Διακυβεύματα

Διακυβεύματα
Τα ιστορικά γεγονότα, τα γεωγραφικά όρια, ο αριθμός και η σύνθεση του πληθυσμού, το συνταγματικό πλαίσιο, η εθνική οικονομία, η κοινωνική διαστρωμάτωση, οι νοοτροπίες, τα κυρίαρχα πολιτισμικά χαρακτηριστικά αποτέλεσαν τα κύρια συστατικά της διαχρονικής σχέσης Αθλητισμού και Ελλάδας.
4
Κεφάλαιο

MEΡΟΣ Α

Ο αντίκτυπος της διεξαγωγής των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα υπήρξε πολυεπίπεδος και ανυπολόγιστης αξίας για την εθνική συνοχή και το φρόνημα των Ελλήνων, ειδικά εάν συνυπολογιστεί η εξαιρετικά δύσκολη (έως ταπεινωτική) περίοδος σε γεωπολιτικό και οικονομικό επίπεδο.

Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών, τα διαθέσιμα γυμναστήρια και στα αστικά κέντρα και στην περιφέρεια (Σύρο, Αίγινα και Πάτρα) σχεδόν ανταποκρίνονταν στην κοινωνική ζήτηση, μιας και ο αθλητισμός δεν είχε ακόμη λάβει πραγματικό χαρακτήρα. Από τη δεκαετία του 1870 και τον Λουδοβίκο Μπορέλ, ο οποίος δίδασκε στο παιδαγωγείο του Βούλγαρη, δεν υφίστατο η έννοια της «παιδαγωγικής» γυμναστικής μήτε υπήρχε περίπτωση να διανοηθεί γυμναστής την «καλαίσθητη σωμασκία» με χρησιμοποίηση οργάνων και συνοδεία μουσικής. Για τους Έλληνες γυμναστική (ακόμη) ήταν μονάχα η οπλομαχία και τα ειδικά σπορ, όπως η ιππασία, η σκοποβολή και η ξιφασκία. Μια πρώτη μαρτυρία κάνει λόγο για διεξαγωγή της πρώτης ιπποδρομίας το 1843 στην τότε πλατεία Αγίου Θεοδώρου (νυν Κλαυθμώνος), από την Εταιρεία Ιππασίας και Γυμναστικής του Ρωμανίνη, αλλά σε γενικότερο πλαίσιο η αντίληψη περί γυμναστικής δεν είχε ακόμη διαμορφωθεί. Η στρατιωτική εκπαίδευση και η επιφυλακή, ενόσω το κράτος πάσχιζε να ανασυσταθεί και να διατηρήσει το στρατιωτικό έμψυχο δυναμικό του, ήταν εκ των ων ουκ άνευ. Την επομένη της επίπονης ήττας του 1897 όμως η ανάγκη για οι­κονομική ανόρθωση, πολίτικη σταθεροποίηση και ανα­στολή κάθε αλυτρωτικού προσανατολισμού φάνταζε (και ήταν) άμεση προτεραιότητα του Ελληνικού κράτους.

Την ιστορική ευθύνη ανέλαβε η ισχνής πλειοψηφίας Κυβέρνηση Θεοτόκη, η οποία διαδέχθηκε την Κυβέρνηση Ζαΐμη, αλλά τα ενδοκομματικά προβλήματα για πολλοστή φορά δεν επέτρεψαν ρηξικέλευθους ελιγμούς. Ο Εδουάρδος Λω, Ιρλανδός εκπρόσωπος της Βρετανίας κατά την περίοδο των διαπραγματεύσεων για τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, προέβλεπε ότι η Ελλάδα επρόκειτο να εισέλθει σε θετικό ισοζύγιο προϋπολογισμό τουλάχιστον μετά από μια εξαετία. Προβλέψεις δυσοίωνες και απόλυτα λογικοφανείς, τις οποίες ωστόσο το Ελληνικό κράτος διέψευσε πανηγυρικά. Οι συντεταγμένες προσπάθειες των Κυβερνήσεων Ζαΐμη και Θεοτόκη εξέπληξαν τους δανειστές, δημιουργώντας ήδη από το 1899 πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο στα τέλη του 1901 είχε αγγίξει τα 9.5 εκατ. δραχμές.

Ο διαλλακτικός και ήπιων τόνων Θεοτόκης, εκμεταλλευόμενος την εξαιρετική του σχέση με το Παλάτι, κατόρθωσε να καταπολεμήσει κατά το δυνατόν χρόνιες “γάγγραινες” της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, περιορίζοντας τα φαινόμενα ληστειών, εκσυγχρονίζοντας τη δικαιοσύνη, απαλλάσσοντάς την από τις κομματικές επιρροές και κυνηγώντας την τοκογλυφία, ώστε επέτρεψε σημαντικότατες μεταρρυθμίσεις. Παράλληλα, η αύξηση των νομών της χώρας από 16 σε 26, η κατασκευή του σιδηροδρόμου Πειραιώς-Λαρίσης και η επιτυχής αντιμετώπιση καίριων ζητημάτων, όπως η στρατιωτική αναδιοργάνωση και η σταφιδική κρίση, επέτρεψαν στην Ελλάδα να διαφύγει από μια στενωπό που φαινομενικά την οδηγούσε στον όλεθρο.

Η ανύπαρκτη οργάνωση και εκπαίδευση του στρατεύματος, η χαμηλή ποιότητα και ποσότητα του στρατιωτικού υλικού και η κάθετη πτώση του ηθικού από την ταπείνωση του 1897 καθιστούσαν τον ελληνικό στρατό ανίκανο να επιτελέσει την εθνική αποστολή του. Μπορεί ο Θεοτόκης να μην κατόρθωσε να καταργήσει τα προνόμια των ελλιπώς κατηρτισμένων Αξιωματικών και να τους αντικαταστήσει με Γάλλους ή Γερμανούς (αυτό ήταν και το αίτιο της διαφωνίας και εν τέλει ο λόγος της αποτυχίας του εγχειρήματος), αλλά για πρώτη φορά ετέθη ανοικτά στην κοινωνία το ζήτημα της αναδιοργάνωσης του ελληνικού στρατού. Βασική επιδίωξη των Ανακτόρων υπήρξε η θέσπιση ενός νέου στρατιωτικού οργανισμού, σε αντικατάσταση του Υπουργείου Στρατιωτικών, με επικεφαλής και Γενικό Διοικητή τον Διάδοχο Κωνσταντίνο. Παρά τη δριμεία πολιτική κρίση του Δεκεμβρίου του 1899, ο νεοεισαχθείς κανονισμός ψηφίστηκε και ιδρύθηκαν το Ταμείο του Στόλου και το Ταμείο Εθνικής Αμύνης προς ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων, αλλάζοντας ουσιαστικά για πρώτη φορά το εθνικό στρατιωτικό γίγνεσθαι.

Το μεγάλο πρόβλημα προέκυψε από την επιδείνωση της σταφιδικής κρίσης, η οποία ήδη από το 1890 είχε προκαλέσει σοβαρούς κλυδωνισμούς στην ελληνική οικονομία. Η σταφίδα ήταν το κύριο εξαγωγικό προϊόν της χώρας, για περιοχές όπως η Βόρεια και η Δυτική Πελοπόννησος αποτελούσε σχεδόν μονοκαλλιέργεια και η Ελλάδα ήταν κύριος “παίκτης” της αγοράς λόγω της ανόδου της διεθνούς τιμής της, ειδικότερα μετά την καταστροφή των γαλλικών αμπελώνων εξαιτίας της επιδημίας της φυλλοξήρας. Το 1887 η Ελλάδα αριθμούσε 486.000 στρέμματα σταφιδοκαλλιέργειας, αλλά η ανάκαμψη των γαλλικών αμπελώνων και η μοιραία υπερπαραγωγή τα επόμενα χρόνια οδήγησαν σε πτώση των τιμών και οικονομικό αδιέξοδο για τους Έλληνες παραγωγούς. Ο Θεοτόκης προσπάθησε να υπερκεράσει το πρόβλημα ιδρύοντας τη Σταφιδική Τράπεζα, δανειοδότησε χαμηλότοκα τους σταφιδοπαραγωγούς και επί της ουσίας έπληξε τα τοκογλυφικά φαινόμενα που ταλαιπωρούσαν αφάνταστα τους Έλληνες παραγωγούς. Η πρόταση των Άγγλων κεφαλαιούχων το 1903 για μονοπωλιακή αγορά της σταφίδας επί εικοσαετία απετράπη και η λύση δόθηκε από τη σταδιακή αλλά διαρκή μείωση της παραγωγής.

Ως έτερο κεφαλαιώδες ζήτημα παρέμενε η αναστολή κάθε αλυτρωτικής δραστηριότητας, ειδικότερα μετά την ήττα του 1897, σε μια στιγμή κατά την οποία το Ανατολικό Ζήτημα επρόκειτο να εισέλθει στην τελική του φάση. Η Ελλάδα, ανέτοιμη στρατιωτικά, πτωχευμένη οικονομικά και απομονωμένη σε διπλωματικό επίπεδο, παρακολουθούσε αδρανής την εντατική δραστηριότητα των Βουλγάρων Επιτρόπων στη Μακεδονία. Παρόλ’ αυτά, ελισσόμενη μεταξύ των Δυνάμεων και προσδεδεμένη κυρίως στα αγγλικά συμφέροντα, κατόρθωσε να αντιμετωπίσει το εις βάρος της κλίμα και κυρίως τον πιο ένθερμο υποστηρικτή της οθωμανικής ακεραιότητας, τη Γερμανία. Ο Κάιζερ Γουλιέλμος Β’ είχε διακηρύξει ανοικτά στη Δαμασκό το 1898 ότι είναι αιώνιος υποστηρικτής και προστάτης του Σουλτάνου και των 300 εκατ. Μωαμεθανών πιστών του, στο πλαίσιο της περιώνυμης εξόρμησης των Γερμανών προς Ανατολάς, του «Drang nach Osten», και η Ελλάδα τελούσε υπό τρομακτική πίεση. Διπλωματικοί χειρισμοί και συγκυρίες επέτρεψαν στη χώρα να διαβεί και αυτόν τον σκόπελο. Δημιουργήθηκε εντός χώρας ένα είδος γερμανόφιλου κύκλου, βασιζόμενου στην σύζυγο του Διαδόχου και αδερφή του Κάιζερ, την Σοφία, με αποτέλεσμα να βρεθεί ο τρόπος ώστε να αντιμετωπιστεί η Συνθήκη της Νύσσης και η συμμαχία Σέρβων και Βουλγάρων το 1901. Η συμμαχία με την Τουρκία και τη Ρουμανία εξέπληξε πολλούς, πλην όμως ο Γεώργιος στις συναντήσεις με τον Κάρολο της Ρουμανίας και τον Κάιζερ Γουλιέλμο Β’ απέφυγε σοφά να δεσμευθεί για οτιδήποτε, αναγνωρίζοντας το εύθραυστο της κατάστασης.

Γενικότερα, η εθνική ανασύνταξη και ανάταση δεν ήταν απλώς ζήτημα εφαρμογής θεσμικών μέτρων και εκσυγχρονιστικής πολιτικής αλλά ένα πλέγμα προϋποθέσεων και ιδεολογικών προσεγγίσεων πολλών ζητημάτων με πάμπολλες προεκτάσεις. Απαιτούσε στροφή και της πνευματικής και της πολιτικής ηγεσίας, διπλωματικούς ελιγμούς και οπωσδήποτε την αρωγή των δημιουργικών λαϊκών δυνάμεων. Η Ελλάδα όφειλε να γυρίσει σελίδα, να στραφεί στις παραδοσιακές πηγές και να εγκαταλείψει τη στείρα αρχαιολατρία της. Εν ολίγοις, έπρεπε να ξανασυστηθεί, διακηρύσσοντας την αυθεντική της ελληνικότητα. Δεν ήταν εύκολη ούτε αναίμακτη μια τέτοια αλλαγή, ειδικά στον πνευματικό κόσμο της χώρας. Σχηματικά, αυτή η νέα γενιά των διανοουμένων εντάσσεται στο κίνημα του Δημοτικισμού, το μοναδικό που κατάφερε να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι στον πανίσχυρο Λογιοτατισμό που κυριαρχούσε στο Πανεπιστήμιο. Πρόκειται ουσιαστικά για το πλέον κομβικό σημείο στον ρου του πνευματικού γίγνεσθαι της χώρας. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι πολυήμερες και αιματηρές ταραχές του Νοεμβρίου του 1901 στην Αθήνα, τα περίφημα «Ευαγγελικά», προκάλεσαν την πτώση της Κυβέρνησης Θεοτόκη, καταδεικνύοντας την ευαισθησία της κοινής γνώμης απέναντι σε οτιδήποτε αφορούσε στο (εθνικά ακανθώδες) Γλωσσικό Ζήτημα. Ήταν ουσιαστικά η σύγκρουση των δυο σχολών που κληροδότησε ο Βυζαντινός πολιτισμός στον Νέο Ελληνισμό: από τη μία η λογιοτάτη και σχολαστική παράδοση, από την άλλη η λαϊκή και δημοτική παράδοση.

Οι λόγιοι της Τουρκοκρατίας, γράφοντας στην αττική ή την κοινή ελληνιστική, είχαν την πίστη ότι συνέβαλαν στη διαφύλαξη της (υπό κίνδυνο) εθνικής ιδιοπροσωπίας. Ο Λογιοτατισμός, άμεσα συνδεδεμένος με την εκκλησιαστική παράδοση και τα Πατριαρχεία, είχε γνωρίσει βαθύτατη κρίση στο τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, εξαιτίας της “εισβολής” του Διαφωτισμού στα ελληνικά πράγματα. Η αναβίωση της αρχαίας γλώσσας παρέπεμπε στον Κλασσικό πολιτισμό, αλλά ελάχιστα θύμιζε Αρχαίο Ελληνισμό εντασσόμενη στο σύγχρονο κοινωνικό πλαίσιο. Η γλώσσα μας είχε ακολουθήσει την ιστορική της πορεία, όπως κάθε ζωντανός οργανισμός, διερχόμενη όλες τις κοινωνικές βαθμίδες και μένοντας ζωντανή χάρη στη λαϊκή ζωή, τον πυρήνα διαφύλαξης της ουσίας του έθνους. Η παράδοση «είναι μέσα μας σαν το χνάρι της ψυχής μας, αυτήν, ακολουθώντας και ανεβαίνοντας, βρίσκομε την ψυχή μας, την αληθινή πηγή της νεοελληνικής ζωής», έγραφε ο εκ των πρωτοπόρων του Δημοτικισμού, Ίων Δραγούμης. Γεγονός είναι ότι το ρεύμα του Διαφωτισμού δεν είχε ενιαία θέση επί του ζητήματος της επιλογής γλώσσας για τη διαφώτιση του γένους. Ο Αδαμάντιος Κοραής έξυπνα σκεπτόμενος προσέφερε μια λύση στο ζήτημα Αρχαϊστών και Δημοτικιστών καταλήγοντας σε μια γλώσσα λαϊκή, «διορθωμένη» και «κεκαθαρμένη» από το πλήθος των ξένων λέξεων που εμφιλοχώρησαν την περίοδο της δουλείας. Η διόρθωση ήπτετο στα κλασσικά πρότυπα και κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε η γνωστή σε όλους μας καθαρεύουσα, η γλώσσα που εν τέλει επικράτησε στις αρχές του Νεοελληνικού κράτους, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις κορυφαίων πνευματικών προσωπικοτήτων, όπως ο Βηλαράς, ο Χριστόπουλος και πάνω απ’ όλους ο Σολωμός. Η καθιέρωση της καθαρεύουσας ήταν η ιδανικότερη λύση, μιας και η πολλαπλότητα των λαϊκών διαλέκτων και το πλήθος των τουρκικών (κυρίως) και λατινογενών επιρροών καθιστούσαν αδύνατη πάσα προσπάθεια άμεσης καθιέρωσης της δημοτικής.

 

blank

MEΡΟΣ Β

Ολόκληρη η ελληνική ιστορία είναι γεμάτη με τέτοιου είδους ιστορικούς συμβιβασμούς, εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται ότι οι άτυποι συγκερασμοί ήταν η πλέον αναίμακτη απόφαση για τον σταδιακό απογαλακτισμό του έθνους από τα σχεδόν 400 χρόνια του μαρασμού και της αλλοίωσης των χαρακτηριστικών του. Όλα αυτά σε περιόδους κατά τις οποίες το Ελληνικό κράτος ήταν αδύναμο να προασπίσει τη ζωή και την ασφάλεια των αλύτρωτων Ελλήνων, ειδικότερα εκείνων που εκτός από την τουρκική κατοχή κινδύνευαν και από τη μεθοδική διείσδυση των Βουλγάρων. Ο Μακεδονικός Ελληνισμός ανέκαθεν μαγνητιζόταν περισσότερο από την Αθήνα παρά από την Κωνσταντινούπολη, πιθανότατα διότι καθυστέρησε πολύ να ενταχθεί στα ελληνικά όρια. Περί το 1870 το 70% των κατοίκων της Μακεδονίας ήταν Χριστιανοί, αλλά η εθνική κατανομή τους εξακολουθούσε να παραμένει άγνωστη. Όπως αποδείχτηκε ιστορικοπολιτικά, το Μακεδονικό Ζήτημα αποτέλεσε την πιο περίπλοκη έκφανση του Ανατολικού Ζητήματος και εξακολούθησε ανά τις δεκαετίες να παραμένει κορυφαίας σημασίας γεωπολιτικό εθνικό θέμα.

Επί της ουσίας, το Ελληνικό κράτος ακολούθησε και στην εξωτερική και στην εσωτερική πολιτική (όπως φερειπείν στο ζήτημα της γλώσσας) τον ίδιο δρόμο που ακολούθησε και στον αθλητισμό, όπου εγκαταλείφθηκε βαθμηδόν το Γερμανικό-στρατιωτικό μοντέλο και υιοθετήθηκε το πιο ήπιο Σουηδικό, το οποίο κατεδείκνυε την εξέλιξη ως την ενδεδειγμένη μέση λύση. Πάντοτε την πορεία των πραγμάτων την καθορίζουν οι συνθήκες και η τόλμη κάποιων ανθρώπων παράλληλα με τις συγκυρίες και τον εξωτερικό παράγοντα. Ο ελληνικός αθλητισμός (η εξέλιξή του, η διάρθρωσή του, η συνέχειά του) είναι συνδεδεμένος άρρηκτα με τη ροή της ιστορίας και τον εν γένει πλου των γεγονότων που καθόρισαν τα χαρακτηριστικά της εξέλιξης του κράτους και του έθνους μας. Ο Ζάππας, οι Αγώνες του 1896, η νίκη του Λούη, οι νομοθετικές πρωτοβουλίες, η δημιουργία σωματείων και ομοσπονδιών, όλα εντάσσονται σε ένα πλαίσιο ιστορικών γεγονότων που εμφύσησαν τυπικά και άτυπα την αθλητική παιδεία σε κάθε Έλληνα και είναι τα θεμέλια της διάδοσης του αθλητισμού σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.

Η Ελλάδα αγκάλιασε και υιοθέτησε έναν τρόπο ζωής και ψυχαγωγίας κυρίως της δυτικής αστικής τάξης, βαθμηδόν και δίχως μιμητική διάθεση και ξενολαγνεία. Στην ελληνική κοινωνία υπήρχε αδήριτη ανάγκη για μια ορθολογικά οργανωμένη και ευχάριστη ανταγωνιστική αναμέτρηση, η οποία επρόκειτο να διασυνδεθεί με όλους τους κοινωνικοπολιτικούς μετασχηματισμούς κατά το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα. Δεδομένου του υψηλότατου ενδιαφέροντος για τη γυμναστική ως μέσου ευεξίας και εκπαίδευσης, τα σπορ απέκτησαν και τη διάσταση της διασκέδασης, της τέρψης, ήτοι διάνοιξαν και τρίτους δρόμους ενδιαφέροντος. Η παλαιόθεν συνειδητή ταξική διάσταση των σπορ («ενασχόλησις πλουσίων και αέργων εν Ευρώπη», έγραφε ο Τυπάλδος) υποχώρησε και ο αθλητισμός επιζητούσε μια ορθή οργάνωση και θεσμική προστασία. Αυτή είναι η κύρια αρωγή του σωματειακού αθλητισμού στη χώρα μας, η επιβεβαίωση πως η ατομική και η ομαδική άθληση δεν αποτελούν προνόμιο κανενός και απευθύνονται σε όλους. «Αι αθλητικαί παιδιαί» , όπως προτιμούσε να τις αναφέρει ο Χρυσάφης, ή τα «αθλητικά παίγνια», όπως υποστήριζε ο Βικέλας, είναι αμφότεροι ορισμοί που καταδεικνύουν την αποδοχή και συνοψίζουν τη νεωτερικότητα σε μια ιδιαίτερη αλληλουχία αφανών εσωτερικών επαναστάσεων που κατέστησαν τον αθλητισμό αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας.

Εν αρχή ήταν οι σκοπευτικοί σύλλογοι, οι οποίοι πρωτοεμφανίστηκαν περί το 1870, με πρώτο καταγεγραμμένο τον Κερκυραϊκό Σύλλογο Ριπής το 1869 υπό την Προεδρία του Αρχηγού του στρατού της Επτανήσου, Δ. Μ. Βότσαρη. Ως είναι φυσικό, ο σύλλογος συνέδεσε την δράση του σχεδόν αποκλειστικά με τη στρατιωτική προετοιμασία, όπως τεκμαίρεται από τη διακήρυξή του: «Ο Σύλλογος θέλει φροντίζει περί της διαδόσεως της ιδέας της συστάσεως ομοίων Συλλόγων Ριπής και αλλαχού του Κράτους, προς ανάπτυξιν του στρατιωτικού εθνικού φρονήματος και παρασκευήν τελειοτέρας οργανώσεως των αμυντικών δυνάμεων του Έθνους». Ακολούθησε στην Αθήνα η εταιρεία Επί σκοπόν βολής το 1870, ο μοναδικός και πρώτος καταγεγραμμένος αθλητικός σύλλογος που έλαβε μέρος στο Πανελλήνιο Συνέδριο Συλλόγων το 1879, και ο βραχύβιος Όμιλος Σκοπευτών Πατρέων το 1877. Τα υψηλά κόστη εγγραφής και συνδρομής στους σκοπευτικούς συλλόγους αν μη τι άλλο κατεδείκνυαν ότι η σκοποβολή απηυθυνόταν κυρίως σε μια κοινωνική ελίτ, το ενδιαφέρον της οποίας ανέκαθεν έφθινε προϊόντος του χρόνου και απόντος του αρχικού ενθουσιασμού. Γράφει σχετικά ο Γεώργιος Δροσίνης: «Απέτυχε και διελύθη η μόνον εντός των Αθηνών περιορίσασα την ενέργειάν της πρώτη «Εταιρεία της επί σκοπώ βολής», η ιδρυθείσα εν στιγμή ενθουσιασμού υπό του αειμνήστου Ιωάννου Μεσσηνέζη και άλλων πολιτευτών». Εν ολίγοις, οι πρώτοι σκοπευτικοί άτυποι αθλητικοί σύλλογοι είχαν μια προδιαγεγραμμένη μοίρα βραχύβιας διάρκειας και “καταδίκης” σε αδράνεια μετά τον αρχικό ενθουσιασμό της ίδρυσής τους. Η Πανελλήνια Σκοπευτική Εταιρεία που ιδρύθηκε αρκετά αργότερα, το 1899, ελάχιστη σχέση είχε με τις προ τριακονταετίας προσπάθειες, πλην όμως είχε την τύχη να διαθέτει την περιουσία της Εθνικής Εταιρείας προς εκμετάλλευση, δηλαδή μια ευρεία γκάμα όπλων και ένα υποτυπώδες αρχικό κεφάλαιο κίνησης για τα έξοδα του σωματείου.

Την ίδια χρονιά παρατηρείται και η διάδοση της ξιφασκίας, άθλημα τρόπον τινά ιδιωτικό και “ειδικών σχολών”, όπως του ιδρυθέντος από το 1888 Ομίλου Φιλόπλων  «υπό την προεδρείαν του εξίσου διαπρεπούς εν τε τη ιατρική και τη των όπλων επιστήμη Χρήστου Ράλλη», σύλλογος που μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες συγχωνεύτηκε με την Αθηναϊκή Λέσχη του 1875, ένα κοινωνικό εντευκτήριο με αιρετά μέλη που αποτελούσε σημείο συνάντησης των εύπορων αστών της πρωτεύουσας. Επρόκειτο για συλλόγους που υιοθέτησαν αγγλικά πρότυπα κοινωνικοποίησης και ψυχαγωγίας, ουσιαστικά κλειστές λέσχες με αντικείμενο το “ευγενές” σπορ της ξιφασκίας. Η Αθηναϊκή Λέσχη αποτελεί το πρώτο αληθινά οργανωμένο και αρραγές σωματείο, στο κτήριό της λειτουργούσε ειδικό τμήμα οπλομαχίας «πλουτισθέν διά τελείων όντως όπλων, αιθουσών αναπαύσεως, αποδυτηρίων, λουτήρων, εν ω γνωστοί Γάλλοι οπλοδιδάσκαλοι εκάστοτε αφειδώς μισθοδοτούμενοι, διηύθυναν τας ασκήσεις» και αργότερα ενέταξε στους κόλπους της και λοιπά “ευγενή” αθλήματα, όπως η ιππασία και το τένις. Και τα τρία αθλήματα καθυστέρησαν πολύ να θεωρηθούν αμιγείς αθλητικές δραστηριότητες, μιας και απείχαν από το «σύνολον ψυχαγωγιών, προ πάντων εκείνων αίτινες σκοπούσι την ανάπτυξιν της μυϊκής δυνάμεως, της επιτηδειότητος και του θάρρους» και μόνο στο τέλος του 19ου αιώνα εντάχθηκαν στο πλέγμα των “σπορ” όπως τα όρισε το εγκυκλοπαιδικό λεξικό των Μπαρτ-Χερστ: «Σπορτ (αγγλιστί) σημαίνει παίγνιον, διασκέδασιν, κυρίως δε την εν υπαίθρω και συνδεομένην μετά σωματικής ασκήσεως, οίον το κυνήγιον, η αλιεία, ο δρόμος, η ιπποδρομία, το κολυμβάν, η κωπηλασία, γυμναστική, η ποδηλασία και τα νεώτερα παίγνια τα κυρίως εν Αγγλία το κατ’ αρχάς καλλιεργούμενα ως το τέννις, η ποδόσφαιρα κ.α.».

Γεγονός είναι ότι, αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1880, καταγράφεται άνθηση του σωματειακού αθλητισμού, με προεξέχοντα τον Όμιλο Ερετών του 1885 αλλά και πλειάδα περιφερειακών εν συνεχεία. Στην Κόρινθο (Ποσειδών), τη Λιβαδειά, τη Σπάρτη (Ευρώτας), την Τρίπολη (Κολοκοτρώνης), τη Χαλκίδα (Πολυδάμας), την Κύμη (όπου κατά την ιδρυτική τελετή του σωματείου ο Νεκτάριος Κεφάλας, ιεροκήρυκας της Μητρόπολης Χαλκίδος το 1893, μετέπειτα επίσκοπος Πενταπόλεως και τελικά Άγιος Νεκτάριος, εκφώνησε ομιλία «περί Γυμναστικής») και αλλού γεννήθηκαν τα σωματεία που “εγκαθίδρυσαν” τον αθλητισμό σε ολόκληρη τη χώρα. Επρόκειτο άλλωστε για τις δύο κρίσιμες δεκαετίες που χαρακτηρίστηκαν από έντονες εθνικές, κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές και με όχημα τους Αγώνες του 1896 μετέτρεψαν την απλή έφεση προς τη σωμασκία σε έξη του λαού μας. Θα ήταν ασφαλές να ισχυριστεί κάποιος ότι οι ρίζες του σωματειακού αθλητισμού μπήκαν τη δεκαετία 1885-1895 και άνθισαν αμέσως μετά, στα πρώτα χρόνια μετά το 1890, με την εμφάνιση του Πανελληνίου, του Απόλλωνα, του Εθνικού Γυμναστικού Συλλόγου, του Πανιωνίου και άλλων, οι οποίοι εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο του Ελληνισμού και βοήθησαν τον σωματειακό αθλητισμό να αποκτήσει γερά θεμέλια.

ΜΕΡΟΣ Γ

Το πρώτο βιώσιμο αθλητικό σωματείο στην Αθήνα, «ο πρώτος συλλαβών την σκέψιν της ιδρύσεως αυτού» σύλλογος στην Ελλάδα, όπως σημειώνει ο πρώτος του Γενικός Γραμματέας, Νικόλαος Κοτσελόπουλος, δικηγόρος και πτυχιούχος γυμναστής, είναι ο Πανελλήνιος Γυμναστικός Σύλλογος, ο οποίος ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 1891. Ο Πανελλήνιος υπήρξε το πρώτο αμιγώς γυμναστικό σωματείο, με επαγγελματική συνείδηση για τη σωματική άσκηση, όπως αναφερόταν ρητά στο καταστατικό του: «Σκοπός του Συλλόγου είναι η εις απάσας τας κοινωνικάς τάξεις διάδοσις της Γυμναστικής και η βελτίωσις των κατ’ αυτήν». Απουσιάζουν αναφορές σε «φρόνημα», «στρατιωτική προετοιμασία» και παντός είδους έννοιες που δεν συνδέονται με έναν “καθαρό” (στα όρια του επαγγελματισμού) αθλητισμό. Είναι η πρώτη φορά οπότε η γυμναστική εμφανίζεται αυθύπαρκτη και αυτεξούσια, ακόμα κι αν τελεί υπό διαμόρφωση. Οι γυμναστές της εποχής, συσπειρωμένοι από το όραμα του Φωκιανού, συμμετείχαν ενεργά σε αυτήν την πρωτοβουλία ανάδειξης της γυμναστικής σε κοινωνικό φαινόμενο και επί της ουσίας κατοχύρωσαν για πρώτη φορά την επαγγελματική τους υπόσταση. Ο αρχικός στόχος της ίδρυσης του Πανελληνίου ήταν η  «τελειοτέρα τεχνική μόρφωσις και η προαγωγή του γυμναστικού κλάδου καθώς και η βελτίωσις της διδασκαλίας της γυμναστικής διά της ιδρύσεως ενός πλήρους και μεγαλυτέρου γυμναστηρίου και της συστάσεως εν αυτώ σχολών προς μόρφωσιν γυμναστών και γυμναστριών» και πράγματι οι πρώτες δράσεις του συλλόγου αναφέρονται στη σύσταση γυμναστηρίων, την έκδοση συγγραμμάτων περί γυμναστικής και ασφαλώς την ίδρυση των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων, όπως καταγράφεται στο πρώτο καταστατικό. Ως τακτικά μέλη του συλλόγου αναγνωρίζονται «οι Γυμνασταί μετά την περί εγγραφής έγγραφον αίτησίν των», ενώ για τις υπόλοιπες επαγγελματικές κατηγορίες η διαδικασία εισδοχής είναι πιο πολύπλοκη και απαιτείται μυστική ψηφοφορία των τακτικών μελών. Οι γυμναστές ανακηρύσσονται σε κορυφαία πρόσωπα άσκησης διοίκησης και αποκτούν αξιώματα μιας και «ο Πρόεδρος, οι Αντιπρόεδροι, ο Γραμματεύς, ο Επόπτης των ασκήσεων και ο Έφορος των οργάνων δέον πάντως να ώσι γυμνασταί», διακήρυξη η οποία κατατάσσει τους γυμναστές σε εντελώς διαφορετική επιστημονική και θεσμική βαθμίδα από εκείνη την εποχή και εντεύθεν. Η αθηναϊκή κοινωνία υποδέχθηκε (δίχως ίχνος σκεπτικισμού) τους στόχους και τις φιλοδοξίες του νεοσυσταθέντος συλλόγου και αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή το εγχείρημα, αποδεικνύοντας ότι η ελληνική κοινωνία ήταν από καιρό έτοιμη.

Οι πρώτοι αγώνες που διοργάνωσε ο Πανελλήνιος τον Μάιο του 1891, δύο μόλις μήνες μετά την ίδρυσή του, βρήκαν εξαιρετική απήχηση από το αθηναϊκό κοινό και όλα τα κοινωνικά στρώματα. Στο Δημόσιο Κεντρικό Γυμναστήριο προσήλθαν περισσότεροι από 3.000 θεατές, μεταξύ των οποίων η βασιλική οικογένεια, ο Πρωθυπουργός της χώρας, μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, αξιωματούχοι του Διπλωματικού Σώματος. Η ανέλπιστη επιτυχία και η ανταπόκριση του ετερογενούς κοινού οδήγησαν στην αλλαγή αντίληψης ως προς την αξία της σωματικής άσκησης, δημιούργησαν ένα σπάνιο θετικό ρεύμα υπέρ του συλλόγου και βοήθησαν τα μέγιστα τον Πανελλήνιο να αυξήσει τα μέλη του και να παγιωθεί άμα τη εμφανίσει του στις συνειδήσεις των Ελλήνων φιλάθλων. Με κορυφαία προσωπικότητα τον 46χρονο τότε Φωκιανό, ο Πανελλήνιος έδωσε το στίγμα της αθλητικής κίνησης, εκπαίδευσε ουκ ολίγους γυμναστές, διοργάνωσε αγώνες, αναδεικνύοντας αθλητές. Το παράδειγμα ακολούθησαν πολλά σωματεία, τα οποία κλήθηκαν να υπηρετήσουν αφενός το Κλασσικό μοντέλο αθλητισμού και αφετέρου ενέταξαν όλα τα σπορ και την ψυχαγωγία στις δράσεις τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, επετεύχθη η διάδοση της γυμναστικής στην ελληνική κοινωνία και καλλιεργήθηκε η έννοια της σωματικής εκπαίδευσης. Είναι η πρώτη φορά όταν και εντάσσονται και οι γυναίκες σε ένα εκπαιδευτικό πλαίσιο με την ίδρυση Σχολής Γυμναστριών, την πρώτη που χορήγησε πτυχία διδασκάλων Γυμναστικής σε γυναίκες. Είναι ανυπολόγιστη η συνεισφορά του Πανελληνίου στον ελληνικό αθλητισμό.

Στο αναθεωρημένο δεύτερο καταστατικό του 1892 οι αναφορές γίνονται λεπτομερέστερες και πολύ πιο αναλυτικές, εμπλουτίζονται με κατευθυντήριες γραμμές δημιουργίας κεντρικού γυμναστηρίου στην Αθήνα, περιφερειακών σε γειτονιές και συνοικίες της πρωτεύουσας, με ενθάρρυνση για την ίδρυση κι άλλων γυμναστικών συλλόγων σε όλη την Ελλάδα, έκδοση περιοδικού, βιβλιοθήκης και την ιδέα της τέλεσης Πανελλήνιων Αγώνων στην Αθήνα. Ο Πανελλήνιος είναι πια θεσμός. Αποφασίζεται η ίδρυση παιδικού γυμναστηρίου, η διοργάνωση παιδικών και σχολικών αγώνων, πρωτοεμφανίζονται οι περίφημες γυμναστικές επιδείξεις, στις οποίες συμμετέχουν αγόρια και κορίτσια του Πρακτικού Λυκείου. Η «σύστασις παιδικού κήπου εν τω γυμναστηρίω προς εκγύμνασιν των παίδων» (ήδη από τον Ιανουάριο του 1892), η οργάνωση των σχολικών αγώνων (δυο χρόνια μετά την τέλεση των Ολυμπιακών της Αθήνας, με συμμετοχή όλων των δημόσιων και ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων Αθηνών-Πειραιώς), οι παιδικοί αγώνες υπό την αιγίδα καθαρά του Πανελληνίου (λόγω του θεσμικού κωλύματος από το νόμο ΒΧΚΑ του 1899, ο οποίος είχε εκχωρήσει την αποκλειστική αρμοδιότητα οργάνωσης παιδικών αγώνων στο Υπουργείο Παιδείας) είναι αποφάσεις-σταθμός στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού. Άπασες “εκ συστήματος” και με δεδομένο ότι ο Πανελλήνιος «τοιούτους αγώνας δεν εξωτερίκευσε ποτέ διά διαφημίσεων και θορύβου, ουδ’ επιθυμεί να προσδίδη εις αυτούς μορφήν θεαματικήν, διότι οι αγώνες των εφήβων εθεωρήθησαν ανέκαθεν παρ’ ημίν ως συνέχεια της εν τω γυμναστηρίω διδασκαλίας, και τρόπον τινά εξέτασις των διδασκομένων, ίνα εν ταυτώ υποκαίηται ο ζήλος και αναπτύσσηται η άμιλλα». Ο Πανελλήνιος είχε μετατραπεί στον υπ’ αριθμόν ένα αθλητικό πόλο της χώρας, με κεντρικούς άξονες την γυμναστική εκπαίδευση και την προετοιμασία των αθλητών, κυρίως του κλασσικού αθλητισμού, μιας και τα υπόλοιπα σπορ, παρά το γεγονός ότι από το 1895 είχαν ιδρυθεί τα τμήματα ποδηλασίας, κρίκετ, ποδηλασίας, ναυτικών αγώνων, κολύμβησης και ποδοσφαίρισης, εθεωρούντο ακόμη περιθωριακά και λιγότερο δημοφιλή.

Ο Σπυρίδων Λάμπρος, ο οποίος ανέλαβε την Προεδρία του Συλλόγου αμέσως μετά τη λήξη των επιτυχημένων Αγώνων του 1896, εξακολούθησε να τάσσεται υπέρ της συστηματοποίησης της γυμναστικής, με κύριο επιχείρημα ότι ταιριάζει με την ελληνική ιδιοσυγκρασία και ανοίγει πιθανές οδούς επαγγελματικής αποκατάστασης μέσα από μια πιθανή συμφωνία με το κράτος. Αυτός ήταν και ο πρωτεύων λόγος για τον οποίον ο Πανελλήνιος προσανατολίστηκε περισσότερο στην προετοιμασία και την προπόνηση των αθλητών και εξελίχθηκε πολύ γρήγορα σε “παρασκευαστήριο” αθλητών και γυμναστών, με κύρια επιδίωξη τη διάδοση της γυμναστικής και συνεπεία αυτού την προσέλκυση ολοένα και περισσότερων αθλουμένων στο γυμναστήριό του. Τα πρωτεία στους Πανελλήνιους Αγώνες, η βελτίωση της δημόσιας εικόνας των αθλητών, η αναγνωρισιμότητα, το λαϊκό θάμβος, όλα συνέτειναν στο γεγονός ούτως ώστε να γίνει ο Πανελλήνιος Γυμναστικός Σύλλογος ο κορυφαίος στη σύγχρονη ιστορία της χώρας.

Αρκετά κοντά στον Πανελλήνιο είναι δόκιμο να τοποθετείται ο Εθνικός Γυμναστικός Σύλλογος, ιδρυθείς το 1893 και τρόπον τινά ομοειδής και ομόσταβλος, μιας και γεννήθηκε από τα σπλάχνα του Πανελληνίου. Μια ομάδα ανθρώπων που διαφώνησε με την πολιτική του Φωκιανού αποχώρησε και ίδρυσε τον Εθνικό, ο οποίος λειτούργησε ως αντίβαρο και αντίπαλο δέος του Πανελληνίου και όσον αφορά στη χάραξη πολιτικής στον αθλητισμό και σε καθαρά αθλητικό-ανταγωνιστικό επίπεδο. Οι αντιπολιτευτικές φωνές έκαναν λόγο για κακή οικονομική διαχείριση από τον Φωκιανό, για καθεστωτικές αντιλήψεις και απόλυτη στρατηγική, δίχως παρεκκλίσεις και υπαναχωρήσεις. Η διαγραφή του Γενικού Γραμματέα, Κοτσελόπουλου, τον Φεβρουάριο του 1893 και οι έντονες διαφωνίες ενόψει της διοργάνωσης των αγώνων του συλλόγου τον Απρίλιο του ιδίου έτους οδήγησαν στην οριστική ρήξη. Αναφέρει ο Φωκιανός κατά την ιστορική Γενική Συνέλευση του Απριλίου του 1893: «Η ιδέα της Γυμναστικής δεν δύναται να διαδοθή διά της ιδρύσεως Γυμναστηρίου, αλλά μόνον διά της τελέσεως αγώνων, οίτινες δέον να τελεσθώσιν όσον οίον τε μεγαλοπρεπώς». Ο Αντιπρόεδρος Αθανάσιος Ζίννης και ο σύμβουλος Ιωάννης Σιώρης διαφωνούν ανοικτά με τις ιδέες του Προέδρου, αντιτάσσουν ότι τα χρήματα για την τέλεση των αγώνων πρέπει να διατεθούν για την οικοδόμηση γυμναστηρίου και ο Ζίννης μάλιστα προσφέρει και 500 δραχμές, πραγματοποιώντας την πρώτη δωρεά. Ο Σιώρης τοποθετείται πιο “πολιτικά” και αποδομεί τον Φωκιανό επιχειρηματολογώντας: «Ο Πανελλήνιος ήρχισεν εκ του αποτελέσματος τελών αγώνας δαπανηρούς, οίτινες εις ουδέν άλλο συντελούσιν ή εις εκθάμβωσιν, αφού ουδέ την υπό του κ. Προέδρου εκφρασθείσαν γνώμην της διαδόσεως του πνεύματος της Γυμναστικής εξυπηρετούσιν, καθόσον ο πολύς λαός, ο διψών γυμναστικήν, χάριν του οποίου ιδρύθη ο Σύλλογος, χάριν του οποίου τελούνται οι αγώνες, ίσταται εκτός των κιγκλίδων θεώμενος αυτούς μακρόθεν εκ των λόφων, ενώ οι αγώνες τελούνται ενώπιον κυριών και ολίγων ανδρών εκ των εν τέλει». Για μια ακόμα φορά το δίλημμα ήταν «οι πολλοί έναντι των ολίγων» και, όταν εγκρίθηκε η πρόταση του “αγωνόφιλου” Φωκιανού με δαπάνη της τάξης των 4.000 δραχμών, 12 μέλη του Πανελληνίου υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους, με τρεις εξ αυτών να τις γνωστοποιούν και στον Τύπο. Έτσι ιδρύθηκε ο Εθνικός και είναι πιθανόν και η πρώτη φορά κατά την οποία απαντάται φανατισμός σε αθλητικό πλαίσιο, με τα μέλη αμφότερων των συλλόγων να υπερασπίζονται με θέρμη την ταυτότητα των σωματείων τους και τη στρατηγική που χάρασσαν και υπηρετούσαν. Στον Εθνικό προσχώρησαν προϊόντος του χρόνου κι άλλα μέλη του Πανελληνίου, τα οποία είτε παραιτήθηκαν είτε διαγράφηκαν από τον Σύλλογο. Ο Εθνικός μπορεί να ήταν μικρότερου βεληνεκούς από τον Πανελλήνιο, διαδραμάτισε όμως με τεράστια επιτυχία τον ρόλο του αντίπαλου δέους στο αθηναϊκό περιβάλλον, στον χώρο του στίβου κυρίως αλλά και στα υπόλοιπα σπορ.

Ο Εθνικός καθιέρωσε αγώνες Παίδων και Εφήβων, έθεσε ως κεντρικό στόχο του σωματείου τη «σωματική ανάπτυξη και εκγύμναση της ελληνικής νεολαίας διά παντοίων ασκήσεων, παιδιών και οδοιποριών» και σύντομα απέκτησε και δικό του γυμναστήριο επί της συμβολής των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και Κουμπάρη, εκεί όπου τότε βρισκόταν το Μέγαρο του Παντιά Ράλλη. Το γυμναστήριο είναι σύγχρονο για την εποχή, διαθέτει πλειάδα οργάνων, δίζυγα, εφαλτήρια, ακόντια, πλειάδα εξαρτημάτων. Σιγά-σιγά εμπλουτίζεται περισσότερο, θα στεγαστούν εκεί και τα γραφεία του συλλόγου το 1897 και τα μέλη διαιρούνται σε τακτικά και εταίρους, όπως ακριβώς αναφερόταν στο καταστατικό του Τριανταφυλλόπουλου από την 27η Νοεμβρίου του 1893, το οποίο οριοθετούσε ως σκοπό του σωματείου την «προσήκουσα σωματική άσκηση των μελών και εταίρων αυτού». Το γυμναστήριο λειτουργούσε τις εργάσιμες «από ανατολής ηλίου μέχρι δύσεως», με μόνη διακοπή το μεσημέρι μέχρι τις 14.00. Από το 1900 καθιερώθηκαν και εσπερινά μαθήματα, πολλοί εργαζόμενοι που δεν είχαν την ευχέρεια να γυμναστούν εντάσσονται σε προγράμματα πληρώνοντας μια δραχμή τον μήνα προκειμένου να έχουν πρόσβαση ως εταίροι ή συμμετέχουν και ως «επισκέπτες» έναντι εισιτηρίου. Κάποια χρόνια αργότερα, θεσπίστηκε και η δωρεάν είσοδος για τους αθλητές «ένεκα της ενδείας αυτών ή της εξαιρετικής επιδόσεώς των εις αγωνίσματα», ενώ από το 1900 επιτρέπονται οι εγγραφές γυναικών-μελών και από το 1901 αποκτούν και εκλογιμότητα για το Διοικητικό Συμβούλιο. Μέχρι το 1907 41 γυναίκες εγγράφονται στον Εθνικό, οι περισσότερες τη διετία 1900-01, εκπροσωπώντας ένα ισχνό αλλά διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό για την εποχή, όπως καταμαρτυρούν και η αλλαγή στο καταστατικό με πρόβλεψη για ιδιαίτερες ημέρες και ώρες γυμναστικής που απηυθύνοντο αποκλειστικά σε γυναίκες καθώς και η παρουσία γυναικών στο ΔΣ, πιθανότατα το πιο ιδιαίτερο στοιχείο σε σχέση με τον Πανελλήνιο και λοιπά σωματεία.

ΜΕΡΟΣ Δ

ΜΕΡΟΣ Ε

Μόνο μετά τις αρχές του 20ού αιώνα και την άνθιση του ποδοσφαίρου στα αστικά κέντρα περί το 1920 ο Πειραιάς άλλαξε χαρακτήρα και “αθλητικό προσδιορισμό”. Μέχρι τότε η θέση του Πειραιά δίπλα στην πρωτεύουσα, όπου μοιραία είχε συγκεντρωθεί η πολιτική (συνεπώς και οικονομική), πολιτιστική και πνευματική δραστηριότητα, είχε οδηγήσει τον Πειραιά σε μια τρόπον τινά περιθωριοποίηση. Η πειραϊκή “ελίτ” πάντοτε λοξοκοιτούσε προς την πρωτεύουσα, επιζητούσε ανάλογη προβολή και προνόμια κάθε είδους, ολόκληρη η κοινωνική μορφολογία του τόπου ωστόσο δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο. Οι Πειραιώτες αστοί προσπάθησαν εν καιρώ να δημιουργήσουν τους δικούς τους τόπους κοινωνικής διάκρισης στα πρότυπα των Αθηνών. Ο Ναυτικός Όμιλος στο Νέο Φάληρο (1903), ο Όμιλος Αντισφαίρισης Πειραιώς (έξι χρόνια αργότερα)  ήταν προσπάθειες προς αυτήν την κατεύθυνση, πάντοτε όμως έμεναν στη σκιά των Αθηνών. Επειδή τα μεγέθη ήταν περιορισμένα, ουσιαστικά παρατηρήθηκε μια εσωτερική ανακύκλωση των ίδιων προσώπων, μια εναλλαγή ντόπιων αστών σε οφίτσια και διοικητικά συμβούλια διάφορων σωματείων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο δικηγόρος και πολιτικός, με καταγωγή από τη Σύρο, Δευκαλίων Ρεδιάδης, ο οποίος διετέλεσε Πρόεδρος του Πειραϊκού Συνδέσμου, Γενικός Γραμματέας του Ομίλου Κυνηγών Πειραιά καθώς και μέλος της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Ρεδιάδης, αθλητής της σκοποβολής και συμμετέχων στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1908, θεωρείται και είναι από τα κορυφαία πρόσωπα του πειραϊκού σωματειακού αθλητισμού και ο πρωτότοκος γιος του με τη Μαρί Στάη, Γιώργος Ρεδιάδης, είναι ο μετέπειτα Πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ.

Διά του Ομίλου Ερετών παρατηρήθηκε μια κοινωνικοπολιτική ανέλιξη, με τους πρώτους Προέδρους του Ομίλου, τον Παύλο Δαμαλά και τον Θεόδωρο Ρετσίνα, να είναι διατελέσαντες Δήμαρχοι Πειραιώς, προσδίδοντας έτσι ένα ευρύ κοινωνικό κύρος στους κατέχοντες αξιώματα σε αθλητικά σωματεία. Η δραστηριότητα του Ομίλου Ερετών παρέμεινε ακμαία και πλούσια, εκτός φυσικά από τη φυσιολογική ύφεση που ακολούθησε μετέπειτα, κατά τις περιόδους του πολέμου και του Διχασμού. Παρά τη διάρθρωση από μια “ολιγαρχική” ελίτ, η εξωστρέφεια του συλλόγου, η κοινωνικότητα, το σταδιακό άνοιγμα προς τη νεολαία του Πειραιά και κυρίως η αντιπαλότητα με τον Ναυτικό Όμιλο Φαλήρου επέφεραν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα διεύρυνσης, με διοργάνωση αγώνων, χοροεσπερίδων, εκδρομών και λοιπών κοινωνικών εκδηλώσεων.

Ο ιδρυθείς το 1903 Ναυτικός Όμιλος Φαλήρου αντέταξε τις βασιλικές-αριστοκρατικές καταβολές του και, προεξέχοντος του Υπασπιστή του Βασιλέα και Προέδρου του, Γεώργιου Κουντουριώτη, κατόρθωσε να αριθμεί περισσότερα από 250 μέλη το 1910, μεταξύ των οποίων και γυναίκες. Κύρια δραστηριότητα του συλλόγου ήταν αρχικά η κωπηλασία, πολύ σύντομα όμως στράφηκε και προς την ιστιοπλοΐα, άθλημα το οποίο δεν είχε εντάξει ο Όμιλος Ερετών στις δραστηριότητές του. Ο Πειραιάς πια είχε αποκτήσει δική του αθλητική υπόσταση και, όταν κατέλαβε τη χώρα η “μανία” με την μόδα της «ποδοσφαίρισης» όπως αποκαλείτο τα πρώτα χρόνια, το επίνειο ήταν έτοιμο να ανταπεξέλθει στην αντιπαλότητα με την Αθήνα, διεκδικώντας απόλυτα την ιδιαίτερη τοπική του ταυτότητα.

Η επιτυχία και η αντιπαλότητα Πανελληνίου και Εθνικού βοήθησαν και τα υπόλοιπα σωματεία να αναδειχθούν ή να διασωθούν. Το παλαιότερο εν ενεργεία αθλητικό σωματείο του Ελληνικού κράτους, ο Όμιλος Ερετών, ιδρυθείς το 1885 στο Νέο Φάληρο και μεταφερθείς το 1888 στο λιμάνι της Ζέας στον Πειραιά, είναι η χαρακτηριστικότερη περίπτωση εξ αυτών. Ένα σωματείο του επινείου, το οποίο εξειδικεύτηκε στην «φίλια» κωπηλασία και εκπροσωπούσε επάξια τον αστικό χαρακτήρα του Πειραιά, ο οποίος εκείνη την εποχή σε τάξη μεγεθών περισσότερο προσομοίαζε με την Ερμούπολη και την Πάτρα παρά με την Αθήνα. Ο Όμιλος Ερετών και ο Σύλλογος Κολυμβητών Αθηνών-Πειραιώς είναι ουσιαστικά τα σωματεία που εκφράζουν περισσότερο τον χαρακτήρα του Πειραιά, χωρίς να αποτελεί ο ισχυρισμός αιχμή για άλλους ιστορικούς γυμναστικούς συλλόγους, όπως ο Θησεύς και η Ολύμπια. Όπως αναφέρεται στο καταστατικό του Ομίλου, «αι βάσεις του Σωματείου τούτου ετέθησαν υπό πεντηκοντάδος επιλέκτων μελών της Πειραϊκής κοινωνίας και τίνων εξ Αθηνών, διακρινομένων εν παντί κλάδω της αληθούς αριστοκρατίας των γραμμάτων, των επιστημών και της βιομηχανίας» και παράλληλα με τη διοργάνωση αγώνων ο Όμιλος Ερετών μετείχε σε αθλητικές εκδηλώσεις άλλων σωματείων (κυρίως λεμβοδρομίες) λόγω της ειδίκευσής του στην κωπηλασία. Έτσι, δημιουργήθηκε μια ομάδα αμιγώς ναυτικών σωματείων, όπως ο συγγενής Όμιλος Ερετών Σύρου και ο Ναυτικός Όμιλος Φαλήρου, ή σωματείων με ναυτικά τμήματα (ΠΓΣ, Πανιώνιος Σμύρνης, Εθνικός κ.α.), τα οποία βοήθησαν τα μέγιστα ώστε να δημιουργηθούν περισσότεροι ομοειδείς σύλλογοι που βάσισαν τα καταστατικά και τον κανονισμό λειτουργίας τους (κυρίως) στον Όμιλο Ερετών. Από αθλητικής απόψεως, ο πιο δραστήριος σύλλογος του επινείου υπήρξε ο Πειραϊκός Σύνδεσμος, ο οποίος μετείχε και στους Πανελλήνιους Αγώνες και διατηρούσε και ένα ευρύτερο κοινωνικό προφίλ, διατηρώντας τμήματα μουσικής και φιλολογίας. Λίγο πριν τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα είχε 126 εγγεγραμμένους αθλητές στις τάξεις του και τμήματα αθλητισμού, γυμναστικής, αθλοπαιδιών και οπλασκίας, ενώ διατηρούσε και ενεργά το σκοπευτικό και το ναυτικό τμήμα.

 

blank

ΜΕΡΟΣ ΣΤ

Είναι γλυκιά σαν παραμύθι η ιστορία του ποδοσφαίρου στην Ελλάδα. Ήταν Οκτώβριος του 1905, η νεολαία τότε διασκέδαζε στις γειτονιές, αθλείτο μονάχα στα γυμναστήρια του Πανελληνίου στην Πατησίων, του Εθνικού στην (τότε) Κηφισίας, στο Κεντρικό δίπλα στον Ιλισσό, στο Ακαδημαϊκό πίσω απ’ το Χημείο. Η προσέλευση ήταν τόσο αθρόα, οι εγκαταστάσεις φάνταζαν φτωχές και σίγουρα ανεπαρκείς. Στις δόξες τους τότε ήταν οι διζυγιστές, οι μονοζυγιστές, όλοι οι χρήστες των οργάνων. Τριγύρω τούς επέβλεπαν οι γυμναστές, φιγούρες αυστηρές, στα όρια των πατρικών της εποχής. Κάθε που κάποιος εξ αυτών ξεμούδιαζε στους κρίκους, ο θαυμασμός των νέων που παρακολουθούσαν ήταν ατελείωτος. Παραδίπλα οι δρομείς, οι άλτες, οι παλαιστές. Μάνεσης, Στουρνάρας, Κουτουλάκης, Μπανίκας, Διακίδης, Δεμέστιχας, Σιώρ, Κετσέας, Σαντοριναίος, Γεωργαντάς, όλοι τους σύμβολα, μοντέλα προς μίμηση. Ειδικά μετά τις 16:00, όταν τελείωνε το σχολείο, ορδές πιτσιρικάδων συνωστίζονταν στα προαύλια των γυμναστηρίων παρέα με πλήθος περιέργων, οι οποίοι παρακολουθούσαν (σχεδόν απορημένοι) τους γυμναστές και τους αθλητές να εκτελούν τις ασκήσεις τους και να προπονούνται. Μέσα σε αυτά τα προαύλια, οι πιτσιρικάδες έπαιζαν τα παιχνίδια της εποχής, το «διαστικόν», το «βάρα ντουπ» (περίπου ράγκμπι), παιχνίδια θαμμένα στη λαϊκή παράδοση και θυμοσοφία.

Εκείνη την ημέρα του Οκτωβρίου ο Φέτσης, ο Διευθυντής του Γυμναστηρίου του Εθνικού, μπήκε κρατώντας μια μεγάλη μπάλα στα χέρια του και αμέσως τα παιδιά τον περικύκλωσαν αδημονώντας για το νέο παιχνίδι που επρόκειτο να τους δείξει. Ελάχιστοι γνώριζαν τότε για το «αγγλικό φουτμπώλ». Για πολλή ώρα τα παιδιά κλωτσούσαν τη μπάλα στα μονόζυγα, τον τοίχο, την άμμο του σκάμματος, προς κάθε κατεύθυνση.

Το πιο αξιοπερίεργο απ’ όλα ήταν ότι τα παιδιά είχαν ξετρελαθεί με τη μπάλα, μαζεύονταν γύρω της και την κυνηγούσαν σαν μέλισσες. Έβαζαν όλη τους τη δύναμη, κλωτσούσαν τη μπάλα ψηλά, έβαζαν στοίχημα ποιος θα τη στείλει πιο μακριά, δεν άργησαν οι πρώτες κεφαλιές, τα πρώτα «ψαράκια». Οι απορημένοι αθλητές άρχισαν να ενοχλούνται, με την πάροδο των ημερών, η μαγεία του ποδοσφαίρου όμως τους παρέσυρε. Ήταν απίστευτη η διασκέδαση που μπορούσε να προσφέρει ένα απλό, πέτσινο τόπι.

Όταν ένα γεροδεμένο παιδί σούταρε τόσο δυνατά και η μπάλα πέρασε τον φράχτη καταλήγοντας στον Βασιλικό Κήπο, έγινε χαλασμός από τους περιέργους που παρακολουθούσαν το δρώμενο με κολλημένα πρόσωπα στα κάγκελα. Μάταια ο βλοσυρός επιστάτης Πανταλέων προσπάθησε να κατευνάσει την ορμή και τον ενθουσιασμό του πλήθους, η μπάλα είχε γοητεύσει τους πάντες.

Στην αρχή, όλοι έπαιζαν μια ιδιότυπη μείξη του αγαπημένου βάρα ντουπ με ποδόσφαιρο, η μπάλα ξεφούσκωνε και την ξαναφούσκωναν, το ενδιαφέρον παρέμενε αμείωτο. Ένα πρωινό οι γυμναζόμενοι είδαν μαραγκούς να κουβαλούν δοκάρια, να τα στήνουν υπό μορφή ενός γιγαντιαίου «Π» προς το μέρος της Κηφισίας (αργότερα Βασιλίσσης Σοφίας) μαζί με δύο διαφημιστικά σημαιάκια. Όταν ολοκληρώθηκε η εγκατάσταση, ενημέρωσαν τους παρόντες ότι αυτό είναι το «γκολ» και ότι στο φουτμπώλ, όταν η μπάλα περνάει αυτό το Π, επιτυγχάνεται «πόντος». Μικροί-μεγάλοι ξετρελάθηκαν, ακόμα και κάποιοι πρωταθλητές που προπονούντο στα όργανα. Άπαντες πάσχιζαν να κλωτσήσουν το τόπι και να περάσει το Π, ο πιο γεροδεμένος κάθισε μπροστά να αποκρούει, ήταν ο «τερματοφύλαξ». Αργότερα, εμφανίστηκαν οι πρώτοι που φορούσαν παπούτσια με καρφιά για να μην γλιστρούν στο χώμα. Οι λούστροι και οι εφημεριδοπώλες που είχαν τη φήμη ότι είναι οι καλύτεροι ερασιτέχνες δρομείς εξακολουθούσαν να παίζουν με τις κάλτσες «για να είναι πιο γρήγοροι». Σιγά-σιγά, άρχισαν να ξεχωρίζουν οι πιο ικανοί, εκείνοι που δεν περιορίζονταν απλώς στα δυνατά κι αδέξια λακτίσματα. Φρόντιζαν να δώσουν στην μπάλα κατεύθυνση, ανακάλυπταν ότι μπορούν να χτυπήσουν το τόπι και με διαφορετικά μέρη του ποδιού κι όχι μονάχα με τη «μύτη». Εννοείται ότι δεν υπήρχαν θέσεις, δεν υπήρχαν κανόνες, επικρατούσε ο νόμος του πιο δυνατού, του πιο γεροδεμένου.

Επί μήνες το ίδιο σκηνικό, μέχρι που η μπάλα από τη φθορά “παρέδωσε πνεύμα”. Στην αρχή μαρασμός. Με τον καιρό επιστροφή στις παλιές συνήθειες και την προπόνηση ή την διασκέδαση στα όργανα, το σκάμμα, το τρέξιμο. Μέχρι που μια παρέα «πλουσιόπαιδων», όπως τους αποκαλούσαν όλοι, εμφανίστηκε με μια καινούργια μπάλα, το πιο μεγάλο εξήγησε ότι θα χωριστούν σε δυο πλευρές και απέναντι από το Π θα στήσουν ένα κοντάρι του άλματος και, μιας και δεν υπήρχε δεύτερο διαθέσιμο, μια καρέκλα. Αυτός είναι ο πρώτος άτυπος αγώνας 11 εναντίον 11, με αυτά τα δυο τέρματα σε ένα αυτοσχέδιο γήπεδο μήκους 40 και πλάτους 30 μέτρων. Το θέαμα δεν περιγράφεται. Φωνές, κλωτσιές, χτυπήματα (θεμιτά και αθέμιτα), κλάματα, τσακωμοί, όπως τα σπουργίτια πάνω από ένα ψίχουλο. Πολλές φορές, για να μην μείνει κανένας δυσαρεστημένος, έπαιζαν και 14 εναντίον 14, ήταν τόση η δίψα, τόσο το πάθος για μπάλα, ώστε δεν υπήρχε τρόπος να συγκρατηθεί. Μέχρι τις αρχές του χειμώνα του 1905, εκεί γύρω στις 10 Δεκεμβρίου, αυτή ήταν η εικόνα στο Γυμναστήριο του Εθνικού.

Μεταξύ εκείνων των πλουσιόπαιδων ήταν οι αδερφοί Βρυώνη, ο Παναγής κι ο Γρηγόρης, οι άνθρωποι στους οποίους αποδίδεται η πρώιμη διάδοση του ποδοσφαίρου στην Ελλάδα. Ο Παναγής Βρυώνης σπούδασε στη Γενεύη και στην Ελβετία διδάχθηκε τα “μυστικά” του ποδοσφαίρου. Εκεί αγωνίστηκαν μαζί με τον αδερφό του, Γρηγόρη, στις Ελβετικές Σατελέν και Σερβέτ και, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, ανέλαβε το νεοσύστατο τμήμα ποδοσφαίρου του Εθνικού Γυμναστικού Συλλόγου. Μαζί του, ο “Πατριάρχης” του Παναθηναϊκού, Γιώργος Καλαφάτης,  ο οποίος σημειώνει: «Εγκατεστάθη μονίμως στας Αθήνας ο Παναγής Βρυώνης, ο οποίος παρουσιάσθη στην διοίκηση του Εθνικού Γυμναστικού Συλλόγου και εζήτησε να εισαχθεί η ποδοσφαίρισις στην Ελλάδα. Ο Εθνικός υιοθέτησε την πρόταση αυτή και ο Βρυώνης άρχισε να συγκεντρώνη τους μικρούς αθλητάς και να διαλέγει τους καταλλήλους για τον σχηματισμό της πρώτης ελληνικής ποδοσφαιρικής ομάδος. Μεταξύ τούτων είχα την τιμή να εκλεγώ εκ των πρώτων, αργότερον προσήλθον και κατέλαβον θέσεις στην ομάδα ο Γρηγόριος Βρυώνης, ο Κωνσταντίνος και Πέτρος Μπότασης, ο Γεώργιος Μερκούρης, ο Δεκαβάλας, άπαντες παίκται εξησκημένοι στο ποδόσφαιρο στην Ευρώπη. Δυστυχώς, η συνεργασία του Βρυώνη με τον Εθνικό Γ.Σ. υπήρξε βραχεία. Στας αρχάς του έτους 1907, απεχώρησε ούτος του Εθνικού Γ.Σ., λόγω διαφωνίας προς την διοίκηση, και ίδρυσε τον Ποδοσφαιρικό Σύλλογον Γουδί, ο οποίος έδιδε αγώνας προς ξένας και ελληνικάς ομάδας». Ο ξεχασμένος ΠΣ Γουδί δεν ήταν η παρακαταθήκη του Βρυώνη, μιας και ο Παναγής υπήρξε Πρόεδρος της Ένωσης Ποδοσφαιρικών Σωματείων Ελλάδος το 1923, Πρόεδρος της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας επί σειρά ετών και ο άνθρωπος που εισήγαγε τους πρώτους κανονισμούς διαιτησίας στο ελληνικό ποδόσφαιρο, μετατρέποντάς το στο λαοφιλέστερο άθλημα στην Ελλάδα.

blank
blank

ΜΕΡΟΣ Ζ

Μέχρι τότε σε περίοπτη θέση μεταξύ των “ξενόφερτων” σπορ ήταν η αντισφαίριση, δηλαδή το τένις, το οποίο επίσης εμφανίστηκε σε ανοργάνωτη και άτυπη μορφή προς τα τέλη του 19ου αιώνα ως το προσφιλέστερο στην αστική τάξη άθλημα. Το 1895 14 νεαροί άνδρες, ηλικίας 21 έως 31 ετών, αποφασίζουν να ιδρύσουν στην Αθήνα το πρώτο ελληνικό σωματείο τένις στη χώρα: το Lawn Tennis Club. Μέχρι το 1900 αυτοί οι 14 άνθρωποι ασκούν διοίκηση και απαρτίζουν το Διοικητικό Συμβούλιο του Ομίλου, στα πρότυπα των ευρωπαϊκών σωματείων του τένις. Σύγκληση διοικητικών συμβουλίων από τους ιδρυτές, γενικές συνελεύσεις από τα μέλη, μυστικές ψηφοφορίες ανάδειξης της διοίκησης. Η δομή προέβλεπε δωδεκαμελές Διοικητικό Συμβούλιο με διάρκεια θητείας τα δύο χρόνια και σύμφωνα με το καταστατικό η απαρτία ορίστηκε στην παρουσία επτά μελών. Από το 1897 το Lawn Tennis Club ήδη αριθμούσε 79, την επόμενη χρονιά 85, το τένις ήταν ένα ευγενές άθλημα, δεν απαιτούσε πολύ έντονη σωματική άσκηση κατά τους ειδικούς της εποχής και αρχικά εθεωρείτο ως άθλημα του “συρμού”, συγκεκριμένης κοινωνικής εμβέλειας. Η ειδοποιός διαφορά του τένις σε σχέση με τα υπόλοιπα σπορ (ακόμα και τα «ευγενή» ή τα «αριστοκρατικά») ήταν ότι έδινε τη δυνατότητα μεικτών αγώνων, με τη γυναικεία παρουσία να είναι έντονη, ειδικότερα αν συνυπολογιστούν οι κοινωνικές σταθερές της εποχής. Οι επιλογές για το γυναικείο φύλο ήταν συγκεκριμένες, το τένις και το βρετανοτραφές κρίκετ των Επτανήσων αποτελούσαν ουσιαστικά τις μόνες ασφαλείς διεξόδους για τις νέες γυναίκες της εποχής, οι οποίες ήθελαν είτε να αθληθούν είτε απλώς να ψυχαγωγηθούν μέσω της ένταξής τους σε μια πιο σχηματοποιημένη κοινωνικά μορφή άθλησης. Δεν είναι τυχαίο ότι κατά την πρώτη εικοσαετία λειτουργίας του σωματείου σε σύνολο 113 ατόμων, τα οποία μετέχουν στα διοικητικά συμβούλια, οι 28 είναι γυναίκες. Το τένις έγινε πολύ γρήγορα το αγαπημένο σπορ των γυναικών, η εξάσκηση ήταν δυνατή εκτός από το Club και στους κήπους των εύπορων σπιτιών, προσέδιδε στάτους και παρείχε μια σχετική ασφάλεια. Τα γήπεδα του Lawn Tennis Club ήταν φυλασσόμενα, η δομή ήταν τρόπον τινά οικογενειοκρατική, μια μορφή ψυχαγωγίας και συναναστροφής μεταξύ κοινωνικών ομολόγων. Ο περιορισμός και αυτή η περιχαράκωση ωστόσο είχε διττή ανάγνωση. Ο Όμιλος πολύ γρήγορα κινδύνευσε να περιέλθει σε μαρασμό, το ακριβό τίμημα εγγραφής και συνδρομής, ο ελιτίστικα κλειστός χαρακτήρας και ο περιορισμένος αριθμός των εγγεγραμμένων μελών οδήγησαν τη Διοίκηση του Ομίλου σε αναπροσαρμογή της τιμολογιακής πολιτικής και μείωση της συνδρομής κατά το ήμισυ, με σαφή προσανατολισμό να προσελκύσει περισσότερες γυναίκες. Έτσι, η συνδρομή για τα αρσενικά μέλη αναπροσαρμόστηκε στις 45 από τις 100 δραχμές, ενώ για τις κυρίες και τις δεσποινίδες το αντίτιμο ορίστηκε στις 30 δραχμές. Διατηρήθηκε ταυτόχρονα και το απαραίτητο κοινωνικό και αριστοκρατικό στάτους, μιας και το 1903 η Πριγκίπισσα Σοφία “υιοθέτησε” το Lawn Tennis Club και παράλληλα έγινε ακόμα συχνότερη η παρουσία «και συνεχής φοίτησις εν τω ασκητηρίω των Μελών της Βασιλικής Ημών Οικογενείας ως και των Μεγάλων Δουκών της Ρωσσίας Γεωργίου, Κυρίλλου και Βόριδος». Το αποφασιστικό βήμα για την καθολική αύξηση των μελών έγινε με τον νόμο περί αθλητικών σωματείων του 1914, ωστόσο πλέον καθοριστική ήταν η πολιτική στροφή και η ανάδειξη του Ομίλου μετά την κίνηση στο Γουδί και την άφιξη του Βενιζέλου. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, η μυστική οργάνωση που έδρασε στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα με αποκορύφωμα το Κίνημα στο Γουδί, είχε επικρατήσει Βενιζέλου βοηθούντος και οι «Εκσυγχρονιστές» επικράτησαν και στη Διοίκηση του Ομίλου Αντισφαίρισης Αθηνών, με τους Βασιλικούς να υποχωρούν και να παρατηρείται έτσι και η πρώτη ευθεία πολιτικοποίηση ελέγχου αθλητικού σωματείου της χώρας.

Κατά την ιστορική χρονολογική ροή, η Ελλάδα το 1909 διαθέτει ένα υποτυπώδες σιδηροδρομικό δίκτυο, πλεονασματικούς προϋπολογισμούς και σχεδόν υγιή οικονομικά, παρά τη σταφιδική κρίση και την αποπληρωμή των δανείων της. Οι συγκρούσεις στο Κιλελέρ, στο πλαίσιο της εφαρμογής της απαλλοτρίωσης μεγάλων ιδιοκτησιών, σε συνδυασμό με την παρατεταμένη περίοδο πολεμικής ετοιμότητας έχουν προκαλέσει αναταραχές στο εσωτερικό της χώρας, πλην όμως έχει αυξηθεί η συνολική αξία των εισαγωγών και των εξαγωγών της χώρας, η οποία από το 1911 ανέρχεται στα 315 εκατ. δραχμές, η ελληνική ατμοπλοΐα αριθμεί 389 πλοία και η χώρα οικονομικά “αναπνέει” ξανά. Η ενσωμάτωση πληθυσμών και εκτάσεων κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους αλλάζουν τα δεδομένα και στη βιομηχανία, ώστε το 1914 στην Ήπειρο διαμένουν εκτός από τους 166.000 Έλληνες περισσότεροι από 38.000 Μουσουλμάνοι (κυρίως Αλβανικής καταγωγής) και κάποιες χιλιάδες Εβραίοι.

Ο Εθνικός Διχασμός, πριν ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, και η διχοτόμηση της χώρας είχαν επιπτώσεις ακόμα και στον Όμιλο, όσο κι αν φαίνεται περίεργο. Από τη μία οι Βενιζελικοί, από την άλλη οι Βασιλικοί. Ο Βενιζέλος και το κόμμα των Φιλελευθέρων διακήρυτταν πως η χώρα έπρεπε να συμμαχήσει με την Αντάντ, ούτως ώστε να διαφυλαχθούν τα πρόσφατα εκτεταμένα σύνορα της χώρας. Από την άλλη, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο Γούναρης του κόμματος των Εθνικοφρόνων τηρούσαν μια ουδέτερη στάση, εξυπηρετώντας ουσιαστικά τα συμφέροντα των Κεντρικών Δυνάμεων. Τις δυο αντιμαχόμενες πλευρές εκπροσωπούσαν στον Όμιλο Αντισφαίρισης Αθηνών ο Νεγροπόντης και ο Κετσέας.

Είναι καταπληκτικό το γεγονός ότι ένας Όμιλος Αντισφαίρισης θεωρήθηκε και αποτέλεσε δείκτη πολιτικών μετασχηματισμών, σε μια από τις πλέον ιστορικές καμπές της χώρας, την ίδια στιγμή όμως καθίστανται σαφείς και ο ρόλος και η σημασία των αθλητικών σωματείων εν γένει. Οι δυο αντιμαχόμενες πλευρές ήταν αδύνατον να συμβιώσουν τον καιρό του Εθνικού Διχασμού, η διαχείριση της εξουσίας στον Όμιλο με τις αλλεπάλληλες συγκρούσεις και “κινήσεις” για αλλαγές αποτελούν μια μικρογραφία της εξέλιξης του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων στην πατρίδα μας. Ειδικά ενόσω ο Εθνικός Διχασμός βρισκόταν στην κορύφωσή του, η συνύπαρξη των αντιμαχόμενων πλευρών στο Διοικητικό Συμβούλιο ήταν αδύνατη. Το Lawn Tennis Club αποτελεί ίσως το πιο απτό και απλό παράδειγμα της διαμάχης της λεγόμενης αστικής τάξης. Οι «Κρατιστές», εκφραστές της παλαιοκομματικής παράδοσης, εναντίον της νέας εμπορικής και βιομηχανικής τάξης που εμφορείτο από το όραμα του αστικού εκσυγχρονισμού. Επί της ουσίας, επρόκειτο για το αιώνιο και διαρκές δίλημμα που εκφράζουν η συντηρητική και η φιλελεύθερη πολιτική τάση, με τη διαχείριση της εξουσίας του Ομίλου να (παρ)ακολουθεί απόλυτα τις εξελίξεις τους συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων καθ’ όλη τη διάρκεια των τρομακτικών αλλαγών που συντελέστηκαν στη χώρα. Η τελική επικράτηση των συντηρητικών με τις ευλογίες των Ανακτόρων καθόρισε και προσδιόρισε τη φυσιογνωμία του Ομίλου Αντισφαίρισης τουλάχιστον μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Αυτή η σωματειακή εσωστρέφεια, η κοινωνική απομόνωση και η τρόπον τινά αυτοπεριθωριοποίηση, σε συνδυασμό με την καθολική άνοδο του ποδοσφαίρου και τη σταδιακή αποστασιοποίηση και του ίδιου του ΣΕΑΓΣ από τον Όμιλο μάς θέτουν για πρώτη φορά ενώπιον μιας πρωτοεμφανιζόμενης μορφής “αστικής ψυχαγωγίας”, πρακτική εκ διαμέτρου αντίθετη με το όραμα μιας Ελλάδας που κραύγαζε από τη βάση της μέχρι τις παρυφές της εξουσίας ότι πρέπει να αλλάξει.

blank