Στη δουλειά μας λέμε συχνά ότι «το μπάσκετ είναι απλώς ένα παιχνίδι».
Πολλές φορές, ένα ματς το έχουμε στο μυαλό μας σαν μία ταινία, σαν σενάριο που εμείς οι προπονητές επιθυμούμε να δούμε να εξελίσσεται ακριβώς όπως το θέλουμε.
Τις τελευταίες εβδομάδες, ωστόσο, βιώνουμε κάτι που δεν είναι παιχνίδι. Και είμαστε άθελά μας πρωταγωνιστές ενός φιλμ με την… ίδια υπόθεση. Για την ακρίβεια, με το ίδιο «σκηνικό», για τον καθένα μας.
Αυτό το σκηνικό είναι οι τοίχοι του σπιτιού μας και μία οθόνη κινητού ή υπολογιστή, για μία συνομιλία, μία εικόνα από τους δικούς μας ανθρώπους που είναι μακριά μας.
Η ομάδα μου, Ναντέζντα Όρενμπουργκ, αγωνίστηκε στις 11 Μαρτίου 2020 στη Λυών της Γαλλίας, για τα προημιτελικά της Ευρωλίγκας μπάσκετ γυναικών. Μετά τη νίκη μας, επιστρέψαμε στη Ρωσία και αμέσως μπήκαμε σε καραντίνα μερικών ημερών.
Αρχικά στη χώρα λειτουργούσαν εστιατόρια και καταστήματα, παρότι τα πρωταθλήματα είχαν ανασταλεί. Στη συνέχεια άρχισαν οι γενικές απαγορεύσεις, λόγω του κορονοϊού.
Κάποιες ξένες παίκτριες της ομάδας αποχώρησαν άμεσα. Η Έρικα Ουίλερ, για παράδειγμα, «έσπασε» την καραντίνα την πέμπτη μέρα, επέστρεψε στις Η.Π.Α. και πλέον κινδυνεύει με πενταετή απαγόρευση εισόδου στη Ρωσία.
Οι Έλληνες στη Ρωσία είμαστε σε αναμονή.
Διαθέσιμες πτήσεις για να επιστρέψουμε δεν υπάρχουν και είμαι σε συχνή επικοινωνία με τον κόουτς και τον γυμναστή της ΤΣΣΚΑ Μόσχας, Δημήτρη Ιτούδη και Κώστα Χατζηχρήστο και τον προπονητή της Ούνικς Καζάν, Δημήτρη Πρίφτη.
Ο Γιώργος Δέδας, αφού ολοκλήρωσε τη σεζόν στη Σάρατοφ, βρέθηκε στη Μόσχα, όπου παραμένει εγκλωβισμένος για μέρες…
Για τους περισσότερους από εμάς τα συμβόλαια έχουν λήξει και στο εξής θα είμαστε υποχρεωμένοι να πληρώνουμε τα σπίτια στα οποία μένουμε.
Αναμένοντας να μεριμνήσει το κράτος για τον ελληνισμό της Ρωσίας που πρέπει να γυρίσει πίσω.
Οι στιγμές της καραντίνας στο Όρενμπουργκ της Ρωσίας έφεραν και πάλι στο μυαλό μου εκείνες τις μέρες που περιμέναμε υπομονετικά να έρθει να μας παραλάβει ένα ελληνικό αεροπλάνο από το Σεράγεβο, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, την άνοιξη του 1992.
Σαφώς και είναι διαφορετικές, πλέον, οι συνθήκες, όμως θυμήθηκα πάλι εκείνη την ιστορία στη Βοσνία.
Αγωνιζόμουν και σπούδαζα εκεί, αφού αρχικά είχα πάει στο Κοσσυφοπέδιο, όπου και φοιτούσα σε πανεπιστήμιο και έπαιζα και μπάσκετ. Όταν άρχισε η κατάσταση να μυρίζει μπαρούτι στο Κόσοβο, λόγω του πολέμου, αποφάσισα να πάω σε ένα πιο ήρεμο μέρος.
Στο Σεράγεβο, στην K.K. Famos, είχα προπονητή τον Ζέλικο Λούκαϊτς, ο οποίος το 1996 πέρασε και από την Ελλάδα και τον ΠΑΟΚ και τώρα ζει μόνιμα στο Βρσατς, πόλη της Χέμοφαρμ, στην οποία εργάστηκε πολλές φορές.
Εκείνη την εποχή είχα κάνει μία αρθροσκόπηση στο μηνίσκο και δεν ήμουν στα καλύτερά μου, αγωνιστικά.
Εκτός γηπέδου, όλοι μας έλεγαν για καιρό ότι θα ξεσπάσει ο πόλεμος, όμως εμείς που ζούσαμε στην πόλη δεν βλέπαμε να έρχεται κάτι τέτοιο.
Ακόμη και οι ίδιοι οι κάτοικοι επέμεναν ότι για πολλά χρόνια ζούσαν αρμονικά στο Σεράγεβο Σέρβοι, Κροάτες, χριστιανοί, μουσουλμάνοι, χωρίς κανένα πρόβλημα.
«Είμαστε γείτονες, φίλοι», ήταν η χαρακτηριστική έκφραση που είχαν.
Υπήρχαν ζευγάρια από διαφορετικές θρησκείες, οικογένειες που είχαν βαφτίσει το ένα παιδί τους ορθόδοξο και το άλλο μουσουλμάνο.
Οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί δεν έβλεπαν τι έρχεται. Κι όμως, έκαναν λάθος…
Όταν άρχισαν οι εχθροπραξίες, βρεθήκαμε για αρκετές ημέρες εγκλωβισμένοι στην πόλη.
Δεν μπορούσαμε να φύγουμε και ήμασταν σε διαρκή επικοινωνία με την πρεσβεία και τον τότε υπουργό εξωτερικών, Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος είχε μεριμνήσει για την υπόθεση.
Όλο το διάστημα που μέναμε υποχρεωτικά στα σπίτια μας, κυκλοφορούσαμε κάτω από το επίπεδο του παραθύρου, διότι είχαν τοποθετήσει παντού ελεύθερους σκοπευτές, οι οποίοι πυροβολούσαν αδιακρίτως.
Έβλεπα από το παράθυρο τις ουρές του κόσμου για να αγοράσει ψωμί και τρελαινόμουν… Ουρές χιλιομέτρων.
Αναμονή με φόβο μην σκάσει δίπλα σου κάποια οβίδα, κάτι που συνέβη μία ημέρα στο κέντρο της πόλης, με μία βόμβα σε μία ουρά πελατών.
Πολλές φορές παρακαλούσαμε τον φούρναρη να μας δώσει ψωμί, καθώς συνήθως έλεγαν ότι δεν έχουν άλλα αποθέματα.
Βλέπαμε από τα παράθυρά μας, νύχτα και μέρα, τις οβίδες να πέφτουν, τα τροχιοδεικτικά να περνούν από πάνω μας. Ο γείτονας από το διπλανό διαμέρισμα ήταν ελεύθερος σκοπευτής, γιατί τον ακούγαμε να πυροβολεί!
Δεν τολμούσαμε να βγούμε από τα σπίτια μας, μέχρι να δοθεί το σύνθημα ότι μπορούμε να φύγουμε και να επιστρέψουμε στην Ελλάδα.
Η επιστροφή μας ήταν επεισοδιακή.
Λάβαμε ένα μήνυμα να συναντηθούμε όλοι οι φοιτητές από κάθε σχολή στη γυμναστική ακαδημία, ώστε να μας παραλάβουν λεωφορεία.
Μία απόσταση 30 λεπτών ως το αεροδρόμιο την διανύσαμε σε έξι ώρες!
Μάλιστα, δεν καθόμασταν στις θέσεις του πούλμαν. Ήμασταν ξαπλωμένοι στους διαδρόμους, γιατί φοβόμασταν τους ελεύθερους σκοπευτές, οι οποίοι δεν είχαν συγκεκριμένες εντολές για στόχους και συχνά απλώς πατούσαν τη σκανδάλη για να προκαλέσουν ταραχή. Πολλές φορές απλώς πυροβολούσαν προς όπου επιθυμούσαν οι ίδιοι…
Όταν φτάσαμε στο αεροδρόμιο, διαπιστώσαμε ότι ο χώρος ήταν άδειος από υπαλλήλους και γεμάτος από στρατιώτες και ανθρώπους που περίμεναν να υπάρξει διαθεσιμότητα σε κάποιο αεροπλάνο, ώστε να φύγουν από τη χώρα.
Το αεροδρόμιο ελεγχόταν από τη σέρβικη πλευρά. Λέγαμε μεταξύ μας ότι «επιτέλους, φτάσαμε».
Αναμέναμε ειδοποίηση για την πύλη από την οποία αναχωρούσαμε, όμως δεν εργαζόταν κανένας εκεί. Κάποια στιγμή μάς είπαν να περάσουμε στην πύλη 6.
Τη στιγμή που αρχίζαμε να ηρεμούμε, περιμένοντας την επιβίβαση, κόσμος, κυρίως πρόσφυγες, άρχισε να τρέχει από τα λιβάδια γύρω από τους αεροδιαδρόμους, προσπαθώντας να χωρέσει σε κάποιο αεροσκάφος.
Ήμουν μαζί με τον Βαγγέλη Ανυφαντή, μετέπειτα γυμναστή σε όλες τις ομάδες μου και φωνάζαμε ο ένας στον άλλον «τρέξε!». Μπροστά στη σκάλα του αεροπλάνου υπήρχαν στρατιώτες και μας έσπρωχναν.
Όσοι προλάβαιναν, προλάβαιναν… Εγώ είχα κάνει και πρόσφατα την επέμβαση στον μηνίσκο και κούτσαινα. Σχεδόν σκαρφαλώσαμε για να μπούμε στο αεροπλάνο.
Με το που μπήκαμε, έκλεισε η πόρτα.
Το αεροπλάνο δεν είχε θέσεις. Ήταν τύπου C-130 και κρέμονταν μόνο σχοινιά από πάνω και από τα οποία έπρεπε να κρατηθείς.
Στην απογείωση και την προσγείωση κρατιόμασταν και ο ένας με τον άλλον, ώστε να μην βρεθούμε στην άλλη άκρη.
Φτάσαμε στο Βελιγράδι, από όπου μας παρέλαβε ένα επιβατικό αεροσκάφος της Ολυμπιακής, για να επιστρέψουμε στην Αθήνα.
Εκεί καταλάβαμε ότι από τους 350-400 Έλληνες που επρόκειτο να εγκαταλείψουμε το Σεράγεβο, έλειπαν σχεδόν 50. Ήταν εκείνοι που δεν κατόρθωσαν να επιβιβαστούν, ξέμειναν στο Σεράγεβο και πέρασαν τη νύχτα σε ένα φθηνό ξενοδοχείο, δίπλα στο αεροδρόμιο.
Την επόμενη ημέρα, τους παρέλαβαν με μία παρόμοια επιχείρηση και το βράδυ, όταν έφυγαν, βομβαρδίστηκε το ξενοδοχείο…
Ήταν μία δραματική ιστορία η οποία ευτυχώς δεν μας άφησε σημάδια όπως στους ανθρώπους που πραγματικά έζησαν όλη τη φρίκη του πολέμου. Σημάδια που δεν καλύπτονται εύκολα και εμείς αρχίσαμε να τα ξεχνάμε, καθώς έχουν περάσει πια 27-28 χρόνια από τότε.
Η απομόνωση στα σπίτια μας, στο Σεράγεβο, κράτησε περίπου 20 μέρες. Η επικοινωνία με τους συγγενείς μας στην Ελλάδα δεν ήταν τακτική.
Μία ημέρα, ο πατέρας μου με κάλεσε στο τηλέφωνο και ο συγκάτοικός μου, ο Βαγγέλης Ανυφαντής, το σήκωσε και του είπε ότι ήμουν κάτω, στην είσοδο της πολυκατοικίας, και… φυλούσα σκοπιά.
Κάθε κτίριο είχε οργανωθεί και ένας, ανά βάρδια, φυλούσε σκοπιά με όπλο μέσα από την εξώπορτα, καθώς πολλά μέλη παραστρατιωτικών οργανώσεων προσπαθούσαν να εισβάλουν σε πολυκατοικίες, για να επιτάξουν και κόσμο.
Ο πατέρας μου τρελάθηκε όταν το έμαθε και μόλις γύρισα στην Ελλάδα, από την τόση πίεση που είχε βιώσει όλες αυτές τις ημέρες της αβεβαιότητας, υπέστη καρδιακή προσβολή…
Εξηγούσα στους δικούς μου, όταν έφτασα, πως κάθε άνθρωπος αντιδρά διαφορετικά σε δύσκολες καταστάσεις. Όσοι Έλληνες βρεθήκαμε εκεί ήμασταν πολύ ψύχραιμοι. Ίσως ήταν, πάντως, και το νεαρό της ηλικίας. Τότε ήμουν 20-21 ετών, το αίμα «έβραζε», όμως ήμασταν ψύχραιμοι.
Τα πιο πολλά «βγήκαν» όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα. Άκουγα έναν απότομο θόρυβο, όπως για παράδειγμα κάτι να πέφτει από το τραπέζι, και πεταγόμουν. Για περίπου έναν μήνα από την επιστροφή, ήμουν περίπου έτσι.
Λίγο αργότερα ήρθε και το Πάσχα, έπεφταν βεγγαλικά και έκλεινα τα μάτια και απορούσα από μέσα μου αν είμαι εδώ ή ακόμη εκεί… Αυτά, βεβαίως, δεν είναι τίποτα μπροστά στα σημάδια που ο εμφύλιος άφησε στους κατοίκους του Σεράγεβο.
Δεν έγινε κάτι δραματικό σε εμάς, που να μας «σημαδέψει» στο σώμα ή την ψυχή που να σκεφτούμε, π.χ. να ζητήσουμε βοήθεια από ειδικούς ή να αρχίσουμε θεραπεία.
Δεν σκοτώθηκε κόσμος μπροστά στα μάτια μας, δεν πάθαμε εμείς οι ίδιοι κάτι άσχημο, αν και υπήρχαν παιδιά που αντέδρασαν πιο άσχημα, γιατί ο φόβος κυριάρχησε στο μυαλό και την ψυχή τους.
Λίγο καιρό μετά την επιστροφή στην Ελλάδα, άρχισα να βλέπω γνωστούς… Είδα τον καθηγητή μου στον στίβο, ως γυμναστή στην ομάδα μπάσκετ της ΑΕΚ. Τρελάθηκα από την χαρά μου!
Είδα κάποιον που κάτι που θύμιζε. Έναν προπονητή που χάζευα σε ατελείωτες μπασκετικές συζητήσεις. Ναι… Ο Μλαντεν Όστοϊτς, συνεργάτης του Ηλία Ζουρου σε Πανιώνιο και Ολυμπιακο. Με θυμήθηκε κι αυτός και έχουμε ακόμη επικοινωνία.
Μία ημέρα συνάντησα έναν επαίτη στη γωνία της πλατείας της Νέας Σμυρνης, στον οποίο παντα κάτι του έδινα γιατι ήταν Σερβοβόσνιος. Κάποια στιγμή πήγα με τις φόρμες και πετάχτηκε… «Εσύ δεν είσαι ο Έλληνας που έπαιζε στη Famos και στο Kosovo Polje; Σε θυμάμαι, εγώ ήμουν ο αντιπρόεδρος της τάδε ομάδας», μου είπε και μου έδειξε φωτογραφίες του με κουστούμι και την ομάδα του. Ο αντιπρόεδρος ήταν ζητιάνος, πια…
Κάποιοι συμπαίκτες μου από το Σεράγεβο χάθηκαν. Για αρκετά χρόνια δεν υπήρχε τρόπος επικοινωνίας, γιατί ακόμη και όταν αναπτύχθηκαν οι νέοι τρόποι, στη Βοσνία δεν είχαν όλοι πρόσβαση στο διαδίκτυο.
Δεν υπήρχαν τότε και κινητά τηλέφωνα και ενημερωθήκαμε αργότερα ότι κάποιοι σκοτώθηκαν και άλλοι εξαφανίστηκαν και δεν μάθαμε ποτέ τι απέγιναν. Μάθαμε ιστορίες για άτομα τα οποία αλλοιώθηκαν, έγιναν εγκληματίες πολέμου αν και δεν θα το περίμενες ποτέ από αυτούς…
Για άτομα που αναγκάστηκαν να φυγαδευτούν σε άλλα κράτη, όπως το Βέλγιο, για να κρυφτούν και να γλιτώσουν. Παρακολουθώ ακόμη με ενδιαφέρον πολεμικά ντοκιμαντέρ και ταινίες σέρβικες και κροατικές, βοσνιακές, γύρω από εκείνη την εποχή και το μίσος που μαίνονταν.
Όλα αναφέρονται σε ένα γεγονός, ότι κανένας δεν ήταν έτοιμος να πολεμήσει. Ωστόσο, από τη στιγμή που έμαθε, ή έτσι του είχαν πει, πως ο γείτονας έπιασε όπλο στα χέρια του και σκότωσε ακόμη και αλλόθρησκους συγγενείς, αυτόματα ήταν έτοιμος να πολεμήσει και να εκδικηθεί.
Πολλά βασίζονταν τότε σε φήμες, σε προπαγάνδα. Ένα άλλο ντοκιμαντέρ παρουσίαζε ακριβώς το τι έλεγε η σέρβικη και η κροατική τηλεόραση. Η γλώσσα είναι ίδια κατά 99%. Η εκπομπή αποτύπωνε με ακρίβεια τι ανέφερε η κάθε πλευρά, το οποίο ήταν ακριβώς ίδιο με της απέναντι, αλλά με άλλες λεπτομέρειες.
Λες και κάποιος, όποιος τέλος πάντων «διηύθυνε» εκείνον τον πόλεμο, τους είχε υποδείξει επ’ ακριβώς τι θα λένε και σε τι θα πιστεύουν. Μιλάμε για καθημερινές ειδήσεις. Όλα ήταν ίδια και στις κατηγορίες η μία πλευρά χρησιμοποιούσε τη λέξη «Σέρβοι» και η άλλη τη λέξη «Κροάτες».
Στο Κοσσυφοπέδιο βρέθηκα μετά το λύκειο, τότε που όλοι είχαμε στο μυαλό μας την πιθανότητα να παίξουμε σε ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο. Δεν ήμουν ο παίκτης που θα είχα πολλές προτάσεις από τις Η.Π.Α., σαν άλλα παιδιά της φουρνιάς μου, όπως ο Νάσος Γαλακτερός και ο Χρήστος Μαργέλης.
Κοίταξα τις επιλογές μου, όμως ο συμπαίκτης μου στην Εθνική Παίδων, Φώτης Λιάβας, που αγωνιζόταν στον Παναθηναϊκό, έκανε την πρώτη επαφή για μένα με κολέγιο στο Κόσοβο. Βρέθηκα εκεί για να σπουδάσω και να παίξω, έγινε και η πρώτη επικοινωνία με ομάδα που αγωνιζόταν στην Α2 και όλα πήραν τον δρόμο τους.
Όταν ήμουν δευτεροετής στο Κοσσυφοπέδιο, έγινε και η πρώτη απόπειρα προπονητικής, στα τμήματα ακαδημιών της ομάδας μου. Είχα μία τάση στο ενδιαφέρον για το τι κάνει ένας κόουτς και συνεχώς ρωτούσα τους προπονητές μου.
Ζητούσα χαρτιά από σε σεμινάρια, μόνο έντυπα, και βιβλία από μία πολύ μεγάλη βιβλιοθήκη της χώρας. Αφού στην Ελλάδα είχαμε τότε μόνο τα, ποιοτικά, βεβαίως, βιβλία του Αναστασιάδη.
Θυμάμαι ότι στην πρώην Γιουγκοσλαβία είχαν εξελίξει τόσο πολύ το θέμα της επιμόρφωσης που από το 1987 υπήρχε βιβλίο σχετικά με τη διαδικασία επιλογής παικτών μέσα από τα αθλητικά σχολεία. Επιλογή σχετικά με τον σωματότυπο του παίκτη, το υπόβαθρό του.
Στην ίδια βιβλιοθήκη έβρισκες επίσης πολλά ρώσικα βιβλία τα οποία είχαν μεταφραστεί. Είχα μεγάλο ενδιαφέρον για την προπονητική, ανέπτυξα σχέσεις με κόουτς.
Οι προπονητές στην Γιουγκοσλαβία είναι μία μεγάλη κλίκα και στις διαφωνίες τους δεν έχουν πρόβλημα για διαμάχη πρόσωπο με πρόσωπο.
Συχνά, στις συναντήσεις τους, έπαιζαν το λεγόμενο «μπάσκετ-σκάκι». Δηλαδή, έλεγε ο ένας τι κίνηση θα έκανε σε ένα ματς και ο άλλος, ανάλογα με αυτή, απαντούσε με τη δική του κίνηση. Εγώ όλα αυτά τα άκουγα και τα «έπιανα». Πολλοί προπονητές το εκτίμησαν αυτό και όταν άνοιξε η πρώτη θέση στις ακαδημίες και την ζήτησα, την έλαβα.
Σε αυτή τη χώρα, όταν δουν κάποιον να έχει «δίψα», διάθεση, είτε είναι παίκτης είτε προπονητής, θα του δώσουν την ευκαιρία και μάλιστα με μεγάλη βοήθεια.
Εμείς οι προπονητές, αλλά και γενικότερα οι άνθρωποι του αθλητισμού, είμαστε συνηθισμένοι στο να σκεφτόμαστε την επόμενη ημέρα.
Αυτή, βεβαίως, στις μέρες που βιώνουμε, είναι σκέψη γεμάτη αβεβαιότητα για το τι θα επακολουθήσει. Ίσως είναι η πρώτη φορά στη ζωή μας που δεν γνωρίζουμε τι θα συμβεί με τις ομάδες μας.
Ακόμη κανένας δεν μπορεί να πει 100% για το αν αρχίσουν τα νέα πρωταθλήματα.
Δεν ξέρουμε αν θα παραμείνουμε στις ομάδες μας. Μου τηλεφωνούν ατζέντηδες για να μιλήσουμε για παίκτριες και η απάντησή μου είναι πως δεν ξέρω αν θα είμαι εδώ.
Δεν γνωρίζω αν ο σύλλογος θα αγωνιστεί στην Ευρωλίγκα ή αν θα υπάρχει η δυνατότητα για προϋπολογισμό δύο εκατομμυρίων ή 200.000 ευρώ. Δεν είμαστε σίγουροι τι θα πράξουν οι σπόνσορες μετά τις απώλειες του 2019-2020.
Εμείς, στην Όρενμπουργκ, βασιζόμαστε πολύ στην κρατική επιχορήγηση, διότι η στήριξη είναι μεγάλη κυρίως στο μπάσκετ γυναικών από τους δήμους. Είναι λογικό ότι αυτή τη στιγμή τα κράτη έχουν να άλλες προτεραιότητες, με χρήματα για την υγεία.
Εμείς, ωστόσο, ακόμη κοιτάζουμε παίκτριες. Κατανοώ τις ανάγκες των αθλητών να παίξουν. Καταλαβαίνω τους σπόνσορες και τα τηλεοπτικά δίκτυα που έχουν πληρώσει και περίμεναν ανταπόδοση.
Από την άλλη, δεν είναι εύκολο κι εμείς να αρχίσουμε ξαφνικά να ταξιδεύουμε με ευκολία, ώστε να συνεχιστεί η τρέχουσα σεζόν.
Η καραντίνα είναι ήδη μεγάλη. Ακόμη κι αν γίνει αυτό, όταν φτάσουν οι ομάδες κάπου, όλοι θα πρέπει να μπουν σε καραντίνα δύο εβδομάδων και στη συνέχεια να υπάρξει μίνι-προετοιμασία τριών-τεσσάρων εβδομάδων.
Δυστυχώς οι φορείς δεν ρωτούν παίκτες οι προπονητές για αυτές τις καταστάσεις. Η Ευρωλίγκα πίεζε τον Ολυμπιακό να ταξιδέψει στο κέντρο της πανδημίας στην Ιταλία, στο Μιλάνο, κάτι που ήταν απαράδεκτο.
Ζούμε στην εποχή του χρήματος και πολλοί σκέφτονται απλώς να μην χαθεί αυτό. Έχουμε ξεχάσει ότι αυτό που προέχει είναι η υγεία μας.
Το κομμάτι της διαχείρισης όλης αυτής της κατάστασης με τον ιό ήταν καθοριστικής σημασίας.
Δεν επικοινώνησα ακόμη με τον υφυπουργό Πολιτικής Προστασίας και Διαχείρισης Κρίσεων -και άλλοτε διοικητικό ηγέτη του Αθηναϊκού, όταν κατακτήσαμε το EuroCup το 2010– Νίκο Χαρδαλιά.
Ωστόσο, αναμένουμε και από την ελληνική πολιτεία να μεριμνήσει για το θέμα της επιστροφής των Ελλήνων της Ρωσίας στην πατρίδα μας.
Ο κ. Χαρδαλιάς είναι άνθρωπος που με ό,τι καταπιάνεται, θέλει να το κάνει τέλεια.
Το έκανε με την ομάδα χάντμπολ του Αθηναϊκού, μέχρι να τσακωθεί με την ομοσπονδία και να αποχωρήσει.
Αυτό τον έφερε τυχαία στην ομάδα μπάσκετ γυναικών του Αθηναϊκού και την έφτασε ως ένα ευρωπαϊκό τρόπαιο.
Το πέτυχε με τον Δήμο Βύρωνα.
Έχει άποψη και θέλει να μαθαίνει για να έχει άποψη. Είναι οργανωτικός και συχνά συγκεντρωτικός και αυτό έχει να κάνει με το άγχος του αποτελέσματος.
Στην ομάδα, του ζητούσα τρία πράγματα και μας έκανε πέντε.
Ίσως αν είχε ουσιαστική στήριξη από την ομοσπονδία, ο Αθηναϊκός θα μπορούσε να είναι πρωταγωνιστής και στην Ευρωλίγκα.
Συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από την κατάκτηση του EuroCup και φανταζόμουν ότι θα μπορούσαμε να είχαμε γιορτάσει διαφορετικά αυτή την επέτειο.
Ίσως με ένα φιλικό με την τότε αντίπαλο του Αθηναϊκού και νυν ομάδα μου, Ναντέζντα, ώστε να μαζευτούμε όλοι μαζί και πάλι, σαν ένα reunion, και να θυμηθούμε εκείνες τις ημέρες.
Κατανοώ, βεβαίως, ότι το θέμα του κορονοϊού δεν θα επέτρεπε κάτι τέτοιο…
Αντ’ αυτού, παραμένουμε κλεισμένοι στα σπίτια μας, για να μείνουμε ασφαλείς.
Σε μία απομόνωση που φέρνει πολλή σκέψη.
Εκτός από την ιστορία στο Σεράγεβο, θυμήθηκα πάλι και μερικές παράξενες στιγμές στην Τουρκία, ως προπονητής της Φενερμπαχτσέ.
Ο κόσμος βλέπει στο βιογραφικό σου θητεία σε χώρες όπως Πολωνία, Λετονία, Τουρκία, Ρωσία, Ρουμανία, και θεωρεί ότι τις γνωρίζουμε καλά. Αυτό που ξέρουμε από κάθε πόλη είναι δύο-τρία καλά εστιατόρια.
Στην Κωνσταντινούπολη δεν υπήρχαν μεγάλα κλαμπ, όπως στην Αθήνα. Είχαν μόνο το «Reina», που ήταν μεγάλο, πολυτελές και όπου πήγαινε η υψηλή κοινωνία της Πόλης, μεταξύ των οποίων και οι αθλητές.
Όταν το 2016 είχαμε κατακτήσει τον τίτλο με τη Φενερμπαχτσέ, η διοίκηση είχε διοργανώσει εκεί το γλέντι. Πολλές παίκτριές μου συνήθιζαν να συχνάζουν σ’ αυτό.
Μόλις άκουσα για την τρομοκρατική επίθεση της πρωτοχρονιάς του 2017 στο κλαμπ, σκέφτηκα αμέσως ότι κάποιες από τις αθλήτριές μας θα είναι εκεί και, εύλογα, αισθάνθηκα ανησυχία.
Μάλιστα, δύο Αμερικανίδες μας είχαν πει ότι θα πάνε εκεί και τελευταία στιγμή η παρέα τους άλλαξε γνώμη, γιατί φαντάστηκαν ότι θα έχει πολύ κόσμο.
Ο κόσμος στην πόλη, έπειτα και αυτό, φοβήθηκε, αλλά δεν άλλαξε τελείως τις συνήθειές του.
Έσκαγαν τότε πολλές βόμβες στην πλατεία Ταξίμ και υπήρχε «παγωμάρα».
Δεν φοβηθήκαμε, βεβαίως, όπως πριν από πολλά χρόνια στο Σεράγεβο.
Απλώς, ήταν μία ακόμη εμπειρία και μία ανεπιθύμητη κατάσταση, την οποία, κάποια στιγμή, καλώς ή κακώς, αφήνεις πίσω του, την ξεχνάς και προχωράς.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Στέφαν Γιάνκοβιτς: «Η βόμβα δίπλα μου…»
Τζώρτζης Δικαιουλάκος: «Αθηναϊκός, η εξωπραγματική εξαίρεση στον κανόνα»
Τζώρτζης Δικαιουλάκος: Σκάουτινγκ: Μάθε τον αντίπαλο και τον εαυτό σου