τον ρόλο του “El Cid”. Υπήρξε συγκινητικός, σημείωσε 26 πόντους, ωστόσο δεν έφταναν. Τσάμπερλεϊν και Μπέιλορ ήταν τραγικοί, παγιδευμένοι στα τρικ του μεγάλου «Red», η άμυνα της Βοστόνης ήταν από άλλον πλανήτη.
Η σειρά πήγε στο έβδομο παιχνίδι. Ξανά. Οι εφιάλτες κάνουν την εμφάνισή τους, όλη η Αμερική, από εκεί που ήταν βέβαιη για τη -σαρωτική μάλιστα- νίκη και κατάκτηση του τίτλου, πλέον δεν τολμούσε να στοιχηματίσει ούτε ένα δολάριο στον τελικό νικητή. Όλη, εκτός από το Λος Άντζελες που ήταν βέβαιο ότι οι Λέικερς πολύ απλά θα ποδοπατήσουν τα γέρικα άλογα του Άουερμπακ.
Οι Σέλτικς βγαίνουν για προθέρμανση, με τον Μπιλ Ράσελ, μπαίνοντας, να κραδαίνει προς το αλαλάζον Forum το πρόγραμμα των εορτασμών της κατάκτησης του τίτλου που είχαν τυπώσει οι Λέικερς. Υψώνει το βλέμμα και κοιτάζει τα χιλιάδες μπαλόνια που ήταν στην οροφή, έτοιμα να πλημμυρίσουν το παρκέ και τις κερκίδες, όταν οι Λέικερς κατακτούσαν τον πολυπόθητο τίτλο. Κοιτάζει πίσω από τον πάγκο εκατοντάδες μπουκάλια σαμπάνια, έτοιμα να κάνουν “pop”, όταν οι διαιτητές σφυρίξουν και οι Λέικερς κάνουν τον γύρο του θριάμβου. Ο Ράσελ σκύβει στον φροντιστή και ψιθυρίζει «η σαμπάνια, φίλε μου, θα γίνει ξίδι, όταν η Βοστόνη θα κατακτήσει το Πρωτάθλημα».
Οι Σέλτικς μπήκαν πολύ δυνατά, πιο πεινασμένοι από ποτέ και προηγήθηκαν ακόμα και με 17. Μέχρι την τρίτη περίοδο. Ο Ουέστ είναι στρατοσφαιρικός, παρά τη νοβοκαΐνη που ρέει στις φλέβες του, σχεδόν μόνος του πάει το παιχνίδι στο -9, το Forum, από εκεί που είχε βυθιστεί στην απόγνωση, το ξαναπιστεύει. Ο Ουέστ συνεχίζει το ρεσιτάλ, λίγα λεπτά πριν το τέλος η διαφορά έχει πέσει στο -5. Ο κόσμος αποθεώνει τον Τζέρι Ουέστ. Ο Τσάμπερλεϊν ζηλεύει που ο συμπαίκτης του πιστώνεται την αντεπίθεση. Μετά από μια συνηθισμένη πτώση σε μια μάχη για το ριμπάουντ, ζητάει αλλαγή. Θέλει να βγει κουτσαίνοντας και να ξαναμπεί, θέλει να γίνει εκείνος ο ήρωας.
Μπαίνει ο Κουντς, ένας center «για να κουνάει την πετσέτα», όπως έλεγαν τότε για τους παίκτες που αγωνίζονταν ελάχιστα. Από δικό του καλάθι, μετά από ασίστ του Τζέρι Ουέστ, οι Λέικερς πλησιάζουν στο -3. Ο Ουίλτ είναι στον πάγκο και κάνει σήμα να ξαναμπεί στα τελευταία δευτερόλεπτα, όταν το σκορ είναι πια 106-106. Ο κόουτς δεν τον βάζει. Ο μετέπειτα γνωστός από τη θητεία του στους πάγκους (κυρίως σε «Dream Team» και Ντιτρόιτ), Ντον Νέλσον, θα κάνει με ένα τυπικό jump shot το 106-108. Τελευταία επίθεση, ο Ουέστ κλεισμένος στις δαγκάνες της άμυνας της Βοστόνης, το τελευταίο σουτ έλαχε στον Κουντς. Σηκώνεται και μπροστά του ορθώνεται το θεόρατο τείχος που λέγεται Ράσελ. Τάπα, σειρήνα, τέλος. Η Βοστόνη (ξανα)κερδίζει τον τίτλο, σχεδόν όλοι ένα κουβάρι στο κέντρο ενός εμβρόντητου Forum. Σχεδόν.
Ο Τζον Χάβλιτσεκ έχει δει τον Τζέρι Ουέστ να αποχωρεί κουτσαίνοντας και ασθμαίνοντας για τα αποδυτήρια.
Ο μεγάλος Τζέρι έκλεισε τον έβδομο Τελικό με 43 πόντους, 13 ασίστ, 12 ριμπάουντ. Έκανε τα πάντα, αλλά και πάλι δεν έφταναν. Πριν καν φτάσει στα αποδυτήρια των Λέικερς, o Ουέστ κοντοστέκεται, δεν αντέχει άλλο, ξεσπάει σε λυγμούς. Ο Χάβλιτσεκ είναι εκεί, τον αγκαλιάζει, δακρύζει κι εκείνος και του λέει «I love you, man. You ‘re the best». Κλαίνε μαζί, μοιράζονται κάποια δευτερόλεπτα, πριν μιλήσουν με τα μάτια, και ο Ουέστ θα κατευθυνθεί προς τα αποδυτήρια. Εκεί θα πάει λίγο αργότερα και ο Μπιλ Ράσελ χωρίς να πει λέξη.
Ο ψηλός θα σταθεί μπροστά του, θα προτάξει το χέρι του και θα σφίξει το χέρι του Ουέστ. Δεν του είπε τίποτα. Έμεινε κάποια δευτερόλεπτα ακίνητος μπροστά του, κοιτώντας τον επίμονα στα μάτια, και του έσφιγγε το χέρι. Δεν είπε λέξη, τον άφησε απορημένο και εμβρόντητο κι έφυγε.
Το βραβείο του mvp εκείνου του Τελικού το κέρδισε ο Τζέρι Ουέστ. H μοναδική φορά που κερδίζει το βραβείο πολυτιμότερου παίκτη σε τελικούς ένας χαμένος. Κανείς από τη Βοστόνη δεν διαμαρτυρήθηκε, κανείς δεν διανοήθηκε να γκρινιάξει. Ο θαυμασμός για τον ηττημένο ήταν ανώτερος και από τη δόξα του νικητή.
Μετά από εκείνους τους τελικούς, η τεράστια φυσιογνωμία που λέγεται Μπιλ Ράσελ, ο άνθρωπος με περισσότερα δαχτυλίδια Πρωταθλητή από τα δάχτυλά του, αποσύρθηκε από την ενεργό δράση. Το κενό που άφησε πίσω του για τη λίγκα ήταν τεράστιο και δυσαναπλήρωτο. Ο τίτλος για τους Λέικερς ήταν μια χίμαιρα, ένα άπιαστο όνειρο.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ήρθε ένα νέο Πρωτάθλημα, το American Basketball Association, κατά κόσμον ΑΒΑ. Το νέο δημιούργημα σιγά-σιγά, με τους καινοτόμους κανόνες και τους φαντεζί και ταλαντούχους παίκτες, κατάφερε να εδραιωθεί ως αντίπαλος του ΝΒΑ, υποβαθμίζοντάς το και ξεκινώντας έναν πόλεμο που έφτασε στην κορύφωσή του στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Τελικός σαν του 1969 δεν ξανάγινε.
Ο Ουέστ φόρεσε το πολυπόθητο δαχτυλίδι -το μοναδικό που κατέκτησε στην καριέρα του- το 1972, δύο χρόνια πριν αποσυρθεί κι αυτός από την ενεργό δράση. Ο Χάβλιτσεκ, πιστός στη θρησκεία των Σέλτικς, παρέμεινε μέχρι τα ύστερα στο Garden, έδινε και την τελευταία ικμάδα της δύναμής του, ακόμα και όταν οι Σέλτικς αγωνίζονταν για να αποφύγουν τη ντροπή της τελευταίας θέσης. Και οι δυο τους είναι θρύλοι, αμφότεροι στο Hall of Fame και ζωντανή ιστορία του ΝΒΑ.
Η δεκαετία του ’60 είχε ολοκληρωθεί, το ΝΒΑ είχε γράψει τις πρώτες χρυσές σελίδες στην ιστορία του, ο κόσμος άλλαζε και ήταν έτοιμος για τα σκοτεινά ’70s.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Duck on a Rock: Basketball Genesis
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro