Δεν ακολουθεί κείμενο… against modern football. Ούτε και κάποιο αποθέωσης και καθαγιασμού του πάλαι ποτέ football.
Κάθε άλλο. Η μνήμη πάντα ωραιοποιεί, κρατάει μόνο όσα καλά προτεραιοποιεί, ανασύροντας στη σύγκριση με το παρόν μόνο τα προβληματικά του, τα αρνητικά, τις παθογένειες.
Δεν είναι σίγουρα το ποδόσφαιρο τού τώρα τέλειο. Ίσα-ίσα. Η εμπορευματοποίησή του κυριαρχεί, μετατρέποντάς το συνεχώς και σταθερά σε μια μηχανή, έναν μηχανισμό δεύτερης (και δεύτερων) ευκαιρίας (και ευκαιριών), μόνο και μόνο για να διατηρηθούν στον αφρό, στο προσκήνιο, στην κάμερα, τα αναγνωρίσιμα, τα ευπώλητα μεγέθη.
Αυτοί που τα φέρνουν, αυτοί και που τις παίρνουν (τις ευκαιρίες). Όλος ο μηχανισμός του διεθνούς συλλογικού ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου -seedings, καλοκαιρινά προκριματικά, play off, μεταπήδηση από διοργάνωση σε διοργάνωση μετά τη φάση των ομίλων- και όλος, αντίστοιχα, σε επίπεδο Εθνικών ομάδων -και πάλι seeding και πάλι play offs, συνεχείς επεκτάσεις των θέσεων στα τελικά των μεγάλων διοργανώσεων, Nations League- έτσι είναι δομημένος.
Στο τέλος της ημέρας, να βρίσκονται εκεί που πρέπει, αυτοί που πρέπει.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Δεν ήταν πάντα τόσο σύνθετα. Τα εισιτήρια των προκρίσεων ήταν τόσα όσα προβλέπονταν σε κάθε όμιλο. Άλλη δίοδος, για να κατακτηθούν, δεν υπήρχε. Ήταν δύο και τερμάτιζες στην τρίτη θέση; Καναπές, τελεία και παύλα. Γι’ αυτό και τέτοια εποχή, τέτοιες μέρες καλή ώρα, συνυφασμένες με τελευταίες αγωνιστικές προκριματικών, γινόταν ο κακός χαμός.
Μεγαλύτερος από εκείνον που έγινε στις 17 Νοεμβρίου 1993 δύσκολα απαντάται στην ιστορία (τουλάχιστον) του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Τα όσα έγιναν εκείνο το βράδυ συγκλονιστικά. Από την άλλη, έβαλαν και ένα λιθαράκι, επίσπευσαν την επικράτηση της προσέγγισης τού σήμερα.
Τότε ήταν η τελευταία αγωνιστική των προκριματικών του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1994. Μια βραδιά γεμάτη δράμα, βραδιά ψευδαισθήσεων, έχθρας, οσμής θανάτου, ληστείας, η οποία μπορεί να έμεινε στην ιστορία ως η βραδιά του Εμίλ Κοσταντίνοβ, ωστόσο άλλαξε, με όσα έγιναν, τη ζήση -μεταξύ άλλων- του Πολ Μπόντιν, του Νταβίντε Γκουαλτιέρι, του Άλαν ΜακΛάφλιν, του Νταβίντ Ζινολά και του Σαντιάγκο Κανιθάρες, μια βραδιά που για πρώτη φορά μεταπολεμικά κατέληξε στο να μην υπάρχει εκπρόσωπος της Γηραιάς Αλβιώνας σε τελική φάση.
Μια βραδιά που για τους Έλληνες έμεινε στη μνήμη από την κεφαλιά του Νίκου Μαχλά, με την οποία ήρθε η επικράτηση κόντρα στη Ρωσία στο Ολυμπιακό Στάδιο. Στο συγκεκριμένο παιχνίδι όμως δεν κρινόταν κάποιο εισιτήριο πρόκρισης παρά μόνο η πρωτιά, μιας και οι δύο ομάδες ήταν οι μισές από τις τέσσερεις που, φτάνοντας σε εκείνη την τελευταία αγωνιστική, είχαν ήδη εξασφαλίσει παρουσία στα τελικά (Σουηδία και Νορβηγία οι άλλες δύο, πέμπτη ήταν η κάτοχος του Παγκόσμιου τίτλου, Γερμανία).
Απέμεναν οκτώ θέσεις, οι οποίες και θα κρίνονταν σε εννιά παιχνίδια. Για πάμε λοιπόν…
Italian job
Πρώτος όμιλος, Group A. Ιταλία, Πορτογαλία και Ελβετία διεκδικούσαν τα δύο εισιτήρια. Η Ελβετία ξεκινούσε τρίτη, γνωρίζοντας όμως πως ένα 2-0 στη φιλοξενία της Εσθονίας θα ήταν αρκετό. Και αυτό, γιατί την ίδια ώρα Ιταλία και Πορτογαλία κοντράρονταν στο Μιλάνο. «Azzurri» και Ίβηρες ήταν ισόβαθμοι, έχοντας την ίδια διαφορά τερμάτων, ωστόσο οι γηπεδούχοι είχαν το πλεονέκτημα στην ισοβαθμία λόγω καλύτερης επίθεσης.
Αυτό σήμαινε πρακτικά πως, με δεδομένο ότι η Ελβετία θα έπαιρνε αυτό που χρειαζόταν, η Ιταλία έπαιζε για δύο αποτελέσματα και η Πορτογαλία μόνο για νίκη (αν, για παράδειγμα, στην αμέσως προηγούμενη αγωνιστική η Πορτογαλία είχε κερδίσει την Εσθονία με 4-0 αντί για 3-0 που το έκανε, τότε θα ήταν αυτή που θα έπαιζε για δύο αποτελέσματα).
Στη Ζυρίχη, αναμενόμενα, η Ελβετία έκανε ό,τι χρειαζόταν. Κέρδισε 4-0 και προκρίθηκε σε μεγάλη διοργάνωση μετά από 28 χρόνια.
Η Ιταλία, η οποία δεν είχε χρειαστεί να δώσει προκριματικά στις δύο προηγούμενες διοργανώσεις (συμμετείχε ως κάτοχος στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 και διοργάνωσε αυτό του 1990), κινδύνευε να μείνει εκτός τελικών για πρώτη φορά μετά το 1958.
Η Πορτογαλία, με τον Κάρλος Κεϊρός στον πάγκο της, κατέθετε στην εξέλιξη του αθλήματος τα πρώτα, αρχέγονα ψήγματα του «τίκι-τάκα». Έχοντας στο κέντρο της τον Ρουί Κόστα και τον Πάουλο Σόουζα και στην καρδιά των πάντων τον (τότε) εμβληματικό Πάολο Φούτρε, διέθετε την απαιτούμενη ποιότητα για να το κάνει.
Επιβλήθηκε στο πρώτο ημίχρονο. Αλλά μόνο σε επίπεδο (ανούσιας) κατοχής. Πήρε μπάλα, αλλά το ιταλικό κατενάτσιο μετέτρεψε τον τότε πορτιέρε, Τζιανλούκα Παλιούκα, σε θεατή της αναμέτρησης, μιας και οι Πορτογάλοι όχι να απειλήσουν δεν μπορούσαν αλλά ούτε καν στην περιοχή του να μπουν.
Στο δεύτερο ημίχρονο, η είσοδος των Ντεμέτριο Αλμπερτίνι (στα 22 του μόλις) και Ρομπέρτο Μαντσίνι αποκατέστησε την ισορροπία και σε επίπεδο… φαίνεσθαι, ωστόσο τα πάντα παρέμεναν σε τεντωμένο σχοινί. Ένα γκολ, για κάποια από τις δύο ομάδες, θα το έσπαγε μια και καλή.
Το βρήκαν οι «Azzurri». Στο 83′, με τον Ντίνο Μπάτζιο σκόρερ και χωρίς να υποδειχθεί οφσάιντ (ενώ ξεκάθαρα ήταν), με μια ακόμα -χαρακτηριστικότατη- italian job να ολοκληρώνεται στις καθυστερήσεις, όταν ο Πιερ Λουίτζι Καζιράγκι κέρδισε την αποβολή του Φερνάντο Κόουτο, κάνοντας τον κεραυνοχτυπημένο, όταν το χέρι του Πορτογάλου τον ακούμπησε στο πρόσωπο.
Εισιτήριο αιωνιότητας σε 8.3 δευτερόλεπτα
Εκείνο το παιχνίδι δεν ήταν το μόνο που έγινε στην Ιταλία εκείνο το βράδυ. Στη Μπολόνια, στο πλαίσιο του δεύτερου ομίλου (Group B), με τη Νορβηγία καμαρωτή-καμαρωτή να έχει προκριθεί, το Σαν Μαρίνο φιλοξενούσε την Αγγλία, η οποία -επίσης για ακόμα μια φορά- είχε κάνει το θαύμα της και χρειαζόταν, για να προκριθεί, νίκη με διαφορά επτά γκολ και παράλληλα η χωρίς βαθμολογικό κίνητρο Πολωνία να κέρδιζε στο Πόζναν την Ολλανδία, η οποία και διεκδικούσε μαζί τα «Λιοντάρια» το δεύτερο εισιτήριο του γκρουπ.
Τα επτά οι Άγγλοι τα έβαλαν. Τη διαφορά όμως, την αξιομνημόνευτη ως και στις μέρες μας διαφορά, την έκανε ένα άλλο γκολ, αυτό που πέτυχε το Σαν Μαρίνο.
Πριν από εκείνο το παιχνίδι, όλα κι όλα σε διεθνές επίπεδο το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα των ερασιτεχνών του κρατιδίου είχε σημειώσει μόλις δύο γκολ, με διαφορά 48.600 δευτερολέπτων το ένα από το άλλο.
Εκείνο το βράδυ χρειάστηκε μόλις 8.3 για να πανηγυρίσει το πρώτο του παιχνιδιού και το τρίτο της ιστορίας τους, με τον Ντάβιντε Γκουαλτιέρι, έναν μικροκαμωμένο δεξιό εξτρέμ, να εκμεταλλεύεται μια απρόσεκτη πάσα του Ντέιβιντ Πιρς και να ανοίγει το σκορ.
Ήταν το μοναδικό γκολ που σημείωσε με το εθνόσημο σε μόλις εννιά συμμετοχές. Ως και τον Μάρτιο του 2017 ήταν το γρηγορότερο που σημειώθηκε ποτέ σε προκριματικά Παγκόσμιου Κυπέλλου (το ρεκόρ το έσπασε για μόλις δύο δέκατα ο Κρίστιαν Μπέντεκε στις 16/3/2017, σε ένα παιχνίδι του Βελγίου κόντρα στο Γιβραλτάρ) και αναμφίβολα ήταν το πλέον διάσημο της ποδοσφαιρικής του καριέρας, τελείως συμπληρωματικής φυσικά στη ζωή και στην καθημερινότητά του, μιας και ο άνθρωπος ως πωλητής ηλεκτρονικών υπολογιστών έβγαζε το μεροκάματό του.
«Όποτε νιώθω πεσμένος, βλέπω τη φάση του γκολ για να πάρω τα πάνω μου», είχε πει ο σκόρερ σε μια από τις αναρίθμητες συνεντεύξεις του (μέχρι και ντοκιμαντέρ, λίγο πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, έφτασε να γίνει) σε αγγλικό μέσο.
Οι Άγγλοι χρειάστηκαν 20 λεπτά να ισοφαρίσουν. Τη διαφορά των επτά γκολ δεν την πέτυχαν, επικρατώντας απλώς με 7-1, αλλά έτσι κι αλλιώς οτιδήποτε θα ήταν χωρίς αντίκρισμα, μιας και την ίδια ώρα οι «Oranje», με 15.000 φιλάθλους στο πλευρό τους (οι ντόπιοι Πολωνοί ήταν μόνο 10.000 στις εξέδρες), παρότι ζορίστηκαν για ένα ημίχρονο (1-1), επικράτησαν με 3-1 και έτσι πήγαν αυτοί στα τελικά, χωρίς να ενισχύσουν ακόμα περισσότερο τον μύθο που σε αυτά τα 8.3 δευτερόλεπτα έχτισε ο Γκουαλτιέρι.
Ο «εμφύλιος» του Μπέλφαστ και ο μπαμπούλας της Σεβίλλης
O κακός χαμός αναμένονταν στον τρίτο όμιλο (Group C). Και έγινε. Η Δανία ήταν στην κορυφή με 18 βαθμούς (+14 στη διαφορά τερμάτων, έχοντας σημειώσει 15 γκολ) και πίσω της, στον πόντο, ακολουθούσαν η Ισπανία (17 βαθμοί, +22 στη διαφορά τερμάτων, έχοντας σημειώσει 26 γκολ) και η Ιρλανδία (17 βαθμοί, +13 στη διαφορά τερμάτων και με 18 γκολ στο ενεργητικό της).
Η Ισπανία φιλοξενούσε τη Δανία, μα το πλέον κολασμένο παιχνίδι γινόταν στο Μπέλφαστ, όπου η βαθμολογικά χωρίς κίνητρο Βόρεια Ιρλανδία φιλοξενούσε τους Nότιους. Μια ισοπαλία έφτανε και περίσσευε στους Σκανδιναβούς. Ίβηρες και Νησιώτες γνώριζαν πως μόνο με νίκη εξασφαλίζονταν, αλλά ίσως, ίσως τους αρκούσε στο τέλος και μια ισοπαλία (για την Ισπανία θα έφτανε, αν η Ιρλανδία δεν κέρδιζε, ενώ για τους Ιρλανδούς θα αρκούσε, εάν υπήρχε νικητής στο Ισπανία-Δανία), η Ιρλανδία, ό,τι και να γινόταν, θα αποκλειόταν με ήττα, σε μια τέτοια περίπτωση, οι «Furias Rojas», ακόμα και αν έχαναν, θα ήταν αυτοί που θα τερμάτιζαν δεύτεροι.
Μπέρδεμα ακόμα και στην γραφή.
Εκείνη η εποχή ταυτίστηκε με μια από τις ακμές των επονομαζόμενων στο Ηνωμένο Βασίλειο «The Troubles» («Τα Προβλήματα»), χαρακτηρισμός με τον οποίο ταυτίστηκαν οι βιαιότατες ταραχές, οι δολοφονικές επιθέσεις, οι τρομοκρατικές ενέργειες, ό,τι τέλος πάντων καταγράφηκε στο Μπέλφαστ (και όχι μόνο, αλλά κυρίως) για πάνω από τρεις δεκαετίες, από τα μέσα των ’60s ως και το 1998, και έφτασε να θεωρείται ως και (εμφύλια) πολεμική διαμάχη που είχε να κάνει με εθνολογικές, πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές διαφορές, οι οποίες ενέπλεκαν το Στέμμα και την στάση των δύο -χωρισμένων- πλευρών της ιρλανδικής νήσου.
Μόλις τον προηγούμενο μήνα από την προγραμματισμένη σέντρα του παιχνιδιού στο Μπέλφαστ είχαν σκοτωθεί 23 άνθρωποι σε ένοπλες συρράξεις και βομβιστικές επιθέσεις. Υπήρχαν εντονότατοι φόβοι και συνεπαγόμενες διεργασίες για να μεταφερόταν η έδρα του παιχνιδιού στο Old Trafford, το Webley, η ακόμα-ακόμα (ενδεικτικά της ανησυχίας που υπήρχε πως ακόμα και η μετακόμιση σε αγγλικό έδαφος δεν θα ήταν καταπραϋντική) την Ιταλία.
Τελικά τίποτα δεν άλλαξε και το Windsor Park θα φιλοξενούσε την αναμέτρηση. Αυτό φυσικά δεν αναιρεί το πόσο εκρηκτική ήταν η κατάσταση και το πόσο επισφαλές ήταν το κάθε βήμα. Η αποστολή της Ιρλανδίας (του Έιρε, όπως μάθαμε να το λέμε), αντί να διανύσει οδικώς τα περίπου 160 χιλιόμετρα από το Δουβλίνο στο Μπέλφαστ, μπήκε σε αεροπλάνο για λιγότερο από 10 λεπτά πτήσης, μόνο και μόνο για να αποφευχθούν οι… κακοτοπιές που μπορεί να τύχαιναν στον δρόμο.
Σε περίπτωση που δεν έχει γίνει κατανοητό ως τώρα, δεν υπήρχε ούτε καν η σκέψη, ούτε καν το απειροελάχιστο ενδεχόμενο από την πλευρά των Βορειοϊρλανδών να έκαναν κάποια χάρη στους ομοεθνείς αλλά τόσο διαφορετικούς γείτονές τους. Το αντίθετο ήταν το ζητούμενο, το κίνητρο που τους τροφοδοτούσε. Το ότι μπορούσαν να είναι αυτοί που θα απέκλειαν τους Νότιους, ίσως και να άξιζε και περισσότερο από ένα δικό τους εισιτήριο.
Παραμονές του παιχνιδιού ο εκλέκτορας, Μπίλι Μπίνγκαμ, Ομοσπονδιακός τεχνικός της Εθνικής από το φθινόπωρο του 1971 ως την άνοιξη του 1973 και για λίγους μήνες το 1977 προπονητής του ΠΑΟΚ), ο οποίος θα καθόταν για τελευταία φορά στον πάγκο της Εθνικής ομάδας της χώρας (και γενικότερα στους πάγκους), ολοκληρώνοντας μια θητεία 17 χρόνων στα ηνία, είπε: «Αυτό που θέλουμε είναι να το… χώσουμε στην Ιρλανδία».
Συρματόπλεγμα περιμετρικά του αγωνιστικού χώρου, ένοπλες αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις και εκατοντάδες σκυλιά, ασταμάτητα γαβγίζοντας, συνέθεσαν μέρος του σκηνικού του πολεμικού κλίματος στο γήπεδο. Για το υπόλοιπο φρόντισαν παίκτες και οπαδοί. Το μίσος ξεχείλιζε.
Είτε στα συνθήματα και στις αποδοκιμασίες. Οι Ιρλανδοί διεθνείς, Τέρι Φίλαν και Πολ ΜακΓκραθ, καθ’ όλη τη διάρκεια της αναμέτρησης έγιναν δέκτες ρατσιστικών ιαχών, ο διεθνής με τη Βόρεια Ιρλανδία στα μικράτα του αλλά πλέον ως επαγγελματίας εκπροσωπούσε τη χώρα της άλλης… πλευράς, Άλαν Κέρναχαν, αντιμετωπίστηκε φλερτάροντας με τα όρια του λεκτικού λιντσαρίσματος.
«Δεν έχω συναντήσει ποτέ σε γήπεδο, σε όλη μου την καριέρα πιο εχθρική ατμόσφαιρα», δήλωσε ο εκλέκτορας της Ιρλανδίας, ο θρυλικός Τζάκι Τσάρλτον. «Χωρίς υπερβολή, το μόνο ασφαλές σημείο στο γήπεδο ήταν ο αγωνιστικός χώρος. Εκεί ένιωθες πως μπορεί να την γλύτωνες με κάποιο σπάσιμο μόνο», η ατάκα του Άλαν ΜακΛάφλιν.
Την ίδια ώρα, στο Sánchez Pizjuán η Ισπανία έμεινε από το 10′ κιόλας με 10, λόγω αποβολής του Άντονι Θουμπιθαρέτα, ο οποίος, αφού πάσαρε στον (τότε συμπαίκτη του στην Μπαρτσελόνα) Μίκαελ Λάουντρουπ, δεν είχε άλλη επιλογή για να γλυτώσει το γκολ από το να τον ανατρέψει και να αποβληθεί.
Τη θέση του κάτω από τα δοκάρια πήρε ένας 23χρονος, ο οποίος θα έκανε υπό αυτές τις συνθήκες και σε αυτό το καθοριστικό πλαίσιο το ντεμπούτο του στην Εθνική Ισπανίας, ο 23χρονος τότε Σαντιάγκο Κανιθάρες.
Υπενθυμίζεται πως η Δανία ήθελε απλώς μια ισοπαλία για να προκριθεί. Είχε όμως απέναντί της τον δικό της… μπαμπούλα των ’80s, την ομάδα που είχε σταθεί εμπόδιο για την επίτευξη του μεγαλείου της καταπληκτικής φουρνιάς των Δανών εκείνης της δεκαετίας, αποκλείοντάς τους διαδοχικά στο Euro 1984, το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 και το Euro 1988.
Η αποβολή, το παρελθόν, η βαθμολογική συνθήκη και το ζητούμενο το πιθανότερο είναι πως… έπαιξαν με το μυαλό και την προσέγγιση των Δανών. Δεν επιδίωξαν να κυριαρχήσουν, απλώς να ελέγξουν το ματς. Το ημίχρονο βρήκε τα παιχνίδια σε Σεβίλλη και Μπέλφαστ χωρίς γκολ και τον όμιλο απαράλλαχτο, όπως ήταν πριν τη σέντρα.
Τα δεδομένα άλλαξαν για πρώτη φορά στο 63’. Μετά από ένα κόρνερ της Ισπανίας, o Φερνάντο Ιέρο έβαλε τη «Roja» μπροστά στο σκορ, εκμεταλλευόμενος ένα πεντακάθαρο φάουλ του Χοσέ Μαρία Μπακέρο στον Πέτερ Σμάιχελ (τον εμπόδισε να βγει από την εστία του).
Η Δανία τότε αποκλειόταν. Οκτώ λεπτά αργότερα όμως έγινε η δεύτερη αλλαγή του status quo. Ο Τζίμι Κουίν με ένα εναέριο βολέ εκτός περιοχής έβαλε στο 71’ τη Βόρεια Ιρλανδία μπροστά στο σκορ. Ο Τσάρλτον, αναζητώντας πλέον γκολ, στράφηκε στον πάγκο του ζητώντας από τον Τόνι Κασκαρίνο να ετοιμαστεί για να μπει.
Ο Κασκαρίνο, βγάζοντας τη φόρμα του, συνειδητοποίησε πως δεν φορούσε την επίσημη εμφάνιση αλλά μια της προθέρμανσης. «Όταν το κατάλαβε ο Τσάρλτον, το πρόσωπό του έγινε μπλε. Νόμιζα πως θα πάθαινε εκείνη την ώρα καρδιακή προσβολή, αλλά πιστεύω πως περίμενε για να με σκοτώσει πρώτα», είχε δηλώσει ο τότε επιθετικός της Τσέλσι.
Σώθηκε, αρχικά τουλάχιστον, από τον Άλαν ΜακΛάφλιν. Αυτός δεν είχε κάνει λάθος στο τι φορούσε, είχε επίσης έρθει από τον πάγκο και πέντε λεπτά αργότερα μετά το γκολ του Κουίν απάντησε ισοφαρίζοντας. Εκείνη την στιγμή ήταν η Ιρλανδία δεύτερη, ακολουθώντας την Ισπανία. Ακόμα και έτσι όμως, τα πάντα παρέμεναν ρευστά.
Η Δανία έψαχνε το δικό της γκολ ισοφάρισης που θα της επέτρεπε να ανατρέψει, και πάλι, τα ισχύοντα. Ο Κανιθάρες όμως είχε κατεβάσει ρολά (μια φοβερή απόκρουσή του στο φινάλε σε σουτ του επιθετικού του Ολυμπιακού εκείνη την χρονιά, Μπεντ Κρίστενσεν, το επιστέγασμα της αλησμόνητης πρεμιέρας του -πιθανότατα και καλύτερης διεθνούς εμφάνισης της καριέρας του- με το εθνόσημο) και έτσι, παρότι οι Ιρλανδοί δεν βρήκαν το δεύτερο γκολ που ζητούσαν στο Μπέλφαστ για να διασφαλιστούν, η ισοπαλία τους ήταν υπέρ-αρκετή.
Και αυτό μάλιστα, πανηγυρίζοντας, χωρίς καν να έχει τελειώσει το παιχνίδι στη Σεβίλλη. Το επιμύθιο γράφτηκε από τον Τσάρλτον, ο οποίος, ψάχνοντας τον ομόλογό του για να του ευχηθεί για την αποχώρησή του (από εκείνη την στιγμή) από τους πάγκους, δεν ξέχασε την ατάκα του Μπίνγκαμ την παραμονή του παιχνιδιού:
«Στον κώλο σου, Μπίλι».
Η Ισπανία πρόσθεσε ακόμα έναν εφιάλτη στους συνεχόμενους που είχε προκαλέσει στους Δανούς. Προκρίθηκε πρώτη. Η Ιρλανδία, χάρη στην καλύτερη επίθεσή της (19 έναντι 15 της Δανίας), επιβίωσε του… αδελφοκτόνου 90λεπτου στο Μπέλφαστ, προκρίθηκε δεύτερη, αφήνοντας τους ισόβαθμους Σκανδιναβούς εκτός νυμφώνος, οι οποίοι (εν μέσω φοβερών αντιδράσεων για τη διαιτησία και κυρίως τη φάση του καθοριστικού γκολ, έκαναν για καιρό -επισήμως- λόγο για ληστεία) έγιναν οι πρώτοι Πρωταθλητές Ευρώπης μετά από 16 χρόνια που δεν κατάφεραν να φτάσουν σε τελική φάση Παγκόσμιου Κυπέλλου.
Ο Χάτζι, το δοκάρι στο πέναλτι και η Νταϊάνα
Άλλος χαμός στον τέταρτο όμιλο (Group D). Εκεί ήταν τέσσερεις οι ομάδες που διεκδικούσαν πρόκριση. Και έπαιζαν μεταξύ τους. Η Ουαλία υποδέχονταν στο Κάρντιφ τη Ρουμανία και το Βέλγιο στις Βρυξέλλες την κοινοπολιτεία Τσεχίας και Σλοβακίας.
Η Ουαλία προκρινόταν, χωρίς να ενδιαφέρεται για το τι θα συνέβαινε στο άλλο παιχνίδι, νικώντας με δύο γκολ διαφορά. Αν η κοινοπολιτεία δεν κέρδιζε στο Βέλγιο, στους «Δράκους» θα έφτανε μια οποιαδήποτε νίκη. Η κοινοπολιτεία ήθελε νίκη, ενώ σε «Κόκκινους Διαβόλους» και Βαλκάνιους έφτανε και η ισοπαλία.
Το Βέλγιο την πήρε με το 0-0, παρότι από το ξεκίνημα του δεύτερου ημιχρόνου έπαιζε με 10 λόγω αποβολής του Φιλίπ Αλμπέρ. Έτσι, η Τσεχία-Σλοβακία αποκλείστηκε και η Ουαλία πλέον χρειαζόταν απλώς μια νίκη. Καθόλου εύκολη υπόθεση. Ενδεικτική της δυναμικότητας των Ρουμάνων -πέραν των όσων ακολούθως έκαναν στα γήπεδα των ΗΠΑ– το ότι το αντίστοιχο παιχνίδι των δύο ομάδων στο Βουκουρέστι είχε εξελιχθεί σε έναν φοβερό μονόλογό τους, με το τελικό 5-1 να κολακεύει τους Ουαλούς.
Και οι Ουαλοί, παρότι στην 11άδα τους είχαν τον νεανία Ράιαν Γκιγκς (για τον οποίον, μετά το τέλος του παιχνιδιού, ο Φλορίν Ραντουτσόγιου είπε πως θα έπρεπε να… δραπετεύει από το αγγλικό ποδόσφαιρο, ώστε να αναδείξει το τεράστιο ταλέντο του), επιστράτευσαν αυτό που ήξεραν. Ξύλο. Πολύ ξύλο. Βρετανικό, παραδοσιακό ποδοσφαιρικό ξύλο. Αναμέτρηση… ορισμός του “kick and run”.
Ακόμα κι έτσι, η ποιότητα των Ρουμάνων -με τον Χάτζι μαέστρο (παρότι τότε αγωνιζόταν, εξωφρενικά, στην Μπρέσια της Serie B της Ιταλία)- “φώναζε”. Είχαν ευκαιρίες, δοκάρι με τον Ίλιε Ντουμιτρέσκου και τελικά λίγο μετά το ημίωρο, με τον Νέβιλ Σάουθχολ να “πνίγει” ένα μακρινό σουτ του «Μαραντόνα των Καρπαθίων», προηγήθηκαν.
Η αντίδραση των Ουαλών μνημειώδης. Στρίμωξαν στα σχοινιά τους Βαλκάνιους και με αλλεπάλληλες γιόμες και στατικές φάσεις “κατασκήνωσαν” στην περιοχή τους. Στην ώρα πάνω, με εξ επαφής προβολή του Σόντερς, ισοφάρισαν. Και με τη σέντρα ουσιαστικά, ο Γκάρι Σπιντ κέρδισε πέναλτι σε μαρκάρισμα του Νταν Πετρέσκου.
Κατόπιν εορτής, ο κατοπινός εκλέκτορας της Ουαλίας κατακρίθηκε, γιατί έπεσε “εύκολα”, επιλέγοντας να κερδίσει το πέναλτι, και έχασε την ευκαιρία να μείνει στα πόδια του και να τελειώσει τη φάση (ήταν μόνος του με το τέρμα), βάζοντας μπροστά τους Νησιώτες. Δεν το έκανε, η ευκαιρία έτσι κι αλλιώς παρουσιάστηκε με την μπάλα στημένη πια στη «βούλα».
Ενδεικτικό του ενδιαφέροντος που πλέον υπήρχε ήταν πως το «BBC» άφησε τη μετάδοση του παιχνιδιού της Αγγλίας στο Σαν Μαρίνο (η Ολλανδία κέρδιζε στην Πολωνία, οπότε δεν είχε κανένα νόημα για τα «Λιοντάρια», παρότι, όπως δημοσιοποιήθηκε αργότερα, ο κρατικός ραδιοτηλεοπτικός σταθμός της Βρετανίας δέχτηκε συνολικά 32.000 τηλέφωνα διαμαρτυρίας γι’ αυτή την επιλογή του) και πλέον μετέδιδε αποκλειστικά τα όσα γίνονταν στο Arms Park.
Η Ουαλία (το μεγάλο της αστέρι, ο φορ της Γιουνάιτεντ, Μαρκ Χιουζ, ήταν τιμωρημένος) ήταν 11 βήματα μακριά από ένα προβάδισμα που θα την έβαζε στον δρόμο της πρόκρισης σε τελική φάση μεγάλης διοργάνωσης για μόλις δεύτερη φορά στην ιστορία της (η πρώτη ήταν στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958). Την εκτέλεση ανέλαβε ο Πολ Μπόντιν.
Αριστερός μπακ, εξαιρετικός από τη «βούλα», είχε 3/3 με το εθνόσημο, ενώ μερικούς μήνες νωρίτερα ήταν αυτός που με δικό του χτύπημα είχε καθορίσει τη διαδικασία των πέναλτι στον τελικό των play off της Α’ κατηγορίας, χαρίζοντας στην ομάδα του, τη Σουίντον, τη νίκη επί της Λέστερ και την άνοδο στη νεοσύστατη Premier League.
Αυτό το πέναλτι όμως ήταν κάτι άλλο. Η μπάλα χτύπησε στο οριζόντιο δοκάρι και κατέληξε εκτός της μεγάλης περιοχής των Ρουμάνων. Κάπου εκεί, πάγωσε και η φούρια, η ορμή των Ουαλών, οι αντίπαλοί τους ανάσαναν, σιγά-σιγά πήραν τον έλεγχο και τελικά βρήκαν και δεύτερο γκολ στο τέλος (83′ Ραντουτσόγιου), υπογραμμίζοντας τη συνολική ανωτερότητά τους, παίρνοντας νίκη και πρόκριση στα τελικά.
Αυτή ήταν η πρώτη ήττα της Ουαλίας στο Arms Park από το 1910. Το δράμα (της) κατέληξε να γίνει πρώτο θέμα σε όλο το Νησί. Ο τότε Άγγλος Πρωθυπουργός, Τζόν Μέιτζορ, η Πριγκίπισσα Νταϊάνα, (φυσικά) ο Τζορτζ Μπεστ ήταν μεταξύ αυτών που έστειλαν συγχαρητήρια και υποστηρικτικά τηλεγραφήματα για μια ομάδα που, μετά από αυτό, επέστρεψε στην κανονικότητά της, σε μια ανυπόληπτη μετριότητα.
Ο εκλέκτορας Τέρι Γιόραθ ολοκλήρωσε προβλεπόμενα το συμβόλαιό του την επομένη του μοιραίου παιχνιδιού, χωρίς καν να γίνεται η παραμικρή νύξη ανανέωσης, η Ουαλία τον επόμενο χρόνο -ενδεικτικά- έφτασε να ηττηθεί από τη Μολδαβία και να διαλυθεί (5-0) από τη Γεωργία. Χρειάστηκε να περιμένει άλλες δύο δεκαετίες ώστε να επιστρέψει σε τελική φάση μιας μεγάλης διοργάνωσης, το Euro 2016.
Ο Μπόντιν βρέθηκε για έναν ακόμα χρόνο στις επιλογές της Εθνικής ομάδας. Δεν κλήθηκε ποτέ ξανά μετά το 1994, τότε μόλις στα 30 του. Άκουσε πολλά από τους συμπατριώτες του, υπέστη περισσότερα. Συνέχισε να παίζει ποδόσφαιρο ως και τα 38 (2002) και σήμερα είναι πλέον Ομοσπονδιακός τεχνικός των Ελπίδων της Ουαλίας.
Οι παράνομοι, ο εγκληματίας και τα γκολ που άλλαξαν το γαλλικό ποδόσφαιρο
Έκτος και τελευταίος όμιλος (Group F). O πέμπτος, ο μόνος χωρίς ενδιαφέρον πέραν της πρωτιάς, ήταν αυτός της Εθνικής. Κακά τα ψέματα όμως, και ο έκτος δεν έμοιαζε προκαταβολικά πως θα είχε το παραμικρό ενδιαφέρον. Δύο αγωνιστικές πριν το τέλος, η Γαλλία ήταν όχι απλώς άνετη αλλά πρακτικά εξασφαλισμένη.
Ολοκλήρωνε τις υποχρεώσεις της με δύο παιχνίδια στην έδρα της. Της αρκούσε είτε μια νίκη επί του Ισραήλ στην προτελευταία αγωνιστική του Οκτωβρίου είτε στο φινάλε μια ισοπαλία κόντρα στη Βουλγαρία. Κανείς όμως δεν περίμενε πως έστω θα χρειαζόταν αυτός ο βαθμός στο τέλος.
Οι «Tricolore» ήταν αήττητοι εντός έδρας σε προκριματικά Παγκόσμιου Κυπέλλου για 25 χρόνια, είχαν κερδίσει 4-0 στο Ισραήλ, φιλοξενώντας τη χειρότερη και χωρίς νίκη ως τότε ομάδα του γκρουπ. Πριν καν βγει το πρώτο ημίχρονο είχαν κάνει το 0-1, 2-1 και κρατούσαν άνετα και χωρίς απειλές το προβάδισμά τους.
Η «Le Sport» μάλιστα, για να προλάβει τις προθεσμίες, είχε στείλει το πρωτοσέλιδό της με τίτλο «Πρόκριση». Από το πουθενά όμως, με δύο γκολ μετά το 83′ (αμφότερα από ασίστ του Ρόνι Ρόζενταλ) του Μπέρκοβιτς και του Ατάρ, το Ισραήλ γύρισε το ματς, παίρνοντας ένα αδιανόητο αποτέλεσμα.
Και πάλι όμως, παρά το σοκ, η εκτίμηση όλων ήταν πως απλώς καθυστέρησε το αναπόφευκτο ως το φινάλε της 17ης Νοεμβρίου.
Τότε στο «Πάρκο των Πριγκίπων» ο Ερίκ Καντονά έβαλε μπροστά τους «Πετεινούς» στο 31′. Ο Εμίλ Κονσταντίνοβ (κεντρική φωτό) ισοφάρισε για τη Βουλγαρία στο 37′.
Οι Βαλκάνιοι χρειάζονταν ένα ακόμα γκολ, αλλά η εικόνα και η έκτοτε ροή του παιχνιδιού δεν ανέδειξαν καμία πρόσθετη απειλή για τη Γαλλία, η οποία κρατούσε άνετα με το 1-1 το εισιτήριο για τις ΗΠΑ.
Μέχρι το 89:42. Τότε ο Νταβίντ Ζινολά, ακροβολισμένος στο σημαιάκι του κόρνερ στο μισό της Βουλγαρίας, αντί να παίξει με τον χρόνο, επιδιώκοντας να κερδίσει όσο περισσότερο μπορούσε, προτίμησε να ψάξει με γέμισμα στην άλλη πλευρά τον Ερίκ Καντονά.
Η μπάλα κατέληξε σε βουλγαρικά πόδια και 16 δευτερόλεπτα αργότερα στα γαλλικά δίχτυα, με μια φοβερή εκτέλεση από μια απίθανη, αδιανόητη γωνία και πάλι από τον Κονσταντίνοβ. Σοκ. Ακόμα ένα για τους «Tricolore», για όλο το γαλλικό έθνος. Κατακλυσμιαίο.
Τόσο ο σκόρερ όσο και ο Λιούμποσλαβ Πένεβ, αυτός δηλαδή που έκανε την τελική πάσα, δεν έπρεπε καν να βρίσκονται στη Γαλλία. Από μια φοβερή γκάφα των υπευθύνων της Βουλγαρικής Ομοσπονδίας, δεν τους είχε εξασφαλιστεί άδεια εισόδου. Αν ταξίδευαν αεροπορικώς μαζί με την υπόλοιπη αποστολή, δεν υπήρχε περίπτωση να περνούσαν τον σχετικό έλεγχο.
Ο τερματοφύλακας Μπόρις Μιχάιλοβ και ο επιτελικός μέσος Γκεόργκι Γκεοργκίεβ αγωνιζόντουσαν τότε στη Μιλούζ, ομάδα που έδρευε στην Αλσατία, στα σύνορα ουσιαστικά με τη Γερμανία και πολύ κοντά σε εκείνα με την Ελβετία. Γνώριζαν τα κατατόπια, γνώριζαν την πολύ ιδιαίτερη ανθρωπογεωγραφία της περιοχής (και πως οι Αλσατοί δεν αισθάνονται και τόσο Γάλλοι) και ενημέρωσαν για ένα συνοριακό φυλάκιο όπου ο έλεγχος δεν ήταν τόσο αυστηρός.
Πένεβ και Κονσταντίνοβ πέρασαν χωρίς πρόβλημα από αυτό, διανυκτέρευσαν στο σπίτι του Γκεοργκίεβ και ανήμερα του παιχνιδιού, ταξιδεύοντας οδικώς, ενσωματώθηκαν με την αποστολή της Βουλγαρίας στο Παρίσι, κρίνοντας εκείνο το βράδυ την πρόκριση για τους Βαλκάνιους, οι οποίοι λίγους μήνες αργότερα στα τελικά, αφού… σκόρπισαν στον όμιλο (και) την Εθνική μας, έφτασαν μέχρι την τετράδα του κόσμου, στην κορυφαία στιγμή της ιστορίας τους.
Ο τότε Γάλλος εκλέκτορας, Ζεράρ Ουγέ, δεν χρειάστηκε να περιμένει ως το καλοκαίρι κα αμέσως μετά τη λήξη του παιχνιδιού στοχοποίησε τον Ζινολά: «Εξαπέλυσε έναν πύραυλο Exocet στην καρδιά της ομάδας. Εγκλημάτησε κατά των συμπαικτών του, της χώρας του. Επαναλαμβάνω, εγκλημάτησε».
Ο Ουγέ, ο οποίος φυσικά δεν συνέχισε στον πάγκο των «Tricolore», δεν το ξέχασε ποτέ. Ακόμα και στη βιογραφία του, η οποία δημοσιεύτηκε το 2011, αρνήθηκε πως αποκάλεσε οποτεδήποτε τον Ζινολά «δολοφόνο», φρόντισε όμως να τον καταγράψει ως «μπάσταρδο», προκαλώντας την αντίδραση του αλλοτινού Γάλλου διεθνή, με τις διαφορές των δύο να μεταφέρονται πια στις δικαστικές αίθουσες και την έχθρα τους να μην εξομαλύνεται ποτέ.
Το έγκλημα του Ζινολά δεν ήταν μόνο αυτή η ζημιογόνος, όπως αποαδείχτηκε, απόφασή του στον αγωνιστικό χώρο. Παραμονές του παιχνιδιού είχε παραπονεθεί δημοσίως για την προνομιακή μεταχείριση που λάμβαναν από τον Ουγέ οι Καντονά και Παπέν. Ο Ζινολά ήταν το αγαπημένο τέκνο της Παρί, οι δύο προαναφερθέντες ήταν άρρηκτα συνδεδεμένοι με τη Μαρσέιγ.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού με τη Βουλγαρία, το κοινό, επηρεασμένο από τις πρότερες δηλώσεις του Παριζιάνου τότε Ζινολά, αποδοκίμαζε σχεδόν σε κάθε επαφή αυτούς που είχε ο ίδιος στοχοποιήσει, δημιουργώντας έτσι ένα κλίμα έντασης που μόνο ταιριαστό δεν ήταν για την κρισιμότητα και τη σημασία του διακυβεύματος της αναμέτρησης.
«Εκείνο το παιχνίδι και όσα ακολούθησαν επηρέασαν τα πάντα. Τη ζωή μου, την καθημερινότητά μου, την καριέρα μου, την οικογένειά μου, τα παιδιά μου. Ήταν και παραμένει αφόρητο, καθώς γνωρίζω πως μέχρι τον θάνατό μου θα με συνοδεύει», είχε πει ο Ζινολά πριν μερικά χρόνια (και ενώ ο Ουγέ ζούσε ακόμη).
Κατά πολλούς, εκείνη η ήττα, εκείνη η εκκωφαντική αποτυχία της Γαλλίας άλλαξε τελείως το modus operandi, τη φιλοσοφία και τη θεώρηση ολάκερου του ποδοσφαιρικού οικοδομήματος των «Tricolore».
Πρώτα ανοίγοντας -ολοένα και περισσότερο- την πόρτα του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος σε όλους, ακόμα και στους ως τότε (λόγω καταβολών) περιθωριοποιημένους, και έκτοτε δίνοντας μονοσήμαντα ουσιαστικά βαρύτητα στην ανάπτυξη των ακαδημιών.
Αποτέλεσμα;
Η Γαλλία είδε το Παγκόσμιο Κύπελλο των ΗΠΑ από την τηλεόραση, το επόμενο όμως, στο “σπίτι” της, το κέρδισε, εγκαινιάζοντας ουσιαστικά την ποδοσφαιρική της κυριαρχία -και οι τίτλοι της όχι μόνο σε κορυφαίο επίπεδο αλλά και σε φυτωριακό το μαρτυρούν- ως και τις μέρες μας.
Και ίσως να μην ήταν καν η σημαντικότερη αλλαγή που προκλήθηκε από τα όσα έγιναν εκείνη την βραδιά. Σε επίπεδο δομής και κανονιστικού πλαισίου, επίσπευσε πιθανότατα ό,τι αλλαγές ξεκίνησαν να γίνονται και έφτασαν να διαμορφώσουν το σημερινό περίγραμμα και φιλοσοφία του διεθνούς επιπέδου του αθλήματος.
Τόσο που ίσως, ίσως η 17η Νοεμβρίου 1993 να μην ήταν απλώς μια ακόμα νύχτα, μια ακόμα συγκυρία (έστω και εντυπωσιακών) ποδοσφαιρικών ανατροπών αλλά να αποτέλεσε την τελευταία έκφανση του ρομαντισμού στο ποδόσφαιρο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Δανία – ΕΣΣΔ: Το παιχνίδι που γέννησε έναν μύθο
Ολλανδία – Βραζιλία: Στη ρωγμή του Westfalen
Όταν η Εθνική Νέων του Κατάρ άγγιξε την κορυφή του κόσμου
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη