Λέγεται ότι η μοίρα δείχνει πάντα τα σημάδια και προειδοποιεί.
Εναπόκειται στην τύχη και στην ανθρώπινη αντίληψη εάν θα τα διαγνώσει έγκαιρα και θα προφυλαχθεί από αυτά.
Η Boulogne–sur–Mer είναι μια μικρή, γραφική πόλη στη γαλλική ακτή της Μάγχης. Εκεί πέθανε εξόριστος ο Χοσέ ντε Σαν Μαρτίν, εθνικός ήρωας της Αργεντινής και απελευθερωτής της Χιλής και του Περού από την ισπανική κυριαρχία.
Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, στο Μπουένος Άιρες, στην καρδιά της συνοικίας της Μπαλβανέρα, ο κεντρικός δρόμος πήρε κι αυτός τ’ όνομά του από τον σπουδαίο Αργεντινό επαναστάτη: «οδός Boulogne-sur-Mer».
Εκεί, ανάμεσα στα κακοδιατηρημένα αρχοντικά με τα ψηλά ταβάνια και την αύρα της ευπρεπούς φτώχειας, γεννήθηκε στις 3 Απριλίου του 1984, ο Μαξιμιλιάνο Γκαστόν Λόπεζ – γνωστός σε όλους μας απλώς ως Μάξι Λόπεζ.
Στα βόρειο τμήμα του Μπουένος Άιρες, ξανά για να τιμηθεί ο εθνικός ήρωας, υπάρχει ακόμη μια Boulogne sur Mer.
Η μόνη διαφορά της με τη γαλλική Βουλώνη και τον δρόμο στην πρωτεύουσα είναι ότι η ονομασία δεν έχει παύλες. Αριθμεί περίπου 70 χιλιάδες κατοίκους, είναι ό,τι εγγύτερο σε επαρχιακή πόλη όπως θα την είχε ένας νοτιοευρωπαίος στο μυαλό του.
Στις 10 Δεκεμβρίου του 1986, στη Boulogne sur Mer (χωρίς παύλες) γεννήθηκε η Βάντα Νάρα.
Η μοίρα λοιπόν ήταν πάντα εκεί. Διακριτικά, αλλά ήταν.
Δύσκολο να τη λογαριάσει ένα παιδί που από την εφηβεία του το αποκαλούσαν “Gallina de Oro” και θεωρούσε ότι η δική του ήταν προδιαγεγραμμένη. Εύκολα χάνεται η λογική και το μυαλό. Και στο ποδόσφαιρο και στον έρωτα.
Όταν 25 Ιανουαρίου του 2005 ο Μάξι Λόπεζ πόζαρε περήφανα ανάμεσα στον πρόεδρο της Μπαρσελόνα Ζουάν Λαπόρτα και τον καινούριο του προπονητή, Φρανκ Ράικαρντ, ήταν ένα από τα πιο καυτά ονόματα στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο.
Είχε καταπλήξει ειδικούς και μη με τις εμφανίσεις του στην ομάδα που ξεκίνησε και ανδρώθηκε, την Ρίβερ Πλέιτ και είχε αναγκάσει τους Καταλανούς να επενδύσουν στο πρόσωπό του 6μισι εκατομμύρια ευρώ λίγο πριν εκπνεύσει το συμβόλαιό του με τους Millonarios.
Στην Μπάρσα κατέφθασε γεμάτος όνειρα, με προίκα τα τρία συνεχόμενα πρωταθλήματα Clausura, με τις περγαμηνές ενός παιδιού που από τα 17 του χρόνια εξέφραζε νέα, πρωτοείσακτα στοιχεία ενός μοντέρνου all–around επιθετικού. Του επιθετικού της νέας δεκαετίας.
Δεν σκόραρε πολύ, είχε όμως μια σπάνια ικανότητα να δημιουργεί προϋποθέσεις για τους συμπαίκτες του, να ανοίγει χώρους και να αποδιοργανώνει τις άμυνες όπως ελάχιστοι επιθετικοί ποδοσφαιριστές μέχρι τότε.
Στην Βαρκελώνη επρόκειτο να χτίσουν επάνω του, η εποχή Ροναλντίνιο ξεκινούσε να δύει, ερχόταν πίσω του ένα αυθεντικό προϊόν της Μασία, για το οποίο συζητάμε μέχρι τις μέρες και θα συζητάμε για πολλά χρόνια ακόμη: ο Λιονέλ Μέσι.
Στη Liga ο ξανθομάλλης Αργεντινός με το προδιαγεγραμμένο μέλλον δυσκολευόταν. Όταν όμως ήρθε το νικητήριο γκολ στο εντός έδρας παιχνίδι εναντίον της Τσέλσι στα νοκ άουτ του Τσάμπιονς Λιγκ, ο Μάξι έγινε ο νέος προφήτης των Ramblas.
Έζησε μια κατάσταση πολύ δύσκολη για να τη διαχειριστεί ένα παιδί στα 21 του. Το ποδόσφαιρο δεν είναι το γκολ, ο πανηγυρισμός, αυτά που βλέπουμε ή μας τραβούν την προσοχή στην οθόνη μιας τηλεόρασης ή ενός smartphone.
Για τον ποδοσφαιριστή είναι η καθημερινότητα, η διαχείριση της φήμης του, οι προσωπικές επιλογές, η προπόνηση, η αφοσίωση, οι στερήσεις. Πάνω απ’ όλα είναι η πίεση και η απότομη αλλαγή από την αφάνεια σε έναν κόσμο γεμάτο χρήμα, προβολή και φθόνο.
Ο Μάξι τον δρόμο τον έχασε. Πολύ γρήγορα, εν ριπή οφθαλμού. Όσο σύντομα θεωρήθηκε το next big thing του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, άλλο τόσο σύντομα καταγκρεμίστηκε από την προσωπική αυταπάτη ότι είναι ο βασιλιάς του κόσμου.
Λεφτά, γυναίκες, πάρτι, ασωτείες. Η Μπάρσα έκανε υπομονή αλλά τη σεζόν της καταξίωσης με την κατάκτηση και του πρωταθλήματος και του Τσάμπιονς Λιγκ, ο Μάξι την παρακολούθησε είτε από τον πάγκο είτε από την εξέδρα.
Δεν ήταν δυνατόν να το χαρεί όπως οι πρωταγωνιστές, δεν είχε ποτέ το καθαρό μυαλό για να επαναπροσδιορίσει την καριέρα και το μέλλον του.
Όταν έφυγε δανεικός στη Μαγιόρκα το καλοκαίρι του 2006, εθεωρείτο ήδη ένα καμένο project, μια χαμένη υπόθεση για το υψηλό επίπεδο. Είχε ήδη γνωρίσει τη Βάντα και τους ένωσε το αίσθημα της αδικίας εναντίον τους, ο καθένας και η καθεμία στο μικρόκοσμο που τους απασχολούσε.
Η Βάντα δήλωνε showgirl και παρουσιάστρια, την είχαν ήδη απολύσει από το τηλεοπτικό show “King Korona” στην Αργεντινή και ανακάλυπτε ότι ίσως δεν ήταν καλή ιδέα που από τα 17 είχε παρατήσει το σχολείο και ήθελε να ασχοληθεί με τη “show business”.
Είχε ήδη κρίσεις πανικού, ψήγματα κατάθλιψης και ένα μόνιμο αίσθημα «αδικημένης» με οτιδήποτε καταπιανόταν.
Ενδόμυχα αυτό τους ένωσε περισσότερο. Ένας ποδοσφαιριστής με το νου του αδικημένος και μια κοπέλα με απροσδιόριστα όνειρα για καριέρα οπουδήποτε, αρκεί να υπήρχε κάμερα.
Ο Μάξι ούτε στις Βαλεαρίδες τα κατάφερε. Με τα μίζερα τρία γκολ σε 29 εμφανίσεις ήταν ξανά το βάρος που ήθελαν όλοι να ξεφορτωθούν.
Ενδιαφέρθηκε μόνο μια ομάδα με εννέα χρόνια ιστορίας: η ΦΚ Μόσχας, μια ομάδα που δημιουργήθηκε από το δήμο επειδή δεν υπήρχε σύλλογος να συντηρήσει το δημοτικό γήπεδο χωρητικότητας 13.450 θεατών.
Στην απομόνωση της καταθλιπτικής για Λατίνους Μόσχας, το ζευγάρι έρχεται πιο κοντά, στηρίζονται ο ένας στην άλλη για να ξαναπατήσουν στα πόδια τους.
Ο Μάξι ξαναδίνει σφυγμό, επιστρέφει κάπως στα χρόνια της Ρίβερ και παρόλο που το επίπεδο είναι χαμηλότερο προσπαθεί να ξαναφτιάξει την καριέρα του.
Όταν γεννιέται ο πρώτος τους γιος, ο Βαλεντίνο-Γκαστόν, ο Μάξι επιστρέφει στη Λατινική Αμερική για την Γκρέμιο. Είναι ξανά ένας αξιόλογος ποδοσφαιριστής, δηλώνει ότι η πατρότητα θα τον ωριμάσει περισσότερο και η γυναίκα του θα έχει την ευκαιρία να κυνηγήσει κι εκείνη το όνειρό της.
Η ζωή τους είναι ακριβώς αυτό που φαντάζεστε.
Απερισκεψίες, υπερβολές, υπερ-έκθεση στα media, ένα διαρκές και αδυσώπητο κυνήγι φήμης και χρημάτων. Η αξία του Μάξι ανεβαίνει λίγο στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο, η πρόταση της Κατάνια, μιας μικρομεσαίας ομάδας του campionato για να επιστρέψει στην Ευρώπη δεν περνά απαρατήρητη.
Στην Κατάνια είναι η τελευταία φορά που ο κόσμος είδε τον ποδοσφαιριστή Μάξι Λόπεζ στο χορτάρι. Παραγωγικός, απελευθερωμένος, λιγότερο αγχώδης, σχεδόν ευτυχισμένος σε ένα πρωτάθλημα που του άρεσε και σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που τον ποδοσφαιριστή τον σέβεται και τον λατρεύει.
Με τη Βάντα έχουν ήδη τρία παιδιά (το Δεκέμβριο του 2010 γεννήθηκε ο Κονσταντίνο και το Φεβρουάριο του 2012 ο Μπενεντίκτο) και μοιάζουν μονιασμένοι.
Τον προσέχει η Μίλαν, καταθέτει μια εκπληκτική πρόταση δανεισμού στην Κατάνια με πολύ συμφέροντες όρους: 1μισι εκατομμύριο ευρώ προκαταβολή για τον δανεισμό και option αγοράς έναντι 8 εκατομμυρίων ευρώ. Οι προτεινόμενες αποδοχές του Μάξι σκαρφαλώνουν στις 800 χιλιάδες ευρώ.
Μιλάνο, φώτα, χρήμα. Υπήρχαν και πάλι όλες οι προϋποθέσεις για να γκρεμιστεί μονομιάς ότι με μόχθο χτίστηκε στα αζήτητα της Ρωσίας, στο υποβαθμισμένο πρωτάθλημα της Βραζιλίας και στην «ταπεινή» Κατάνια για τέσσερα ολόκληρα χρόνια.
Ο ιταλικός κίτρινος Τύπος είναι από τους πιο ευτελείς στον κόσμο. Ελάχιστες κοινωνίες επιτρέπουν τέτοιου είδους βιασμό της προσωπικής ζωής των εμπλεκομένων και ακόμη λιγότερες καταστρέφουν με ανέξοδη ευκολία καριέρες και ζωές.
Η Βάντα δίνει συνεντεύξεις, αυτό-εκτίθεται με πρωτοσέλιδα σε κίτρινα περιοδικά και δηλώσεις όπως: «με απατά συστηματικά, αλλά κάθε φορά τον συγχωρώ».
Ο Μάξι δεν μιλάει, αλλά συλλαμβάνεται ουκ ολίγες φορές να διασκεδάζει αργά τη νύχτα στα fancy μαγαζιά του Μιλάνου, κάθε φορά με διαφορετική -θηλυκή- παρέα.
Στο χορτάρι είναι ένα δράμα, δεν δικαιολογεί ποτέ τα χρήματα που δαπανήθηκαν για το δανεισμό του, γίνεται ανέκδοτο γιατί δεν σκοράρει ποτέ με τη φανέλα του «διαβόλου».
Η Μίλαν στο τέλος της σεζόν τον επιστρέφει άρον-άρον στην Κατάνια που ψάχνει με κάθε τρόπο να τον ξεφορτωθεί.
Βρίσκεται η λύση ενός εκ νέου δανεισμού, αυτή τη φορά στην Σαμπντόρια που προπονεί ο μοναδικός προπονητής που τον πίστεψε στην πρώτη του θητεία στην Κατάνια: ο Σίνισα Μιχάιλοβιτς.
Ο Σέρβος έχει όλη την καλή διάθεση ξανά, αλλά είναι αδύνατον να αναστήσει την καριέρα ενός ποδοσφαιριστή που στην προσωπική του ζωή βιώνει ένα χάος.
Η Βάντα Νάρα με ένα απλό τουίτ όχι μόνο έχει δώσει τέλος στη σχέση της με τον πατέρα των τριών παιδιών της, αλλά έχει κάνει κοινωνούς του χωρισμού τους πάντες. “Hasta acá llego mi amor” – «Ως εδώ ήταν αγάπη μου».
Ξεκινά ένα απίστευτο γαϊτανάκι με δηλώσεις και «δηλώσεις» σε κίτρινα έντυπα, εξευτελιστικές εμφανίσεις σε τηλεπαράθυρα και αλληλοκατηγορίες αισχίστου είδους. Στις αίθουσες των δικαστηρίων τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο τραγελαφικά.
Οι δικηγόροι και των δυο πλευρών επιδίδονται σε μονομαχίες κιτρινισμού μέχρις εσχάτων.
Φωτογραφίες από strip club του Μάξι, φωτογραφήσεις σε ανδρικά περιοδικά της Βάντας, περιγραφές σκηνικών ενδοοικογενειακής βίας, οικονομικά στοιχεία και ατασθαλίες «κλειδαρότρυπας».
Και στη μέση η επιμέλεια τριών αγοριών σε ηλικίες που -ευτυχώς- δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν το παραμικρό και δεν πηγαίνουν ακόμα στο σχολείο.
Το θέμα δεν «πουλάει» όσο τους πρώτους μήνες, ο Μάξι ωστόσο δεν πείθει ούτε τους blucerchiati να επενδύσουν επάνω του και επιστρέφει στην Κατάνια.
Τοποθετείται δημόσια για το διαζύγιο, κάνει μειωτικά σχόλια για την εν διαστάσει σύζυγο, αφήνει υπονοούμενα.
Όταν στο δικαστήριο αναφέρεται το όνομα του πρώην συμπαίκτη στη Σαμπντόρια και κυρίως καλού του φίλου, Μάουρο Ικάρντι, τα ιταλικά ταμπλόιντ κάνουν πάρτι.
Μάξι και Βάντα έκαναν παρέα με τον Ικάρντι, διακοπές μαζί, κοινές φωτογραφίσεις στα social. Ο Λόπεζ είναι σαφής: η γυναίκα του τον απάτησε με τον καλύτερό του φίλο.
Στο παιχνίδι της Σαμπ με την Ίντερ στο Μαράσι της Γένοβας δεν δίνει το χέρι στον Ικάρντι και γίνεται πρώτο θέμα ακόμα και στα δελτία αθλητικών ειδήσεων.
Ο Ικάρντι κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Τοποθετείται και ο ίδιος στο τουίτερ, αναρτά «Βάντα Νάρα σ’ αγαπώ. Δεν μπορώ να εξηγήσω αυτό το συναίσθημα, γιατί ούτε αυτές οι δυο λέξεις δεν μπορούν να περιγράψουν το μέγεθός του».
Η καταιγίδα είχε μόλις ξεκινήσει.
Η Βάντα με την υπόθεση να τρέχει ακόμα στο δικαστήριο είναι πολύ πιο προσεκτική. Δίνει συνεντεύξεις προσέχοντας πάρα πολύ τις αναφορές σε ημερομηνίες και περιστατικά.
Κάνει λόγο για έρωτα με τον Μάουρο από τον Οκτώβριο του 2013, για προϋπάρχουσα μεν γνωριμία, αλλά φιλική σχέση μέχρι να αποφασιστεί ο χωρισμός από τον Μάξι.
«Ορκίζομαι στα παιδιά μου ότι δεν τον απάτησα ποτέ. Εκείνος με απατούσε κατ’ εξακολούθηση, εγώ προσπαθούσα να σώσω το γάμο μου. Ένα καλοκαίρι στην Αργεντινή με απάτησε ακόμα και με τη νταντά μας τη Μαριάννα. Κοιμόμουν με τα παιδιά στο μέσα δωμάτιο κι αυτός το έκανε με τη νταντά στο σαλόνι».
Πιστέψτε με, είναι ό,τι πιο ήπιο μεταφέρεται από τις καταθέσεις των δυο και η πιο «ανώδυνη» από τις συνεντεύξεις που μπορεί να μεταφερθεί.
Το επίπεδο κιτρινισμού και αυτό-έκθεσης ξεπέρασε κάθε επίπεδο, κάθε όριο που υπήρχε.
Τα ιταλικά περιοδικά κυνηγούσαν το ζεύγος Ικάρντι-Νάρα σε κάθε έξοδο. Φωτογράφιζαν με τηλεφακό ιδιωτικές τους στιγμές, δεν σέβονταν ούτε τα ανήλικα τέκνα, πολλώ δε την ιδιωτική ζωή των ενηλίκων.
Είναι πολύ λεπτές οι ισορροπίες σε αυτές τις περιπτώσεις, ακόμα πιο λεπτές οι γραμμές που δεν πρέπει να διαπερνώνται ποτέ.
Μπορεί ο κατά έξι χρόνια νεότερος της Βάντα Νάρα, Μάουρο Ικάρντι, να ένιωθε βασιλιάς του κόσμου με το ηγεμονικό συμβόλαιο στην Ίντερ, μπορεί ο Μάξι να προσπαθούσε να σταθεί στην Κιέβο Βερόνα που βρήκε ένα μονοετές συμβόλαιο την τελευταία ημέρα των μεταγραφών, αλλά η συνέχιση αυτού του δράματος είναι αποκλειστικά δική τους ευθύνη και βαραίνει όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.
Ο Ικάρντι δημοσίευε φωτογραφίες με τα παιδιά του Μάξι από προσωπικές οικογενειακές στιγμές, ο Λόπεζ απαντούσε με νέα ποστ δημόσια «μη δημοσιεύεις φωτογραφίες με τα παιδιά μου».
Η Βάντα κυκλοφορούσε ηχητικά με τηλεφωνήματα του πρώην να τη βρίζει με το χειρότερο τρόπο, ο Μάξι τελείωναν τα ποδοσφαιρικά παιχνίδια και δήλωνε στις κάμερες ότι «χρησιμοποιούν τα παιδιά μου για να μου κάνουν κακό, είχε δίκιο η μάνα μου ότι δεν έπρεπε να την παντρευτώ».
Απίθανα πράγματα, απίστευτες καταστάσεις.
Η διαρκής υπερ-έκθεση, αυτό το ανώφελο ξεκατίνιασμα συνεχίστηκε αμείωτα για πολύ καιρό. Ούτε είναι λογικό, ούτε πρέπον να παρατεθούν όλα τα εκφυλιστικά επεισόδια αυτού του δράματος.
Ειδικά όταν εμπλέκονται θέματα οικογενειακής φύσεως και επιμέλειας ανηλίκων, καλό είναι να υπάρχει ένα προσωπικό όριο. Ακόμα κι όταν το ξεπερνούν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι.
Στα τρία χρόνια αυτού του πολέμου ο Μάξι είχε τρία γκολ. Ένα σε κάθε ομάδα που αγωνίστηκε.
Τον εαυτό του ποδοσφαιρικά πήγε να τον ξαναβρεί στην Τορίνο, στα 31 και με ατέλειωτους ψιθύρους να συνοδεύουν ακόμα και μια απλή του έξοδο για έναν καφέ.
Ακολούθησαν η Ουντινέζε, το δεύτερο διάλειμμα στη Βραζιλία για τη Βάσκο ντε Γκάμα και η επιστροφή στην Ιταλία για την Κροτόνε της Serie B.
Στη δύση της καριέρας του, δεν μοιάζει να κατάλαβε τα λάθη του.
Εξακολουθεί να κυνηγά τους δαίμονές του, να προκαλεί με δηλώσεις και αναρτήσεις στα social media, να διαταράσσει και την προηγούμενη και την ενδεχομένως επόμενη οικογενειακή γαλήνη του.
Δεν είναι ακόμα σε θέση να αναλογιστεί το κακό που προξένησε στον ίδιο του τον εαυτό, να κάνει έναν απολογισμό στις αυτοκαταστροφικές τάσεις του.
Μπορεί να μην αντέχει κι αυτήν τη διαρκή αμφισβήτηση της ηθικής και της πνευματικής του διαύγειας σε έναν χώρο που θα μπορούσε επαγγελματικά τουλάχιστον, να τιμήσει πολύ περισσότερο.
Πιθανόν να μην έχει καταλάβει ότι ακόμα κι αν τον έσυρε η μοίρα σ’ αυτή τη θέση, όφειλε να αντέξει και να μην συρθεί μαζί της.
Γιατί όποια κι αν είναι η μοίρα μας, στο τέλος εμείς την ορίζουμε.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Η Κίρκη του Μάουρο Ικάρντι
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro