Από τον Αύγουστο του 2024 ξυπνάω διαφορετικά!
Έχουν αλλάξει πολλά πράγματα στη ζωή μου λόγω του Χάλκινου Ολυμπιακού μεταλλίου. Το βασικό είναι ότι μπορώ να συνεχίσω την κωπηλασία και τον πρωταθλητισμό, εφόσον το βιοποριστικό κομμάτι εξασφαλίζεται με κάποιον διορισμό, ο οποίος είναι αποτέλεσμα του μεταλλίου. Διαφορετικά, θα έπρεπε να συνεχίσω τη σχολή μου, το Βιολογικό Αθηνών. Φυσικά, θα παραμείνω στις σπουδές μου, αλλά θα είμαι λίγο πιο χαλαρός με τα μαθήματα.
Όσο ήμασταν στην προετοιμασία για τους Ολυμπιακούς, υπήρχε στο μυαλό μου ότι τρέχω στους Αγώνες του Παρισιού, τρέχω και στο Παγκόσμιο ένα μήνα μετά, αλλά στη συνέχεια γυρίζω στη σχολή μου και σταματάω την ενεργή μου δράση από την Εθνική ομάδα. Ήταν κάτι το οποίο δεν ήθελα σε καμία περίπτωση, αλλά προφανώς θα έπρεπε να γίνει.
Όλο αυτό το διάστημα όμως με στήριζε η οικογένειά μου, οι γονείς μου. Ακόμη και τώρα είναι ουσιαστικά οι χορηγοί μου, δεν έχει προκύψει βοήθεια από κάποιον χορηγό, δεν έχουμε κάτι χειροπιαστό. Στο άθλημά μας, ως γνωστόν, για να συνεχίσουν οι Πρωταθλητές, πρέπει να έχουν στήριξη από πίσω ή χορηγό, αλλά στην κωπηλασία έρχονται ελάχιστοι.
Στο Παρίσι λοιπόν ήταν οι γονείς μου, η αδερφή μου και τα ξαδέρφια μου, δεν το έχαναν με τίποτα. Ο πατέρας μου και η μητέρα μου έχουν έρθει σχεδόν σε όλους μου τους αγώνες, ακόμα και στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του Καναδά βρήκαν τρόπο και ήρθαν.
Ποτέ δεν είπαν και ποτέ δεν πρόκειται να πουν λοιπόν «τώρα έχεις οικονομικά προνόμια με τον διορισμό, αναλαμβάνεις τη ζωή σου», γιατί ποτέ δεν με έχουν δει ως βάρος. Αλλά κι εγώ προσπαθώ να κρατάω χαμηλούς τόνους σε αυτά τα θέματα. Αναμφισβήτητα, βοηθάει στο άθλημά μας το γεγονός ότι μένουμε τον περισσότερο καιρό στο κωπηλατοδρόμιο του Σχινιά, οπότε στέγη, φαγητό και οι αγώνες μας είναι καλυμμένα από την Ομοσπονδία. Τα προσωπικά μας έξοδα όμως είναι δικά μας.
Αυτό που αναπολώ περισσότερο από τους Ολυμπιακούς Αγώνες είναι η προετοιμασία με όλην την ομάδα, πριν πάμε στο Παρίσι. Έσφιξαν οι σχέσεις μας πολύ εκείνο το διάστημα, εκείνον τον μήνα που προπονούμασταν κοντά στη Λιόν, στο Σαμπερί. Όλη η ατμόσφαιρα, όλη η ψυχολογία της ομάδας ήταν φοβερή, το πώς λειτουργούσαμε, ήμασταν ένα όλοι μαζί.
Θυμάμαι πάντα με χαμόγελο αυτό το δέσιμο που είχαμε στη βάρκα με τον Πέτρο (σ.σ. Γκαϊδατζή). Το πώς νιώθαμε τη βάρκα να τσουλάει πάνω στο νερό ήταν μοναδικό, αγγίξαμε το καλύτερο για εμάς.
Είχα κλείσει το κινητό μου από το πρωί, το είχα αφήσει ανοιχτό μόνο για το ξυπνητήρι και μετά το είχα όλη την ημέρα σε λειτουργία πτήσης μέχρι και τον αγώνα. Φυσικά, είχα μιλήσει με τους γονείς μου, οι οποίοι ήταν ούτως ή άλλως στη Γαλλία, με τα ξαδέρφια μου είχαμε κάνει μια βιντεοκλήση λίγο πριν, είχα μιλήσει και με έναν πολύ καλό μου φίλο από τον Όμιλό μου. Πρέπει να τα διαχειριζόμαστε αυτά πριν από την κούρσα, γιατί με τη συνεχή επικοινωνία μπορεί να πάρει το μυαλό μας αέρα ή το αντίθετο, να μας καταβάλει.
Κατά τη διάρκεια της κούρσας άκουγα τον πατέρα μου να φωνάζει «Ελλάς», καθώς είναι ο άνθρωπος που, σε όποιον αγώνα και να βρεθεί, θα τον ακούσουν όλοι, φωνάζει πολύ δυνατά. Φυσικά, τον άκουσα και στο τέλος της κούρσας, όταν ήμασταν κοντά στις κερκίδες.
Μέσα στην βάρκα δεν μιλάμε πολύ. Θυμάμαι είχα πει στον Πέτρο «πάμε, σκύλε μου, το έχουμε, να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε, πάμε να περάσουμε καλά». «Πάμε, σκύλε μου» ως έκφραση είναι σαν το «πάμε, παιχταρά μου». Φυσικά, πρέπει να έχουμε κάποια επικοινωνία κατά τη διάρκεια του αγώνα, πχ για το πότε θα κάνουμε αλλαγές, για τη στρατηγική που θα ακολουθήσουμε, για την οποία μας έχει μιλήσει από πριν ο προπονητής, κτλ.
Εν προκειμένω λοιπόν, η στρατηγική ήταν να κάνουμε ό,τι κάνουμε στην προπόνηση. Αφού μπορούσαμε να το κάνουμε εκεί, ας το κάναμε και στους αγώνες χωρίς άγχος. Και αυτό εν τέλει δούλεψε.
Ο επίκοπος, αυτός που δίνει τον ρυθμό δηλαδή, είναι ο Πέτρος κι εγώ είμαι εκείνος που ακολουθεί. Προσπαθώ να έχω τον επίκοπο όσο πιο ανάλαφρα γίνεται μέσα στην βάρκα, να τον βοηθάω ώστε να δίνει τον ρυθμό του όσο πιο εύκολα μπορεί. Ο τόνος μου ήταν εμψυχωτικός, δεν μπορείς να βγάλεις εκείνη την ώρα με 190 παλμούς πολλές λέξεις, αλλά θυμάμαι τα τελευταία πενήντα μέτρα να γυρίζω και να του λέω «πάρ’ το Ασημένιο, δικό σου!».
Δεν μας χάλασε το Χάλκινο μετάλλιο, ήμασταν κυριολεκτικά το αουτσάιντερ, το πλήρωμα που είχε πάρει τελευταίο πρόκριση για τους Ολυμπιακούς Αγώνες δυο μήνες πριν. Οπότε είμαστε ευχαριστημένοι και με το παραπάνω.
Βλέποντας την κούρσα για πρώτη φορά τρεις μήνες μετά, σκέφτηκα μεν «κρίμα», ξέρω όμως ότι αυτό ήταν! Σαν να ήμασταν σε αμάξι με πέντε ταχύτητες, να θέλαμε και έκτη, αλλά να μην υπήρχε. Πηγαίναμε τέρμα.
Στα πρώτα 1.500μ. πρέπει να παίζεις με τις σκέψεις σου, ούτως ή άλλως δεν μπορείς να ακούσεις και πολλά από το περιβάλλον, λόγω της πίεσης που ασκείται εκείνη τη στιγμή στο σώμα σου. Εγώ πχ σκεφτόμουν ότι πηγαίναμε για μετάλλιο, ίσως και Χρυσό σε κάποια φάση. Επειδή είμαι λίγο “περίεργος”, μπορεί επίσης να κάθομαι και να μετράω κουπιές, να μετράω τα μέτρα, δεν το κάνουν πολλοί, αλλά εμένα με βοηθάει να μένω συγκεντρωμένος στην τεχνική μου, να μη χάνομαι, ενώ ταυτόχρονα έβλεπα την πλάτη του Πέτρου για να τον ακολουθήσω και κοιτούσα λίγο δεξιά μας τους Ιρλανδούς, οι οποίοι κέρδισαν εν τέλει. Ουσιαστικά, θέλαμε να μείνουμε όση περισσότερη ώρα γινόταν πιο μπροστά τους. Όταν έκαναν αυτοί αλλαγές, έπρεπε να κάνουμε κι εμείς.
Ήταν η τέλεια κούρσα για εμάς, μπορεί να φάνηκε ότι δεν ήταν έτσι, διότι μας πέρασαν στο δεύτερο χιλιάρι, ήταν σαν να πέσαμε σε δύναμη, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι κάναμε το δεύτερο χιλιάρι δυο-τρία δευτερόλεπτα πιο γρήγορο, κάτι που δεν συμβαίνει κανονικά, το δεύτερο είναι πάντα πιο αργό απ’ το πρώτο.
Επειδή όμως ήταν Τελικός Ολυμπιακών Αγώνων και όλοι το κυνηγούσαμε στο έπακρο, δεν τα καταφέραμε. Δεν έχω κανένα “what if” στο μυαλό μου, ήταν η τέλεια κούρσα, το τέλειο κλείσιμο για τη χώρα μας στην ελαφριά κατηγορία.
Στο σημείο αυτό υπάρχει και το εξής συγκινητικό. Στους Ολυμπιακούς της Αθήνας το 2004 τα ελαφρά βάρη ξεκίνησαν, με τον κύριο Βασίλη Πολύμερο και τον κύριο Νίκο Σκιαθίτη, τους οποίους είχα πάει να δω και εντελώς τυχαία εκείνη την ημέρα, να κατακτούν το Χάλκινο μετάλλιο. Είκοσι χρόνια μετά, στην τελευταία διοργάνωση για τα ελαφρά βάρη, πήραμε το ίδιο, το Χάλκινο, μετάλλιο!
Μάλιστα, όταν ξεκίνησα κωπηλασία στον Ελληνικό Ναυτικό Όμιλο Αιγυπτιωτών, ο κύριος Βασίλης ήταν ο πρώτος μου προπονητής και στη συνέχεια είχα τη σύζυγό του, την κυρία Χρύσα Μπισκιτζή, η οποία είναι επίσης Ολυμπιονίκης!
Όσον αφορά στην κατηγορία μας, τα ελαφρά βάρη, είμαι 1.83 και ο μέσος όρος του βάρους του πληρώματος στους αγώνες πρέπει να είναι 70 κιλά (στο Παρίσι ήμασταν περίπου 69.5), καθώς πάνω από 72.5 θεωρείσαι «βαρύς» ως κατηγορία. Πλέον θα προσπαθήσουμε να πάμε όσο πιο κοντά στα 80 κιλά γίνεται, γιατί η έως τώρα κατηγορία μας, το σκιφ ελαφρών βαρών, καταργείται. Και όχι μόνο από τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Κατά μέσο όρο η βαριά κατηγορία (στην οποία έχω αγωνιστεί, ενώ ήμουν ελαφρύς), είναι 85 με 90 κιλά, αλλά, εάν φτάσω εκεί, δεν θα μπορώ να… κουνηθώ!
Βέβαια, κάνουμε πολλούς αγώνες στην Ελλάδα για τις προκρίσεις της Εθνικής, τύπου international regatta, έρχονται Σέρβοι, Λιθουανοί, παλιότερα είχαμε και τους Ρώσους, οπότε ανταγωνιζόμασταν με τους βαρείς. Το 2024 ήμουν ο πρώτος Έλληνας, αλλά και μεταξύ των ξένων αθλητών, έχοντας τα κιλά της ελαφριάς κατηγορίας. Κι ο Πέτρος είναι πάρα πολύ δυνατός, στους Ολυμπιακούς του Παρισιού είχαμε ίδιους χρόνους με τα μετάλλια της βαριάς κατηγορίας!
Από άποψη μοχλών, αναλογικά μπορεί να μην είμαι πολύ ψηλός, αλλά έχω πολύ μακριά άκρα, κάτι που με βοηθάει πάρα πολύ. Τρέχω με αντιπάλους 2.05-2.06 και δεν έχω νιώσει ποτέ μειονεκτικά στη βάρκα, μόνο στον προσομοιωτή χάνω. Το βλέπω και λίγο σαν τρέλα, «δεν με νοιάζει ποιος είσαι, θα σε περάσω, όσο ύψος και να έχεις, δεν πα’ να ‘σαι και ο Σβαρτζενέγκερ στον Ηρακλή!».
Όταν ήμουν μικρός, ήθελα να έχω φάρμα, μετά ήθελα να γίνω γιατρός ή πιλότος, αλλά, μεγαλώνοντας, ήθελα να γίνω ηθοποιός! Έτσι προέκυψε… η κωπηλασία! Ο σύζυγος της δασκάλας που είχα στο θέατρο ήταν Έφορος στην κωπηλασία του Ελληνικού Ναυτικού Ομίλου Αιγυπτιωτών. Στον παλιό Όμιλο υπήρχε εστιατόριο με Αιγυπτιακή κουζίνα, είχαμε πάει δυο-τρεις φορές μαζί με τη δασκάλα του θεάτρου να δοκιμάσουμε, είδα τις βαρκούλες και λέω «άντε να δοκιμάσω!». Με κέρδισε δηλαδή το φαγητό και έτσι ξεκίνησα το άθλημα! Ταυτόχρονα, η μητέρα μου ήθελε να με πάει μακριά από το ποδόσφαιρο, δεν της άρεσε που έπαιζα μπάλα τότε, οπότε ξεκίνησα το κουπί…
Η κλασική κωπηλασία, με την κούραση που έχει, πάντα μου άρεσε.
Έχω δοκιμάσει και παράκτια, επίσης πολύ ενδιαφέρον αγώνισμα, το οποίο απευθύνεται και σε μεγαλύτερο εύρος ηλικιών, ακόμα και σε μικρά παιδιά ή σε ενήλικες που θέλουν να δοκιμάσουν κάτι καινούργιο, καθώς είναι πολύ πιο εύκολες οι βάρκες στη διαχείριση, δεν τουμπάρουν εύκολα. Ωστόσο, εμένα μου άρεσε πάντα η κλασική.
Όσον αφορά στο μέλλον, ξέρω ότι η κωπηλασία είναι κάτι που αγαπώ, δεν μπορώ όμως να ξέρω το μετά. Το πλάνο είναι να παραμείνω στον χώρο και παράλληλα να τελειώσω τη σχολή μου. Είναι κάτι που με ενδιαφέρει, ειδικά κάποιοι τομείς της Βιολογίας μού αρέσουν πάρα πολύ, όπως οι ανανεώσιμες πηγές, η βοτανική οικολογία, γενικά ό,τι είναι πιο κοντά προς τη φύση. Όταν λοιπόν ολοκληρώσω την αθλητική μου δράση, θα έχω το πτυχίο μου και θα μπορέσω να δουλέψω πάνω στην έρευνα. Αν πάλι τα πράγματα δεν πάνε καλά, έχοντας τις γνώσεις για τη φύση, θα πάμε να ζήσουμε στο χωριό του πατέρα μου κοντά στον Βόλο, τον Πτελεό!
Ούτως ή άλλως, στη ζωή μου έχω ένα μότο, «να κάνεις ό,τι αγαπάς». Εάν κάνεις αυτό που αγαπάς, θα το κάνεις καλά, δεν θα γκρινιάζεις και στο τέλος θα είσαι χαρούμενος!
Ο Αντώνης Παπακωνσταντίνου είναι Χάλκινος Ολυμπιονίκης στην κωπηλασία.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Στέφανος Ντούσκος: Ζώντας Ένα Θαύμα
Μηλένα Κοντού: Αγαπάω να τραβάω κουπί
Ευαγγελία Αναστασιάδου: Κωπηλασία, το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής μου