Έπαθε -ή κόντεψε να πάθει- πολλά. Έζησε ακόμα περισσότερα.
Κινδύνευσε να μείνει παράλυτος, πριν καν κάνει τα πρώτα του βήματα, σκέφτηκε να αυτοκτονήσει στην εφηβεία του, είδε την οικογένειά του να τον αντιμετωπίζει σαν μηχάνημα ανάληψης μετρητών και να τον εκμεταλλεύεται, είδε συγγενείς του να απειλούν να τον δολοφονήσουν. Επέζησε από μια τρομοκρατική επίθεση, βλέποντας τις σφαίρες να περνούν ξυστά από το κεφάλι του και να σκίζουν τα στήθια των φίλων και συμπαικτών του. Τον χλεύασαν, τον έβρισαν, τον μηδένισαν.
Του συνέβησαν πολλά. Αλλά σίγουρα όχι το χειρότερο. Τουλάχιστον όπως το όρισε πριν δεκαετίες ολόκληρες ο Καρλ Γιουνγκ: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό, τίποτα χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε κάποιον, από το να γίνει τελείως κατανοητός». Πιθανότατα ο Εμάνουελ Αντεμπαγιόρ δεν βυθίστηκε ποτέ στις διδαχές του κορυφαίου Ελβετού ψυχαναλυτή, δεν διάβασε τα βιβλία του, δεν έψαξε το κρυμμένο νόημα στις ρήσεις τους. Μα με κάποιον τρόπο αυτή την ακολούθησε πιστά σε όλη του την ποδοσφαιρική ζωή.
Ορκισμένος ακατανόητος, διχαστικός, δυσανάγνωστος. Για κάποιους, αλαζονικό κωλόπαιδο που χαράμισε το ταλέντο του και, για άλλους, παρεξηγημένος ήρωας που χάρη στην μπάλα έσωσε τη ζωή του κι έφτιαξε τόσες άλλες. Αλλού τον λατρεύουν και αλλού τον μισούν, όμως πουθενά δεν τον καταλαβαίνουν πλήρως.
Σε κάθε γκολ, σε κάθε πλατύ χαμόγελο, σε κάθε έξαλλο πανηγυρισμό, σε κάθε μπλαζέ, αδιάφορη ενέργεια. Ήταν πάντα “ιριδίζων”, σαν πρίσμα που αλλάζει χρώμα ανάλογα με τη γωνία που το φως το χτυπά. Κι έτσι, άφησε άπαντες να αναζητούν τα αληθινά του χρώματα, να ψάχνουν μάταια μια απάντηση. Μόνο που μια και μόνο απάντηση για τον Εμάνουελ Αντεμπαγιόρ δεν υπάρχει.

Ο Εμάνουελ Αντεμπαγιόρ με τις φανέλες της Τότεναμ και της Ρεάλ Μαδρίτης / Photos by: INTIME.
Από την ανέχεια στα χάπια
Ένα γεμάτο ποτήρι νερό στο ένα χέρι και ένα βουνό από χάπια στο άλλο. Ήταν 16 ετών, μα ο Εμάνουελ βρισκόταν προ της πιο κρίσιμης απόφασης της ζωής του. Βασικά, την είχε ήδη πάρει, σε ένα δωμάτιο μόνος του. Ολομόναχος, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από ένα σπίτι που είχε χάσει κάθε έννοια ζεστασιάς, ασφάλειας, αγάπης. Το είχε αποφασίσει, ήταν έτοιμος να βάλει τέλος στη ζωή του. Αλλά δεν μπορούσε να το κάνει, χωρίς να αποχαιρετήσει τον κολλητό του. Και αυτό το τηλεφώνημα τον έσωσε.
Ξαφνικά, πριν προλάβει καν να το καταλάβει, είχε βρεθεί να κουβαλάει στους ώμους του δεκάδες άλλα άτομα, κυνηγώντας το δικό του όνειρο. Φυσικά ήθελε να τα βοηθήσει, ήταν το πρώτο πράγμα που ήθελε να κάνει, αλλά η κατάσταση είχε ξεφύγει προ πολλού. «Στη Μετζ έβγαζα περίπου 3.000 τον μήνα και η οικογένειά μου απαιτούσε να τους αγοράσω ένα σπίτι που έκανε 500.000. Το μόνο που ήθελα ήταν να τους βοηθήσω, αλλά με πίεζαν αφάνταστα. Δεν μπορούσα να διαχειριστώ όλη αυτή την πίεση. Ένα βράδυ καθόμουν στο κρεβάτι, ένιωθα πως δεν έχω κανέναν λόγο να ζω, αφού κανείς δεν ήταν χαρούμενος με μένα. Πήγα σε ένα φαρμακείο κάτω από το σπίτι μου και αγόρασα άπειρα χάπια. Στην αρχή δεν ήθελαν να μου δώσουν τόσα πολλά, αλλά τα πήρα με τη δικαιολογία πως θα τα δώριζα σε παιδιά στο Τόγκο. Τα είχα ετοιμάσει όλα, ήμουν έτοιμος να φύγω. Τα μεσάνυχτα πήρα τον κολλητό μου τηλέφωνο, με έπεισε πως έχω ακόμη λόγους να ζήσω».
Ο Αντεμπαγιόρ είδε το ταλέντο του να τον ανακηρύσσει από την εφηβεία ακόμα σε ισόβιο προστάτη των δικών του ανθρώπων και την αδηφαγία τους να τον πνίγει: «Στην Αφρική, όταν μια οικογένεια είναι φτωχή, υπάρχει τεράστια αλληλεγγύη. Αλλά, όταν ένας τα καταφέρνει, είναι σαν να χρωστάει σε όλο το χωριό μετά».
Σε ένα τέτοιο αυτοσχέδιο χωριό γεννήθηκε κι αυτός, σε μια γωνιά της Λομέ, της πρωτεύουσας του Τόγκο. «Αν είχες τη δική μου παιδική ηλικία, θα καταλάβαινες ότι μια χαμένη ευκαιρία δεν έχει καμία σημασία». Αυτή είναι η αγαπημένη του απάντηση και στην πραγματικότητα περιγράφει τέλεια όσα έζησε μικρός. Περνούσε τα βράδια στοιβαγμένος δίπλα στα αδέρφια του, με ελάχιστο φαγητό και μια ανύπαρκτη στην πραγματικότητα οροφή που πλημμύριζε και διαλυόταν στην πρώτη στάλα βροχής. Αυτό ωστόσο ήταν μια ευκαιρία να μαζέψουν νερό.

Ο Εμάνουελ Αντεμπαγιόρ σε ηλικία 17 ετών με τη φανέλα της Μετς.
Ούτε αυτό είχαν. Ως μικρότερος, ο Εμάνουελ χρεωνόταν την αγγαρεία. Έψαχνε, έβρισκε, έφτιαχνε αντικείμενα σαν μπολ για να συγκεντρώσει όσο περισσότερο νερό μπορούσε. Το παράπηγμα ίσως είναι σχεδόν πολυτελές μπροστά στο σπίτι της οικογένειάς του. Δεν υπήρχαν μπάνιο, τουαλέτα, κουζίνα. Τίποτα απολύτως. «Σημασία δεν έχει τι έζησα, αλλά τι έγινα μέσα από αυτό», λέει, κι ας είχαν μόνο ο ένας τον άλλον και την πίστη τους.
Την ίδια πίστη που λέγεται πως έσωσε τον Αντεμπαγιόρ, ο οποίος για καιρό έδειχνε όχι απλώς πως δεν θα μπορεί να παίξει ποδόσφαιρο αλλά ότι δεν θα μπορεί καν να περπατήσει. Όσο τα υπόλοιπα παιδάκια της ηλικίας του άρχιζαν να κάνουν τα πρώτα τους βήματα, να τρέχουν, να παίζουν, εκείνος δεν μπορούσε καν να σταθεί στα πόδια του. Δεν περπατούσε μέχρι τα έξι του χρόνια, μόνο μπουσουλούσε σαν μωρό. «Οι γονείς μου με είχαν πάει παντού, σε μάγους και ιερείς, ανησυχούσαν πολύ που δεν περπατούσα. Όταν έφτασαν στα όριά τους, με πήγαν σε μια εκκλησία. Τους είπαν πως θα με κρατήσουν εκεί και θα προσευχηθούν για εμένα για μια εβδομάδα. Αν δεν άλλαζε κάτι, είπαν πως θα έμενα παράλυτος για μια ζωή. Δεν άλλαξε. Μια εβδομάδα μετά, ήρθαν να με πάρουν και ακόμη δεν μπορούσα να περπατήσω.
Ήμουν ξαπλωμένος στο πάτωμα της εκκλησίας και η μητέρα μου έκλαιγε από πάνω μου, όταν μια μπάλα έφυγε από κάτι παιδιά που έπαιζαν πιο πέρα και με πέρασε ξυστά. Άρχισα να ουρλιάζω από τον φόβο μου. Την επόμενη στιγμή, σηκώθηκα και περπάτησα. Ήταν ένα θαύμα», έχει πει.
Και μπορεί ο Αντεμπαγιόρ να άργησε να περπατήσει, μα η ποδοσφαιρική του εξέλιξη ήταν ταχύτατη. Άρχισε να παίζει όπως τα άλλα παιδιά και γρήγορα άπαντες κατάλαβαν ότι είναι καλύτερος από όλα τους. Ακόμα κι αν το σώμα του δεν τον βοηθούσε. Ήταν πανύψηλος για την ηλικία του αλλά και απίστευτα λεπτός, σαν φτερό στον άνεμο.
Δύο τουρνουά με την Κ15 της Εθνικής Τόγκο ήταν αρκετά να πείσουν τον Φρανσίς Ντε Ταντεό να του δώσει την ευκαιρία. Δέκα χρόνια πριν δεν μπορούσε να περπατήσει, στα 16 του είχε αφήσει πίσω του τις προκλήσεις της παιδικής του ηλικίας και βρισκόταν στη Γαλλία και τη Μετζ, έχοντας πια όλα όσα χρειαζόταν για να κυνηγήσει το όνειρό του και μια καλύτερη ζωή. Αλλά και το ασύλληπτο βάρος που εκείνο το βράδυ έβαλε τα χάπια στο χέρι του. Το βάρος που δεν θα τον άφηνε ποτέ.

Ο Εμάνουελ Αντεμπαγιόρ σε ηλικία 18 ετών με τη φανέλα της Μετς.
Τυμπανοκρουσίες για τον βασιλιά
Δεν έφυγε από την πατρίδα του σαν ένα ακόμα παιδί με ταλέντο. Γιατί δεν ήταν μόνο αυτό. Έφυγε από τη Λομέ σαν βασιλιάς, γιατί τέτοιος έδειχνε πως μπορούσε να γίνει. Λίγο πριν μπει στο αεροπλάνο για τη Γαλλία, εκατοντάδες πιστοί του κατέκλυσαν το αεροδρόμιο με τύμπανα και τραγούδι. Τον ξεπροβόδισαν ως τον καλύτερο παίκτη του Τόγκο, με την ελπίδα πως κάποια μέρα θα ανταποδώσει.
Εντάχθηκε στην ακαδημίας της Μετζ και, όταν συνήθισε τη νέα του ζωή, το αφάνταστο για εκείνον κρύο, γρήγορα ξεπήδησε στην πρώτη ομάδα. Η πρώτη σκάρτη σεζόν του συνδυάστηκε με τον υποβιβασμό των «Grenat», όμως ο Εμάνουελ έμεινε εκεί και φρόντισε να μη σταματήσει να πυροβολάει για να επιμεληθεί της άμεσης επιστροφής της στα “σαλόνια”.
Ήταν 19 χρόνων και ήδη ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα, τόσο που ανάγκασε τη Μονακό να τρέξει για να τον προσγειώσει στο Πριγκιπάτο. Δεν ήταν απλό, μπήκε σε μια ομάδα που τότε είχε τον Μοριέντες, τον Πρσο, τον Ζιουλί, σε μια ομάδα που έφτασε μια ανάσα από την κορυφή της Ευρώπης και το Champions League.
Κι όμως με το θράσος του μπόρεσε να βάλει κι αυτός το δικό του λιθαράκι στη φανταστική πορεία των Μονεγάσκων.
Κι όταν τα αστέρια τους αποχώρησαν, εκείνος ήταν εκεί για να πάρει τη σκυτάλη και να τραβήξει τα βλέμματα πάνω του. Είχε αρχίσει να σκοράρει με συνέπεια, να μετατρέπεται σε πρωταγωνιστή, παρότι τα χρόνια του δεν συνηγορούσαν σε κάτι τέτοιο. Κι όμως εκείνος ηγούταν. Και το έκανε ακόμα περισσότερο για χάρη της πατρίδας του.

Δεκέμβριος 2003: Ο Εμάνουελ Αντεμπαγιόρ με τη φανέλα της Μονακό / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Άλλωστε, η αγάπη του για αυτή, η ευρωπαϊκή πια ανατροφή του και η εμπειρία του στο κορυφαίο επίπεδο δημιούργησαν ένα κράμα χρυσού για το Τόγκο και το ποδόσφαιρό του. Αυτή η ξεχασμένη λωρίδα γης στην Ανατολική Αφρική δεν ευλογήθηκε ποτέ με έναν πραγματικό αστέρα του παιχνιδιού, δεν βρήκε ποτέ αυτόν που θα της δώσει το θάρρος να ονειρευτεί τρελά. Μέχρι τον Αντεμπαγιόρ και το τρελό όνειρο που μπόρεσε να πλάσει.
Μόνο τέτοιο θα μπορούσε να είναι, μόνο μια τρελή ιδέα. Το Τόγκο σε ένα Μουντιάλ; Πώς; Μόνο με τον Εμάνουελ. Ντύθηκε δαίμονας, πέτυχε δέκα γκολ σε δέκα ματς, μα κυρίως βγήκε μπροστά, όταν οι συμπαίκτες του τον χρειάζονταν. Όμιλος απαιτητικός με ξεκάθαρα μεγαλύτερα μεγέθη, όπως η Σενεγάλη, η Λιβερία, το Κονγκό.
Τελευταία αγωνιστική στην έδρα του τελευταίου, με ανάγκη τη νίκη. Το Τόγκο έμεινε πίσω στο σκορ, μα ο Εμάνουελ ισοφάρισε στην τελευταία φάση του πρώτου μέρους και σάλπισε το σύνθημα. «Αν δεν προκριθούμε, δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου, δεν θα συγχωρήσω ούτε εσάς. Δεν μπορούμε να αποκλειστούμε τώρα, όχι μετά από όλη αυτή την προσπάθεια. Όλος ο λαός μας περιμένει να τα καταφέρουμε».
Βρυχήθηκε σαν λιοντάρι στα αποδυτήρια, 21 ετών βασιλιάς, δεν άφησε περιθώριο αποτυχίας για εκείνον και τους συμπαίκτες. Το θαύμα ολοκληρώθηκε. Νίκη με ανατροπή, πρόκριση σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο για πρώτη -και τελευταία μέχρι σήμερα- φορά.
Στην επιστροφή, τα τύμπανα χτυπούσαν ξανά στο αεροδρόμιο της Λομέ, αυτή τη φορά για τον Αντεμπαγιόρ και τη δική του ομάδα. Κι αν στα γήπεδα της Γερμανίας η απόδειξη έγραψε τρεις ήττες σε ισάριθμα ματς, η ιστορία -και ίσως και το δικό του σπουδαιότερο επίτευγμα- είχε ήδη γραφτεί για τους ανθρώπους του Τόγκο, οι οποίοι ήξεραν πια πως έχουν τον δικό τους βασιλιά. Άλλωστε, λίγους μήνες αφού οδήγησε μαεστρικά τη χώρα του στην πιο λαμπερή σκηνή του ποδοσφαίρου, ο Αντεμπαγιόρ χαλύβδωσε την ελίτ υπόστασή του, έγινε παίκτης της Άρσεναλ.

Ιούνιος 2006: Ο Εμάνουελ Αντεμπαγιόρ με τη φανέλα του Τόγκο / Photo by: Eurokinissi (AFP).
Η σφαίρα
Οι σφαίρες σκίζουν τον αέρα, διαλύουν τα τζάμια και εισβάλλουν βίαια στον διάδρομο του οχήματος. Τον Ιανουάριο του 2010 το λεωφορείο της Εθνικής του Τόγκο γίνεται στόχος τρομοκρατικής επίθεσης. Κάπου ανάμεσα στο Κονγκό και την Ανγκόλα μια ομάδα ανταρτών ξεκινά να εξαπολύει πυρά προς την αποστολή του Τόγκο. Δεν σταματά για 30 λεπτά, όσο ο Εμάνουελ και οι συμπαίκτες του κρύβονται όπως μπορούν. Τρία μέλη της αποστολής σκοτώνονται, πολλά τραυματίζονται. Οι σφαίρες εκτοξεύονται, περνούν ξυστά από το κεφάλι του κι εκείνος βλέπει την καθεμιά τους σαν κέρμα που γυρνάει, σαν κορώνα ή γράμματα, ένα συνεχές 50-50. Ζω ή πεθαίνω.
Δεν ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος μετά από αυτή την εμπειρία και με κάποιον τρόπο η ίδια εμπειρία αναπαριστά τον τρόπο με τον οποίον ο ίδιος χαράχθηκε στην ποδοσφαιρική συνείδηση. Σαν μια σφαίρα που δεν ξέρεις αν θα σε πετύχει. Αν σε πετύχει, τελείωσες. Αλλά ταυτόχρονα είναι το ίδιο πιθανό να μη σε πετύχει, να περάσει ανεκμετάλλευτη. Ένα τέτοιο 50-50 ήταν και η ποδοσφαιρική ζωή του στην ελίτ.
Υπήρχαν μέρες, περίοδοι, που ο Αντεμπαγιόρ δεν σταματιόταν. Δυνατός, γρήγορος, φονικός στον αέρα, φονικός στο έδαφος. Αποφασισμένος, θαρραλέος, διψασμένος. Δίχως υπερβολή, ένας από τους καλύτερους επιθετικούς στον κόσμο. Και άλλες που έδειχνε να μη νοιάζεται για τίποτα. Περπατούσε, βαριόταν, ήταν αδιάφορος για την ομάδα, σχεδόν αδιάφορος και για τον ίδιο του τον εαυτό, τσακωνόταν με όποιον έβρισκε μπροστά του. Αντιπάλους, συμπαίκτες, προπονητές.
Κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει το ταλέντο του, αλλά κανείς ποτέ δεν το είδε και να ξετυλίγεται ολόκληρο.
Προσγειώθηκε σε μια Άρσεναλ γεμάτη επιθετικό ταλέντο και, με τη χαρακτηριστική του αυτοπεποίθηση, αυτή την “ανιωθίλα” για τη δυσκολία των συνθηκών, μπόρεσε να βρει ρόλο ανάμεσα στον Μπέργκαμπ, τον Ανρί, τον Φαν Πέρσι. Στα καλύτερά του, ήταν ο καλύτερός. Κουβάλησε την Άρσεναλ σχεδόν μέχρι το Πρωτάθλημα το 2008, πετυχαίνοντας 24 γκολ στην Premier League, όταν οι «Gunners» τερμάτισαν μόλις τέσσερεις βαθμούς πίσω από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Στα χειρότερά του, ήταν ο χειρότερος. Συχνά εξαγρίωνε μέχρι και τους ίδιους τους οπαδούς του με τη στάση του.

Φεβρουάριος 2007: Ο Εμάνουελ Αντεμπαγιόρ με τη φανέλα της Άρσεναλ κόντρα στον Μανουέλ Ντα Κόστα της PSV Αϊντχόφεν / Photo by: Eurokinissi (ANP Photo).
Κανείς δεν ήξερε ποια πλευρά του θα δει. Κάθε ματς, κάθε μήνας, κάθε σεζόν ήταν και ένα γύρισμα του κέρματος. Μπορούσες να ελπίζεις στο καλύτερο και να πάρεις το χειρότερο. Ή το αντίστροφο. Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει ποια θα είναι η πορεία αυτής της σφαίρας, αν θα βρει μοιραία στο ψαχνό ή αν θα πετάξει ανεκμετάλλευτη στον αέρα.
Ποτέ του όμως δεν έπαιξε πραγματικά απελευθερωμένος, ποτέ του δεν μπορούσε να σκεφτεί μόνο το ποδόσφαιρο. Η επιτυχία του είχε ένα τίμημα, εκείνο το βάρος που πάντα θα κουβαλούσε. Ο Αντεμπαγιόρ ξέσπασε το 2015, όταν ουσιαστικά αποχαιρετούσε το κορυφαίο επίπεδο. Σε ένα μακροσκελές “κατηγορώ”, μίλησε ανοιχτά για τη σχέση του με την οικογένειά του.
Για τη μητέρα του, η οποία τον έπαιρνε τηλέφωνο, όταν ήταν τραυματίας, και δεν τον ρωτούσε ποτέ πώς ήταν, μόνο του ζητούσε χρήματα. Για τα αδέρφια του, τα οποία του έβαλαν ένα μαχαίρι στον λαιμό, την ώρα που κοιμόταν, για να κλέψουν πράγματα από το πολυτελές σπίτι στο οποίο ούτως ή άλλως τα φιλοξενούσε.
«Αν νομίζετε ότι έτσι θα γίνουν καλύτερα τα πράγματα, τελειώνετε. Σκοτώστε με», τους είπε. Ήταν οι ίδιοι μαζί με τη μητέρα τους που τον εκβίαζαν ότι, αν δεν τους δίνει όλο και περισσότερα χρήματα, ό,τι ακριβώς ζητούσαν, θα διασπείρουν κάθε λογής άσχημη φήμη για εκείνον στα media.
Κι όλα αυτά, ενώ ποτέ δεν τους αρνήθηκε τίποτα, ποτέ δεν τους είπε ότι δεν θα μοιραστεί όσα έχει. Μα δεν μπορούσαν να δεχθούν όλο αυτό να γίνει με βιώσιμο τρόπο. Ακόμα κι αυτοί βρέθηκαν να αγγίζουν πράγματα που δεν μπορούσαν καν να φανταστούν ότι θα δουν. Κανείς δεν μπορεί να τους ψέξει, χωρίς να έχει ζήσει όσα έχουν ζήσει εκείνοι. Αλλά ο Εμάνουελ μπορούσε. Και το έκανε για να πει τη δική του αλήθεια. «Ποτέ δεν νοιάστηκαν για εμένα. Στα δικά τους μάτια δεν είχαν σημασία όσα ήμουν ή όσα έκανα. Μόνο όσα κέρδιζα», έχει πει.
Το βάρος ήταν εκεί, δίπλα του, μέσα του, στους λαβυρίνθους της ψυχής του, σε κάθε ποδοσφαιρικό του βήμα. Η οικογένειά του πάντα τον μπέρδευε. Και όσα δύσκολα και αν τον έκανε να νιώθει, εκείνος πάντα την προστάτευε. Πάντα.

Ο Εμάνουελ Αντεμπαγιορ στο πλευρό της μητέρας του.
Ακόμα και η πιο εμβληματική του στιγμή, αυτός ο πανηγυρισμός στο γκολ που πέτυχε με τη Μάντσεστερ Σίτι κόντρα στην Άρσεναλ, πηγάζει από αυτή την περίπλοκη σχέση. Ήταν το πρώτο του ματς απέναντι στους Λονδρέζους μετά την πολύκροτη μετακόμισή του και ορισμένοι ανεγκέφαλοι φίλοι των «Gunners» επέλεξαν να προσβάλουν τους δικούς του ανθρώπους. «Ο πατέρας σου πλένει ελέφαντες και η μητέρα σου είναι πόρνη», φώναζαν σε όλο το παιχνίδι.
Μέχρι το κεφάλι του σαν δυναμίτης να στείλει την μπάλα στα δίχτυα. Τι να πει κανείς για αυτό το σπριντ; Αυτή την εκτόνωση της συσσωρευμένης οργής και πίεσης; Έτρεξε όλο το γήπεδο. «Και 2 εκατ. να με έβαζαν να πληρώσω για τον πανηγυρισμό μου, θα το έκανα ξανά. Άκουγα 5.000 ανθρώπους να βρίζουν την οικογένειά μου, χωρίς να ξέρουν τίποτα για αυτούς. Όταν γλίστρησα στα γόνατά μου και άνοιξα τα χέρια μου μπροστά τους, ένιωσα πως κανείς δεν μπορούσε να με ακουμπήσει. Μου πετούσαν τα πάντα, τηλέφωνα, μπουκάλια. Ούτε που κουνήθηκα, τίποτα δεν με πετύχαινε. Ήταν μια λύτρωση για εμένα», θα πει χρόνια μετά.
Ακόμα κι αυτό είναι δυσνόητο. Πώς μπορεί κάποιος που δεδομένα έχει πληγωθεί τόσο πολύ από την οικογένειά του, να μετατραπεί σε ταύρο σε υαλοπωλείο για ένα σύνθημα κατά της; Όποιος προσπάθησε να βγάλει νόημα από τον Αντεμπαγιόρ όμως, δεν τα κατάφερε ποτέ. Από τη Λομέ μέχρι την Άρσεναλ, τη Μάντσεστερ Σίτι, το ουρανοκατέβατο εξάμηνο στη Ρεάλ, την Τότεναμ, την Τουρκία, την Παραγουάη, ο Εμάνουελ παρέμεινε κάτι σαν παρεξηγημένος. Ικανός για το πιο εντυπωσιακό και το πιο απογοητευτικό.
Είπαμε, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει ποια θα είναι η πορεία της σφαίρας που υπήρξε, αν θα βρει μοιραία στο ψαχνό ή αν θα πετάξει ανεκμετάλλευτη στον αέρα. Και για πάντα οι απόψεις θα διίστανται.
Για κάποιους, θα είναι το αλαζονικό κωλόπαιδο που πέταξε στα σκουπίδια το ταλέντο του, αφού παρά τη σπουδαία του καριέρα θα μπορούσε να έχει πετύχει ακόμα περισσότερα. Και για άλλους, ένα παιδί που έσκισε τα όριά του και πέτυχε πράγματα που κάποτε θα δυσκολευόταν καν να ονειρευτεί. Για κάποιους, θα είναι ο τύπος που δεν μπόρεσε ποτέ να ελέγξει τη φλόγα μέσα του, να δαμάσει το μυαλό και την ψυχή του. Για άλλους, αυτός που ξεπέρασε όλα τα σχεδόν ανυπέρβλητα πνευματικά εμπόδια που τόσο συχνά έπεφταν βαριά στον δρόμο του.
Έντονος, ακατανόητος, διχαστικός. Ή μάλλον “ιριδίζων”, σαν πρίσμα που αλλάζει χρώμα ανάλογα με το φως που το χτυπά. Ο Εμάνουελ Αντεμπαγιόρ δεν ήταν ποτέ ένα χρώμα, δεν έκρυβε μια απάντηση. Όλα ήταν θέμα φωτός. Και τη δική του ιστορία ο καθένας έχει την ελευθερία να τη φωτίσει όπως ποθεί.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: