Γένεσις

Γένεσις
Η Ελλάδα εν μέσω συγκλονιστικών γεωπολιτικών αλλαγών όφειλε να αλλάξει, να κοιτάξει μπροστά, να προσπαθήσει να επιβιώσει. Στηρίχθηκε στους ανθρώπους της, τους αφανείς ήρωές της και τα κατάφερε
2
Κεφάλαιο

ΜΕΡΟΣ Α

Από τα μέσα του 19ου αιώνα η οικονομική απομόνωση της χώρας από τις ευρωπαϊκές χρηματαγορές, εξαιτίας της άρνησης των κυβερνήσεων επί Όθωνα να αποπληρώσουν τα επαναστατικά δάνεια, έχει ήδη λήξει, επιτρέποντας στο Ελληνικό κράτος να αναπτυχθεί πολυεπίπεδα, καθότι οι υποδομές του ήταν ακόμη πρωτόγονες.

Γέφυρες, λιμάνια, αμαξιτοί δρόμοι, υδραγωγεία, δημόσια κτήρια, όλα όσα στηρίζουν την οικονομική και διοικητική λειτουργία ενός κράτους είτε δεν υπήρχαν καθόλου είτε βρίσκονταν σε κακή κατάσταση. Ήταν σαφές ότι πρωταρχική αναγκαιότητα των εκάστοτε διοικήσεων ήταν η κατασκευή των απαραίτητων έργων υποδομών κατά το δυνατόν σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Δεν επρόκειτο για ένα εύκολο εγχείρημα μήτε για επιχειρησιακό σχέδιο δίχως μεσομακροπρόθεσμες απώλειες, αλλά πάνω απ’ όλα προηγείτο η ανασυγκρότηση της χώρας.

Απολύτως φυσιολογικά, κορωνίδα των αντιξοοτήτων ήταν η αδυναμία εξεύρεσης οικονομικών πόρων σε συνδυασμό με το αβάστακτα βαρύ δημοσιονομικό φορτίο της εξυπηρέτησης των δανείων κατά τη διάρκεια του Αγώνα και της κρατικής ανασυγκρότησης. Οι περισσότεροι κλάδοι της οικονομίας υπέφεραν από την έλλειψη κεφαλαίων, την αναγκαία διασπορά των ήδη (πενιχρών) υπαρχόντων σε πλήθος δραστηριοτήτων και από την ασφυκτικά περιορισμένη δυνατότητα εξάπλωσης λόγω της εδαφικής και πληθυσμιακής υστέρησης. Η χρόνια έλλειψη εργατικού δυναμικού, η δεδομένη έλλειψη πρώτων υλών και τεχνικής παιδείας περιόριζαν σε τεράστιο βαθμό τη δυνατότητα εφαρμογής καινοτομιών και τη συνακόλουθη τεχνολογική εξέλιξη. Αυτές οι χρόνιες αδυναμίες της ελληνικής βιομηχανίας εμπόδιζαν την κρατική μηχανή να εκκινήσει, καθιστώντας την βορά στον εξωτερικό ανταγωνισμό και καταδικασμένη είτε σε δευτερεύουσες δραστηριότητες είτε σε αμφιβόλου επιτυχίας κρατικές παρεμβάσεις μέσω ενισχυτικών ή δασμολογικού χαρακτήρα μέτρων.

Δειλά από τις αρχές της δεκαετίας του 1860 ξεκίνησε η χώρα να καταδεικνύει μια οικονομική και βιομηχανική εξωστρέφεια, με πλείστες όσες δυσκολίες ωστόσο. Εκείνη την εποχή, ξεκίνησαν να πολλαπλασιάζονται τα ασφαλιστικά και τραπεζικά ιδρύματα, να γενικεύεται η αξιοποίηση της εισροής κεφαλαίων σε συνεργασία με την ομογένεια και τότε οι πρώτοι οιωνοί έδειξαν να είναι αισιόδοξοι.

Το μεγάλο βήμα είχε γίνει από το 1841 με την ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας. Τα κεφάλαια τότε όμως είχαν εισρεύσει κυρίως από το εξωτερικό, ενώ έντονη ήταν και η παρουσία κρατικών παραγόντων στις ιδρυτικές διαδικασίες. Κύριοι μέτοχοί της ήταν ο Ελβετός τραπεζίτης, φιλέλληνας, τιμημένος με τον τίτλο του ευεργέτη του Ελληνικού έθνους, Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος (Jean-Gabriel Eynard), το Ελληνικό κράτος, Έλληνες της διασποράς και ξένες προσωπικότητες. Θεμελιωτής και πρώτος Διοικητής υπήρξε ο Γεώργιος Σταύρου, ενώ στις επόμενες διευρύνσεις κεφαλαίου μετείχαν κορυφαίοι έμποροι και οικονομικοί παράγοντες, όπως ο Σκουζές, ο Ράλλης κ.α. Η Εθνική είχε ως κεντρικό πυλώνα δραστηριοτήτων της και κύρια πηγή εσόδων την έκδοση τραπεζογραμματίων (χαρτονομισμάτων) και προοδευτικά εξαπλώθηκε στις κύριες πόλεις της περιφέρειας (Ερμούπολη το 1845, Πάτρα το 1846 κ.ο.κ.), γεγονός που περιόρισε σε κάποιον βαθμό τις αρνητικές επιρροές του έως τότε επικρατούντος τοκογλυφικού συστήματος.

Η έκρηξη των επαναστάσεων στην Κρήτη ωστόσο κατά την τριετία 1866-1869 είχε τεράστιο κόστος στην οικονομία της χώρας, αλλά ως αντίβαρο ήρθε η συγκυρία της ολοκλήρωσης των έργων για τη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ το 1869, η οποία θεωρείται  (και είναι) κομβικής σημασίας για την ανάπτυξη της ναυτιλίας, του εμπορίου και συνεπεία και της οικονομίας της χώρας.

blank

Δίχως αυτές τις συγκυρίες, δίχως τη βοήθεια των Ελλήνων ομογενών, όπως στην περίπτωση του Ζάππα, δεν θα είχε συμβεί ο οργασμός ίδρυσης βιομηχανικών επιχειρήσεων και δεν θα είχαν ενισχυθεί και οι ήδη υπάρχουσες μονάδες. Ο αθλητισμός (η ανάπτυξή του, η διάδοσή του) είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την παράλληλη ανάπτυξη της χώρας, με τις πρώτες δειλές εξωτερικεύσεις του οικονομικού και εμπορικού χαρακτήρα της Ελλάδας, εξού και η απαραίτητη αναφορά.

Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες των Κυβερνήσεων Ζαΐμη και Κουμουνδούρου συνετέλεσαν ώστε να αντιμετωπιστεί οριστικά το πρόβλημα των εθνικών κτημάτων, το λεγόμενο ακανθώδες ζήτημα των «εθνικών γαιών», και η χώρα πλέον μοιάζει έτοιμη να στρέψει το βλέμμα και σε δευτερογενούς ενδιαφέροντος δραστηριότητες.

Η κίνηση του Ζάππα είναι κεφαλαιώδους σημασίας, οι συμβολισμοί της εκτείνονται σε πολλά περισσότερα πεδία από τα προφανή και σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση του 1873, η οποία μείωσε τις αποδόσεις των ευρωπαϊκών κεφαλαίων και προκάλεσε τη μεταφορά τους προς τα ανατολικά, σηματοδότησαν ουσιαστικά την είσοδο των Ελλήνων της διασποράς στο οικονομικό γίγνεσθαι.

Την ίδια χρονιά, το 1873, ανακοινώθηκε και η κατασκευή του Ζαππείου Μεγάρου, εν αναμονή των Ολυμπίων του 1875, διοργάνωση στην οποία ετέθη επικεφαλής ο Ιωάννης Φωκιανός. Τότε Διευθυντής του Δημοσίου Γυμνασίου Αθηνών, ο Φωκιανός είναι επί της ουσίας εκ των κορυφαίων πρωταγωνιστών της “Παλαιάς Διαθήκης” της Ελληνικής Γυμναστικής.

Γεννημένος στην Αθήνα το 1845 και αποφοιτήσας από τη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Φωκιανός είναι από τους κορυφαίους παράγοντες του ελληνικού αθλητισμού καθ’ όλο το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και ο άνθρωπος που ανέδειξε τη σημασία της σωμασκίας με σαφή προσανατολισμό στην υγεία και την ισχυροποίηση της προσωπικότητας. Ο Φωκιανός υπηρετούσε το Γερμανικό μοντέλο, η αντίληψη και οι επιταγές του οποίου, ακολουθούσες τη σχολή του Ασκητισμού και του Λογιωτατισμού, εθεωρούντο έννοιες πεπαλαιωμένες και είχαν ήδη ξεκινήσει να πλήττουν ανεπανόρθωτα τις λαϊκές τάξεις που δεν εδύναντο να παρακολουθήσουν. Υποβοηθούμενο από τις διακηρύξεις κορυφαίων Ευρωπαίων διανοητών, όπως ο Λοκ, ο Ρουσσώ και ο Μοντεσκιέ, το Ελληνικό κράτος είχε υιοθετήσει το Καρτεσιανό μοντέλο του δυϊσμού της ψυχής και του σώματος και το είχε εφαρμόσει στην οργάνωση των βασικών δομών της κρατικής παιδείας.

ΜΕΡΟΣ Β

blank

Οι εποχές όμως του Παγώντα και της δίωρης διδασκαλίας την εβδομάδα εν είδει ανάπαυσης στα σχολεία επιζητούσαν άμεσο εκσυγχρονισμό και επαναπροσδιορισμό. Ο Παγών είχε πασχίσει να επιβάλει τη Φυσική Αγωγή, οι συνθήκες όμως δεν ήταν ακόμη ώριμες και κατάλληλες, με αποτέλεσμα οι ιθύνοντες δημοδιδάσκαλοι να αρνούντο να θυσιάσουν μια ώρα κανονικής διδασκαλίας προς τέρψιν μιας «ανεξαρτήτου και αθώας της ζωής απολαύσεως». Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1862 τα στελέχη της Φυσικής Αγωγής προέρχονταν αποκλειστικά από τον «Λόχο των Πυροσβεστών», υπήρχε δηλαδή ακόμα η γερμανικού τύπου “στρατιωτική” αντίληψη της σωμασκίας. Ο Φωκιανός, αναβαθμίζοντας πλήρως το Δημόσιο Γυμναστήριο και φροντίζοντας να εξασφαλίσει την αρωγή πολιτειακών και πνευματικών παραγόντων, συνέβαλε τα μέγιστα στη διαμόρφωση των πρώτων πυρήνων αθλητισμού, προλειαίνοντας το έδαφος για τις δομικές αλλαγές που ακολούθησαν. Όταν δε, το 1868, διαδέχθηκε τον Παγώντα και τον Ένινγκ στη Διεύθυνση του Γυμναστηρίου, προσπάθησε να οδηγήσει την επιστήμη στην πολύ δύσκολη μετάβαση στις πιο σύγχρονες μεθόδους που απαιτούσε η εποχή, αν και απέφυγε να προβεί άμεσα και ρηξικέλευθα στις απαραίτητες καίριες τομές. Δεν κατόρθωσε (και πιθανόν να μην επεδίωκε) να αλλάξει άμεσα την εικόνα, αλλά η συμβολή του και η διάνοιξη του δρόμου για τον διάδοχό του, Ιωάννη Χρυσάφη, υπήρξε κεφαλαιώδους σημασίας για την εξέλιξη του αθλητισμού στην Ελλάδα.

Ο Φωκιανός “χρεώθηκε” την οργανωτική αποτυχία των Ολυμπίων του 1875, πληρώνοντας την εμμονή του στην πεποίθηση ότι ο αθλητισμός απευθύνεται εκ των πραγμάτων στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Οι εύπορες οικογένειες εκείνη την εποχή στην Ελλάδα ήταν εκ των πραγμάτων λίγες, το ίδιο ίσχυε και για τις θεωρητικά πιο μορφωμένες και κατάλληλα κατηρτισμένες. Η απόφαση να αποκλειστούν όλοι οι υποψήφιοι αθλητές εκτός από τους φοιτούντες στα πανεπιστήμια ήταν ο κύριος λόγος αποτυχίας των Ολυμπίων του 1875. Οι λίγοι νέοι που κατόρθωσαν να εισαχθούν στο πρόγραμμα πέρασαν ένα πολύ επίπονο στάδιο προετοιμασίας στο Δημόσιο Γυμνάσιο Αθηνών, υπό τις οδηγίες του Φωκιανού και την υποστήριξη Γερμανών συμβούλων. Οι αγώνες συνέπεσαν με τη μεγαλύτερη βιομηχανική έκθεση στα έως τότε χρονικά, με συμμετοχή 1.200 Ελλήνων και 72 αλλοδαπών επιχειρηματιών και την πιο αθρόα προσέλευση κοινού από καταβολής του θεσμού. Ενώ λοιπόν η κοινωνικοπολιτική και η οικονομική συγκυρία έμοιαζε ιδανική, οι αγώνες απέτυχαν. Ο Τύπος κατακεραύνωσε την απόφαση να αποκλειστούν οι προερχόμενοι από τις εργατικές τάξεις αθλητές, το κοινό δικαίως εξέφρασε έναν αρνητισμό προϊούσης της διοργάνωσης και μοιραία τα φώτα έπεσαν μόνον επάνω στους παράλληλους καλλιτεχνικούς επικουρικούς αγώνες, οι οποίοι πράγματι γνώρισαν τεράστια επιτυχία. Γλύπτες, μουσικοί, ζωγράφοι και συνθέτες παρουσίασαν αξιολογότατα έργα, με 50 εξ αυτών να τιμώνται για την ποιότητα των έργων τους.

Στο αθλητικό μέρος το επίπεδο ανταγωνισμού ήταν πολύ χαμηλότερο, πλην όμως αναδείχθηκαν κάποιοι σημαντικοί αθλητές στις οκτώ επί μέρους κατηγορίες. Οι νικητές των Ολυμπίων του 1875 ήταν:

  • Δρόμος ταχύτητος: 1ος Β. Τρίγκας εξ Αμφίσσης, 2ος Μ. Τζαβάρας εκ Λαρίσης, 3ος Σπυρίδων Μερκούρης εξ Ερμιονίδος
  • Άλμα επί κοντώ: 1ος Α. Πετσάλης εκ Πάργας, 2ος Ι. Σαμιώτης εκ Σάμου
  • Δισκοβολία: 1ος Σαρόπουλος εκ Θεσσαλονίκης, 2ος Μ. Τζαβάρας εκ Λαρίσης, 3ος Ι. Γεωργόπουλος εκ Γορτυνίας
  • Ακοντισμός επί σκοπόν: 1ος Μ. Τζαβάρας εκ Λαρίσης
  • Ελευθέρα πάλη: 1ος Μ. Τζαβάρας εκ Λαρίσης, 2ος Ι. Δεμερτζής εξ Αθηνών
  • Αναρρίχησης επί ιστού: 1ος Κ. Σούτσος εκ Ναυπλίου, 2ος Π. Ζαχαριάδης εξ Ισμαηλίας, 3ος Α. Πετσάλης εκ Πάργας
  • Ανάβασις επί κεκλιμένου ιστού: 1ος Α. Ιωαννίδης εξ Αθηνών, 2ος Κ. Μολακίδης εκ Σμύρνης, 3ος Ι. Σαμιώτης εκ Σάμου
  • Αναρρίχησης επί κάλω: 1ος Κ. Μολακίδης εκ Σμύρνης, 2ος Ν. Μίσσιος εξ Ιωαννίνων, 3ος Π. Ζαχαριάδης εξ Ισμαηλίας.

Άμα τη ολοκληρώσει των αγώνων, ο Φωκιανός έθεσε την παραίτησή του στη διάθεση του πολιτικού προϊσταμένου του και ταυτόχρονα εξέφρασε και τη βούληση να παραιτηθεί και από τη Διεύθυνση του Δημοσίου Γυμναστηρίου, διαφωνώντας με την κεντρική απόφαση αλλαγής πολιτικής στην εν γένει φιλοσοφία της Φυσικής Αγωγής, όπως επρόκειτο να την αντιληφθεί και να την υιοθετήσει η χώρα.  Ο Έλληνας πιονέρος του αθλητισμού μετοίκησε στη Θεσσαλονίκη, όπου ανέλαβε τη Διεύθυνση των τμημάτων Φυσικής Αγωγής στα σχολεία της ελληνικής κοινότητας της πόλης, «προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων».  Όταν, το 1878, ολοκληρώθηκε η κατασκευή του Κεντρικού Γυμναστηρίου των Αθηνών, εκλήθη και επέστρεψε στην Αθήνα, προκειμένου να εισφέρει με την εμπειρία και τη γνώση του στις πρώτες διεργασίες συγκρότησης των εθνικών αθλητικών θεσμών. Ανέλαβε τα καθήκοντα του Διευθυντή του Κεντρικού Γυμναστηρίου και πρωτοστάτησε στο πρώτο συνέδριο ελληνικών συλλόγων του 1879, το πρώτο καταγεγραμμένο συνέδριο εκπαιδευτικών συλλόγων που δραστηριοποιούντο εντός και εκτός των συνόρων του Ελληνικού κράτους.

Σε αυτό το συνέδριο, σε εκείνη την ιστορική συνάντηση ετέθη για πρώτη φορά με ειλικρινή διάθεση και το ζήτημα της εισαγωγής της Φυσικής Αγωγής στο ελληνικό σύστημα εκπαίδευσης. Έναν χρόνο αργότερα η Γυμναστική γινόταν μάθημα υποχρεωτικής διδασκαλίας στα δημόσια σχολεία της χώρας και το 1882 έγινε η πρώτη προσπάθεια ίδρυσης της πρώτης κρατικής Σχολής Γυμναστών. Σημειωτέον ότι από το 1875 μέχρι το 1890 δημιουργήθηκαν οι πρώτες αθλητικές ομοσπονδίες και άρχισαν οι διεθνείς συναντήσεις μεταξύ συλλόγων και εθνικών ομάδων, ενώ το 1883 εισήχθησαν στα γυμνάσια τα πρώτα όργανα γυμναστικής, όπως αλτήρες, σάκοι κ.α.

Ο Φωκιανός είχε διοριστεί Επόπτης των κρατικών γυμναστηρίων και δημοσίευσε το περίφημο «Εγχειρίδιον Γυμναστικής», ένα από τα πρώτα βιβλία Φυσικής Αγωγής που γράφτηκαν στην Ελλάδα. Σε όλο αυτό το πλαίσιο δημιουργήθηκε ένας πυρήνας αθλητών-μαθητών του Φωκιανού, οι οποίοι μαζί με τους θαμώνες του Κεντρικού Γυμναστηρίου αποτέλεσαν τον κύριο όγκο των συμμετεχόντων των τέταρτων Ολυμπίων, της «Ζάππειας Ολυμπιάδας» του 1888-89 και των αθλητικών αγώνων του 1890 για την ίδρυση του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου την ίδια χρονιά. Ο Φωκιανός ήταν και ο πρώτος Πρόεδρος του Πανελληνίου (ΠΓΣ) μέχρι το 1896, όταν και εξέπνευσε, λίγες μόνο εβδομάδες μετά τη λήξη των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, στους οποίους ωστόσο δεν συμμετείχε ως θιασώτης του “παλαιού δόγματος”. Η μεγάλη του δικαίωση ήταν ότι πρόλαβε να δει το Ζάππειο Μέγαρο ολοκληρωμένο (εγκαινιάστηκε στις 20 Οκτωβρίου του 1888) και επιτυχία του θεωρήθηκε η διοργάνωση των τέταρτων και τελευταίων Ολυμπίων, με συμμετοχή 30 “δικών του” αθλητών σε 10 διαφορετικά αθλήματα, με νικητές τους:

  • Δρόμος ταχύτητας: 1ος Ιωάννης Χ. Κρητικός εκ Πατρών (ο μετέπειτα ιδρυτής της Παναχαϊκής), 2ος Χ. Χοντροδήμος, 3ος Δ. Τσικνής
  • Δισκοβολία δια δίσκου ξύλινου άνευ σιδηράς στεφάνης: 1ος Σπύρος Αρβανίτης εξ Αθηνών (μετέπειτα ιδρυτής του Πανεπιστημιακού Γυμναστηρίου), 2ος Λάζαρος Μουσιού εκ Σπετσών, 3ος Γ. Τσεπετάκης εκ Κρήτης
  • Άλμα επί κοντώ: 1ος Σπύρος Αλφαρόπουλος, 2ος Ιωάννης Χ. Κρητικός εκ Πατρών, 3ος Δημήτριος Μελέκογλους
  • Άλμα υπέρ εφαλτήριον: 1ος Απόστολος Πικιός εκ Κορώνης, 2ος Χρήστος Μπρισιμιτζάκης εκ Κρήτης, 3ος Θ. Καρακώστας
  • Λιθοβολία με ακατέργαστο λιθάρι 10 οκάδων: 1ος Γ. Τσεπετάκης, 2ος Ιωάννης Οικονόμου εκ Καλαβρύτων, 3ος Απόστολος Πικιός εκ Κορώνης και Σ. Λορετζιάδης
  • Άρση βαρών δια της μιας χειρός: 1ος Α. Φιλαδελφεύς εξ Αθηνών
  • Άρση βαρών δια αμφοτέρων των χειρών: 1ος Λάζαρος Μουσιού εκ Σπετσών, 2ος Ι. Τσεπατανάκης
  • Ασκήσεις επί δίζυγου: 1ος Θεοφάνης Θεοδότου εκ Κύπρου (μετέπειτα Βουλευτής και ιδρυτής του Γυμναστικού Συλλόγου Παγκύπρια), 2ος Ι. Παινέσης εκ Κρήτης, 3ος Ν. Ρουσόπουλος εξ Αθηνών, Ιωάννης Οικονόμου εκ Καλαβρύτων, Δημήτριος Μελέκογλους και Κ. Αντωνιάδης εξ Αθηνών
  • Άλμα εις ύψος: 1ος Απόστολος Πικιός εκ Κορώνης, 2ος Ι. Σακελαρίδης, 3ος Σ. Λορετζιάδης και Κ. Αντωνιάδης εξ Αθηνών
  • Αναρρίχησις επί ιστώ: 1ος Ι. Παινέσης εκ Κρήτης, 2ος Π. Θηβαίος, 3ος Θ. Καρακώστας
  • Αναρρίχησις επί κάλω: 1ος Α. Βερσής, 2ος Α. Φιλαδελφεύς εξ Αθηνών, 3ος Απόστολος Πικιός εκ Κορώνης.

Οι ρυθμοί ανάπτυξης στη χώρα το συγκεκριμένο διάστημα ήταν ιλιγγιώδεις, οι μεταβάσεις πολλές φορές βίαιες και άτακτες. Ο Φωκιανός εξέφραζε μια διαφορετική φιλοσοφία που βασίστηκε στο Γερμανικοελβετικό μοντέλο της πρώτης εποχής του αθλητισμού και της γυμναστικής στη χώρα και, παρά τον παραγκωνισμό του από τους πιο σύγχρονους παράγοντες, υπήρξε (και πρέπει να θεωρείται) σπουδαίος, παρά το γεγονός ότι εθεωρείτο πεπαλαιωμένων αντιλήψεων και τρόπον τινά άτεγκτος στις θέσεις του. Το έργο του σημάδεψε τις πρώτες οργανωμένες προσπάθειες διαμόρφωσης των αθλητικών θεσμών και μηχανισμών στην Ελλάδα, σε μια πάρα πολύ δύσκολη εποχή που θα μπορούσε σχηματικά να προσδιοριστεί από την επαύριο των Αγώνων έως το τέλος του Mεσοπολέμου.

Πρόκειται για μια εποχή αλυτρωτικών πολέμων, εδαφικής επέκτασης του Ελληνικού κράτους, αλλεπάλληλων πολιτικών εντάσεων, οικονομικών και κοινωνικών αναταραχών, κατά την οποία η Ελλάδα πάλεψε να προσαρμοστεί στις διαδικασίες εκσυγχρονισμού της κοινωνίας, αντιμετωπίζοντας συγκλονιστικές αλλαγές. Για να καταστούν κατανοητά τα μεγέθη, μέχρι τη δεκαετία του 1880 η μόνη σιδηροδρομική γραμμή που είχε κατασκευαστεί στην Ελλάδα ήταν εκείνη που συνέδεε την Αθήνα με τον Πειραιά, μήκους μόλις εννέα χιλιομέτρων και η οποία χρειάστηκε 12 χρόνια για να κατασκευαστεί. Καθ’ όλο αυτό το διάστημα, ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε μέχρι το 1911 η διανομή 2.650.000 στρεμμάτων εθνικών γαιών με 370.000 παραχωρητήρια (συμπεριλαμβανομένων των γαιών μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας στην Ελλάδα το 1881) και καταγράφηκε η έναρξη των έργων για τη διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου.

blank

ΜΕΡΟΣ Γ

blank

Συν τω χρόνω, ο Χρυσάφης άρχισε να διαφοροποιεί τη φιλοσοφία του και να αντιδρά στις μεθόδους και την αντίληψη περί γυμναστικής του Φωκιανού, με αποτέλεσμα στα τέλη του 1895 να έλθει σε ρήξη με τον μέντορά του και να αποχωρήσει από τον Πανελλήνιο, μεταπηδώντας στον νεοσύστατο Εθνικό Γυμναστικό Σύλλογο. Στον Εθνικό εκτυλίχθηκε το πάθος του, εκεί είδε το όραμά του για τον ευρύ κοινωνικό αθλητισμό να γίνεται πραγματικότητα. Μετά μόχθου και πάθους συγκέντρωσε περισσότερα από 1.500 παιδιά από φτωχογειτονιές της Αθήνας στον Εθνικό, διοργάνωσε παιδικούς αγώνες και έριξε το “τείχος” του μονοπωλίου της σωμασκίας που απολάμβαναν μονάχα γόνοι εύπορων οικογενειών στον Πανελλήνιο. Ήταν ίσως η βαθύτερη τομή στην αθηναϊκή κοινωνία, πάντοτε σε σχέση με τη γυμναστική, αλλά ο Χρυσάφης, συνεπικουρούμενος από τη φήμη που απέκτησε ως γυμναστής του πρώτου Έλληνα Ολυμπιονίκη (στους κρίκους), Ιωάννη Μητρόπουλου, είναι ο άνθρωπος που μετάλλαξε την αστική νοοτροπία περί αθλητισμού. Εναντιώθηκε στην καθεστηκυία τάξη, έθεσε εαυτόν στη δυσμένεια του Παλατιού, αλλά την κρίσιμη στιγμή κατά την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων υπερασπίστηκε τον δάσκαλό του, Ιωάννη Φωκιανό, διαχωρίζοντας κι εκείνος τη θέση του από τον αθλητισμό υψηλών επιδόσεων. Το άρθρο του στην εφημερίδα «Άστυ» τον Οκτώβριο του 1895 ήταν μια ευθεία επίθεση προς τον ευνοούμενο του Παλατιού, Κωνσταντίνο Μάνο, και μια ωδή στον ρομαντισμό του ερασιτεχνικού αθλητισμού, γεγονός που του κόστισε τη θέση του αλυτάρχη των Αγώνων.

Εν ολίγοις, η Ελλάδα εν μέσω συγκλονιστικών γεωπολιτικών αλλαγών όφειλε να αλλάξει, να κοιτάξει μπροστά και να προσπαθήσει να επιβιώσει με περιορισμένους πόρους, οι οποίοι σε συνδυασμό με τα έκτακτα έξοδα που επέβαλλαν οι διαρκείς εθνικές κρίσεις καθιστούσαν αδύνατη την εξοικονόμηση κεφαλαίων για δημόσιες επενδύσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο εξωτερικός δανεισμός διογκώθηκε κατά τη δεκαετία του 1880, ταυτόχρονα όμως κατασκευάζονταν 900 χιλιόμετρα σιδηροδρομικής γραμμής και ο Τρικούπης με πολιτικό και προσωπικό κόστος οδηγούσε τη χώρα στον εκσυγχρονισμό. Το 1893, όταν ολοκληρώνονται τα έργα διάνοιξης της διώρυγας της Κορίνθου, το Ελληνικό κράτος κηρύττει πτώχευση με πλήρη αδυναμία της χώρας να εξυπηρετήσει τα τοκοχρεολύσια και τον Ελληνικό λαό να στενάζει από τη φτώχεια και την ανέχεια.

Πλέον το μοντέλο του Φωκιανού, με τον αθλητισμό να απευθύνεται στην “ελίτ”, ήταν εκ των πραγμάτων εκτός πλαισίου, εξού και προτάχθηκε η φρέσκια και πιο σύγχρονη πρόταση του διαδόχου του, Ιωάννη Χρυσάφη. Ο Χρυσάφης, εκτός του γεγονότος ότι προτιμούσε το Σουηδικό σύστημα, υποστήριζε ότι η ανάπτυξη του αθλητισμού πρέπει να αφορά στο σύνολο του πληθυσμού, δίχως οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτισμικούς φραγμούς. Εξ αυτού του λόγου, αφιέρωσε τη δράση του στην πλήρη ένταξη του μαθήματος της Γυμναστικής στην εκπαίδευση και τη δημιουργία Σχολής Γυμναστών. Ο ομφάλιος λώρος που ένωνε Φωκιανό και Χρυσάφη ήταν η αντίληψη πως ο αθλητισμός οφείλει να υπηρετεί ένα μοντέλο ανάπτυξης μακριά από τον πρωταθλητισμό και τις υψηλές επιδόσεις, εξού και η απουσία μέριμνας καταγραφής επιδόσεων σε όλους τους αθλητικούς αγώνες που διοργάνωσαν αμφότεροι μέχρι το 1896.

Γεννημένος στην Αθήνα το 1873 και αποφοιτήσας από το Γυμνάσιο το 1889, ο Χρυσάφης ακολούθησε τον δρόμο του Φωκιανού και σπούδασε μαθηματικά στο Φυσικομαθηματικό του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον και παρακολούθησε και μαθήματα Φιλοσοφίας και Ιστορίας, αλλά πολύ σύντομα τον κέρδισε η έμφυτη έφεση προς τον αθλητισμό. Ερωτεύτηκε τόσο πολύ τη γυμναστική, φτάνοντας στο σημείο να εγκαταλείψει επί πτυχίω τις σπουδές του, και αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώματι στην ενόργανη και την ξιφασκία. Δάσκαλός του ήταν ο ίδιος ο Φωκιανός, ο άνθρωπος που τον παρακίνησε να συχνάζει ολοένα και περισσότερο στο Κεντρικό Γυμναστήριο και του παρέδωσε το 1891 το δίπλωμα του γυμναστή. Ο Χρυσάφης παρέμεινε στο Κεντρικό Γυμναστήριο, εκτελώντας χρέη βοηθού του μέντορά του, και ήδη από τα 20 του χρόνια ξεκίνησε τη συγγραφή του πρώτου του βιβλίου «Εγχειρίδιον Γυμναστικής» (έναν οδηγό περίπου “θέσφατο” αργότερα για τη διδασκαλία της Γυμναστικής στα σχολεία) και το 1895 εξέδωσε και το δεύτερο βιβλίο του «Τα Αθλητικά Αγωνίσματα-Προπόνησις και Υγιεινή». Παράλληλα, εργαζόταν ως γυμναστής στο Βαρβάκειο Γυμνάσιο και το Λύκειο Διοσκουρίδη και βοηθούσε, κατόπιν παραίνεσης του Φωκιανού, στα παρθενικά τμήματα Γυμναστικής του Πανελληνίου.

blank

ΜΕΡΟΣ Δ

Το αντίπαλον δέος, ο Φαναριώτης Κωνσταντίνος Μάνος, γεννήθηκε το 1869 στην Αθήνα και ήταν πολύ κοντά στο Παλάτι. Ο πατέρας του υπήρξε επιφανής στρατιωτικός, με συμμετοχή ως εθελοντής στην Κρητική Επανάσταση, και έφτασε το 1890 να διοριστεί Διοικητής της Σχολής Ευελπίδων ως Υποστράτηγος του ελληνικού στρατού.  Εκ των ιδρυτικών μελών της μυστικής οργάνωσης Εθνική Εταιρεία, ο Θρασύβουλος Μάνος μετέδωσε στα παιδιά του, τον Πέτρο και τον Κωνσταντίνο, την  αγάπη για τον αθλητισμό. Μεταξύ άλλων, υπήρξε ένα από τα μέλη της πρώτης ελληνικής επιτροπής για την προετοιμασία των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, στην οποία φρόντισε να συμπεριληφθεί και ο γιος του, ο Κωνσταντίνος.

Η ενασχόληση του Κωνσταντίνου Μάνου με τον αθλητισμό ξεκίνησε κατά τη διάρκεια των σπουδών του και ειδικά κατά τη φοίτησή του στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ίδρυμα με μακρά παράδοση στις οργανωμένες αθλητικές δραστηριότητες. Ο Μάνος, παρά το γεγονός ότι διέμενε στο εξωτερικό, μετείχε ενεργά στις περισσότερες διεργασίες αναμόρφωσης των ελληνικών αθλητικών θεσμών υπό την ιδιότητα εμπειρογνώμονα συμβούλου, και, ως αριστεύσας στις Πολιτικές Επιστήμες, τη Φιλοσοφία και τη Φιλολογία, εξελίχθηκε σε μια από τις δημοφιλέστερες προσωπικότητες των γραμμάτων της εποχής. Είναι ο άνθρωπος που το 1893 έγραψε τους στίχους για τον ύμνο του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου, τον οποίο μελοποίησε ο μετέπειτα συνθέτης του Ολυμπιακού ύμνου, Σπυρίδων Σαμαράς.

Παρότι βραβευμένος ποιητής και πλήρως αποκατεστημένος οικονομικά, στα μέσα της δεκαετίας του 1890 παραιτήθηκε από τη θέση του δασκάλου ελληνικών της Αυτοκράτειρας της Αυστροουγγαρίας, Ελισάβετ, προτείνοντας ως αντικαταστάτη του τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, και εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Αιτία της επιστροφής του ήταν η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων και η συμμετοχή του στην οργανωτική επιτροπή των πρώτων Αγώνων του 1896. Η πείρα του από τα ταξίδια σε ευρωπαϊκές χώρες και η αγγλική του παιδεία ήταν το όχημα για το modus operandi της οργάνωσης αθλητικών αγώνων.

Ο Μάνος κατά τις περιοδείες του είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει τις διαφορές στα συστήματα προπόνησης, να παρακολουθήσει πώς αντιλαμβάνονται σε κάθε χώρα τα αθλήματα και, θέτοντάς τα σε αντιδιαστολή με τις επικρατούσες αντιλήψεις στην Ελλάδα, εκπόνησε ένα δικό του εκσυγχρονιστικό μοντέλο αθλητισμού. Η δική του φιλοσοφία ήθελε τον εξοβελισμό της Γυμναστικής από την προπόνηση των αγωνισμάτων στίβου καθώς και την εξειδίκευση των αθλητών σε συγκεκριμένα αγωνίσματα, ώστε να βελτιώνουν τις επιδόσεις τους και συνακόλουθα τις δυνατότητές τους για τη νίκη. Ήταν εν ολίγοις στον αντίποδα του Φωκιανού και του Χρυσάφη, οι οποίοι υπηρετούσαν ένα πιο “κοινωνικό” και ερασιτεχνικό μοντέλο αθλητισμού. Τις ιδέες του ο Μάνος προσπάθησε να τις εφαρμόσει ιδρύοντας τον Αθηναϊκό Αθλητικό Όμιλο το 1895, ο οποίος μετά τους Αγώνες του 1896 διαλύθηκε, εξαιτίας του γεγονότος ότι ο εμπνευστής και ιδρυτής του βρέθηκε στην Κρήτη πολεμώντας ως εθελοντής για την ένωση του νησιού με την Ελλάδα.

Η θέση του Μάνου στην Οργανωτική Επιτροπή των Αγώνων και κυρίως η δύναμη που είχε αποκτήσει με την ανάληψη της ευθύνης για τα τεχνικά ζητήματα τού επέτρεψαν να προτείνει σειρά βελτιωτικών προτάσεων, μεταξύ των οποίων η πρόσληψη ειδικού για την κατασκευή του στίβου του Παναθηναϊκού Σταδίου, θέση για την οποία προσελήφθη ο Τσαρλς Πέρι, ο οποίος εκτός από ειδικευμένος μηχανικός ήταν χρονομέτρης και ερασιτέχνης προπονητής στίβου. Σημειολογικά, ο Μάνος ήταν ο επίσημος χρονομέτρης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, ενώ βοήθησε και στην προετοιμασία των αθλητών του Αθηναϊκού Αθλητικού Ομίλου.

blank
blank

Ο Κωνσταντίνος Μάνος συνέγραψε ένα από τα πρώτα αθλητικά εγχειρίδια στα ελληνικά, τον «Πρόχειρο Οδηγό προς Παρασκευήν Αθλητών», ουσιαστικά μια μετάφραση αποσπασμάτων από γαλλικά βιβλία, με μεταφορά αντιλήψεων σε ευθεία αντιπαράθεση με εκείνες του Φωκιανού και του Χρυσάφη. Η δημόσια αντιπαράθεση των τριών μέσα από αρθρογραφία στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο της εποχής ανέδειξε επί της ουσίας τις δύο κορυφαίες αντιλήψεις, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν στον παγκόσμιο αθλητισμό. Η φιλοσοφία του Μάνου ανεδείκνυε την εξειδικευμένη προπόνηση δίχως γυμναστικές ασκήσεις, την καταγραφή των επιδόσεων και τη συστηματική προπόνηση με στόχο τη νίκη, ενώ η “σχολή” Φωκιανού και Χρυσάφη έδινε προτεραιότητα στην ψυχοσωματική διάσταση του αθλητισμού, τα γυμναστικά αγωνίσματα και τις ασκήσεις, με πλήρη αδιαφορία για καταγραφή και βελτίωση των επιδόσεων.

Η αντιπαράθεση αυτή διεκόπη ξαφνικά μετά τους Αγώνες του 1896, όταν η περίφημη Εθνική Εταιρεία, μέλη της οποίας ήταν και ο Θρασύβουλος και ο Πέτρος και ο Κωνσταντίνος Μάνος, προετοίμαζε τις ένοπλες εξεγέρσεις στη Μακεδονία και την Ήπειρο, πιέζοντας την Ελληνική Κυβέρνηση να κηρύξει πόλεμο. Ο Κωνσταντίνος Μάνος βρέθηκε στην ένοπλη μάχη της Κρήτης, ο πατέρας του ετέθη επικεφαλής του στρατού της Ηπείρου κατά τον Ελληνοθωμανικό Πόλεμο του 1897 και ο αθλητισμός ως εύλογον πέρασε σε δεύτερη μοίρα.

Ο Μάνος αφιερώθηκε κατόπιν σε άλλου είδους εγχειρήματα, εξέδωσε το «Σχεδίασμα της Γραμματικής της Κοινής Δημοτικής», μαζί με τον Ψυχάρη υπήρξαν από τους επιφανέστερους Δημοτικιστές και μετά την αυτονομία της Κρήτης το 1901 διορίστηκε Δήμαρχος στα Χανιά. Άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του, εξελέγη και μέλος της υπό αναδιοργάνωση Ολυμπιακής Επιτροπής, στην οποία παρέμεινε τυπικά έως το 1904, οπότε και αντικαταστάθηκε εξαιτίας της απουσίας του από τις συνεδριάσεις. Μετά τη δεύτερη Δημαρχία του στα Χανιά (1903), έφυγε από την Κρήτη και κατέληξε στη Μακεδονία, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση του ακήρυχτου πολέμου στη Δυτική Μακεδονία με το ψευδώνυμο «Μιχαηλίδης». Συνελήφθη από τις οθωμανικές αρχές, αλλά ελευθερώθηκε και επέστρεψε στην Κρήτη, όπου το 1905 συγκρότησαν με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Κωνσταντίνο Φούμη την ηγεσία της Επανάστασης του Θερίσου, η οποία οδήγησε στην ενσωμάτωση της Κρήτης στην επικράτεια του Ελληνικού κράτους. Το 1906 εξελέγη Βουλευτής Χανίων, το 1907 αναδείχτηκε Πρόεδρος του Μακεδονικού Κομιτάτου Αθήνας και το 1910 επανεξελέγη Βουλευτής. Πολέμησε (ξανά εθελοντικά) στους Βαλκανικούς Πολέμους, οργανώνοντας δικό του εκστρατευτικό σώμα που βοήθησε ενεργά στην κατάληψη της Πρέβεζας και σκοτώθηκε το 1913 μετά από πτώση αεροπλάνου, το οποίο εκτελούσε πτήση παρατήρησης των βουλγαρικών θέσεων στην περιοχή του Λαγκαδά.

Όλη του η διαδρομή, ολόκληρη η αλληλουχία αναδεικνύει και τη πολυπλοκότητα των κοινωνικοπολιτικών μεταρρυθμίσεων σε μια Ελλάδα που είχε οδηγηθεί ήδη σε καθεστώς Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, με εκπροσώπους έξι ξένων Δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Αυστρία, Γερμανία, Ρωσία, Ιταλία) να έχουν αναλάβει τη διαχείριση βασικών κρατικών εσόδων, με στόχο την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της χώρας προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία, δηλαδή την καταβολή της πολεμικής αποζημίωσης ύψους 92 εκατ. δραχμών και την εξυπηρέτηση των λοιπών δανείων. Η διεθνής επιτροπή λειτούργησε μετέπειτα και ως τεχνικό συμβουλευτικό σώμα, συμβάλλοντας κατά το δυνατόν στη βελτίωση των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας, με άκρως θετική διάθεση στις μεταρρυθμίσεις και την (κατά το εφικτό) φιλολαϊκή πολιτική. Αυτή η συγκυρία αποτέλεσε το κύριο βοήθημα για την ανάδειξη της φιλοσοφίας του Χρυσάφη στο εκπαιδευτικό σύστημα και ταυτόχρονα το εφαλτήριο για την απαλλαγή των δημοσιονομικών μηχανισμών από δυσλειτουργίες του παρελθόντος.

ΜΕΡΟΣ Ε

blank

Την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, παρά τα προβλήματα στο εξωτερικό ισοζύγιο πληρωμών εξαιτίας, επί παραδείγματι, της σταφιδικής κρίσης,  τα δημόσια οικονομικά μπορούσαν να χαρακτηριστούν υγιή, οι προϋπολογισμοί ήταν ελαφρώς πλεονασματικοί και οι οικονομικές δυνατότητες του κράτους σαφώς αυξημένες. Αυτή η θετική εξέλιξη επέτρεψε τις μεταρρυθμίσεις των πρώτων Κυβερνήσεων του Ελευθερίου Βενιζέλου και άνοιξαν διάπλατα οι δρόμοι για αλλαγές που υπό άλλας συνθήκας δεν θα απασχολούσαν την ελληνική κοινωνία. Ο αθλητισμός, ειδικά μετά την επιτυχία των Αγώνων που θα εξετάσουμε ενδελεχώς, φάνηκε ότι ανήκει στο dna των Ελλήνων και αυτό που έλειπε ήταν ο εκσυγχρονισμός του. Επί της ουσίας, αυτό το έργο το ανέλαβε και το έφερε εις πέρας ο Ιωάννης Χρυσάφης.

Οι θέσεις του Χρυσάφη και η εν γένει φιλοσοφία του περί αθλητισμού εκφράστηκαν ακραιφνώς κατά το ιδρυτικό συνέδριο του τότε ΣΕΑΓΣ και μετέπειτα ΣΕΓΑΣ το 1897, όπου ο “Πατριάρχης” της Ελληνικής Γυμναστικής εξέφρασε με πάθος την πεποίθησή του ότι ο αθλητισμός ανήκει σε όλους τους Έλληνες, ανεξαρτήτως καταγωγής, ευμάρειας και δυνατοτήτων. Κύριο επιχείρημα του Χρυσάφη ήταν ότι η σχολική Φυσική Αγωγή και η σωμασκία πρέπει να προηγούνται του πρωταθλητισμού και η πολιτεία οφείλει σχεδόν να αδιαφορεί για τις υψηλές επιδόσεις και τον υψηλό ανταγωνισμό με στόχο την προσέλκυση θεατών. «Μέλημά μας πρέπει να είναι οι αθλητές και όχι το θέαμα, υποχρέωσή μας είναι η διάνοιξη νέων οδών πολιτισμού και ουχί ολίγων αθλητικών διασημοτήτων, οι οποίοι προσφέρουν ανά τετραετία εφήμερη δόξα, μη δυναμένη ποτέ να ισοφαρίσει τα κολοσσιαία αποτελέσματα όλων των πολιτών ως προς τη σωματική αγωγή».

Στο τέλος του 19ου αιώνα μετακόμισε για σπουδές στη Βασιλική Γυμναστική Σχολή της Στοκχόλμης με διετή υποτροφία από το Ελληνικό κράτος. Συγκλονισμένος από το Σουηδικό σύστημα, ο Χρυσάφης παρέμεινε και μετά το πέρας των σπουδών του στη Στοκχόλμη, προκειμένου να παρακολουθήσει και επιπλέον μαθήματα και να μελετήσει ενδελεχώς τα συστήματα Γυμναστικής ανά την Ευρώπη. Ταξίδεψε, κρατούσε σημειώσεις, συνέκρινε, για να διαμορφώσει ίδια αντίληψη και να προσαρμόσει μετά την γνώση του στις ανάγκες της χώρας μας. Τον απασχολούσε σοβαρά ακόμα και η ονοματοδοσία των ασκήσεων, πολλώ δε οι δυνατότητες εφαρμογής τους στην ελληνική πραγματικότητα.

Η πολυσχιδής προσωπικότητα του Χρυσάφη δεν πέρασε απαρατήρητη και από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ανέπτυξαν στενές φιλικές σχέσεις και εκτός των άλλων ο Χρυσάφης τον ακολούθησε και στην Κρήτη κατά την Επανάσταση του 1905. Ο Χρυσάφης, συνεργαζόμενος με πολιτικά πρόσωπα πολύ κοντά στον Βενιζέλο, όπως ο Γόντικας και ο Παπανδρέου, συμμετείχε στην κατασκευή 1.500 πέτρινων σχολικών κτηρίων και το 1932 περήφανα εισηγήθηκε και συνέταξε τον αθλητικό νόμο (Ν.5620/27.08.1932). Επί χρόνια Διευθυντής Σωματικής Αγωγής στο Υπουργείο Παιδείας, συνεργάστηκε με κορυφαίους παιδαγωγούς της εποχής, τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, τον Αλέξανδρο Δελμούζο, τον Δημήτρη Γληνό, καταλήγοντας σε προοδευτικές και ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις στον χώρο της εκπαίδευσης για τον τομέα της Φυσικής Αγωγής. Το πλούσιο συγγραφικό του έργο σε συνδυασμό με την τακτική αρθρογραφία του στον Τύπο της εποχής, η αγάπη του για το θέατρο, τις τέχνες, τη λογοτεχνία τον μετέτρεψαν στην κορυφαία φυσιογνωμία της Ελληνικής Γυμναστικής, τον άνθρωπο που από τις αρχές του 20ού αιώνα εναρμόνισε το Σουηδικό γυμναστικό μοντέλο και τις ευρωπαϊκές τάσεις στο Ελληνικό σύστημα, έχοντας την αμέριστη στήριξη του Ελευθερίου Βενιζέλου και σύσσωμου του κόμματος των Φιλελευθέρων.

Με συγκίνηση υποδέχτηκε το Βασιλικό Διάταγμα του Ιουλίου του 1909, με το οποίο όλα τα σχολεία του κράτους υιοθετούσαν το σύστημα που εκπόνησε και εξακολούθησε να διδάσκει, ακόμα κι όταν τιμήθηκε με αξιώματα Γενικού Επιθεωρητή και Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας. Δεν εγκατέλειψε ποτέ τη θέση του στο Διδασκαλείο Γυμναστικής, το οποίο ιδρύθηκε κατόπιν πρωτοβουλίας του, δεν έπαψε να θεωρεί εαυτόν γυμναστή, παρά το γεγονός ότι είχε την ευχέρεια να μεταπηδήσει σε ακαδημαϊκές θέσεις. Αρκούσε ότι όλοι οι γυμναστές και οι καθηγητές στη χώρα χρησιμοποιούσαν τα συγγράμματά του και τις μεθόδους του.

Οργάνωσε τα Τήνια στην αγαπημένη του Τήνο το 1895, μια πρωτοβουλία του ιδίου και του Εθνικού Γ.Σ., τους πρώτους διασυλλογικούς αγώνες με πανελλαδικό χαρακτήρα και αποκλειστικά διεθνώς αναγνωρισμένα αγωνίσματα και κανονισμούς. Κατόπιν, οργάνωσε τα Σωτήρια το 1898 και τους σχολικούς αγώνες του 1899 στο Καλλιμάρμαρο. Καθιέρωσε ουσιαστικά τις «γυμναστικές επιδείξεις» στη συνείδηση των Ελλήνων ως κοινωνικό και κοσμικό γεγονός σε κάθε πόλη και χωριό της Ελλάδας. Ο Χρυσάφης συμμετείχε στην οργάνωση των Ενδιάμεσων Ολυμπιακών Αγώνων του 1906 και ήταν ο επικεφαλής της προετοιμασίας της Ελληνικής ομάδας για τους Αγώνες στην Αμβέρσα το 1920. Θεωρείται και είναι ο “μεταρρυθμιστής” του ελληνικού αθλητισμού.

Οι τρεις βασικοί πυλώνες της μεταρρύθμισης του Χρυσάφη ανάγονται στο θεωρητικό, το πρακτικό και το νομοθετικό επίπεδο. Οργάνωσε ενημερωτικές συναντήσεις και συγκεντρώσεις δασκάλων και γυμναστών, προκειμένου να μεταδώσει τις γνώσεις του για το νέο σύστημα και τους τρόπους εφαρμογής του, τόνισε τον ρόλο και αναβάθμισε τη θέση του γυμναστή, παρουσίασε πληθώρα νέων ασκήσεων και παραδείγματα «ημερησίων γυμνάσεων», τα οποία αποτέλεσαν οδηγό όλων των γυμναστών στην επικράτεια. Με τις ενέργειές του και το νομοθέτημα του 1932 καθιέρωσε επισήμως το Σουηδικό σύστημα στην Ελλάδα, έκανε τη γυμναστική μέρος της καθημερινότητας όλων των Ελλήνων.

Λίγο μετά την έκδοση του αθλητικού νόμου, έφυγε από τη ζωή μόλις στα 60 του χρόνια, αφήνοντας παρακαταθήκη το σπουδαίο έργο του, κληροδοτώντας το σε όλους τους γυμναστές της Ελλάδας. Είναι ο γυμναστής με την ασύγκριτη προσφορά σε δύο ζωτικούς τομείς όπως είναι η κοινωνικοποίηση της σωμασκίας και η σύζευξη της παιδείας με τη φυσική αγωγή μέσω του σχολείου. Η Φυσική Αγωγή είναι ο μεγάλος άξονας του έργου του, με κεντρική φιλοσοφία τον συγκερασμό της γυμναστικής εκπαίδευσης, των αθλοπαιδιών και του αγωνιστικού αθλητισμού. Ο Χρυσάφης ανέδειξε τη σημασία που έχουν οι σωματικές αρετές, η υγεία, η ευεξία, το κάλλος, η ισχύς και η αντοχή, όλα στοιχεία που συμβάλλουν στην αρμονία και τη συμμετρική διάπλαση του ανθρώπινου σώματος με άμεση επίδραση στις ψυχικές και νοητικές ικανότητες και αρετές του ανθρώπου. Η σωμασκία ενισχύει τη θέληση, το θάρρος, την αυτοπεποίθηση, τις ψυχικές δυνάμεις, αποτελεί ένα από τα ιδανικά μέσα αγωγής των πολιτών και κατά συνέπεια του συνόλου του έθνους, ειδικά όταν γίνεται συνήθεια του οργανισμού και εντάσσεται στην καθημερινότητα των παιδιών και των νηπίων. Πρόκειται για εξαιρετικά προοδευτικές κοινωνιολογικές αντιλήψεις και μάλιστα ο Χρυσάφης δεν παραλείπει και τις αναφορές σχετικά με την αναγκαιότητα της γυναικείας άσκησης, σε μια εποχή κατά την οποία ο ρόλος της γυναίκας ήταν άκρως περιορισμένος, σχεδόν ανύπαρκτος. Το Σουηδικό σύστημα του Χρυσάφη, μια εναρμόνιση ουσιαστικά του συστήματος του ιδρυτή της Σουηδικής Γυμναστικής, Περ Χένρικ Λινγκ, είναι το πρώτο επιστημονικά τεκμηριωμένο γυμναστικό σύστημα, το πρώτο που έμελλε να επηρεάσει για δεκαετίες τα περισσότερα γυμναστικά συστήματα της Ευρώπης και στην Ελλάδα διατηρήθηκε μέχρι το 1964.

Ο Χρυσάφης υπήρξε ένας επιστήμονας με ευρεία σκέψη, τεράστιο ορίζοντα ενδιαφερόντων και στην πολυμορφία της εθνικής πνευματικής, κοινωνικής και πολιτισμικής προσφοράς του εντάσσεται και η αγάπη του για το θέατρο. Από τον καιρό όταν και διατελούσε υπότροφος στο περίφημο Ινστιτούτο Φυσικής Αγωγής της Στοκχόλμης και της μαθητείας σε Δανία και Γερμανία, ανέπτυξε το ενδιαφέρον για την τέχνη, την ιστορία και το θέατρο. Μεγάλος θαυμαστής των δυο μεγάλων κυριών του ελληνικού θεάτρου, της Κοτοπούλη και της Κυβέλης, εισήγαγε στο ελληνικό θέατρο μεταφρασμένα έργα του αγαπημένου του Στρίνμπεργκ, του δραματουργού που πέτυχε στην ακμή του, όσο διέμενε στη Στοκχόλμη.

Για να γίνει απολύτως κατανοητό το περίγραμμα της φιλοσοφίας του και η εμμονή του στο γεγονός ότι η σχολική Γυμναστική μεταξύ άλλων όφειλε να προετοιμάζει τους νέους και για τον στρατό και την υπεράσπιση των συμφερόντων της πατρίδας, πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν το κλίμα της εποχής και τα συγκλονιστικά ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν τότε. Ο ταπεινωτικός πόλεμος με την Τουρκία το 1897, η Επανάσταση στην Κρήτη, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και στη συνέχεια ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Μικρασιατική Καταστροφή σχεδόν “εξανάγκαζαν” το Ελληνικό κράτος να αποδεχθεί ότι διά της σχολικής Φυσικής Αγωγής όλων των βαθμίδων οι νέοι όφειλαν να είναι προσανατολισμένοι προς μια στρατιωτικού τύπου εκπαίδευση και προετοιμασία, με σκοπό την ανάταση, την υπεράσπιση και τη δικαίωση του έθνους.

Κάθε γεγονός, κάθε απόφαση, κάθε έκφραση κρίνεται με βάση το χρονικό, το κοινωνικό και το οικονομικό της περίβλημα, εξυπηρετεί συγκεκριμένους σκοπούς και το ζητούμενο είναι πάντοτε εάν οδηγεί την κοινωνία στην πρόοδο και την εξέλιξη.

blank
blank