Τέτοιες μέρες, την άνοιξη του 1984, έβλεπα για πρώτη φορά το όνομά μου σε κλήση της εθνικής ομάδα πόλο ανδρών.
Ο Ισπανός προπονητής της εθνικής ομάδας Χοσέ Μπράσκο Κατά («Πέπε» για όλους μας) με είχε καλέσει για ένα φιλικό με την ομάδα της Αυστρίας εκτιμώντας τις καλές μου εμφανίσεις με την ομάδα του Ν.Ο. Βουλιαγμένης.
Στο Λιντς της Αυστρίας έκανα λοιπόν την πρώτη μου συμμετοχή με την εθνική ομάδα ανδρών, πριν συμπληρώσω τα 17 μου χρόνια, και πέτυχα μάλιστα και το πρώτο μου γκολ με τα εθνικά χρώματα.
Αργότερα, την ίδια χρονιά, ο «Πέπε» με επέλεξε και για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες, μια απόφαση που ήθελε πραγματικά κότσια για να πάρει έναν 17χρονο από μια μικρή (τότε) ομάδα και αυτό είναι κάτι που θα του το αναγνωρίζω για πάντα.
Μετά από αυτό το βάπτισμα του πυρός, έπαιξα άλλα 510 παιχνίδια με το εθνόσημο (από το 1995 ως αρχηγός). Ως τον Σεπτέμβριο του 2000, στους Ολυμπιακούς αγώνες του Σίδνεϊ. Δεκαεπτά χρόνια δηλαδή που σημαίνει περίπου 30 παιχνίδια με την εθνική τον χρόνο.
Αυτά ήταν οι μεγάλες διοργανώσεις (Ολυμπιακοί Αγώνες, Παγκόσμια και Πανευρωπαϊκά Πρωταθλήματα) όπου πάντα, κάθε χρονιά, καταφέρναμε να είμαστε παρόντες μέσα από προκριματικά.
Υπήρχαν βέβαια και τα διάφορα επίσημα τουρνουά ή φιλικά προετοιμασίας.
Κατά μέσο όρο, για αυτά τα 17 χρόνια, έλειπα 2-3 μήνες στο εξωτερικό για αγώνες, τουρνουά και προετοιμασίες.
Για 17 χρόνια, το καλοκαίρι μου ήταν 1-2 εβδομάδες διακοπών συνήθως Αύγουστο ή Σεπτέμβριο, μόλις τελείωνε η σημαντική διοργάνωση της χρονιάς και πριν ξεκινήσει η προετοιμασία με την ομάδα για την επόμενη χρονιά. Η εθνική ομάδα ασκούσε όμως μια γοητεία που σε κάθε νέα κλήση ούτε που τα σκεφτόσουν αυτά.
Αν με ρωτούσαν να διαλέξω τρία από τα 511 παιχνίδια που θεωρώ τα πιο σημαντικά στην καριέρα μου με την εθνική ανδρών, θα επέλεγα τα εξής:
-1996, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα, παίζουμε για την είσοδο στην 6άδα με τους Αμερικάνους μέσα στο σπίτι τους. Κερδίζουμε μετά από δραματικό παιγνίδι με 7-6 και παίρνουμε το εισιτήριο για την 6άδα, πετυχαίνοντας την ψηλότερη διάκριση για την εθνική ομάδα πόλο ως τότε (η αμέσως καλύτερη ήταν η 8η θέση στο Λος Άντζελες). Ήταν μια νίκη που έδωσε το έναυσμα για τις επόμενες επιτυχίες.
-1997, παίζουμε στην Αθήνα σε ένα κατάμεστο ΟΑΚΑ για το Παγκόσμιο Κύπελλο (Fina Cup) με την μεγάλη Ουγγαρία (εκείνη τη χρονιά πήρε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στη Σεβίλλη). Κάνοντας το παιχνίδι της ζωής μας όλα τα παιδιά κερδίσαμε με 8-4 παίρνοντας το εισιτήριο για τον τελικό.
Αυτό το αποτέλεσμα ήταν από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις και πραγματικό «game changer» για την εθνική ομάδα πόλο γιατί τέτοια μεγάλη νίκη σε μεγάλη διοργάνωση σε νοκ άουτ αγώνα δεν είχαμε ξανακάνει. Από τότε κοιτάζαμε όλες τις ομάδες στα μάτια χωρίς κανένα σύμπλεγμα κατωτερότητας και ηττοπάθειας. Και αυτό βέβαια μεταφέρθηκε και στις επόμενες γενιές.
–1999, Πανευρωπαϊκοί αγώνες στη Φλωρεντία.
Έχουμε τερματίσει 4οι στον όμιλό μας και διασταυρωνόμαστε στα προημιτελικά με την Ισπανία του Μανουέλ Εστιάρτε που έχει βγει 1η στον άλλο όμιλο. Το παιχνίδι αυτό θυμάμαι έγινε την επόμενη του μεγάλου σεισμού στην Πάρνηθα, γιατί την προηγούμενη ήμασταν όλοι στα τηλέφωνα και το βράδυ βλέπαμε εικόνες στην τηλεόραση από την Αθήνα. Κερδίσαμε μετά από δραματικό φινάλε με 7-6 και για πρώτη φορά στην ιστορία μας μπήκαμε στην 4άδα τους Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος.
Ήταν και το τελευταίο παιχνίδι που έπαιξα αντίπαλος με τον Εστιάρτε μετά από 16 χρόνια που ήμουν ο «προσωπικός του φρουρός» καθότι την επόμενη χρονιά (την τελευταία και για τους δυο μας) δεν διασταυρωθήκαμε με την Ισπανία.
Τελικά, στη Φλωρεντία βγήκαμε 4οι χάνοντας από τους οικοδεσπότες Ιταλούς στον μικρό τελικό πάλι με 7-6. Η 4η θέση είναι η καλύτερη που έχει πάρει η χώρα μας σε Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα έως και σήμερα. Αξιοσημείωτο δε ότι οι Πανευρωπαϊκοί στο πόλο ανδρών είναι σχεδόν σαν Παγκόσμιο Πρωτάθλημα (μόνο ΗΠΑ και Αυστραλία λείπουν) και καμιά φορά ακόμα δυσκολότεροι λόγω της πυκνότητας των δύσκολων αγώνων.
Τα παιχνίδια, βέβαια, που έχουν χαραχτεί στη μνήμη μου περισσότερο απ’ όλα, ήταν εκείνα από τα Προολυμπιακά τουρνουά. Αναφέρομαι στα κρίσιμα εκείνα παιχνίδια που «σφράγιζαν» το εισιτήριο για τους αντίστοιχους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Θυμάμαι σαν χθες το 1988 στο Περθ που είχαμε γίνει καρδιακοί, γιατί η πρόκριση μας τελικά κρίθηκε από το παιχνίδι Μεξικό-Βουλγαρία και μάλιστα στα τελευταία δευτερόλεπτα, θυμάμαι το 1992 στο Κάλγκαρι, το 1996 στο Βερολίνο και το 2000 στο Αννόβερο.
Τα Προολυμπιακά ήταν για μένα τα πιο ψυχοφθόρα τουρνουά, γιατί είχαμε να υπερασπιστούμε την παράδοση της συνεχούς παρουσίας της ομάδας σε Ολυμπιακούς Αγώνες από το 1980 και μετά.
Πάντοτε εκείνα τα δευτερόλεπτα στα κρίσιμα παιχνίδια -με την Κίνα στο Κάλγκαρι, με την Αυστραλία στο Βερολίνο, με την Ολλανδία στο Αννόβερο– με έκαναν να συνειδητοποιήσω ότι είχαμε πάρει το εισιτήριο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Είναι από τα πιο ευτυχισμένα δευτερόλεπτα της ζωής μου και παραμένουν ανεξίτηλα χαραγμένα στη μνήμη μου. Θυμάμαι στις οριακές εκείνες φάσεις, ποιος συμπαίκτης ήταν δίπλα μου, πώς γούρλωναν τα βλέμματά μας, τις κραυγές που έβγαιναν από τα στόματά μας, τις γροθιές που έσφιγγαν, σαν να θέλαμε να κρατήσουμε για πάντα τη στιγμή μέσα μας.
Και τέλος, σημαδιακό παιχνίδι για μένα ήταν και το Νο 511 με το γαλανόλευκο σκουφάκι.
Το τελευταίο παιχνίδι στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ που κερδίσαμε τους Σλοβάκους, αλλά με πικρή γεύση, γιατί άφηνα την εθνική ομάδα μετά από μια συνολικά αποτυχημένη παρουσία σε Ολυμπιακούς Αγώνες μιας και τερματίσαμε στη 10η θέση.
Ποιος είπε όμως ότι η αθλητική καριέρα έχει πάντα happy end; Και αυτό είναι το ωραίο…
Από το 1982 ως το 1993 κρατούσα ημερολόγιο. Αγωνιστικό ως επί το πλείστον αλλά είχα μέσα και αναφορές σε σχολικά (π.χ. οι Πανελλήνιες του 1984) και Πολυτεχνειακά θέματα. Κάθε φορά που ξεφυλλίζω αυτό το ημερολόγιο, ξυπνάνε μνήμες και αναμνήσεις και με πιάνουν τα γέλια ή βουρκώνω, αναπλάθοντας στο μυαλό μου τις πραγματικές στιγμές που συμπύκνωνα στις σελίδες του. Ονόματα φίλων που δεν υπάρχουν πια, περιστατικά που κι ο πιο ευφάνταστος σεναριογράφος δεν θα έγραφε ποτέ.
Πολλά από αυτά υπάρχουν στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που έγραψα το 2010 «Το Θεώρημα της επτάδας» (εκδόσεις Πατάκη) όπου το πιο διασκεδαστικό για μένα ήταν όταν έπρεπε να παραλλάξω λιγάκι τα ονόματα των πραγματικών πρωταγωνιστών.
Οι αθλητικές ιστορίες που θα βρείτε εκεί μέσα όμως είναι αληθινές, όσο και αν μοιάζουν σαν παραμύθι.
Από τη διεθνή καριέρα μου δεν κρατάω τόσο πολύ τα μετάλλια και τις επιτυχίες, αυτά δηλαδή που «βλέπει» συνήθως ο κόσμος. Άλλωστε, άλλοι έχουν πετύχει πολύ περισσότερα από μένα.
Κρατάω τα συναισθήματα και εκείνο το ιδιότυπο δέσιμο με τους συμπαίκτες μου, με τους οποίους τη μία εβδομάδα μπορεί να «σκοτωνόμαστε» για το πρωτάθλημα Ελλάδος και την επόμενη να «μάτωνε» ο ένας για τον άλλο με το γαλανόλευκο σκουφάκι.
Η μεγάλη προίκα, λοιπόν, είναι όλη αυτή η διαχρονική παρέα, στην οποία άλλαζαν τα άτομα, αλλά παρέμενε η κοινή προσπάθεια, οι αντιξοότητες, ο κοινός στόχος που μας έκανε αδέλφια στο νερό.
Και όταν ήμασταν καλά προετοιμασμένοι, αποφασισμένοι και ενωμένοι, ξέραμε ότι μπορούσαμε να κοιτάξουμε στα μάτια χωρίς κόμπλεξ και να κερδίσουμε τον οποιοδήποτε.
Αρκεί να έπαιζε ο ένας για τον άλλο και όλοι μαζί για την ομάδα. Την Ελλάδα.Ο Γιώργος Μαυρωτάς είναι πρώην διεθνής πολίστας, Αναπληρωτής Καθηγητής του Ε.Μ.Π..