Πιθανότατα δεν τον έχει ακούσει ποτέ.
Στα δικά του ακουστικά, στα τρομακτικά ηχεία των supercars που πλέον οδηγεί κυριαρχούν τα χορευτικά beats και οι εύθυμοι ράπερς της βραζιλιάνικης σκηνής με τον ανεβαστικό παλμό και τις κεφάτες μελωδίες. Όχι το σκοτεινό παιδί από τα έγκατα της Αθήνας που γκρεμίζει θέατρα με τις ρίμες του. Ήταν τα δικά του χείλη ωστόσο, τα χείλη του Εθισμού, που έφτυσαν τη φράση που αποτέλεσε οδηγό ζωής -ποδοσφαιρικής και μη- για χάρη του. Είναι εκεί, λίγο πριν το ρεφρέν του υπερφορτισμένου «Ένα Ευχαριστώ», φόρος τιμής για όλες αυτές τις ηρωίδες εκεί έξω: «Μητέρα, ευχαριστώ, γιατί είδα σε σένα την έννοια του αγώνα, μη φοβάσαι τα χρόνια στα μάτια μου, θα είσαι πανέμορφη αιώνια».
Δεν μπορεί να καταλάβει, πόσο μάλλον να αρθρώσει, λέξη στα ελληνικά. Μα, αν μπορούσε, ο Ζοάο Πέδρο θα τραγουδούσε γλυκά τους στίχους του Εθισμού στη μαμά του. Στη δική του Φλάβια, η οποία πάντα αντανακλούσε τη λάμψη του αγώνα. Ενός αγώνα με ελάχιστους συμπαίκτες και τρομακτικά εμπόδια, πολλά σκαμπανεβάσματα αλλά έναν σκοπό.
Μια μόνη μαμά με έναν και μόνον στόχο: να δώσει σάρκα και οστά στο όνειρο του μοναδικού της παιδιού, του δικού της Ζοάο, να κάνει τα πάντα για να τον κάνει να παίξει ποδόσφαιρο.
Από το πατρικό δράμα σε μια στροφή 180 μοιρών και μια κατηφόρα προς την ανέχεια μέχρι την εκτόξευση, κάθε μικρό βήμα της καριέρας του Βραζιλιάνου σημαίνει πιο πολλά. Είναι ακόμα «ένα ευχαριστώ» προς τη Φλάβια. Εκείνος δεν το τραγουδά, μα το ζωγραφίζει στο χορτάρι για χάρη της. Γιατί ξέρει πως χωρίς εκείνη και τον αγώνα της τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο. Ο Ζοάο Πέδρο δεν θα ήταν ο Ζοάο Πέδρο δίχως τη Φλάβια, δίχως τη μητέρα του. Για αυτό και, όπου κι αν φτάσει, ό,τι κι αν γίνει, δεν θα πάψει ποτέ να είναι το αγόρι της μαμάς.
Επικίνδυνος πατέρας, μόνη μητέρα
Εκείνη ήταν ένα όμορφο νεαρό κορίτσι, ζούσε μια κανονική ζωή στα προάστια του Σάο Πάολο. Κι εκείνος ένας τοπικός ήρωας που μόλις είχε χτυπήσει στην κορυφή του σχεδόν απροσδόκητα. Ένας απίστευτα μαχητικός αμυντικός χαφ, ο οποίος μασούσε σίδερα και είχε κερδίσει την αγάπη του κόσμου της Μποταφόγκο Ριμπεϊράο Πρέτο στην πορεία προς την κατάκτηση του Πρωταθλήματος της πολιτείας το 2001.
Ο έρωτας δεν κάνει ερωτήσεις και δεν λογαριάζει πιθανότητες, σωστό και λάθος. Απλώς χτυπάει, όπως χτύπησε και τη Φλάβια, η οποία γοητεύτηκε από τον πιο σκληρό ποδοσφαιριστή της ομάδας της πόλης της. Ήταν ένα απλό κορίτσι κι εκείνος ένας σταρ που έστρεψε το βλέμμα του προς αυτή. Πώς να τη γλυτώσει;
Κανείς δεν ξέρει αν το μετάνιωσε, αλλά και κανείς δεν ξέρει πόσα άσχημα ένιωσε, όταν διάβασε τα νέα: «Συνελήφθη ο Τσικάο!». Δεν υπήρχε καν χώρος για αμφιβολία, η έρευνα της αστυνομίας, το πόρισμα της δίκης ήταν αδιάσειστα. Συνεργός σε δολοφονία, καταδίκη σε 16 χρόνια φυλάκισης.
Εκείνη είχε ήδη κόψει μαζί του απότομα, αλλά αυτό ήταν ακόμα ένα χτύπημα, μια τεράστια πληγή, όσον αφορά στο ποιόν του έρωτά της και το τελευταίο καρφί μιας σκληρής συνειδητοποίησης.
Το παιδί που μόλις είχε φέρει στον κόσμο δεν θα είχε μπαμπά, δεν θα μπορούσε να έχει για μπαμπά έναν δολοφόνο.
Δεν θα το επέτρεπε η ίδια. Κατάλαβε πως θα το μεγάλωνε μόνη της. Ήδη το διαισθανόταν φυσικά, πως δεν θα μπορούσε ποτέ να υπολογίζει σε έναν τύπο όπως εκείνος, αλλά πλέον είχε εξαφανιστεί και η παραμικρή αμφιβολία.
Έτσι κι έγινε. Ο Ζοάο είχε μόνο τη μητέρα του και τη μητέρα της. Η πρώτη του τηλεοπτική εμφάνιση δε ήρθε, πολύ πριν πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Ήταν μόλις δέκα, ένα υπερταλαντούχο παιδί που ήδη ξεχώριζε. Έκανε τα κόλπα του με την μπάλα και δίπλα του ήταν εκείνος, ο πατέρας του, ο οποίος βρήκε τρόπο να αποφυλακιστεί στα μισά χρόνια της καταδίκης του και πλέον αναζητούσε έναν γυρισμό στο ποδόσφαιρο. Χρησιμοποιώντας το παιδί του. «Το ονειρευόμουν. Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα ερχόταν η μέρα που θα έπαιζα μπάλα παρέα με τον γιο μου», θα πει σε ένα μέρος του καλά στημένου τηλεοπτικού ρεπορτάζ.
Αλλά μάλλον δεν φανταζόταν πως αυτή θα ήταν και μια από τις τελευταίες φορές που θα έβλεπε τον γιο του. Ο Τσικάο δεν ήθελε αρκετά να επιστρέψει στο παιχνίδι, δεν ξέμπλεξε ποτέ από τις παρανομίες, τις περιπέτειες με την αστυνομία, λίγο καιρό μετά συνελήφθη ξανά για απόπειρα δολοφονίας. Είχε τελειώσει με το παιδί του. «Ήταν απλώς ο βιολογικός του πατέρας. Δεν μας βοήθησε ποτέ, δεν έκανε ποτέ τίποτα για μας», θα πει η Φλάβια μερικά χρόνια μετά.
Κι αυτό ήταν εντάξει, γιατί η ίδια είχε φροντίσει να μην του λείψει τίποτα. Δούλευε και σπούδαζε ταυτόχρονα, προσπαθώντας να εξασφαλίσει το καλύτερο δυνατό για το παιδί της. Εκείνο πήγαινε σε ένα καλό σχολείο στο Ριμπεϊράο Πρέτο, την πόλη που γεννήθηκε, είχε τους φίλους του και το αγαπημένο του παιχνίδι. «Δεν ήταν ούτε ενός έτους, ακόμη μπουσουλούσε, αλλά άρπαζε οτιδήποτε σφαιρικό, κρεμμύδια, πορτοκάλια και λεμόνια, οτιδήποτε κυλούσε, για να παίξει», θυμάται η μαμά του.
Αν κάτι του άφησε ο ανύπαρκτος, ακατάλληλος πατέρας του, αυτό ήταν το πηγαίο πάθος για το ποδόσφαιρο. Και η μητέρα του ήταν εκεί για να το καλλιεργήσει.
Χρειαζόταν να κάνει τόσα πράγματα για τη ζωή του, όμως όχι για το ποδόσφαιρο. Για αυτό χρειαζόταν απλώς να του δίνει την πλατφόρμα για να παίζει.
Το ταλέντο του ήταν κάτι παραπάνω από ολοφάνερο και γρήγορα άρχισε να προσελκύει λαμπερούς μνηστήρες. Ήταν μόλις εννέα, όταν τα μάτια της Φλουμινένσε έπεσαν πάνω του. Η «Tricolor» τον είδε σε έναν αγώνα με το σχολείο του, καλά-καλά δεν είχε στην ακαδημία της τέτοιο ηλικιακό γκρουπ, μα δεν δίστασε να τον ρίξει στην αρένα των μεγαλυτέρων. Έπεισε τη Φλάβια πως αυτή ήταν η καλύτερη επιλογή για τον γιο της, πως τα πάντα θα πήγαιναν καλά, αν μετακόμιζαν στο Ρίο Ντε Τζανέιρο. «Τον κοιτούσαν από την Παλμέιρας, τη Σάντος και τη Σάο Πάολο, αλλά μου άρεσε ο τρόπος που η Φλουμινένσε μάς προσέγγισε», θα πει. «Μιλήσαμε την Παρασκευή και τη Δευτέρα είχαμε ήδη φύγει. Άφησα τα πάντα πίσω, γιατί έπρεπε να αρπάξουμε αυτή την ευκαιρία». Ένα παιδί και μια μητέρα στην πρωτεύουσα. Μετανάστες του ονείρου, λίγο πριν την κατηφόρα.
Ένα φουσκωτό στρώμα και ένα -σχεδόν- σκασμένο όνειρο
Είχε το πτυχίο της και το σπίτι που άφηνε πίσω στο Ριμπεϊράο Πρέτο. Σκέφτηκε πως το μόνο που χρειαζόταν ήταν να βρει μια δουλειά και κάποιον να νοικιάσει το πατρικό της και θα τα κατάφερνε, θα τα έφερνε βόλτα στη νέα τους ζωή, στις αυξημένες απαιτήσεις του Ρίο. Ήταν μόνοι τους, οι δυο τους, το μόνο της στήριγμα, η μαμά της, δεν μπορούσε να τους ακολουθήσει. Μα σημασία είχε μόνο ο Ζοάο. Εγκαταστάθηκαν στο Σερέμ, τη γειτονιά των ακαδημιών της Φλουμινένσε, κι εκείνος άρχισε να βλέπει πιο σοβαρά το ποδόσφαιρο.
Όμως έβλεπε και όλα τα υπόλοιπα που συνέβαιναν γύρω του. Τα μαθηματικά της Φλάβια δεν λειτούργησαν, οι ενοικιαστές του σπιτιού που άφησε πίσω της έφυγαν ξαφνικά και οι καλές δουλειές στο Ρίο ήταν λιγοστές. Με τον ίδιο τρόπο που τα πράγματα άρχισαν να λιγοστεύουν κάτω από τη στέγη τους. Το εισόδημά της αρκούσε για τα απολύτως απαραίτητα, μερικές φορές ούτε για αυτά. «Είχε ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια, ένα τζιν παντελόνι και τα ρούχα της ακαδημίας. Αυτά ήταν όλα», θα πει.
Οι ανέσεις ήταν άγνωστη έννοια, η ζωή είχε γίνει πια αγώνας για τα βασικά.
«Είχαμε χρέη από το σπίτι, το οποίο δεν μπορούσαμε να πουλήσουμε, αφού δεν το νοικιάζαμε. Κάποια στιγμή στο Σερέμ δεν είχαμε τίποτα, ούτε καν κρεβάτι. Κοιμόμασταν σε ένα φουσκωτό στρώμα, το οποίο χρειαζόταν να φουσκώνουμε μέσα στη νύχτα». Η Φλάβια φούσκωνε το στρώμα τους κάθε βράδυ και μαζί τα όνειρο του παιδιού της, αρνούμενη να τα παρατήσει. Στριμωχνόταν απίστευτα για να του δώσει λίγο κρέας, αγόραζε φρούτα ανά τεμάχιο. Ήξερε πως ο γιος της έπρεπε να τρέφεται όσο καλύτερα γινόταν για να αντεπεξέλθει και τις περισσότερες φορές η ίδια έμενα νηστική.
Η πείνα της όμως δεν ήταν αρκετή, το προεφηβικό και εφηβικό κορμί του παιδιού της χρειαζόταν κι άλλη πρωτεΐνη κι άλλους υδατάνθρακες κι άλλες βιταμίνες κι αυτές οι ανεκπλήρωτες ανάγκες εμπόδισαν τη φυσιολογική του ανάπτυξη. Ο Πέδρο ψήλωνε, αλλά δεν αναπτυσσόταν σε όγκο, ήταν ένα κοκαλιάρικο παιδί, φτερό στον άνεμο μέσα στο γήπεδο, βορά στις διαθέσεις των πιο δυνατών συνομηλίκων του. «Είχε προβλήματα στην ακαδημία, δεν ήταν πια ο παίκτης που ήταν νωρίτερα, δεν ξεχώριζε με τον ίδιο τρόπο, γιατί ήταν πολύ αδύναμος», είπε πριν χρόνια ένας από τους προπονητές του στη Φλουμινένσε.
Η Φλάβια δεν άντεχε άλλο να βλέπει αυτή την κατάσταση να ξετυλίγεται και ζήτησε μερικά χρήματα για φαγητό από έναν φίλο της, ο οποίος συνήθιζε να βοηθάει τον Ζοάο, να του κάνει κάποια δώρα τις γιορτές. «Πήγαινε παντρέψου, βρες έναν άντρα να σας προσέχει, γιατί εγώ δεν είμαι ο μπαμπάς του Ζοάο», ήταν η απάντηση που πήρε.
Ήταν πιο μόνη από ποτέ στην πιο δύσκολη φάση της ζωής της. «Δεν μπορούσα να κλάψω μπροστά σε ένα παιδί 12-13 ετών. Πώς να το έκανα αυτό; Ήμουν δυνατή. Οπότε απλώς έκλαιγα, όταν δεν με έβλεπε». Μια μέρα ήταν ο Ζοάο αυτός που πλάνταξε στο κλάμα μπροστά της. Έβλεπε την κατάσταση κι ένιωθε το βάρος, αισθανόταν πως αυτός ευθύνεται για όσα περνούσαν και πίστευε πως δεν μπορούσε καν να γίνει στα αλήθεια επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Έσπασε στην αγκαλιά της και της ζήτησε να γυρίσουν πίσω στην παλιά τους ζωή.
Για τη Φλάβια όμως δεν υπήρχε αυτή επιλογή. Έριξε την πάντα υψηλή περηφάνια της στο πάτωμα και ζήτησε βοήθεια από τη Φλουμινένσε. «Πήγα στο γραφείο του Διευθυντή των ακαδημιών. Έκλαιγα, γιατί μου ήταν δύσκολο να συνεχίσω να απορροφάω όλη αυτή την πίεση. Του είπα την ιστορία της ζωής μου και όσα μάς συνέβαιναν κι εκείνος υποσχέθηκε πως θα βοηθήσει. Αυτή η βοήθεια δημιούργησε έναν βαθύτερο δεσμό, ήταν θεμελιώδης για όσα θα ακολουθούσαν».
Τι ακολούθησε; Μια πρωτοφανής εξέλιξη, μια σοκαριστική για όλους εκτόξευση. Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς συνέβη ή μάλλον όσα συνέβησαν ταυτόχρονα. Ο Ζοάο άλλαξε θέση, μεταφέρθηκε στην κορυφή της επίθεσης, μετά τον τραυματισμό ενός συμπαίκτη του. Και επίσης άλλαξε ο ίδιος. «Είχε μια χαρακτηριστική σπίθα στο βλέμμα του. Μια τεράστια επιθυμία», είπε ο ίδιος προπονητής που λίγα χρόνια πριν τον είχε δει σχεδόν να εξαφανίζεται από το προσκήνιο της ακαδημίας.
Σχεδόν ξαφνικά όλα έβγαζαν νόημα, ο Ζοάο ήταν 16 και αποφασισμένος να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Είχε έρθει η δική του στιγμή, η μητέρα του τον κράτησε στην επιφάνεια και τώρα εκείνος ήταν αποφασισμένος να κολυμπήσει ως το τέλος.
Η κορυφή τού ταίριαζε, πιο πολύ από κάθε άλλη θέση στην οποία είχε αγωνιστεί μέχρι τότε και η εκτόξευση ήρθε αβίαστα. Η απόλυτη αναπλήρωση του χαμένου χρόνου, σε σκάρτα δύο χρόνια ο Πέδρο έγινε ένας άλλος άνθρωπος, ένας άλλος παίκτης, ένα παιδί για το οποίο όλοι μιλούσαν.
Εκτοξεύτηκε τόσο ξαφνικά, ώστε, πριν καν κάνει το ντεμπούτο του με την πρώτη ομάδα της Φλουμινένσε, λίγο πριν ενηλικιωθεί, η Γουότφορντ από την Αγγλία είχε ήδη εξασφαλίσει την υπογραφή του. Από το φουσκωτό στρώμα στην Premier League.
Το όνειρο του Ζοάο Πέδρο για καιρό έχανε αέρα, όπως εκείνο ακριβώς το πλαστικό στρώμα στο οποίο κοιμόταν. Σχεδόν έσκασε. Μα η μαμά του ήταν πάντα εκεί για να το φουσκώνει ξανά, να το μπαλώνει, να βεβαιώνεται πως θα μείνει ζωντανό. Εκείνος απλώς έκανε τα υπόλοιπα, απλώς έπαιξε το ποδόσφαιρό του.
Αντιστρέφοντας τους ρόλους
Ήταν κάτι σαν τέλειος κύκλος. Στο Vicarage Road, κόντρα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Η πρώτη φορά που πάτησε το πόδι του στην Αγγλία και παρουσιάστηκε στους φίλους της νέας του ομάδας. Και το πρώτο του γκολ στο κορυφαίο Πρωτάθλημα του κόσμου. Δεκέμβρης του 2019 – Νοέμβριος του 2021.
Μα κάτι έλειπε. Αυτός δεν ήταν πανηγυρισμός, δεν είχε ίχνος -εμφανούς τουλάχιστον- χαράς. Το δυνατό σουτ του τρύπησε τον Ντε Χέα για να καταλήξει στα δίχτυα, να ανοίξει τον λογαριασμό του στην Premier League. Πριν καλά-καλά συνειδητοποιήσει τι συνέβη, το πρόσωπο του Πέδρο διαλύθηκε και το δάχτυλά του υψώθηκαν προς τον ουρανό. Προς αυτό το “κάτι” που έλειπε, που τον χειμώνα του 2019 καθόταν δίπλα του. Ήταν ο Κάρλος, ο άνθρωπος που γέμιζε το κενό του πατέρα του για κάποια χρόνια.
Όταν η Φλάβια μπόρεσε μέσα από τον αγώνα της να βάλει τη ζωή του γιου της σε μια σειρά, έφτιαξε ξανά τη δική της. Χωρίς να το επιδιώξει, απλώς ερωτεύτηκε. Και αυτή τη φορά ο άντρας που ερωτεύτηκε ήταν αγνός, καλόκαρδος, κάτι σαν μεγάλος κολλητός του αγαπημένου της Ζοάο. Πάντα παρών, να εκπληρώνει όλες τις ανάγκες που για χρόνια είχαν μείνει μισές. Στο πλευρό της Φλάβια και του Πέδρο, όταν ο μικρός ζοριζόταν να προσαρμοστεί στο τεράστιο άλμα του από τη Βραζιλία στην Premier League. Μετακόμισαν όλοι μαζί στα προάστια του Λονδίνου σαν οικογένεια. Ο Κάρλος ήταν φάρος και για τους δύο. Φάρος που έσβησε ξαφνικά και σκληρά, μέσα σε τρεις μέρες, προδομένος από το πάγκρεάς του.
Και τους άφησε ξανά μόνους, όπως ήταν για όλη τους σχεδόν την κοινή ζωή. Ήταν ξανά μόνο η Φλάβια και ο Ζοάο Πέδρο, η μαμά και το παιδί της, αλλά οι ρόλοι είχαν πια αντιστραφεί.
Ήταν εκείνος που έπρεπε να κρατήσει στην επιφάνεια τη μητέρα του, να τη φροντίσει και να την προσέξει, να της πει «ευχαριστώ». Και αυτό το έκανε πάντα στο γήπεδο. Άλλωστε, τίποτα δεν της έδινε μεγαλύτερη χαρά από το να βλέπει τον γιο της να λάμπει με την μπάλα στα πόδια. Και, όταν μπόρεσε να συμφιλιωθεί με τη νέα πραγματικότητα, να δυναμώσει, να καταλάβει πώς έχουν τα πράγματα στην Αγγλία, έκανε μόνο αυτό. Μόνο έλαμπε.
Ο Ζοάο συνδέθηκε με τη Γουότφορντ. Έπαιξε μαζί της στην Premier League, έπεσε και ανέβηκε ξανά. Έμεινε μαζί της και σε ακόμα έναν υποβιβασμό, εξελίχθηκε, φόρεσε το περιβραχιόνιό της μόλις στα 21 του και έγινε ο αγαπημένος των οπαδών των «Hornets» με όσα έκανε.
Πριν αποχωρήσει τελικά για το επόμενο βήμα του και την Μπράιτον, το τέλειο περιβάλλον για έναν τόσα υποσχόμενο παίκτη. Πριν γίνει κι εκεί ένα από τα αγαπημένα παιδιά της κερκίδας. Κανείς βέβαια δεν θα μπορούσε να τον αγαπήσει πιο πολύ από εκείνη.
«Predestinado»
Το έχει “πατήσει” στον λαιμό του, γιατί έτσι αισθάνεται: «Predestinado». Δεν υπάρχει ακριβής απόδοση στα ελληνικά, αλλά θα πει κάτι σαν «προκαθορισμένος από τη μοίρα». Και όντως, ίσως μόνο έτσι να μπορεί να δικαιολογηθεί η αναπόφευκτη φύση του Ζοάο Πέδρο, μόνο συμπαντικά. Γιατί αυτό το παιδί ανέκαθεν ήταν σαν να είχε συνάψει κάποια συμφωνία με τη μοίρα για να ορίζει τις μεγάλες στιγμές. Το έκανε, όσο πρόλαβε, στη Φλουμινένσε, το έκανε στη Γουότφορντ, το ίδιο στην Μπράιτον.
Ξετυλίγει όλη τη μαγεία του “9.5”, του υβριδίου ανάμεσα στον σέντερ φορ και το “10άρι”, με μαγικές ντρίμπλες και κουβαλήματα με τα ψηλόλιγνα πόδια του, απότομες στροφές που ζαλίζουν τους αντιπάλους και αμέτρητες κινήσεις με και χωρίς την μπάλα που δημιουργούν χώρους για τον ίδιο και τους γύρω του. Με την απαραίτητη αλήτικα αλαζονική αυτοπεποίθηση και στάση μέσα στο γήπεδο και ασύγκριτη ταπεινότητα έξω από αυτό.
Πάντα όμως ξεχώριζε για την ψυχρότητα με την οποία διαχειριζόταν τις κρίσιμες, οριακές καταστάσεις στο χορτάρι, το πώς -σχεδόν μαγικά- όριζε τα πράγματα στο χορτάρι, όταν οι ομάδες του τον χρειάζονταν περισσότερο. Το πόσο «predestinado» έδειχνε και δείχνει.
«Αυτή η λέξη με έχει καθορίσει, γιατί πιστεύω ότι όσα χρειάστηκε να ζήσω τα έζησα και προσαρμόστηκα στις συνθήκες. Έπρεπε να υποστώ τις δυσκολίες για να γίνω αυτός που είμαι και να δω τα πράγματα όπως τα βλέπω σήμερα. Για αυτό ήθελα να την κουβαλάω πάνω μου», έχει πει.
Αυτό όμως δεν είναι το μόνο του τατουάζ. Το κορμί του φέρει την εικόνα του πρώτου του σπιτιού στο Ριμπεϊράο Πρέτο, σχέδια που απλώς του αρέσουν και φράσεις που τον εμπνέουν κάθε μέρα. Και φυσικά εκείνη. Τη Φλάβια να του κρατά το χέρι και λίγο πιο δίπλα τη γιαγιά του.
Πώς θα μπορούσε να λείπει η μαμά του από τους φόρους τιμής του; Από όσα του δίνουν δύναμη; Αυτή ήταν που πάντα του την έδινε πιο πολύ από τον καθένα. Δεν το έκρυψε ποτέ: «Υπήρχε καιρός που δεν είχαμε τίποτα. Σκεφτόμουν πως πρέπει να κάνω κάτι για να βοηθήσω τη μαμά μου και τότε ήταν που ξεκίνησα να δουλεύω πιο σκληρά από ποτέ, να δίνω τα πάντα για να της προσφέρω μια καλύτερη ζωή».
Πρώτα πήρε τα πάντα από τη μητέρα του, έπειτα έδωσε τα πάντα του εαυτού του για να της επιστρέψει επίσης τα πάντα.
Πώς θα μπορούσε να μην το κάνει, όταν είδε στα μάτια της την έννοια του αγώνα για το δικό του όνειρο; «Το όνειρο του Ζοάο έγινε και δικό μου. Παλέψαμε μαζί για αυτό. Οπότε σήμερα μπορούμε να πούμε ότι το όνειρο και των δυο μας έγινε πραγματικότητα», θα πει η Φλάβια χρόνια μετά τον αγώνα της. Όταν όλα είχαν αλλάξει προς το ασύλληπτα καλύτερο και για τους δύο.
Εκτός από το ότι έμειναν μαζί, οι δυο τους, όπως σε κάθε σκαλί της ανάβασης προς την κορυφή. Πριν καιρό τον ρώτησαν αν σχεδιάζει να χτυπήσει κι άλλα τατουάζ στο κορμί του. «Θα δούμε. Να σας πω την αλήθεια, νομίζω πως αυτή η ιδέα δεν θα άρεσε και πολύ στη μαμά μου, οπότε δεν ξέρω», απάντησε.
Όπου έφτασε, όπου κι αν φτάσει. Ό,τι έγινε, ό,τι κι αν γίνει. Ο Ζοάο Πέδρο δεν θα πάψει να αφιερώνει ό,τι κάνει σε εκείνη, να την τιμά σε κάθε του βήμα, δεν θα πάψει να είναι το αγόρι της μαμάς. Γιατί ξέρει ότι, αν δεν ήταν το αγόρι της μαμάς, δεν θα ήταν ο Ζοάο Πέδρο που σήμερα θαυμάζει ο ποδοσφαιρικός κόσμος.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: