Υπάρχει η ομορφιά, υπάρχει και η ουσία.
Ο μαχητής, ο παλαιστής, ο μποξέρ, κυνηγά τη δεύτερη. Αφήνει στην άκρη τις εντυπώσεις. Χορεύει γύρω από τον αντίπαλο, αλλά όχι αποζητώντας το εύκολο χειροκρότημα. Τούτη η χορευτική τελετουργία αποσκοπεί αλλού.
Πρόκειται για μία διαδικασία πεισματικής υπομονής. Για εκείνο το άνοιγμα, το ένα δευτερόλεπτο απροσεξίας. Για να ρίξει το χτύπημα που δεν μετριέται, δεν συζητιέται, απλώς λύνει τη μάχη. Δεν τον απασχολεί να πείσει, μόνο να το… τελειώσει. Ψάχνει εκείνη τη ζωτική κίνηση για να υπενθυμίσει ποιος είναι.
Θυμίζει τον Ρόκι. Όχι όμως τον Ρόκι της δόξας. Τον Ρόκι του πρώτου φιλμ, πριν τον τίτλο. Σε όλη την καριέρα του. Βασικά σε όλη τη ζωή του. Ο Βάλτερ Παντιάνι είναι εκείνος ο ήρωας που δεν έχει τίποτα να χάσει.
Ο άσημος, ο υποτιμημένος, ο σκληρά εργαζόμενος μαχητής που παλεύει λες και έχει τα πάντα να υπερασπιστεί. Που τον νοιάζει να σταθεί. Να επιβιώσει. Να αποδείξει πρώτα στον εαυτό του πως αξίζει.
Έτσι ακριβώς αγωνιζόταν. Όχι για να κλέψει την παράσταση αλλά για να κερδίσει τη σιωπηλή αναγνώριση των άλλων μαχητών του κόσμου. Τον σεβασμό που απορρέει μέσα από την αυταπάρνηση, τον ιδρώτα. Το χειροκρότημα μέσα από τη μάχη.

Σεπτέμβριος 2004: Βάλτερ Παντιάνι εναντίον Τάσου Πάντου σε αναμέτρηση Λα Κορούνια – Ολυμπιακός / Photo by: INTIME (AFP).
Kung fu και σκουπιδιάρικα
Η γειτονιά Κάντε ήταν ανέκαθεν η πιο σκληροπυρηνική του Μοντεβιδέο. Δεν ήταν ποτέ, για κανέναν, εύκολο να τα βγάλει πέρα εκεί. «Τις 3/4 φορές που θα έβγαινες από το σπίτι, είτε θα σε έκλεβαν είτε θα σε τραμπούκιζαν. Κάπως έπρεπε λοιπόν να επιβιώσω. Ξεκίνησα το kung fu και σε μικρή ηλικία είχα ήδη μαύρη ζώνη. Λειτουργούσε. Με έμαθαν καλά και δεν με πείραζαν. Τους έμαθα να με σέβονται, να με φοβούνται». Ήταν η πρώτη αντίδραση. Θα ακολουθούσαν πολλές. Σε κάθε δυσκολία δεν θα έσκυβε το κεφάλι, θα έβρισκε πάντα μία λύση.
Έχασε τον πατέρα του σε ηλικία 17 ετών και στον έναν χρόνο αργότερα βρέθηκε να είναι ο ίδιος πατέρας. Δεν μπορούσε εύκολα να τα βγάλει πέρα. Είχε όμως αρρώστια με τη μπάλα και δεν μπορούσε με τίποτα να την παρατήσει για χάρη της οικογένειας. Χρειάστηκε να δείξει θάρρος και να ανακαλύψει ακόμα μία μαχητική πυγμή μέσα του.
Αγωνιζόταν στην τοπική Προγκρέσο και δεν είχε καν χρήματα για τις καθημερινές μετακινήσεις. Κάποια στιγμή χρειάστηκε να ζητήσει βοήθεια από τον σύλλογο: «Πήγα στον Πρόεδρο και του είπα: “Κύριε, δεν έχω να πληρώσω τα λεωφορεία, παίρνω τέσσερα τη μέρα. Δώστε μου κάτι για να μπορώ να συνεχίσω”. Μου είπε κοφτά ότι δεν υπήρχαν χρήματα για μένα και τότε κατάλαβα ότι δεν με πίστευε καθόλου».
Αποφάσισε να πάει δανεικός στη γειτονική Μπασανιέζ που έπαιζε στη Β’ Κατηγορία. Παράλληλα εργαζόταν. Το βράδυ καθάριζε τους δρόμους ως σκουπιδιάρης και την ημέρα το πάλευε ακόμα στο γήπεδο. «Έτρεχα τις διαδρομές για να τις χρησιμοποιώ σαν προπόνηση. Τελείωνα στις 03:30 και στις 10:00 ήμουν στο γήπεδο. Όταν ξεκινούσαμε, ήμουν ήδη κουρασμένος».
Δεν γινόταν να ξεχωρίσει και το όνειρο είχε αρχίσει να ξεθωριάζει. Συνέχιζε όμως. Έκανε ντελίβερι, μοιράζοντας παγωτά με μηχανάκι, έγινε και φύλακας σε εταιρεία μαζί με τη μητέρα του, αλλά στο χορτάρι δεν απέδιδε.

Ο Βάλτερ Παντιάνι με τη φανέλα της Μπασανιέζ.
Το ξεπέταγμα
Το καλοκαίρι του 1998 ήταν ήδη 22 ετών και δεν τον ήξερε κανείς. Είχε κάνει όμως έναν φίλο, ο οποίος ισχυριζόταν ότι μπορεί να παίξει. Ο μάνατζερ Φρανσίσκο Κασάλ ανέλαβε τη διαχείρισή του και ήθελε να τον πάει στη Νασιονάλ.
Μόνο που ο Βάλτερ δεν το συζήταγε καν. Υποστήριζε φανατικά την Πενιαρόλ και δεν γινόταν να φορέσει τη φανέλα της μισητής αντιπάλου. Πείσμωσε λοιπόν για να το κερδίσει. Και το κέρδισε τραυματίας.
«Είχα ένα σοβαρό μυϊκό πρόβλημα, όταν έπαιξα σε ένα δοκιμαστικό φιλικό με την Πενιαρόλ. Τους έβαλα δύο γκολ, έτσι τραυματισμένος. Τότε με πλησίασε ο κόουτς Γκρεγκόριο Πέρες και μου είπε: “Αν έτσι τραυματίας έβαλες δύο, δεν θέλω να φανταστώ τι μπορείς να κάνεις υγιής. Σε θέλω στην ομάδα μου”. Το είχα κερδίσει»!
Τότε ακόμη δεν ήταν καν επιθετικός. Ένας δυναμικός αμυντικός μέσος που όμως είχε φανερή αίσθηση του γκολ και πολύ έντονες επελάσεις. Ο Πέρες κατάλαβε πρώτος ότι αυτό το εργαλείο που είχε στα χέρια του έπρεπε να βρίσκεται στην κορυφή της γραμμής κρούσης. Και ο Παντιάνι τον αντάμειψε με 29 γκολ σε μία διετία, κατακτώντας μαζί και το Πρωτάθλημα του 1999.
Πλέον τον ήξεραν άπαντες στην Ουρουγουάη, ενώ είχε αρχίσει να τραβάει τα βλέμματα και εκτός χώρας. Μόλις έξι μήνες μετά τον τίτλο, τον Αύγουστο του 2000, ήρθε η πιο τρελή πρόσκληση για να ταξιδέψει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Ο Βάλτερ Παντιάνι με τη φανέλα της Πενιαρόλ.
«Super Depor» στιγμές
Η Λα Κορούνια βρισκόταν για δεύτερη σεζόν υπό την καθοδήγηση του Χαβιέρ Ιρουρέτα, ο οποίος δημιουργούσε κάτι τόσο όμορφο που θα έμενε για πάντα στις μνήμες των ρομαντικών της μπάλας. Μανουέλ Πάμπλο, Νουρεντίν Ναϊμπέτ, Ζοάν Καπδεβίλα, Φραν, Βίκτορ Σάντσεθ, Ντονάτο, Μάουρο Σίλβα, Τζαλμίνια και Χουάν Κάρλος Βαλερόν ήταν τα σημαντικότερα ονόματα εκτός της επιθετικής γραμμής.
Εκεί, στην επίθεση, ο Παντιάνι κατάλαβε ότι, για να παίξει έστω και λίγο, θα έπρεπε να καταθέσει κάτι διαφορετικό. Μπροστά του είχε ατόφιο μπαλαδόρικο ταλέντο και ήταν ξεκάθαρα τέταρτη επιλογή. Ντιέγκο Τριστάν, Ρόι Μακάι και Σαλαχεντίν Μπασίρ είχαν ξεκάθαρο προβάδισμα. Κι όμως, ο Ουρουγουανός θα έβρισκε και πάλι τον τρόπο να ξεχωρίσει, σημαδεύοντας ορισμένες από τις πιο τρελές ισπανικές και κυρίως ευρωπαϊκές βραδιές των «Gallegos».
Η πρώτη του γεμάτη σεζόν στην Ευρώπη (2000-2001) θα αποδεικνυόταν φανταστική για εκείνον και για την ομάδα του. Την ομαδάρα που ο πλανήτης έμαθε να αποκαλεί «Super Depor». Ήταν και η πρώτη της συμμετοχή στο Champions League, στο οποίο, αφού πέρασε ως πρώτη από τον όμιλό της, με δεύτερο τον Παναθηναϊκό (Αμβούργο, Γιουβέντους), συνέχισε στον επόμενο όμιλο και έκανε το ίδιο απέναντι σε Γαλατάσαραϊ, Μίλαν και Παρί.
Στο προτελευταίο παιχνίδι του γκρουπ, στο Riazor η Παρί προηγήθηκε 0-3 στο 55’.
Ο Ιρουρέτα έχει ρίξει απ’ το ημίχρονο τον Παντιάνι στο χορτάρι. Και ο Ουρουγουανός σημειώνει ένα από τα πιο απίθανα χατ τρικ στην ιστορία του θεσμού, καρφώνοντας τη μπάλα μόνο με το κεφάλι τρεις φορές σε 27 λεπτά, ολοκληρώνοντας τη μία από τις δύο μυθικές ανατροπές (από 0-3 σε 4-3) στις οποίες θα φώναζε «παρών».
Εκείνη θα ήταν η καλύτερη του σεζόν με τη Λα Κορούνια, σκοράροντας 13 φορές σε όλες τις διοργανώσεις, με τα πέντε εξ αυτών στο Champions League.

Σεπτέμβριος 2000: Βάλτερ Παντιάνι εναντίον Αντώνη Νικοπολίδη και Ρενέ Χένρικσεν σε αναμέτρηση Παναθηναϊκός – Λα Κορούνια / Photo by: INTIME.
Εγκεφαλικός στο χάος, μαχητής στο πλάνο
Πλέον είχε συστηθεί για τα καλά και στην Ευρώπη. Σε σχέση με τους ανταγωνιστές του στην επίθεση της Ντεπορτίβο ήταν ο πιο άτεχνος. Ωστόσο, έδινε την ψυχή του και κάτι ακόμα. Ο τρόπος που αγωνιζόταν δεν μπορούσε να αντιγραφεί.
Ήταν ένα κράμα ενστίκτου και πειθαρχίας. Δεν ήθελε να αρέσει. Ήθελε να κερδίσει. Ήξερε πού να σταθεί, πότε να τρέξει, πότε να κρατήσει τη μπάλα και πότε να εκραγεί. Αν και δυναμικός, δεν ήταν άναρχος. Ο Παντιάνι διάβαζε το παιχνίδι. Ήταν εγκεφαλικός στο χάος, μαχητής στο πλάνο. Έβαζε σώμα και μυαλό με την ίδια αποφασιστικότητα. Δεν σπαταλούσε καμία φάση. Όλα είχαν σκοπό.
Ήταν ο άνθρωπος που σκόραρε, όταν οι άλλοι δεν μπορούσαν. Εκτός από το τρελό βράδυ με την Παρί, ήταν εκεί, όταν η Ντεπορτίβο απέκλεισε Γιουβέντους και Μίλαν, για να καταγραφεί ως ο άνθρωπος των κρίσιμων στιγμών.
Και μία τέτοια συγκλονιστική ήταν η θρυλική ρεβάνς με τη Μίλαν τον Απρίλιο του 2004. Οι «Rossoneri» του Κάρλο Αντσελότι, οι οποίοι το 2003 είχαν σηκώσει την κούπα και μέχρι το 2007 θα έπαιζαν συνολικά σε τρεις Τελικούς, έμοιαζαν να έχουν κλειδώσει το εισιτήριο για τα ημιτελικά. Στο San Siro η Κορούνια είχε προηγηθεί, αλλά στο τέλος το κοντέρ έγραψε 4-1.
Ωστόσο, το Riazor θα επιβεβαίωνε γιατί το αποκαλούσαν «κατηφορικό». Ο Παντιάνι θα ξεκινούσε βασικός και θα άνοιγε το σκορ μόλις στο 5’ για το τρελό 4-0 που έστειλε την ομάδα του στους «4», την καλύτερη επίδοσή τους στην Ευρώπη.
Ενδιάμεσα (2002) η «Ντέπορ» θα… έκλεινε το σπίτι της Ρεάλ, παίρνοντάς της τον Τελικό Κυπέλλου στο Bernabéu, χαλώντας της τη γιορτή για τα 100 χρόνια από την ίδρυσή της, ενώ λίγους μήνες αργότερα θα καθάριζε και τη Βαλένθια για το Super Cup.

Απρίλιος 2004: Βάλτερ Παντιάνι εναντίον Νούνο Βαλέντε σε αναμέτρηση Πόρτο – Λα Κορούνια / Photo by: Eurokinissi (EPA).
Το ρεκόρ με Ερνέστο
Το 2005 είχε έρθει η ώρα να αποχωρήσει από τη Γαλικία. Ενώ είχε συμφωνήσει με τη Φιορεντίνα, την ύστατη στιγμή η Μπέρμιγχαμ μπήκε σφήνα και τον πήρε στην Premier League. Παραδόξως, ο δυναμισμός του δεν θα ταίριαζε στο Νησί, καθώς θα σκόραρε μόλις έξι φορές στο Πρωτάθλημα.
Τον Γενάρη του 2006 η Εσπανιόλ θα έδινε τη λύση. Και πάλι όμως θα βρεθεί τρίτη επιλογή στην επίθεση, πίσω από δύο θρύλους των Καταλανών, τον Ραούλ Ταμούδο και τον Λουίς Γκαρθία. Ακόμα κι έτσι όμως, θα βρει τον τρόπο να αφήσει παρακαταθήκη στο Montjuïc.
Στο Πρωτάθλημα θα κάνει ένα φοβερό χατ τρικ στο Bernabéu, αλλά είναι το Europa League τα πεδίο στο οποίο θα θριαμβεύσει σε προσωπικό επίπεδο. Ο Ερνέστο Βαλβέρδε τον διαχειρίστηκε εξαιρετικά, του έδωσε χώρο και ο Παντιάνι τον αντάμειψε με 11 γκολ στη διοργάνωση.
Τα τέρματά του θα οδηγήσουν την Εσπανιόλ μέχρι τον Τελικό, εκεί όπου θα ηττηθεί από τη Σεβίλλη στα πέναλτι, με τον Ουρουγουανό μάλιστα να είναι ο μοναδικός που ευστόχησε για την ομάδα του.

Φεβρουάριος 2007: Βάλτερ Παντιάνι εναντίον Στέφανο Μορόνε σε αναμέτρηση Λιβόρνο – Εσπανιόλ / Photo by: Eurokinissi (AFP).
Σαν τρελό… φορτηγό
Στην Ευρώπη τον παρακολουθούν να είναι ασταμάτητος. Ήταν η περίοδος που έφερνε στο γήπεδο μία παλιά δύναμη. Μια ενέργεια που δεν ανήκε στα μοντέρνα πρότυπα. Ήταν ένας άλλου τύπου επιθετικός, δουλεμένος, σκληρός, υπερήφανος. Το βλέμμα του μιλούσε, πριν ακουμπήσει τη μπάλα. Και, όταν την ακουμπούσε, δεν έπαιζε, αποφάσιζε.
Όσοι τον είδαν τον θυμούνται σαν εκείνη τη σπίθα που άλλαζε τον ρυθμό. Δεν έμπαινε να διατηρήσει την ισορροπία. Έμπαινε για να ανατρέψει. Και, όταν το κατάφερνε, δεν το πανηγύριζε θεαματικά. Το ζούσε εσωτερικά. Όπως κάποιος που έχει γλυτώσει από μία μάχη και γνωρίζει ότι δεν ήταν η πρώτη του ούτε η τελευταία.
Δεν είναι τυχαίο ότι κάποτε η εταιρεία Iveco τού έκανε δώρο ένα μεγάλο φορτηγό για προσωπική χρήση. Επειδή ο Παντιάνι δεν ήταν Ferrari. Ήταν μία παθιασμένη μηχανή αντοχής.
Μετά την Εσπανιόλ πήγε στην Οσασούνα όπου επιτέλους, μετά τα 30 του, βρήκε θέση βασικού και είχε μία καλή τετραετία. Συνέχισε να παίζει μέχρι την ηλικία των 40 ετών και έκλεισε στη Β’ Ελβετίας, έχοντας παίξει για λίγο μαζί και με τον γιο του.

Αύγουστος 2007: Ο Βάλτερ Παντιάνι με τη φανέλα της Οσασούνα / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Πέρα από τις μεγάλες στιγμές του, από το ρεκόρ στο Europa League και τις δύο φορές που βγήκε πρώτος σκόρερ στο Copa del Rey, στη La Liga έχουν να θυμούνται ότι ήταν τόσο συνεπής, ώστε με 26 γκολ ήταν ο παίκτης που είχε βρει δίχτυα περισσότερες φορές από κάθε άλλον στην Ισπανία. Έως ότου τον προσπέρασε μόνο ο Λιονέλ Μέσι!
Σε συνέντευξή του κάποτε είχε πει ότι αγαπάει τον Ρόκι. Μόνο όμως στην πρώτη version του. Και αυτή του η φιλοσοφία μετουσιώθηκε σε πράξη στην καριέρα του. Επειδή, σε αντίθεση με τον Ρόκι που μεγαλοπιάστηκε και άλλαξε, ο Ουρουγουανός συνέχισε να πολεμάει, πιστός στην πρώτη και παντοτινή εκδοχή του εαυτού του.
Παρέμεινε χαμηλόφωνος, σταθερός, βαθύς, ουσιαστικός και στο γήπεδο κατέθετε μία εξομολόγηση χωρίς φίλτρα. Με κόπωση, πείσμα και μία ήρεμη υπερηφάνεια.
Ο Βάλτερ Παντιάνι δεν υπήρξε ποτέ το αγαπημένο παιδί της σκηνής. Δεν τον έχτισαν τα φώτα. Τον έχτισε ο δρόμος, το σώμα του που μάτωσε, η σιωπή που κράτησε μέσα του, ενώ μπορούσε να ουρλιάξει. Δεν ζητούσε τίποτα. Απλώς ερχόταν για να δώσει. Να παλέψει. Να σταθεί. Και το έκανε όπως μόνο οι πολεμιστές του φωτός ξέρουν. Με το στήθος μπροστά, με το πρόσωπο καθαρό, με την ψυχή ελεύθερη!
Γιατί κάθε φορά που έμπαινε στο γήπεδο, ήταν σαν να έλεγε: «Είμαι εδώ. Κι αυτό αρκεί για να γίνει μία μάχη αληθινή»!

Photo by: Walter Pandiani (IG).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ντιέγκο Τριστάν: Χόρεψε, διασκέδασε, τραγούδα
Τζαλμίνια: Ο δαίμονας μου, ο άγγελός μου
Η δολοφονία χαρακτήρα του Βίκτορ Σάντσεθ