Πόσο πιθανό είναι ένας ελέφαντας να τη βγάλει καθαρή μέσα σε ένα υαλοπωλείο;
Να ελιχθεί με χάρη και λεπτεπίλεπτες κινήσεις, να ζυγίσει την προβοσκίδα και την ουρά του, προσέχοντας να μην κάνει κομμάτια όλα τα πανέμορφα εύθραυστα κομψοτεχνήματα γύρω του. Όσο πιθανό ήταν και ο Ζλάτκο Ντάλιτς να φτάσει εκεί που έφτασε με την Κροατία.
Το θυμάται ακόμη εκείνο το απόγευμα. Όταν το σύμπαν τον προειδοποίησε πως σύντομα τα πάντα θα αλλάξουν. Μα ούτε τότε μπορούσε να το πιστέψει. Ήταν αρχές Οκτώβρη, μπήκε στο αμάξι του κι έφυγαν με τη σύντροφό του προς το εξοχικό τους στο Σπλιτ. Μερικές ημέρες χαλάρωσης ήθελαν μόνο. Ο τροχονόμος που τον σταμάτησε στα πρώτα διόδια για έναν τυπικό έλεγχο μάλλον έβλεπε μπροστά. Ο Άντε Κάσιτς είχε απολυθεί το προηγούμενο βράδυ, η Κροατία βρισκόταν στον αέρα.
«Μπορείτε να γίνετε εσείς προπονητής στην Εθνική;», ρώτησε τον Ντάλιτς, για να πάρει την πιο ξεκάθαρη απάντηση, ανάμεσα σε ένα αυθόρμητο μικρό γέλιο: «Καμία πιθανότητα! Σαν ελέφαντας σε υαλοπωλείο».
Λιγότερες από 24 ώρες μετά η απόδραση στο Σπλιτ είχε διακοπεί ξαφνικά, ο Ντάλιτς έτρεχε να μαζέψει τα πράγματά του και να προλάβει να φτάσει στο αεροδρόμιο. Ήταν πια, όντως, προπονητής της Εθνικής Κροατίας. Έστω και δίχως τον παραμικρό χρονικό ορίζοντα, μέσω ενός ταχύτατου τηλεφώνου από την Ομοσπονδία, η οποία είδε στο πρόσωπό του το απαραίτητο ηλεκτροσόκ για την ομάδα. Μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια ανάνηψης της Εθνικής ομάδας.
Αυτή ήταν η αφετηρία του, έτσι ξεκίνησε. Με τις πιθανότητες και τις προσδοκίες ενός ελέφαντα σε ένα υαλοπωλείο.
«Ξαφνικά και από το πουθενά είχε έρθει ο Ντάλιτς», έχει γράψει στην αυτοβιογραφία του ο Λούκα Μόντριτς, ο οποίος ποτέ του δεν θα ξεχάσει εκείνη την πρώτη του συνάντηση με τον Ζλάτκο. Στην πύλη του αεροδρομίου του Ζάγκρεμπ, λίγο πριν η πτήση της «Hrvatska» πετάξει για το Κίεβο.
Δυο ημέρες πριν ο «Λουκίτα» είχε δει την 100ή εμφάνιση με το εθνόσημo στο στήθος να μετατρέπεται σε εφιάλτη. Πριν τη δεύτερη διακοπή των Εθνικών ομάδων στη σεζόν, η «Hrvatska» μετρά δύο σερί ήττες, αλλά παραμένει -έστω και στην ισοβαθμία- στην κορυφή του προκριματικού ομίλου της για το Μουντιάλ του 2018.
Το μποτιλιάρισμα γύρω από αυτή βέβαια θυμίζει κάποιο βροχερό απόγευμα καθημερινής σε κεντρική αρτηρία μεγαλούπολης. Κροατία, Ισλανδία, Ουκρανία και Τουρκία χωρίζονται από μόλις δύο βαθμούς. Η νίκη στο παιχνίδι με τη Φινλανδία θεωρείται υποχρέωση, από άποψη διακυβεύματος και διαφοράς επιπέδου. Η Κροατία θα μπορούσε να τελειώσει με τις περιπέτειες και να ξεμπερδέψει με την πρόκριση. Μα όχι μόνο ισοφαρίζεται στο 90’ αλλά ταυτόχρονα βλέπει την Ισλανδία να φεύγει με το τρίποντο από την Κωνσταντινούπολη και να τσεκάρει το εισιτήριό της για το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Η απευθείας πρόκριση στο Μουντιάλ έχει τελειώσει για τη «Hrvatska». Μια ομάδα χτυπημένη από σοκ, με τα μούτρα μέχρι το πάτωμα. «Η ατμόσφαιρα στα αποδυτήρια ήταν καταθλιπτική», θα γράψει ο Μόντριτς. Ήταν μια ατμόσφαιρα απόλυτα ταιριαστή, τέλεια αντανάκλαση της κατάστασης. Η Εθνική της Κροατίας πάντα είχε να κουβαλά στις πλάτες της το βάρος που η δόξα της “χάλκινης” γενιάς του 1998 είχε για πάντα αφήσει μαζί με τη σπουδαία της κληρονομιά. Αφού η παρέα του Μπόμπαν, του Σούκερ, του Μπίλιτς και των υπολοίπων είχε μπορέσει να φτάσει μέχρι τα ημιτελικά ενός Παγκόσμιου Κυπέλλου, τότε όλοι οι μεταγενέστεροί τους θα έπρεπε να ακολουθούν σε παρόμοια στάνταρ. Ήταν ζήτημα αυταπάρνησης και υπερηφάνειας για έναν λαό που αντλεί μπόλικη τέτοια από τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο, προκειμένου να γλείφει τις πληγές που είναι ακόμη νωπές και τσουχτερές στο κορμί του.
Και εκείνη η έκδοση της Εθνικής ομάδας δεν είχε κάνει ποτέ το βήμα παραπάνω σε καμία διοργάνωση και κινδύνευε σοβαρά πια όχι να μην πάει το ίδιο καλά στο Μουντιάλ αλλά το να μην πάει καν στο Μουντιάλ. Τελεία.
Η Κροατία ταξίδευε στο Κίεβο για να αντιμετωπίσει την ισόβαθμη με εκείνη Ουκρανία και να προλάβει έστω το τρένο των μπαράζ. Ήθελε μόνο νίκη. Και δεν είχε καν προπονητή. Ή μάλλον είχε, εκείνον τον τύπο που έσκασε αλαφιασμένος στο αεροδρόμιο, που ήρθε «από το πουθενά» και συστήθηκε στους παίκτες του. Λίγοι τον ήξεραν, ελάχιστοι τον είχαν γνωρίσει στο παρελθόν. Ακριβώς επειδή ο Ζλάτκο Ντάλιτς ήταν όντως για χρόνια κρυμμένος στο «πουθενά».
Γεννήθηκε στο Λίβνο της Βοσνίας και άρχισε να παθιάζεται με το ποδόσφαιρο χάρη στον μεγάλο του αδερφό. Έζησε μια ήσυχη παιδική ηλικία και μια αντίστοιχα ήσυχη καριέρα. Ίσως να μην περίμενε ποτέ και ο ίδιος ότι θα γινόταν ποδοσφαιριστής, ήταν σαν κάτι που απλώς προέκυψε μέσα από την αγάπη του για το παιχνίδι. Άλλωστε, χρειάστηκε για χρόνια να ισορροπήσει ανάμεσα στην κόντρα του μπαμπά και του αδερφού του, αφού ο ένας υποστήριζε την Ντινάμο Ζάγκρεμπ και ο άλλος τη Χάιντουκ Σπλιτ.
Εκείνος δεν πήρε ποτέ μέρος, πάντα έβαζε το ποδόσφαιρο πάνω από τις ομάδες και δεν ερωτεύτηκε καμία πιο πολύ από την Εθνική του 1998.
Ήταν ακόμη ο μέτριος ποδοσφαιριστής που υπήρξε, όταν ταξίδεψε στα γήπεδα της Γαλλίας για την παρακολουθήσει από κοντά. Και ήδη σχεδίαζε τα επόμενα βήματά του, ήδη είχε αρχίσει να μελετά για να γίνει προπονητής. Και έγινε με τρόπο εκ διαμέτρου αντίθετο από ό,τι είχε συνηθίσει ως δεξί μπακ.
Μόλις στη δεύτερη δουλειά του, ανέλαβε τη Ριέκα. Κι έκανε ολόκληρη την Κροατία να μιλά για εκείνον και την ομάδα του. Για μήνες τα πήγαινε εξαιρετικά, ήταν διεκδικήτρια ενός απροσδόκητου τίτλου, μέχρι που κατέρρευσε και κατρακύλησε. Ο Ντάλιτς απολύθηκε λίγο πριν την αρχή της επόμενης σεζόν. «Ήμουν ο εθνικός ήρωας για έξι μήνες. Πετούσα και μετά απολύθηκα, κάτι που ήταν μια μεγάλη απογοήτευση, ένα σοκ. Πρέπει κάτι να σε χτυπήσει στο κεφάλι, να το νιώσεις στο δέρμα σου, για να πάρεις ένα μάθημα», είπε μετά από αυτό κι έκτοτε ποτέ του δεν επέτρεψε ξανά στον εαυτό του να πετάξει. Τελειοποίησε την ταπεινότητα.
Συνέχισε να παίρνει μαθήματα, πήγε στην Αλβανία, επέστρεψε για λίγο στην Κροατία κι έπειτα έφυγε για τη μεγαλύτερή του περιπέτεια. «Έψαχναν προπονητή στην Αλ Φαϊσαλί κι ανάμεσα σε αρκετά βιογραφικά έκριναν πως το δικό μου ήταν το καλύτερο. Πήγα στο άγνωστο και αποφάσισα πως θα αποδείξω ποιος είμαι σε έναν κόσμο παντελώς άγνωστο για εμένα, όπου κανείς δεν με ήξερε. Ζούσα στην έρημο, κάθε μέρα -μακριά από την οικογένειά μου- ήταν δύσκολη, αλλά συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να πάρω μια πραγματική δουλειά, αν δεν αποδείξω ποιος είμαι. Ήταν ένας αγώνας για τη ζωή και την οικογένειά μου».
Πέρασε επτά χρόνια στην Ανατολή, στη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, σε Αλ Φαϊσαλί, Αλ Χιλάλ και Αλ Αΐν. Επτά χρόνια πετυχημένα για τους συλλόγους και τον ίδιο, αλλά και επτά χρόνια που, για τον πολύ κόσμο στην Κροατία, κατέστησαν αχνό το status του. Για αυτό, σύμφωνα με τον Μόντριτς, ήρθε «από το πουθενά», για αυτό οι περισσότεροι από τους παίκτες του στην Εθνική δεν τον γνώριζαν. Για αυτό κανείς δεν μπορούσε καν να ονειρευτεί όσα θα ακολουθούσαν.
Θυμάται μέχρι σήμερα την κατάσταση που επικρατούσε λίγο πριν η αποστολή πετάξει για το Κίεβο. Κεφάλια κάτω, ένα μάτσο απογοητευμένοι τύποι, σχεδόν συμφιλιωμένοι με την ιδέα της αποτυχίας. Συστήθηκε και τους μίλησε, δίνοντας βάση στην ιδέα και τη λέξη που αποτέλεσε θεμέλιο της δικής του Εθνικής Κροατίας. «Zajednistvo» ή αλλιώς «ενότητα», κάτι σαν «σφιγμένη γροθιά». Ήξερε πως εκείνη τη στιγμή το ποδόσφαιρο δεν είχε καμία σημασία. Καμία τακτική, καμία νέα διάταξη, κανένα προπονητικό τρικ δεν μπορούσε να βοηθήσει την ομάδα. Δεν τον πείραζε.
Άλλωστε, πάντα το δυνατό του στοιχείο ήταν ο τρόπος με τον οποίον συνδεόταν με τους ποδοσφαιριστές του, το κλίμα που δημιουργούσε. Και πλέον βρισκόταν μπροστά στη μεγαλύτερη σχετική του πρόκληση. «Επέμεινα στη συντροφικότητα, στην ανάγκη να μείνουμε όλοι μαζί». Και από την πρώτη στιγμή βρήκε τον τρόπο να κρατήσει τη σπίθα αναμμένη, λίγη ελπίδα, λίγη πίστη, ό,τι αρκούσε.
Η Κροατία έφυγε με τη νίκη από την Ουκρανία, πήρε ανάσα παράτασης και έκλεισε θέση για τα μπαράζ των προκριματικών απέναντι στην Ελλάδα έναν μήνα μετά. Το κλίμα είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει και οι πάντες το ένιωσαν στο πρώτο παιχνίδι απέναντι στη «Γαλανόλευκη». Νίκη σαν μισή πρόκριση με 4-1 και πειστική εμφάνιση.
«Το ματς με την Ελλάδα ήταν το καλύτερό μας τα τελευταία πέντε-έξι χρόνια. Στα αποδυτήρια κοιταχτήκαμε με τον Λούκα σαν να λέμε: “Γιατί δεν το έχουμε κάνει ποτέ πριν αυτό;”», έχει πει ο Ιβάν Ράκιτιτς. Γιατί ποτέ πριν αυτό το γκρουπ δεν είχε κάποιον όπως ο Ντάλιτς.
«Στην πρώτη μου συνέντευξη ως προπονητής της Κροατίας είπα πως θα παραιτούμουν, αν δεν προκρινόμασταν στο Μουντιάλ. Πίστευα στον εαυτό μου και στην ποιότητα της ομάδας, ήθελα να δείξω στους παίκτες ότι ήμουν εκεί για αυτούς, όχι για εμένα ή το συμβόλαιό μου αλλά για να τους βοηθήσω να πετύχουν τα σπουδαία πράγματα για τα οποία ήταν ικανοί».
Η Κροατία φυσικά προκρίθηκε στο Μουντιάλ, αλλά όλοι είχαν πια καταλάβει ποιος ήταν ο Ντάλιτς. Ο τύπος που θα έβρισκε πάντα τον τρόπο να ανεβάσει ολόκληρη την ομάδα, σαν να κουβαλά ενέσεις αυτοπεποίθησης στις τσέπες του. Να πάρει ένα-ένα τα δάχτυλα και να τα σφίξει σε μια γροθιά. Να βγει μπροστά στα δύσκολα και να προστατεύσει τους στρατιώτες του.
Ακόμα και μετά την πρόκριση, ο Ντάλιτς δεν γέμιζε το μάτι σε κανέναν εκτός από τους ίδιους τους παίκτες που βίωναν την αλλαγή. Λίγο πριν το τουρνουά η Ομοσπονδία ήρθε σε επικοινωνία με μερικούς από αυτούς, εκφράζοντας τη σκέψη της να τον απολύσει. Αυτή τη φορά ήταν η σειρά των ποδοσφαιριστών του να τον προστατεύσουν, να κρατήσουν ακέραιο αυτό που έδειχνε έτοιμο να γεννηθεί.
Και θα γεννιόταν λίγο καιρό μετά, στα γήπεδα της Ρωσίας, εκεί όπου η Κροατία θα έγραφε τη δική της ιστορία. Τρεις νίκες στους ομίλους, μηδέν γκολ που να δέχθηκε σε κανονική ροή και μια μεγάλη απόφαση που άλλαξε τα πάντα. Στην πρεμιέρα κόντρα στη Νιγηρία, ο Κάλινιτς επικαλείται ενοχλήσεις και αρνείται να περάσει ως αλλαγή στο παιχνίδι στο τελευταίο λεπτό. Όλοι ξέρουν, και βάσει του ιδιότροπου χαρακτήρα του, πως δεν πονάει στα αλήθεια. «Ήταν μια από τις πιο δύσκολες αποφάσεις της καριέρας μου, γιατί εκτιμούσα αφάνταστα την ποιότητά του και πίστευα πως μπορεί να μας βοηθήσει πολύ στο τουρνουά. Έπρεπε όμως να πάρω την απόφαση, γιατί εκείνη τη στιγμή φαινόταν πως δεν ήταν έτοιμος να συνεισφέρει στην ομάδα, να γίνει μέρος της», θα πει ο Ντάλιτς, εξηγώντας την απόφασή του να στείλει σπίτι τον Κάλινιτς.
Αυτό ήταν, η τέλεια απόδειξη πως για εκείνον δεν μετρά τίποτα περισσότερο από τη «zajednistvo», πως αυτό θα ήταν ο οδηγός της «Hrvatska». Αν δεν μπορείς να είσαι μαζί μας, δεν θα είσαι. Γιατί εμείς είμαστε ένα και έτσι θα πάμε μπροστά.
Δεν ήταν ποτέ Γκουαρδιόλα, δεν υπηρέτησε κάποια εξέχουσα ποδοσφαιρική φιλοσοφία, παρά βρήκε μια ρεαλιστική βάση και την ανέβασε αμέτρητα επίπεδα με τη συναισθηματική του νοημοσύνη, την έφεσή του να χτίζει σχέσεις και να εμπνέει, να δημιουργεί τη χημεία και τους δεσμούς, τα κατάρτια κάθε σπουδαίας ομάδας σε επίπεδο Εθνικών ομάδων. «Το ξέρω ότι όλοι το λένε, αλλά είναι διαφορετικό να το λες και διαφορετικό να το ζεις. Στο Μουντιάλ ζούσαμε σαν οικογένεια», θα πει. Και αυτή η οικογένεια μπόρεσε να αλλάξει τα φώτα του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, να ξεδιπλώσει την αυταπάρνηση και την ενότητά της στα νοκ άουτ.
Δύο νίκες στα πέναλτι, μια στην παράταση με ανατροπή. Απέναντι στην Αγγλία. Η μεγαλύτερη νίκη στην ιστορία του κροατικού ποδοσφαίρου, αυτή που την έστειλε για πρώτη φορά σε Τελικό Παγκόσμιου Κυπέλλου. Η “χρυσή” γενιά του 1998 είχε πια κατέβει ένα σκαλοπάτι στο βάθρο, η ομάδα του Ντάλιτς την είχε προσπεράσει, αποκτώντας για πάντα αθάνατη υπόσταση στα βιβλία της ιστορίας του κροατικού ποδοσφαίρου. Δίχως να αλλάξει τίποτα και ταυτόχρονα αλλάζοντας τα πάντα. Οκτώ από τους παίκτες που αγωνίστηκαν βασικοί στο καταστροφικό παιχνίδι κόντρα στη Φινλανδία πριν λίγους μήνες, το τελευταίο προ Ντάλιτς, ήταν βασικοί και στον Τελικό του Μουντιάλ το 2018.
Ο Ζλάτκο είχε μετατρέψει την κατάθλιψη σε ενθουσιασμό και φρενίτιδα, με τη δική του ομάδα που ήταν έτοιμη να υπογράψει ένα από τα μεγαλύτερα σοκ των χρονικών. «Θα έδινα τα πάντα για να γίνουμε Παγκόσμιοι Πρωταθλητές», θα πει, αλλά το σύμπαν δεν θα τον ακούσει. Η Κροατία χάνει τον Τελικό από τη Γαλλία, ούσα ωστόσο σίγουρη πως έχει βρει τον εαυτό της. Έχει γίνει ένα σύνολο που φουσκώνει με υπερηφάνεια τα πνευμόνια όλων των Κροατών, που αντιπροσωπεύει πλήρως, χάρη στην άρνησή του να λυγίσει, τη χημεία του, την πίστη πως, αν παραμείνει ενωμένο, δεν υπάρχει εμπόδιο που δεν μπορεί να ξεπεράσει.
Ένα εκατομμύριο κόσμος, το ένα τέταρτο της χώρας, υποδέχεται τους παίκτες στην επιστροφή τους στο Ζάγκρεμπ, όχι ως ηττημένους αλλά ως θριαμβευτές. Με καπνογόνα, συνθήματα, χαμό. Κι εκείνη τη στιγμή γίνεται ολοφάνερο όλο αυτό που ο Ντάλιτς και οι παίκτες του έχουν καταφέρει. Από την απόγνωση στην απόλυτη υπερηφάνεια, ακόμα κι αν το θαύμα δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ένα ταξίδι λίγων μηνών που υπενθύμισε σε μια χώρα που δύσκολα κοπάζει τη συγκρουσιακή πλευρά του εαυτού της πως μόνο με τη συντροφικότητα μπορεί να πορευτεί. Όπως το έκανε κι αυτή η Εθνική, αντλώντας όλη την έμπνευσή της από τον αρχιτέκτονα Ζλάτκο. Εκείνος και οι ποδοσφαιριστές του είναι ήρωες.
Φυσικά θα βρεθούν ξανά στο επίκεντρο της κριτικής, ο Ντάλιτς θα τα ακούσει πριν το Euro 2020, θα τα ακούσει και μετά από αυτό, αφού η Κροατία δεν δικαίωσε τις προσδοκίες. Μα, όπως πάντα, θα κλείσει τα αφτιά του και θα διοχετεύσει ξανά την ίδια ενέργεια. Όσοι ούτε έτσι δεν πίστεψαν θα πιστέψουν, όσοι τον θεώρησαν “τυχερό”, “πυροτέχνημα”, έναν προπονητή που απλώς τον κουβάλησαν ο Μόντριτς και η παρέα του, θα αναγκαστούν να καταπιούν τη γλώσσα τους.
Τέσσερα χρόνια μετά η ίδια συνταγή πετυχαίνει ξανά. Η Κροατία το κάνει ξανά. Εντάξει, αυτή τη φορά, στο Μουντιάλ του 2022, θα τερματίσει τρίτη. Αλλά ποιος να της πει τι; Ποιος να κουνήσει ξανά το δάχτυλο στον Ντάλιτς;
Ένα έθνος τεσσάρων εκατομμυρίων ψυχών που φτάνει στην τετράδα του κόσμου σε δύο διαδοχικά Μουντιάλ… Με τον δικό του τρόπο, τον τρόπο του Ζλάτκο, ο οποίος εκφράζει στα αλήθεια κάθε μια από αυτές τις ψυχές. Ποδόσφαιρο ψυχής και πνευματικής δύναμης, συνεκτικότητας. Ποδόσφαιρο που αψηφά θαρραλέα κάθε πιθανότητα για να γράψει ανεπανάληπτη ιστορία.
«Φυσικά είχαμε και έχουμε ποιότητα ως ομάδα. Αλλά πολύ περισσότερη ποιότητα από εμάς έχουν τόσες ακόμα Εθνικές. Το κλειδί μας ήταν αυτή η απίστευτη συντροφικότητα, η ενότητα, οι αδερφικές σχέσεις και η πίστη πως μπορούμε να ξεπεράσουμε κάθε δύσκολη κατάσταση. Για αυτό -περισσότερο από κάθε τι- είμαι περήφανος ως προπονητής αυτής της τόσο ξεχωριστής ομάδας», θα πει. Τελικά, αφού ο Ζλάτκο Ντάλιτς έφτασε εκεί που έφτασε με την Κροατία, ίσως και ένας ελέφαντας να μπορεί να τη βγάλει καθαρή σε ένα υαλοπωλείο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ντάριο Σρνα: Ξοπίσω του η φωτιά
Λούκα Μόντριτς: Η ζωή είναι ωραία…