Κοιτάς κατάματα τη σπουδαιότερη, ως τότε, πρόκληση της καριέρας σου.
Είσαι βέβαιος για την ικανότητα της ομάδας σου και απλώς προτιμάς να διατηρείς χαμηλούς τόνους, γιατί είναι το μοναδικό κομμάτι που μπορεί να σε κρατήσει πίσω.
Εν μέρει το έχεις καταφέρει.
Έφτασε η μεγάλη μέρα… Είναι 8 Απριλίου 2010. Επαναληπτικός τελικός του EuroCup Γυναικών μπάσκετ. Έχουμε κερδίσει 65-57 τη ρωσική Ναντέζντα στο Όρενμπουργκ, όμως έχουμε κάνει μόνο τη μισή δουλειά.
Φτάνουμε στο γήπεδο του Αθηναϊκού μιάμιση ώρα πριν από τη ρεβάνς και μας περιμένουν απ’ έξω περισσότερα από 1.000 άτομα! Αυτό, ξαφνικά, μας αγχώνει… Η κόρνα της λήξης θα μας βρει ηττημένους με 57-53, αλλά Κυπελλούχους Ευρώπης χάρη στη διαφορά πόντων!
Αυτό το πριν και το μετά από τον ήχο της γραμματείας είναι ακόμη από το ομορφότερα πράγματα που έχω στο μυαλό μου.
Πρώτος ευρωπαϊκός τίτλος ελληνικής ομάδας μπάσκετ γυναικών!
Δεν μου φάνηκε απίθανο, γιατί είχα μεγάλη πίστη στις παίκτριές μου. Ήταν απλώς κάτι πρωτόγνωρο και χρειαζόταν ιδιαίτερη προσέγγιση.
Ήταν τόσο μεγάλη η πορεία σε διάρκεια, εκείνη τη σεζόν, για να καταφέρουμε να κατακτήσουμε τρία τρόπαια -στην ουσία τέσσερα, γιατί θέλαμε και το αήττητο στην Ελλάδα- που δύσκολα ξεχωρίζεις συγκεκριμένα πράγματα.
Από την έναρξη της προετοιμασίας στη Σιάτιστα, που ήταν τόσο ιδιαιτέρως έντονη, λέγαμε με τον γυμναστή ότι «όποια αντέξει, θα παίξει». Τελικά άντεξαν όλες.
Το άγχος ήταν μεγάλο και φυσικό, γιατί ήμασταν μία καινούρια ομάδα και δεν πηγαίναμε καλά στην αρχή.
Ένα άγχος λογικό, γιατί ξέραμε ότι ήμασταν μία σπουδαία ομάδα και δεν θέλαμε να μας κυριεύσει η πίεση.
Στο δεύτερο ματς του ομίλου, το φθινόπωρο του 2009, ηττηθήκαμε στην Τουρκία από την Μπεσίκτας. Δεν μας πείραξε η ήττα. Ήταν, άλλωστε, πολύ νωρίς στη σεζόν.
Το κυριότερο που μας απασχολούσε ήταν πως δεν είχαμε παίξει πάλι καλά και η διαχείριση αυτή της ήττας μας «απογείωσε».
Πάντα θεωρούσαμε κάθε ήττα μία διαδικασία, η οποία θα μας «εκτοξεύσει» και έπειτα από εκείνο το ματς παίζαμε με τεράστια αυτοπεποίθηση. Πετύχαμε 13 σερί νίκες στην Ευρώπη, μέχρι τον χαμένο δεύτερο τελικό.
Ήταν σαν να ξέραμε από πριν πώς θα εξελιχθεί κάθε παιχνίδι. Ήταν σαν μία ταινία την οποία την είχαμε ήδη παρακολουθήσει δύο-τρεις φορές και απλώς πηγαίναμε να την ξαναδούμε.
Ήταν σαν ένα φιλμ στο οποίο γνωρίζαμε εξαρχής και σε απόλυτο βαθμό τι θα γίνει και ποιο θα είναι το τέλος του!
Η νίκη στον πρώτο τελικό στη Ρωσία δεν μας καθησύχασε. Γνωρίζαμε το επίπεδο του αντιπάλου, με Ρωσίδες και Αμερικανίδες που αγωνίζονταν βασικές στο WNBA.
Εμείς, στην Ελλάδα, φέρναμε παίκτριες που συνήθως συμπλήρωναν τη δωδεκάδα στην Αμερική και πανηγυρίζαμε.
Η Ναντέζντα ήταν σούπερ ομάδα, ατομικά, όμως εμείς ήμασταν ομάδα και δεν βασιζόμαστε στο ρόστερ, ατομικά.
Στον δεύτερο τελικό θέλαμε να αποφύγουμε να υπερισχύσουν τα ατομικά χαρακτηριστικά έναντι της ομάδας. Κάτι που εν μέρει έγινε και για αυτό ηττηθήκαμε.
Μία ομάδα πρέπει να είναι πολλά χρόνια σε υψηλό επίπεδο για να ξέρει να διαχειριστεί αυτές τις καταστάσεις. Δεν είναι εύκολο να φτάνεις για πρώτη φορά σε τελικό ευρωπαϊκής διοργάνωσης και να κερδίζεις το κύπελλο.
Κατά τη διάρκεια της χρονιάς υπήρξαν στιγμές τραυματισμών που σκεφτήκαμε, εύλογα, ότι θα μας επηρεάσουν.
Πήγαμε να παίξουμε στη Ρωσία εναντίον της Βολόγκντα, μίας πολύ καλής ομάδας, χωρίς Αμερικανίδα, δίχως την Τούλα Καλέντζου και την Όλγα Χατζηνικολάου.
Παρόλα αυτά επικρατήσαμε με έναν πόντο και εκεί καταλάβαμε την ποιότητα της ομάδας μας.
Πριν από τους προημιτελικούς με την Ντινάμο Κιέβου τραυματίστηκε στον καρπό η ΛαΤόγια Ντέιβις και είχαμε σοβαρό πρόβλημα.
Χρειάστηκε να προχωρήσουμε σε αλλαγή…
Η ΛαΤόγια ήταν μαζί μας δεύτερη σεζόν, γνώριζε καλά το παιχνίδι μας και έλεγα τότε πως όταν είναι στο παρκέ είναι σαν παίζουμε με έξι παίκτριες!
Ήμασταν τυχεροί, γιατί βρήκαμε μία σπουδαία αντικαταστάτρια από το WNBA στο πρόσωπο της Ρουθ Ράιλι, η οποία προσαρμόστηκε άμεσα, και λόγω χαρακτήρα και λόγω ταλέντου.
Μία σπουδαία παίκτρια, πρωταθλήτρια και κορυφαία παίκτρια του NCAA το 2001 με το Νοτρ Ντέιμ, δις πρωταθλήτρια WNBA και MVP των τελικών του 2003 με το Ντιτρόιτ, η οποία όχι μόνο κάλυψε ένα κενό, αλλά μας έδωσε και κάτι παραπάνω.
Όλα, τελικά, για κάποιον λόγο γίνονται…
Η Κάντις Ουίγκινς είχε τραυματιστεί στο γόνατο, όμως αποφάσισε να μην επιστρέψει στις Η.Π.Α. και έμεινε στην Αθήνα για να μας βοηθήσει όσο μπορούσε.
Λίγος κόσμος γνωρίζει πως η Κάντις δεν έκανε προπονήσεις και έπαιζε μόνο στα ματς.
Έπειτα από κάθε αγώνα, με το γόνατο να έχει γίνει τριπλάσιο, χρειαζόταν να ξεκουραστεί δύο-τρεις μέρες για να ξεπρηστεί, να κάνει μία τυπική προπόνηση την παραμονή του επόμενου παιχνιδιού και εμείς κάναμε τον σταυρό μας να είναι καλά.
Κάτι που επίσης δεν είναι είχε μαθευτεί ήταν ότι τρεις ημέρες πριν από τον δεύτερο τελικό συγκρούστηκε στην προπόνηση η Ράιλι με την Νικόλ Σούλις και έμειναν και οι δύο με «κρεμασμένους» ώμους…
Στο παιχνίδι η Ρουθ δεν μπορούσε να σουτάρει, όμως οι αντίπαλες την ακολουθούσαν παντού και μας βοήθησε με αυτό τον τρόπο.
Θυμάμαι ότι λέγαμε πως δεν είναι δυνατόν να είμαστε τόσο άτυχοι και να χάσουμε το τρόπαιο από αυτές τις αναποδιές, διότι ήμασταν καλύτεροι και το ξέραμε. Η ομάδα, όμως, ήταν πολύ «δεμένη».
Οι Ελληνίδες, οι Καλέντζου, Χατζηνικολάου, Σούλις, Αφροδίτη Κοσμά. Λολίτα Λύμουρα, Πόλυ Σαρέγκου, Ζωή Κεχαγιά, Κατερίνα Χαλικιά, Βίκυ Βολονάκη ήταν πολλά χρόνια μαζί είτε στις Εθνικές είτε σε άλλους συλλόγους και είχαν αρχίσει να γεύονται τις πρώτες επιτυχίες.
Οι ξένες, οι Ντέιβις, Ράιλι, Ουίγκινς και οι Γκιντάρε Πετρονίτε, Ιρένα Βιζμπαριένε, προσαρμόζονταν στο ρυθμό της ομάδας και όχι το αντίθετο, κάτι που δεν είναι συνηθισμένο.
Ο ρυθμός αυτός δεν απλώς ο αγωνιστικός, αλλά σήμαινε πειθαρχία, αγάπη και σύμπνοια στην ομάδα.
Οι στόχοι ήταν μεγάλοι και παρότι το μόνο που κάναμε ήταν να κοιτάμε την επόμενη προπόνηση, η προηγούμενη σεζόν μάς είχε δείξει ότι έχουμε δυνατότητες.
Το 2009 είχαμε αποκλειστεί στα προημιτελικά του EuroCup από τη Ντινάμο Κουρσκ, έχοντας ηττηθεί με 25 πόντους διαφορά στη Ρωσία και κερδίζοντας με 20 στη ρεβάνς.
Στον επαναληπτικό φτάσαμε το ματς στους 23 πόντους, όμως σε επίθεση που είχαμε σχεδιάσει να επιχειρήσουμε τρίποντο, κάναμε λάθος και η ανατροπή δεν ολοκληρώθηκε.
Εκείνη η ομάδα, όμως, δεν ήταν έτοιμη για το επόμενο βήμα. Δεν είχαμε ακόμη τις Καλέντζου, Χατζηνικολάου, οι οποίες ήρθαν το καλοκαίρι. Την Ντινάμο Κουρσκ την αποκλείσαμε με δύο νίκες στα ημιτελικά, το 2010.
Το βασικό σε μία λειτουργία είναι το πώς διαχειρίζεσαι πρόσωπα και καταστάσεις. Σημαντικός ήταν και ο τρόπος αφομοίωσης των ρόλων. Οι Ελληνίδες τον γνώριζαν, οι ξένες προσαρμόζονταν άμεσα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Πετρονίτε, η οποία είχε έρθει στην Ελλάδα σε ηλικία 19 ετών. Πολύ άπειρη, ήταν η πρώτη φορά που έβγαινε από τη χώρα της, τη Λιθουανία, και δεν μιλούσε και αγγλικά.
Η Βιζμπαριένε τής μετέφραζε, όμως ήταν δύσκολο για μία παίκτρια πεντάδας να μην καταλαβαίνει αρχικά τι συμβαίνει ουσιαστικά γύρω της.
Όταν το καλοκαίρι του 2010 έφυγα για το εξωτερικό, για την Πολωνία, κάθε αντίπαλος μού έδινε συγχαρητήρια για το τρόπαιο.
Στην Ευρώπη το μπάσκετ είναι μορφή πολιτισμού και όχι εκτόνωση ή απωθημένο, όπως στα μέρη μας.
Το 2013, όταν υπέγραψα στη Ναντέζντα, σε μία κατ’ ιδίαν κουβέντα με τον πρόεδρο, έναν πρώην στρατιωτικό με αυστηρό ύφος που θύμιζε πράκτορα της KGB, εκείνος άρχισε να μου λέει για την ιστορία του Όρενμπουργκ.
Σε κάποιο σημείο της συζήτησης, θυμήθηκε τους τελικούς του 2010.
Μου είπε ότι «θα είχαμε πάρει το EuroCup, αν δεν μας είχε αδικήσει η διαιτησία» και κατέβασε τα γυαλιά του για να δει την αντίδρασή μου…
Του απάντησα πως «μακάρι στο τέλος της σεζόν όλοι οι αντίπαλοί μας να λένε το ίδιο για εμάς!».
Την άνοιξη προκριθήκαμε στο φάιναλ φορ της Ευρωλίγκας, είχαμε νικήσει και την Εκατέριμπουργκ και είπα χαμογελώντας στον πρόεδρο: «Όλα καλά τώρα;». Παραδέχθηκε ότι στην πρώτη κουβέντα μας έκανε πλάκα και ομολόγησε την ποιότητα και την ανωτερότητα του Αθηναϊκού.
Αν έβαζες τις παίκτριές μας να παίξουν με κλειστά μάτια, θα έβρισκαν η μία την άλλη στο παρκέ.
Αυτή η επιτυχία του Αθηναϊκού δεν στηρίχτηκε στο μπάτζετ.
Οι προϋπολογισμοί, για μένα, είναι απλώς μαθηματικά. Ωστόσο, οι ομάδες δεν δημιουργούνται με μαθηματικά, αλλά με χημεία.
Εμείς, τότε, το πετύχαμε. Σε αυτή τη χημεία προσθέσαμε πίεση ατομικών στόχων και όχι ομαδικών.
Στόχων όχι να σκεφτεί μία παίκτρια μόνο τον εαυτό της, εις βάρος του συνόλου, αλλά το πώς θα κάνει καλύτερο κάθε μέρα τον εαυτό της, για να βοηθήσει την ομάδα.
Αυτό το πραγματοποιήσαμε στο μέγιστο.
Σε αυτό, πάντως, είχαμε κάποιες αντιθέσεις με τον τότε διοικητικό ηγέτη του Αθηναϊκού και νυν υφυπουργό Πολιτικής Προστασίας και Διαχείρισης Κρίσεων, κ. Νίκο Χαρδαλιά, αλλά και με ορισμένες παίκτριες.
Άλλωστε, δεν είμαστε όλοι ίδιοι.
Πολλοί θεωρούσαν έχουμε σούπερ ομάδα και πρέπει μόνο να κοιτάμε πώς θα κατακτήσουμε το EuroCup. Η δική μου προσέγγιση ήταν απλώς η επόμενη προπόνηση και αυτό φώναζα συνεχώς.
Στόχος μας ήταν κάθε επόμενη προπόνηση να είναι καλύτερη από την προηγούμενη και όλα τ’ άλλα θα έρχονταν.
Στον Αθηναϊκό είχαμε αποκοπεί από τη συνολική λειτουργία του ελληνικού μπάσκετ γυναικών.
Από την πρώτη ημέρα που υπέγραψα, διαπίστωσα και το επίπεδο και τη δυναμική του συλλόγου.
Ζήτησα από τον κ. Χαρδαλιά τρία-τέσσερα πράγματα τα οποία δεν είχαν σχέση αμιγώς με το αγωνιστικό κομμάτι, με κάποια παίκτρια ή περισσότερα χρήματα για συμβόλαια.
Ζήτησα ένα γυμναστήριο για βάρη και το έκανε δίπλα στο γήπεδο, μαζί με φουαγέ υποδοχής επισήμων, ενώ έφτιαξε και νέα υπερσύγχρονα γραφεία για τους προπονητές, με τηλεοράσεις, προτζέκτορα και υπολογιστές τελευταίας τεχνολογίας.
Ήμασταν αποκομμένοι από το συνολικό περιβάλλον του ελληνικού μπάσκετ, φτάνοντας χωρίς υπερβολή σε επίπεδο Ολυμπιακού, Παναθηναϊκού στους άνδρες, σε επίπεδο Ευρωλίγκας.
Τα ταξίδια μας ήταν μόνο με αεροπλάνο, το πούλμαν είχε το λογότυπο της ομάδας, όλη η αποστολή ήταν ντυμένη με κοστούμια.
Αποφεύγαμε την κούραση των οδικών μετακινήσεων στην Ελλάδα, διότι η διοίκηση είχε αντιληφθεί ότι έχει επενδύσει μεγάλο ποσό στο ρόστερ και δεν είχε πρόθεση να τσιγκουνευτεί χρήματα για ένα ταξίδι, ρισκάροντας την κατάστασή μας στο επόμενο ευρωπαϊκό ματς.
Ο Αθηναϊκός ήταν εξαίρεση στον κανόνα της ελληνικής πραγματικότητας.
Δεν ήταν κάτι… μεταφυσικό, όμως ήταν σίγουρα εξωπραγματικό, σε σχέση με την Ελλάδα.
Κάποια παιχνίδια στην Α1 ήταν σαν φιλικά και αυτό σε επίπεδο ανταγωνισμού δεν ήταν καλό για εμάς.
Από την άλλη, όμως, το θετικό ήταν πως σε πολλά ευρωπαϊκά ματς οι παίκτριες είχαν τη δυνατότητα να είναι ξεκούραστες.
Είχαμε κάνει κάθε προπόνηση πιο δυνατή από την προηγούμενη, με 13 παίκτριες που η μία καλύτερη ήταν από την άλλη και όταν έφευγαν από τον Αθηναϊκό είχαν παντού πρωταγωνιστικό ρόλο.
Το μπάσκετ γυναικών έχει προβλήματα και στη «βιτρίνα», παρά την πολύ καλή δουλειά του Ολυμπιακού, αλλά και σε γενικότερο επίπεδο.
Αυτό που δεν κατορθώσαμε εμείς, σαν μπάσκετ, σαν «βιτρίνα» του αθλήματος, ήταν ότι δεν λύσαμε τα προβλήματα που υπήρχαν και υπάρχουν.
Ακόμη με στεναχωρεί το γεγονός ότι μετά το EuroCup που κατακτήσαμε δεν είδαμε την επόμενη μέρα 500-600 μικρά κορίτσια στα γήπεδα. Δεν διαχειριστήκαμε αυτές τις επιτυχίες σαν ένα όμορφο πρότζεκτ και συχνά σκέφτομαι ότι είναι σαν μην έγινε, σαν να μην πετύχαμε τίποτα…
Ακόμη και σήμερα, το 75%-80% των κοριτσιών που αρχίζουν να παίζουν μπάσκετ, καταλήγουν στο βόλεϊ.
Ο ανταγωνισμός είναι που μας κάνει καλύτερους.
Όσο δεν υπάρχουν ομάδες να «ανησυχούν» τον πρώτο, δεν υπάρχει εξέλιξη και σε αυτό δεν ευθύνονται οι «δυναστείες» των Σπόρτιγκ, Εσπερίδων και Αθηναϊκού παλαιότερα ή, πλέον, του Ολυμπιακού.
Το ίδιο, βεβαίως, συμβαίνει και στους άνδρες.
Και, δυστυχώς, ακόμη και οι πιο πρόσφατες επιτυχίες της Εθνικής Γυναικών δεν βοηθούν, διότι όλα αυτά απαιτούν μία διαχείριση και από άλλους φορείς.
Διαχείριση που δεν κάναμε ούτε εμείς σαν Αθηναϊκός πριν από μία δεκαετία ούτε γίνεται και στις μέρες μας. Όλα αυτά πρέπει να γίνονται ως ελληνικό μπάσκετ.
Οι όποιες επιτυχίες, όμως, πιστώνονται σε ανθρώπους, σε μεμονωμένες προσπάθειες και γι’ αυτό δεν υπάρχει συνολική εξέλιξη.
Το μπάσκετ γυναικών στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως κάτι δεύτερο, κάτι πρόσθετο.
Σε πολλά μέρη όπου έχω εργαστεί, όπως στη Λετονία, το μπάσκετ γυναικών είναι πρώτο άθλημα.
Στη Τσεχία η USK Πράγας είναι η ομάδα σημείο αναφοράς όλου του μπάσκετ της χώρας και όχι μόνο των γυναικών.
Στην Τουρκία, οι γυναίκες στέκονται πλάι στους άνδρες, πορεύονται μαζί, παράλληλα.
Στη θητεία μου στη «Φενέρ» είχα σταθερή συνεργασία με τον κόουτς των ανδρών, Ζέλικο Ομπράντοβιτς.
Στην Ελλάδα, δεν δώσαμε τόση προσοχή και δεν το αναπτύξαμε τόσο, ώστε δικαιωματικά να σταθεί δίπλα στο μπάσκετ ανδρών.
Η εξαίρεση ήταν η παρουσία του Κώστα Μίσσα στην Εθνική Γυναικών.
Ο κόουτς δημιούργησε μία «δεξαμενή» από 20-25 παίκτριες και τους εξήγησε ότι «πρέπει διαρκώς να ζητάτε. Για να ζητήσετε, όμως, πρέπει να φέρετε επιτυχίες, να απαιτείτε από τις ομάδες να κάνετε διπλές προπονήσεις, να είστε επαγγελματίες».
Κατόρθωσε να αλλάξει τη νοοτροπία τους. Οι παίκτριες συνήθιζαν να μπαίνουν στο πούλμαν και να γελάνε, να διαβάζουν περιοδικά.
Έπειτα από τις ομιλίες του Μίσσα, την επόμενη χρονιά όλες κρατούσαν από ένα βιβλίο.
Υποχρέωσαν τους συλλόγους τους να κάνουν διπλές προπονήσεις, γιατί η εικόνα ως τότε ήταν ομάδες που δεν συμπλήρωναν δεκάδα για να γίνει η προπόνηση και έπαιζαν «μονό» τρεις εναντίον τριών…
Οι παίκτριες έκαναν την δουλειά τους και έφεραν τα αποτελέσματά τους. Τετράδα σε Ευρωμπάσκετ, παρουσίες σε παγκόσμια πρωταθλήματα και ενέπνευσαν τις νεαρές να ακολουθήσουν.
Από ένα σημείο κι έπειτα, ωστόσο, θα έπρεπε οι υπόλοιποι και κυρίως η ομοσπονδία, να το στηρίξουν. Δεν το έκαναν…
Σε ένα Ευρωμπάσκετ είχαμε πάει χωρίς μάνατζερ, με έναν μόνο γιατρό, και φτάσαμε πριν από ένα ματς να μην γνωρίζουμε αν πρέπει να νικήσουμε με 14 ή 15 πόντους διαφορά για να προκριθούμε.
Σε περιπτώσεις σαν αυτές, η παρουσία και η προσέγγιση του κόουτς είναι σημαντική. Η τέχνη του προπονητή είναι να μπορεί να προσαρμόζεται στους παίκτες που έχει.
Να πείθει κάθε παίκτη ή παίκτρια να ακολουθήσει τη φιλοσοφία του, πάντα με τις απαραίτητες προσαρμογές, και να τους δίνει την αυτοπεποίθηση που χρειάζονται.
Η θέση ή το φύλο δεν παίζει ρόλο. Στις γυναίκες δεν έκανα τίποτα διαφορετικό από ό,τι έπραττα στους άνδρες.
Η μόνη διαφορά είναι πως το μπάσκετ ανδρών παίζεται πάνω από τη στεφάνη, ενώ των γυναικών κάτω από αυτή.
Εκεί που έπρεπε να φωνάξω, φώναζα, ούρλιαζα. Εκεί που έπρεπε να μείνω ήρεμος, έμενα ήρεμος. Όλα είναι απλά και δεν αλλάζει από το φύλο, αλλά μόνο από τον τρόπο προσέγγισης προς κάθε παίκτη ή παίκτρια. Στον παίκτη δεν πρέπει να μιλάς στ’ αυτιά του, αλλά στην ψυχή του.
Ο άνθρωπος, γενικά, δεν αλλάζει. Πολλές μικρές αλλαγές γίνονται μέσα μου. Ο άνθρωπος Τζώρτζης με τον κόουτς Δικαιουλάκο δεν έχουν διαφορές.
Προσπαθώ από αυτή τη δουλειά να γίνομαι σοφότερος. Συμβαίνει συχνά, παλαιότερες καταστάσεις -επιτυχίες ή αποτυχίες-, να σε βαλτώνουν και πρέπει να κάνεις συνεχώς αναπροσαρμογές. Να κάνεις αυτοκριτική.
Μεγαλώνοντας βλέπουμε τις καταστάσεις διαφορετικά. Γιατί η ζωή μάς φέρνει τα τελευταία χρόνια μπροστά σε μεγάλες εκπλήξεις, οικονομικές ή υγείας. Τέτοια θέματα σε κάνουν να βλέπεις τη ζωή με άλλον τρόπο και έχουν επίδραση και στον χαρακτήρα και στην ιδιότητα του προπονητή.
Ο άνθρωπος δεν αλλάζει, όμως πρέπει κάθε μέρα να γίνεται καλύτερος, να βελτιώνεται.
Τη στιγμή της κατάκτησης του EuroCup το 2010, επειδή για κάποιους λόγους φαινόταν ήδη ότι δεν θα συνεχίσω στον Αθηναϊκό, σκεφτόμουν ότι αυτή την επιτυχία θα ήθελα να την εξαργυρώσω.
Ήταν, πάντως, κάτι που είχα αφήσει για το καλοκαίρι. Το διαχειρίστηκα όπως και τα παιχνίδια μέσα στη σεζόν.
Δεν αισθάνθηκα πίεση ότι τώρα πρέπει «οπωσδήποτε» να κάνω άλλη μία επιτυχία.
Δεν μου πέρασε αυτό από το μυαλό και σκέφτηκα μόνο το επόμενο ματς και το πώς θα κατακτήσουμε και το ελληνικό πρωτάθλημα.
Με στεναχωρεί η τωρινή πορεία του Αθηναϊκού.
Γενικά προσπαθώ να είμαι άνθρωπος που αντιμετωπίζω και τη νίκη και την ήττα με τον ίδιο τρόπο, ώστε να μάθω κάτι και από τα δύο. Ήμουν τυχερός, διότι στη ζωή και την καριέρα δεν χρειάζεται μόνο ικανότητα και οι καταστάσεις με έφεραν σε καλύτερες ομάδες, σε συλλόγους υψηλού επιπέδου.
Η επιτυχία μπορεί να αλλάξει τον άνθρωπο.
Πολλές φορές, ακόμη και το να διαβάζεις καλά ή άσχημα πράγματα για σένα στον Τύπο, μπορεί να σε μεταλλάξει, έστω και προσωρινά.
Όταν είσαι παίκτης και πετυχαίνεις, «ψηλώνεις» απότομα και συχνά χρειάζεσαι μία «σφαλιάρα» για να σε προσγειώσει.
Οι προπονητές μπορεί να σηκώσουν τη μύτη τους όχι απαραίτητα με μία επιτυχία, αλλά και με μία μεμονωμένη νίκη.
Και αυτό μάλλον έχει συμβεί σε κάθε προπονητή και ίσως, για λίγο, σε κάνει να δεις τον αντίπαλο κόουτς σαν το «τίποτα».
Ο προπονητής δεν έχει κάποιον να του δώσει αυτή τη «σφαλιάρα» και η διαχείριση τέτοιων καταστάσεων απαιτεί προσοχή και απαιτεί ισχυρή προσωπικότητα. Οφείλει να έχει ηγετικές ικανότητες αλλά και αυτοσυγκράτηση, ώστε να ελέγχεις τις «παγίδες» της ζωής και του μπάσκετ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Τζώρτζης Δικαιουλάκος: «Σκοπιά στο Σεράγεβο»
Τζώρτζης Δικαιουλάκος: Σκάουτινγκ: Μάθε τον αντίπαλο και τον εαυτό σου
Τζανής Σταυρακόπουλος: «Θα έχουμε πάντα το Παρίσι»