Λίγοι διασκελισμοί ήταν αρκετοί. Άνοιξε τα τεράστια πόδια του και σχεδόν μεμιάς σκαρφάλωσε στην κορυφή του Ολύμπου, πριν κυλήσει προς την πιο ταπεινή γωνιά του.
Σε εκείνη τη σπηλιά μακριά από ουράνια παλάτια και λούσα, στο μυθολογικό ατελιέ του Ηφαίστου, όπου ολημερίς και ολονυχτίς βαρούσε με δύναμη και τέχνη σίδερα και μέταλλα, τους έδινε ζωή και ομορφιά. Ο Προμηθέας κρύφτηκε κάπου ανάμεσα στα κομψοτεχνήματα του τελευταίου θεού και περίμενε με υπομονή την κατάλληλη στιγμή για να ολοκληρώσει τον σκοπό του. Ξαφνικά τις είδε να ξεπηδούν, άρτι γεννημένες από την τρομερή μάχη ανάμεσα στο σφυρί και το αμόνι. Πανέμορφες σπίθες, υποσχέσεις φλόγας. Πρώτα τις γράπωσε κι έπειτα τις παγίδεψε σε ένα χοντρό κούφιο κοτσάνι λουλουδιού, πριν το σκάσει βιαστικά από τη γειτονιά των ουρανών και κατέβει ξανά στον κόσμο για να τις χαρίσει στα παιδιά του. Αυτό ήταν το δώρο της φωτιάς.
Η μια και μοναδική στιγμή που, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, άλλαξε τα πάντα. Μια ενέργεια, που επηρέασε κάθε λεπτομέρεια της ροής της ιστορίας. Ένα δώρο που έδωσε στον, ως τότε, αβοήθητο κι απεγνωσμένο άνθρωπο τη δύναμη να επιβιώσει, να εξελιχθεί, να χτίσει τον περιλάλητο πολιτισμό του. Ο Προμηθέας έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς του Ολύμπου και τη χάρισε στον άνθρωπο, σαν ρωγμή ελπίδας στο χείλος της καταστροφής, σαν τομή στον χρόνο, η οποία διαμόρφωσε αλλιώτικα το ξετύλιγμά του.
Και κάποια εκατομμύρια έτη αργότερα, ένας άλλος -βραχύσωμος- “Τιτάνας”, το όνομά του γνωστό, έκανε το ίδιο δώρο στον λαό του. Μόνο που η δική του φωτιά, η δική του στιγμή καθορισμού της ιστορίας, δεν ήρθε σε σπίθες. Αλλά με ένα σουτ. Ένα σουτ που άλλαξε τα πάντα. Για πάντα.
Όλα βέβαια έχουν να κάνουν με τη στιγμή, την ισχύουσα κατάσταση. Η φωτιά, για παράδειγμα, δεν θα σήμαινε τίποτα, αν το μοιραίο λάθος του αφελούς Επιμηθέα, του αδερφού του Προμηθέα, δεν άφηνε απροστάτευτο τον άνθρωπο στη φύση. Δίχως γούνα για να ζεσταίνεται, δίχως μυτερά νύχια και δόντια για να αμύνεται και να κυνηγά τα θηράματά του. Η σημασία των πάντων εξαρτάται από τις συνθήκες της στιγμής, την αλήθεια του κάθε καρέ του χρόνου. Και η αλήθεια δεν μπορεί να κρυφτεί, απλώνεται ανελέητα, ορίζει τον εαυτό της, όπου κι αν πέφτει το μάτι. Και ήταν και τότε πασπαλισμένη με χάρη σε τόσα διαφορετικά σημεία. Από πού να την πιάσεις την αλήθεια της στιγμής… Υπάρχει το πριν και το μετά. Άλλωστε, είπαμε, ρωγμή στον χρόνο, ρωγμή στο ξεδίπλωμα της ιστορίας.
Υπάρχει το κάκιστο θέαμα του πρώτου μέρους. Ποδόσφαιρο εμποτισμένο με άγχος, με τον φόβο του ενός λάθους που μπορεί να αποβεί τελειωτικό. Κάθε ενέργεια, κάθε κοντρόλ, κάθε πάσα κι ένα δάκτυλο που πατά τη σκανδάλη ενός όπλου κολλημένου στον κρόταφο, με την ελπίδα πως το γύρισμα του μύλου δεν θα βρει σφαίρα. Αγνοούμενο θάρρος, αγνοούμενο ρίσκο, χαμένο στο βάρος του φορτίου. Του ίδιου φορτίου που βάραινε όλους τους πεσμένους ώμους στην κερκίδα. Μάτια γουρλωμένα που ούτε πεταρίζουν, μη και χάσουν το οτιδήποτε. Κι άλλα που κλείνουν ερμητικά και κρύβονται απογοητευμένα σε κουρνιασμένες παλάμες, όσο το ζητούμενο αρνείται να έρθει. Χέρια νευρικά, που κουνιούνται σπαστικά, πιάνουν με αγωνία τα γεμάτα φαντάσματα κεφάλια. Φαντάσματα ντυμένα σαν εφιαλτικές αναμνήσεις που απειλούν να ζωντανέψουν ξανά. Συναισθήματα τραυματικά γνώριμα, που ήδη χτυπούν την πόρτα.
Για δεκάδες χρόνια άλλωστε η αποτυχία, η αδυναμία εκπλήρωσης των προσδοκιών και των υποσχέσεων, ήταν μόνιμοι θαμώνες των γκρίζων σύννεφων που αιωρούνταν πάνω από την ποδοσφαιρική Αργεντινή. Ειδικά στην πιο λαμπερή σκηνή, αυτή του Παγκόσμιου Κυπέλλου, το οποίο δεν είχε τυλιχτεί ποτέ ξανά σε γαλανόλευκες ρίγες μετά το έπος του Ντιέγκο Μαραντόνα στο Μεξικό το 1986.
Όλοι πίστεψαν ότι η ιστορία, που κάνει κύκλους και ταυτόχρονα προχωρά σαν σπιράλ, θα επαναληφθεί, όταν είδαν εκείνον να πατάει τα κοντά θαυματουργα του πόδια στο χορτάρι. Ήταν ο διάδοχος, σκέφτονταν. Μα εν τέλει είδαν μια άλλη τραγωδία να ξετυλίγεται επανειλημμένα μπροστά τους. Αποκλεισμός από τη Γερμανία το 2006, αποκλεισμός από τη Γερμανία και το 2010. Ήττα στον Τελικό του 2014 και πάλι από τη Γερμανία, αποκλεισμός από τη Γαλλία το 2018. Και ενδιάμεσα δυο ακόμα σοκαριστικές απώλειες τίτλου στο Copa America.
Αρκετοί το είχαν ήδη πιστέψει, ίσως να μην ήταν γραφτό για τον βραχύσωμο Τιτάνα να φτάσει σε καμία κορυφή με την Εθνική του ομάδα. Το είχαν αποδεχθεί.
Μα η κατάκτηση του θρόνου της Λατινικής Αμερικής μέσα στο Maracanã το 2021 είχε αλλάξει ξανά τα δεδομένα. Και μαζί με λίγη λύτρωση, έφερε ακόμα περισσότερη πίεση, περισσότερη εμμονή για την εκπλήρωση του ονείρου. Για όλους τους γύρω του ήταν σαν έπρεπε να το πάρει κι αυτό, το πιο χρυσό των τροπαίων, σαν απαραίτητη προϋπόθεση παραδοχής. Μα ταυτόχρονα το σύμπαν σχεδόν του φώναζε πως αυτό δεν θα συμβεί ποτέ. Και η τελευταία ιαχή του είχε έρθει λίγες μέρες πριν.
Η Αργεντινή προσγειωνόταν στα γήπεδα του Κατάρ στην καλύτερη δυνατή κατάσταση, με ένα σερί 36 αήττητων αγώνων, βασίλισσα στη Λατινική Αμερική, με τον δικό της βασιλιά φρέσκο στα 35 του, ορκισμένο να τα καταφέρει. Και κυρίως με μια πραγματική ομάδα γύρω του, με τον Λιονέλ Σκαλόνι στρατηγό, δημιουργό της χημείας, και παίκτες που θα πέθαιναν για χάρη του ειδώλου τους. Ήταν η τελευταία του ευκαιρία, η τελευταία του σφαίρα. Εκείνος και η αγέλη του έδειχναν έτοιμοι να το κάνουν. Αν δεν το έκαναν τώρα, πότε; Και ο εκατομμύρια κόσμος στις πλάτες τους το πίστευε όσο ποτέ άλλοτε. Μέχρι τα φαντάσματα να ξυπνήσουν ξανά, μέχρι το σύμπαν να ουρλιάξει πως -μάλλον- δεν θα γίνει ούτε τώρα.
Δύο σουτ εξαπολύθηκαν στην πρεμιέρα από τα πόδια των Σαουδαράβων, σαν απελπισμένες προσευχές. Και τα δύο κατέληξαν στα δίχτυα της Αργεντινής, φέρνοντας τούμπα τα πάντα, όχι μόνο το 1-0 που μετατράπηκε στο ανήκουστο 2-1 αλλά και την ψυχολογία ενός ολόκληρου λαού. Η ισοπαλία με την Ισλανδία, η τριάρα της Κροατίας, οι τεσσάρες της Γαλλίας και της Γερμανίας. Το γκολ του Μάριο Γκέτσε το 2014, τα χαμένα πέναλτι στους διαδοχικούς Τελικούς με τη Χιλή. Όλα τα τραύματα ζωήρευαν ξανά, οι -θεωρητικά- επουλωμένες πληγές έτσουζαν και πάλι, έτοιμες να ανοίξουν και να υποδεχθούν το αλάτι μιας νέας, ακόμα μεγαλύτερης, απογοήτευσης.
Δεν θέλει και πολύ. Όταν το πράγμα στραβώσει από την αρχή στο Παγκόσμιο Κύπελλο, τότε είναι πραγματικά εύκολο να μη γυρίσει ποτέ πίσω, ακόμα κι αν μιλάμε για κολοσσούς. Ρωτήστε τη Γαλλία και την Ιταλία του 2010, την Ισπανία του 2014, τη Γερμανία του 2018. Ποδόσφαιρο είναι, αυτό το ερωτεύσιμο συνονθύλευμα τυχαίων, απρόβλεπτων, στιγμών που μπορούν να καθορίσουν τα πάντα. Συχνά άδικα.
Έτσι ήταν και για την Αργεντινή. Τα στοιχειά του παρελθόντος ετοιμάζονταν να καταβροχθίσουν ξανά τον ενθουσιασμό, Μια δεύτερη ήττα θα ήταν αρκετή, θα άνοιγαν το στόμα τους και θα ξέσκιζαν και πάλι τα όνειρα της «Albiceleste» με μανία. Αυτή τη φορά ωστόσο με τρόπο πολύ πιο σκληρό, πολύ πιο οριστικό. Αυτή, είπαμε, ήταν η τελευταία ευκαιρία.
Για αυτό τα πόδια ζύγιζαν τόνους, οριακά σηκώνονταν από το χορτάρι. Για αυτό τα μάτια στην κερκίδα βούρκωναν από την ένταση, αδυνατώντας να διαχειριστούν την κατάσταση. Για αυτό τα πνιγμένα από άγχος πρόσωπα έψαχναν καταφύγιο στα παγωμένα χέρια.
Και για αυτό ακριβώς το δώρο δεν μπορούσε να έρθει από κανέναν άλλον. Μόνο από εκείνον, μόνο από τον Λιονέλ Μέσι. Εις το όνομα του ιδίου, των συμπαικτών του, παιδιών, γυναικών και παππούδων. Εις το όνομα ολόκληρης της Αργεντινής. Εξουδετερωμένος σε όλο το πρώτο μέρος, βυθιζόταν κι αυτός στον βούρκο, όσο έβλεπε το κάστρο που είχε χτίσει το σκληροτράχηλο Μεξικό έξω από την περιοχή του να σβήνει με άνεση κάθε εστία κινδύνου, πριν καν αυτός φυτρώσει στα τείχη του. Μα η αδράνεια δεν ήταν ποτέ του στυλ του, ό,τι κι αν του έχουν προσάψει άδικα κατά καιρούς.
Πάντα ήθελε την μπάλα, πάντα ήταν αυτός που έκανε τα πράγματα να συμβαίνουν. Και ειδικά τώρα δεν θα μπορούσε να πράξει διαφορετικά. Τώρα όλα είχαν πιο βαρύνουσα σημασία. Αν δεν γινόταν τώρα, ποτέ. Σε αντίθεση με τη γαλανόλευκη κερκίδα, το Μεξικό δεν είχε καν αγχωθεί μέχρι τότε. Μα όταν η μπάλα φτάνει σε αυτά τα πόδια, στα πόδια του Μέσι, η ανησυχία είναι φυσική κι επόμενη.
Ακόμα κι αν βρίσκεται σχεδόν τριάντα μέτρα μακριά από τέρμα, ακόμα κι αν έχει γύρω του ελάχιστες επιλογές, μπροστά του πέντε απροσπέλαστες πράσινες φανέλες κι ακόμα μια να του αδειάζει την κλεψύδρα σκέψης και δράσης, σπριντάροντας μαινόμενα προς το μέρος του για να τον κλείσει, με το που κάνει το πρώτο κοντρόλ. Και πίσω τους τον εξαδάκτυλο Οτσόα, ο οποίος σε κάθε Μουντιάλ μεταμορφώνεται σε κράμα Νόιερ και Κασίγιας.
Δεν υπάρχει τίποτα, τίποτα που να δίνει την αίσθηση πως μπορεί να προκύψει κάτι καλό από αυτή τη συνθήκη. Αλλά κι αυτός δεν χρειάζεται τίποτα. Τίποτα παραπάνω από την μπάλα στα πόδια του. Ρωγμή στον χρόνο, παύση, επανακαθορισμός του μέλλοντος, του επόμενου δευτερολέπτου. Όταν τα πάντα θα είναι ήδη ολότελα διαφορετικά.
Πάντα το χάιδευε το τόπι με το ευλογημένο αριστερό του, πάντα το καθοδηγούσε μαγικά με ηρεμία και απόλυτα κομψές κινήσεις. Όμως τώρα δεν ήταν ώρα για χάδια, δεν χρειαζόταν αυτό. Τη διέλυσε σχεδόν εκείνη την μπάλα, τη χτύπησε με οργή, με δύναμη που ανέβλυζε από όλο το χάος μέσα του. Τα φαντάσματα στοίχειωναν κάθε Αργεντινό. Και αυτόν. Απλώς αυτός ήταν ο μόνος που είχε τη δυνατότητα να τα διαλύσει.
Κι έτσι, διοχέτευσε όλη του τη δίψα, όλη την αποφασιστικότητα, όλη την άρνησή του να παραδοθεί ξανά στη γνώριμη μοίρα, όλα του τα μεσαία δάκτυλα προς τον χλευασμό, όλο του το απωθημένο, όλο τον πόνο των μισάνοιχτων πληγών, όλη του τη σιγουριά πως αυτή τη φορά τα πράγματα θα γίνουν διαφορετικά. Όλο του το “είναι” σε αυτό σουτ, το οποίο σύρθηκε με αστραπιαία ταχύτητα στο χορτάρι και καρφώθηκε με μανία στη γωνία του τέρματος, εκεί όπου και ο Θεός ο ίδιος δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα για να αποτρέψει το γεγραμμένο.
Ο Μέσι είχε αποφασίσει να σκοράρει από το τίποτα. Και τίποτα δεν θα μπορούσε να τον σταματήσει. Φωτιά. Φωτιά στην κερκίδα, φωτιά στην ψυχή, φωτιά στα μάτια. Το δώρο της φωτιάς από τα πόδια ενός “Τιτάνα”. Το σουτ που άλλαξε τα πάντα.
Τα δίχτυα αγκάλιασαν την μπάλα, το άγχος έλιωσε σαν στήλη πάγου στο χείλος ηφαιστείου και τα τέρατα των φόβων έτρεξαν να κρυφτούν ξανά στις ξεχασμένες και σκονισμένες γωνιές του μυαλού, τρεμάμενα από την ολόλαμπρη ηλιαχτίδα που μόλις είχε κάνει την εμφάνισή της. Τα μάτια βούρκωσαν ξανά, ούτε αυτή την κατάσταση μπορούσαν να διαχειριστούν. Αλλά αυτή τη φορά από τη χαρά και τη λύτρωση που έπνιγαν το μέσα τόσων ανθρώπων. Το τραγούδι άρχισε και πάλι, η καρδιά επέστρεψε στη θέση της κι η πίστη και το θάρρος την πλημμύρισαν σαν χείμαρροι.
Και τώρα; Στο “μετά”, πού βρισκόταν η αλήθεια της στιγμής; Παντού φυσικά. Στα σφιγμένα χέρια του Μέσι με τις ιπτάμενες φλέβες, τα οποία άνοιξαν θριαμβευτικά σαν αεροτομές στο σπριντ της εκτόνωσης προς τη φρενιασμένη κερκίδα. Στις αγκαλιές που έπνιξαν τον ηγέτη τους, γιατί δεν μπορούσαν να εκφράσουν αλλιώς το «ευχαριστώ» τους. Στη δική του πανηγυρική κραυγή, στο «Είμαι εδώ, είμαστε ακόμη ζωντανοί», το οποίο φώναξε ηχηρά προς όποια δύναμη τού στερούσε για τόσον καιρό αυτό που ποθούσε πιο πολύ. Στο διαλυμένο πρόσωπο του Πάμπλο Αϊμάρ στον πάγκο της Αργεντινής, ο οποίος δεν μπόρεσε παρά να αφεθεί στο συναίσθημα και διαλύθηκε στο κλάμα εκείνη την ίδια στιγμή. «Ήταν μια έκρηξη για όλο αυτό. Δεν κοιμόμασταν τόσες μέρες και μετά ήρθε αυτό το γκολ», θα πει μετά.
Ο Παμπλίτο πλάνταξε, πριν καν λήξει το παιχνίδι. Δεν χρειαζόταν το τελευταίο σφύριγμα, δεν χρειαζόταν το πανέμορφο γκολ του Έντσο Φερνάντες που κλείδωσε τη νίκη, που ασφάλισε το οξυγόνο στην μπουκάλα. Τίποτα. Μόνο το σουτ εκείνου, το οποίο γεννήθηκε από το τίποτα για να αλλάξει τα πάντα.
Η επιστήμη πλέον μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα. Οι πιθανότητες μιας προσπάθειας να γίνει γκολ υπό εκείνες τις συνθήκες ήταν 3%. Μα δεν υπήρχε πιθανότητα να αφήσει ο Μέσι τις πιθανότητες να κρίνουν τη δική του μοίρα. Έπρεπε να σκοράρει και το έκανε. Θα το έκανε κάπως, με κάποιον τρόπο. Και επέλεξε τον πιο εκκωφαντικό.
«Ξέραμε ότι απόψε η μόνη μας επιλογή ήταν να νικήσουμε». Όση ένταση είχε μέσα στο χορτάρι, τόση πραότητα και ηρεμία είχε μετά την τεράστια στιγμή του, στις δηλώσεις του. «Σήμερα ξεκίνησε ένα νέο Μουντιάλ για εμάς». Και είχε δίκιο. Το Μουντιάλ του 2022 είχε μόλις ξεκινήσει για εκείνη την Εθνική Αργεντινής.
Κανένας Αργεντινός δεν θα ξεχάσει ποτέ όσα ακολούθησαν, κανένας δεν θα ξεχάσει όσα έκανε ο Μέσι, το πόσο τέλειο ήταν το παιχνίδι του σε αυτή την ηλικία και αυτή τη σκηνή, τις πινελιές της μαγείας του που καθόρισαν κάθε νοκ άουτ παιχνίδι. Κανείς δεν θα ξεχάσει την εικόνα του, το φιλί του στο ολόχρυσο τρόπαιο, το τελευταίο αγκάθι που ξεριζώθηκε από μέσα του, γιατί όλα όσα ποτέ θέλησε πλέον βρίσκονταν στα χέρια του. Τους δρόμους που πλημμύρισαν από κόσμο, τις αγκαλιές, τα κλάματα, τους σπαραγμούς ευτυχίας κάθε τρελαμένου Αργεντινού. Όλα θα μείνουν εις τους αιώνες των αιώνων στην ιστορία.
Και όλα ξεκίνησαν από το δώρο του “Τιτάνα”, από αυτό το σουτ. Το σουτ που άλλαξε τα πάντα, για πάντα. Δεν υπήρξε πιο σημαντική στιγμή. Τίποτα δεν ήταν ίδιο πριν από αυτό το γκολ, τίποτα δεν ήταν ίδιο μετά το δώρο της φωτιάς του Μέσι. Ένα φλογερό δώρο προς την ομάδα του, την πατρίδα του, τον κόσμο της, το ποδόσφαιρο. Μα κυρίως, ένα φλογερό δώρο στον ίδιο του τον εαυτό. Για αυτά που θα έρχονταν μετά.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ενότητα «LEO MESSI» / Ενότητα «MUNDIAL 2022»