Τριάντα τρία χρόνια μπάσκετ. Τριάντα τρία χρόνια γεμάτα χαρές και λύπες, φόβους και αγωνία. Με γέλια και κλάματα, επιτυχίες και αποτυχίες, εντάσεις και ηρεμία.
Ξέρετε τι διαπίστωσα σ’ αυτά τα τριάντα τρία χρόνια; Η ζωή είναι απρόβλεπτη!
Ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει.
Τη μπάλα του μπάσκετ την έπιασα για πρώτη φορά όταν ήμουν δέκα χρόνων. Στα 15 μου, έπαιζα ήδη στο πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής.
Ποτέ, όμως, δεν φανταζόμουν ότι κάποτε θα έκανα το βήμα προς την προπονητική.
Ποτέ δεν φανταζόμουν πως σήμερα, τριάντα τρία χρόνια μετά, θα ήμουν προπονήτρια στο πανεπιστημιο Μέιριαν Ιντιανάπολις στην Αμερική, μαζί με την παλιά συμπαίκτριά μου στην Ελλάδα, Κέιτι Τζέαρλντς!
Το μόνο που ήξερα ήταν πως το μπάσκετ θα ήταν όλη μου η ζωή!
Γεννήθηκα στο Σίδνεϊ, όπου και πέρασα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου.
Η οικογένειά μου αποφάσισε να επιστρέψουμε στην Ελλάδα και να εγκατασταθούμε στο νησί μας, την Κάλυμνο, όταν εγώ ήμουν δύο χρόνων, η αδερφή μου η Φωτούλα τεσσάρων και ο αδερφός μας, ο Δημήτρης, δώδεκα.
Σε αντίθεση με τα αδέρφια μου, στην αρχή δεν μ’ ενδιέφερε ο αθλητισμός. Προτιμούσα να τρέχω με τους φίλους μου στις αλάνες και στα χωράφια του νησιού.
Το σπίτι μας βρισκόταν περίπου 200 μέτρα από ένα γήπεδο.
Ο αδερφός μου, που έπαιζε ποδόσφαιρο από την εποχή που ήμασταν στην Αυστραλία, πήγαινε πολύ συχνά σ’ αυτό. Μετά ακολούθησε και η αδελφή μου, η οποία ασχολήθηκε με το μπάσκετ όταν ένας γυμναστής από την Αθήνα την εντόπισε και την προέτρεψε, λόγω του ύψους της, να ασχοληθεί με το άθλημα.
Εγώ, δεν ενδιαφερόμουν. Το δικό μου μυαλό «έτρεχε» στο παιχνίδι με τους φίλους μου στις αλάνες.
Κάποια μέρα η μάνα μας, έπιασε την Φωτούλα και της είπε: «Παίρνεις μαζί σου και την Βίκυ, μπας και ξεφύγει από τις αλάνες;».
Τότε ήμουν ένα κοντό και λίγο «στρουμπουλό», θα έλεγα, παιδί, με μια τεράστια μπάλα στα χέρια.
Το πρώτο σουτ ήταν αυτό που λέμε, «ρίχνω τα νερά». Μόλις έβαλα το καλάθι, κατάλαβα πως εδώ υπάρχει κάτι!
Γραφτήκαμε με την Φωτούλα στον Άτταλο Καλύμνου. Εκείνη στα 16 της έφυγε για την Αθήνα, με μετεγγραφή στην Ακαδημία Ηλιούπουλης. Εγώ έμεινα πίσω και μόλις τελείωσα το σχολείο ζήτησα από τον σύλλογο να φύγω. Οι παράγοντες αρνήθηκαν, αλλά δεν με πείραξε. Μου αρκούσε που θα συνέχιζα να παίζω.
Τότε, ήμουν 17,5 ετών. Πίστευα πως θα παίζω μπάσκετ για μια ζωή. Πίστευα πως δεν θα σταματήσω ποτέ!
Στη σκέψη και μόνο ότι κάποτε θα σταματούσα να παίζω μπάσκετ, νόμιζα πως θα ερχόταν το τέλος του κόσμου. Δεν ήθελα καν, να υπάρχει στο μυαλό μου!
Οι γονείς μου, όμως, «έβλεπαν» πιο μακριά. Ήξεραν ότι κάποια στιγμή θα σταματήσω να παίζω. Μου ‘λεγαν, λοιπόν, διαρκώς «καλό το μπάσκετ, αλλά πρέπει να κάνεις κάτι». Επέμεναν και με πίεζαν να σπουδάσω. Εγώ δεν ήθελα.
Όταν είσαι παιδί, δεν βλέπεις το μέλλον. Αυτό, τουλάχιστον, συνέβαινε σε μένα. Έβλεπα μόνο το μπάσκετ. Για μένα υπήρχε μόνο αυτό!
Τελικά, σπούδασα φυσικοθεραπεία, κι όπως αποδείχηκε στην πορεία, οι γονείς μου είχαν δίκιο. Το θέμα των σπουδών το βρήκα μπροστά μου όταν πήγα στην Αμερική, την ημέρα που πέρασα από συνέντευξη για τη θέση της βοηθού προπονητή.
«Κυρία Βολονάκη, τι έχετε σπουδάσει;», ήταν μία από τις ερωτήσεις που έκανε ο αθλητικός διευθυντής. Στην αρχή απόρησα. «Τι σχέση μπορεί να έχει το μπάσκετ με τις σπουδές μου;» σκέφτηκα και αμέσως του το είπα. Η απάντηση του ήταν αφοπλιστική. «Πώς μπορείτε να ενδιαφέρεστε για δουλειά σ’ ένα πανεπιστήμιο, αν εσείς η ίδια δεν έχετε έναν τίτλο σπουδών;».
Είχε δίκιο…
Τα δύο πρώτα χρόνια των σπουδών μου στην Αθήνα «ανεβοκατέβαινα» στο νησί.
Το πρωί έκανα μάθημα στην σχολή, το απόγευμα πήγαινα στην προπόνηση της Ακαδημίας Ηλιούπολης για να διατηρούμαι σε καλή αγωνιστική κατάσταση και τα Σαββατοκύριακα έπαιζα με τον Άτταλο, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε ενωθεί μ’ έναν άλλο σύλλογο της Καλύμνου και είχε μετονομαστεί σε Ένωση Αττάλου Καλύμνου (ΕΑΚΑ) ο οποίος έπαιζε στην Β’ -Α2 σήμερα- Eθνική κατηγορία.
Στην αρχή, το πρόγραμμα αυτό ήταν διασκεδαστικό. Στην πορεία, όμως, έγινε κουραστικό. Ζήτησα ξανά, λοιπόν, να πάρω μεταγραφή. Η Ακαδημία είχε ήδη δείξει ενδιαφέρον.
Για άλλη μια φορά, η ομάδα ήταν αρνητική.
Το καλοκαίρι του 1999, λίγες ημέρες πριν από την ολοκλήρωση της μεταγραφικής περιόδου, δυο παράγοντες της Ακαδημίας ήρθαν στο νησί να μιλήσουν με τον πρόεδρο, για την μετεγγραφή μου.
Έψαχναν να τον βρουν, αλλά, εκείνος είχε εξαφανιστεί. Ακόμα θυμάμαι το κλάμα που ‘χα «ρίξει».
Την τελευταία μέρα ανέλαβε «δράση» ο αδερφός μου.
Η ώρα ήταν 2 τα ξημερώματα, κι εκεί που καθόμασταν και συζητούσαμε το θέμα, ξαφνικά, ο Δημήτρης σηκώθηκε και μού είπε: «Έλα, πάμε!»… «Που πάμε;» τον ρωτάω… «Στο σπίτι του προέδρου!»… «Μα είναι 2 τα ξημερώματα. Πώς θα πάμε;»… «Απλά, πάμε!»
Φτάσαμε στο σπίτι του προέδρου στις 2 και μισή. Χτυπήσαμε το κουδούνι, μας άνοιξε, συζητήσαμε και τελικά είπε το «ναι». Η μετεγγραφή οριστικοποιήθηκε στις 4 τα ξημερώματα!
Στην Ακαδημία Ηλιούπολης έμεινα δύο χρόνια και μετά πήγα στην Γλυφάδα, που τότε έπαιζε στην Α2, αλλά, ήταν ανερχόμενη δύναμη.
Απόδειξη το γεγονός ότι την επόμενη χρονιά «ανεβήκαμε» στην Α1 και κατακτήσαμε δύο φορές το Κύπελλο Ελλάδας!
«Πετώντας» μάλιστα εκτός δυνατές ομάδες της εποχής, όπως για παράδειγμα ο Δ.Α.Σ.Α.Λ., ο οποίος εκείνη την περίοδο είχε στο δυναμικό του πολύ δυνατές παίκτριες, όπως την Αμερικανίδα Κέιτι Ντάγκλας, την Βασιλείου, την Δελή, την Κλιγκοπούλου.
Στην ομάδα παρέμεινα και μετά την συγχώνευσή της με τον Έσπερο και τη δημιουργία των Εσπερίδων, ενώ στην συνέχεια πήγα στον Αστέρα Εξαρχείων.
Το 2008 βρέθηκα στον Αθηναϊκό, με τον οποίο είχαμε μια καταπληκτική πορεία!
Το αποκορύφωμα αυτής ήταν το 2010, όταν πήραμε το πρωτάθλημα, το Kύπελλο, και το πρώτο ευρωπαϊκό τρόπαιο στην ιστορία του μπάσκετ γυναικών στην Ελλάδα.
Ακόμα θυμάμαι τους διπλούς αγώνες του τελικού του Eurocup με τη Ναντέζντα. Τη νίκη που πετύχαμε στο πρώτο παιχνίδι. Εκεί ήταν που είπαμε, «τελείωσε, το πήραμε!».
Θυμάμαι όλα τα παιχνίδια εκείνης της χρονιάς. Πόσο πολύ δουλέψαμε.
Θυμάμαι τη συνεργασία αλλά και την εμπιστοσύνη που είχαμε στο προπονητικό τιμ. Στον Τζώρτζη Δικαιουλάκο, τον Κτιστάκη, τον Καραμβάλη, τον γυμναστή μας τον Βαγγέλη Ανυφαντή. Σε κάθε παιχνίδι, ήμασταν απόλυτα προετοιμασμένες.
Ξέραμε τα πάντα για την αντίπαλη ομάδα. Ο Τζώρτζης μάς έδινε αυτοπεποίηση. Εμείς αυτό που έπρεπε να κάνουμε, ήταν απλά η δουλειά μας.
Στον Αθηναϊκό γνώρισα και την Κέιτι Τζέαρλντς. Όχι εκείνη την χρονιά. Λίγο νωρίτερα. Κάναμε αρκετά παρέα, αλλά «δεθήκαμε» περισσότερο έναν χρόνο αργότερα, όταν έπαιζε σε μια άλλη ομάδα της Αθήνας.
Εκείνη την περίοδο βρέθηκε σε μια πολύ δύσκολη στιγμή κι εγώ με την Φωτούλα την βοηθήσαμε μέχρι να την ξεπεράσει. Ίσως αυτό να έπαιξε το ρόλο του σε όσα ακολούθησαν στην πορεία.
Το 2011, έπειτα από ένα σύντομο και πολύ δύσκολο πέρασμα από την ΦΕΑ, αποφάσισα να πάω στην Ισπανία.
Πρώτος σταθμός ήταν η Μπούργκος. Πολύ δυνατή ομάδα αλλά είχε έναν «τρελό» πρόεδρο!
Το κατάλαβα από το πρώτο κιόλας παιχνίδι. Όταν, ενώ είχαμε κερδίσει το ματς, μου ζήτησε τον λόγο γιατί δεν είχα βάλει-είπε- πολλούς πόντους. Δε θυμάμαι πόσους είχα πετύχει τότε… Δεκαπέντε; Είκοσι; Πού να θυμάμαι μετά από τόσα χρόνια…
Εκείνο που θυμάμαι είναι ό,τι στο τέλος μου επέβαλε πρόστιμο! Πεντακόσια ευρώ! Πού να χάναμε κιόλας!
Τότε κατάλαβα πώς ένιωθαν οι ξένες παίκτριες που έπαιζαν στην Ελλάδα, όταν οι παράγοντες των ομάδων τις ζητούσαν εξηγήσεις στην πρώτη «αναποδιά», και οι ελληνίδες λέγαμε τα δικά μας…
Στη θέση αυτών των κοριτσιών, πλέον ήμουν εγώ. Στην Ισπανία, ήμουν η «ξένη».
Μετά την Μπούργκος πήγα στο Γκαλντακάο. Μία πόλη στα βόρεια της χώρας, στο Μπιλμπάο. Έπαιξα στην Οριόν και στην πορεία ακολούθησε η Κονκουέρο Χουέλβα.
Σ’ εκείνο το σημείο της ζωή μου η σκέψη μου είχε πια ωριμάσει. Ήμουν 34 χρόνων. Δεν ήμουν μεγάλη. Ή, τουλάχιστον,εγώ δεν με θεωρούσα μεγάλη. Πρόσεχα τον εαυτό μου. Έπαιζα 30 λεπτά σε κάθε παιχνίδι. Ήμουν μια χαρά.
Ένιωθα, όμως, πως το τέλος της πορείας μου ως παίκτρια είχε αρχίσει να πλησιάζει. Το σκεφτόμουν ολοένα και περισσότερο. Έτσι, άρχισα να κάνω κάποιες διασυνδέσεις με συλλόγους της Α2 Ισπανίας, έχοντας στην άκρη του μυαλού μου πως κάποια στιγμή θα ασχοληθώ με την προπονητική.
Σκεφτόμουν, μάλιστα, πως όταν θα αποφάσιζα να ολοκληρώσω την πορεία μου ως παίκτρια, θα επέστρεφα στην Ισπανία ως προπονήτρια.
Στη Χουέλβα, έπαιξα τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2012. Ξαφνικά, τον επόμενο μήνα, ήρθαν οι παράγοντες του συλλόγου στην προπόνηση και μου πρότειναν μείωση αποδοχών. «Είναι μεγάλο το ποσό που προτείνετε» τους απάντησα, αλλά, τους είπα ότι θα το σκεφτόμουν.
Επέστρεψα στο σπίτι μου προβληματισμένη και επικοινώνησα με την μάνατζέρ μου για να συζητήσουμε το θέμα.
«Είναι πολλά. Έχεις συμβόλαιο. Καλύτερα να μη το αφήσουμε να συμβεί», μου είπε, και τότε συνέβη κάτι από αυτά που σε κάνουν να πιστεύεις πως για κάποιο λόγο γίνονται όλα! Έλαβα ένα μήνυμα.
Το μήνυμα ήταν από έναν παλιό προπονητή μου, τον Κώστα Κεραμιδά, ο οποίος εκείνη την περίοδο δούλευε στη Σουηδία, στη Σόλνα Βίκινγκς.
«Βίκη», μου έγραφε, «είδα ότι είσαι στην Χουέλβα. Έρχεσαι εδώ να πάρουμε το πρωτάθλημα;».
Με τον Κώστα είχαμε συνεργαστεί στην Ακαδημία Ηλιούπολης και τον Αστέρα Εξαρχείων, οπότε αυτόματα και χωρίς να το σκεφτώ, είπα «ναι»! Η μάνατζέρ μου, με προέτρεψε να περιμένω.
«Τι να περιμένω;» της είπα. «Θα πάω! Ο Κώστας είναι δικός μου άνθρωπος». Και πήγα!
Δυστυχώς εκείνη την χρονιά δεν πήραμε το πρωτάθλημα, αλλά, ήδη είχαμε κάνει την υπέρβαση τερματίζοντας στη δεύτερη θέση, έχοντας κερδίσει στη διάρκεια της σεζόν πολλές ισχυρές αντιπάλους. Μεταξύ αυτών και η ομάδα που διεκδικούσε την πρόκριση στον τελικό. Κανένας δεν το πίστευε. Ήταν μια φοβερή χρονιά.
Αυτή ήταν και η τελευταία μου ως παίκτρια. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα τελείωνε. Αν και με την πάροδο του χρόνου είχα αρχίσει να βλέπω τα πράγματα πολύ διαφορετικά.
Σκεφτόμουν, «μεγαλώνω… Τι κάνουμε τώρα;». Είχε αρχίσει να με απασχολεί έντονα.
Από την στιγμή που στην Ελλάδα δεν είχα κάποιες συγκεκριμένες επιλογές, όπως εκείνες που είχε για παράδειγμα η Φωτούλα, μετά την κατάκτηση του τίτλου του παγκοσμίου σχολικού πρωταθλήματος με το Λύκειο του Ελληνικού, η μοναδική επιλογή για μένα ήταν να συνεχίσω να ασχολούμαι με το μπάσκετ και να ακολουθήσω την προπονητική.
Μεταξύ των ανθρώπων που γνώριζαν τις προθέσεις μου, ήταν και η Κέιτι (Τζέαρλντς), η οποία είχε αρχίσει να σκέφτεται κι αυτή την αποχώρησή της από την ενεργό δράση.
Τον Μάιο του 2013, λοιπόν, μόλις ολοκληρώθηκε η αγωνιστική περίοδος στην Σουηδία, με πήρε από την Πορτογαλία όπου βρισκόταν και μου είπε για την πρόταση που είχε από το πανεπιστήμιο Μέιριαν στην Ιντιανάπολη, ώστε να αναλάβει ως προπονήτρια την ομάδα γυναικών.
«Τι λες; Έρχεσαι μαζί μου;», με ρώτησε. Αιφνιδιάστηκα… Δεν το περίμενα.
Για άλλη μια φορά, απάντησα χωρίς να το σκεφτώ πολύ. Της είπα «ναι» και έκλεισα το τηλέφωνο.
Όταν κατάλαβα τι είχα κάνει, τρομοκρατήθηκα. Όχι τόσο με την πρόταση και την προοπτική να μετακομίσω μόνιμα στην Αμερική, όσο με το γεγονός ότι δεν θα έπαιζα ξανά μπάσκετ. Δεν ήμουν ακόμα έτοιμη να το αποδεχτώ.
Στους μήνες που μεσολάβησαν μέχρι να μετακομίσω στην Ιντιανάπολη, κάθε μέρα σκεφτόμουν πώς θα ήταν, πλέον, η καθημερινότητά μου.
Μια καθημερινότητα πολύ διαφορετική από εκείνη που είχα συνηθίσει να ζω ως παίκτρια. Ειδικά τα καλοκαίρια.
Ξέρετε για πόσα χρόνια δεν έβλεπα το ηλιοβασίλεμα στην Κάλυμνο, γιατί τα απογεύματα πήγαινα για προπόνηση και βάρη; Ήταν μια συνήθεια που δεν «κοβόταν» εύκολα.
Κάποια στιγμή το πήρα απόφαση και τον Αύγουστο του 2013, μετακόμισα στην Αμερική.
Η μετάβαση από τη θέση της παίκτριας σ’ εκείνην της προπονήτριας, ήταν εξαιρετικά δύσκολη.
Μια μέρα, τον πρώτο χρόνο θυμάμαι, σε κάποια προπόνηση δείχναμε με την Κέιτι στα κορίτσια ένα σύστημα, αλλά, εκείνη την στιγμή δεν μπορούσαν να το αφομοιώσουν.
Πήρα, λοιπόν, την μπάλα και τους είπα: «Ελάτε εδώ να σας το δείξω». Αισθάνθηκα υπέροχα!
Την επόμενη μέρα, είχε προγραμματιστεί μία συνάντηση μ’ έναν ψυχολόγο. Στην Αμερική, οι προπονητές των ομάδων των πανεπιστημίων περνούν από αξιολόγηση ή κάνουν συνεδρίες με ψυχολόγους, διότι, συναναστρέφονται με παιδιά και πρέπει να υπάρχει ισορροπία στη συνεργασία τους μ’ αυτά.
Όταν ανέφερα στον ψυχολόγο το περιστατικό, είπε πως η αντίδρασή μου ήταν λανθασμένη…
Κι όταν τον ρώτησα γιατί, απάντησε: «Γιατί, δεν τους έδειξες το σύστημα. Τους έδειξες ποια είναι η αυτή που μπορεί να κάνει το σύστημα. Τους έδειξες ότι εσύ είσαι καλύτερη και μπορείς να το κάνεις. Η δουλειά σου, όμως, δεν είναι αυτή. Τώρα είσαι προπονήτρια. Πρέπει απλά να τους δείχνεις και να τις αφήνεις να κάνουν λάθη. Μέσα από αυτά θα μάθουν ποιο είναι το σωστό».
Από τότε δεν το έκανα ξανά!
Πάντως, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν έχω συνηδειτοποιήσει ακόμη πως έχω σταματήσει το μπάσκετ. Κάποιες φορές μάλιστα βλέπω στον ύπνο μου ότι παίζω σε κάποιον αγώνα!
Δεν παραπονιέμαι όμως…
Είμαι τυχερή γιατί εξακολουθώ να ασχολούμαι μ’ αυτό που αγαπώ. Είμαι τυχερή γιατί εργάζομαι ως κόουτς σ’ ένα πανεπιστήμιο.
Είμαι τυχερή γιατί η δουλειά μου έχει αναγνωριστεί και πριν από λίγο καιρό ψηφίστηκα ως η καλύτερη assistant coach στο WBCA-NAIA της Αμερικής.
Αυτό κι αν ήταν έκπληξη! Όταν μου το είπαν, στην αρχή, θεώρησα πως ήταν αστείο. Κάποιος, είπα, θέλει να μου κάνει πλάκα.
Κι όμως, ήταν πραγματικότητα.
Την ημέρα που το ‘μαθα ήμουν στην Αϊόβα. Βρισκόμουν με την ομάδα στο πούλμαν καθ’οδόν για το ξεδοχοδείο στο οποίο είχε προγραμματιστεί μια εκδήλωση ενόψει του παιχνιδιού με τις Voorhees, για τους εθνικούς αγώνες.
Το τηλέφωνό μου χτυπούσε διαρκώς και οι κλήσεις ήταν από έναν συγκεκριμένο τηλεφωνικό αριθμό. Συνήθως, όταν είμαι με την ομάδα και υπάρχουν κρίσιμοι αγώνες μπροστά μας, δεν απαντάω στα τηλέφωνα. Θέλω να μένω συγκεντρωμένη και να μην αποσπάται η προσοχή μου. Έτσι δεν απαντούσα.
Ωστόσο, κάποια στιγμή αποφάσισα να καλέσω πίσω τον αριθμό μήπως ήταν κάτι επείγον. Όταν πήρα, «βγήκε» μια κυρία από την ομοσπονδία μπάσκετ και μου ανακοίνωσε ό,τι ψηφίστηκα ως η καλύτερη βοηθός προπονητή, στο σύνολο των κολεγιακών ομάδων στην Αμερική!
«Πλάκα μου κάνετε;» τη ρώτησα, κι εκείνη απάντησε. «Βάλτε το όνομά μου στην Google, και θα δείτε αν είμαι αυτή που λέω».
Τα ΄χασα! Δεν ήξερα τι να της πω. Αφήστε δε που άρχισα να νιώθω άβολα γιατί από την αρχή της συνομιλίας μας της έλεγα συνέχεια, «έλα τώρα, κόψ’ την πλάκα!». Έλα, όμως, που δεν ήταν πλάκα!
Δεν το περίμενα! Στην συνέχεια της συνομιλίας μας, η κυρία μού εξήγησε πως κάθε χρόνο όλα τα πανεπιστήμια των Η.Π.Α, ψηφίζουν τους καλύτερους χεντ και ασίσταντ κόουτς των ομάδων. «Και πώς βγήκα εγώ;» αναρωτήθηκα, επισημαίνοντάς της, πως εκτός από τους προπονητές με τους οποίους συναναστρέφομαι, δεν γνωρίζω κανέναν άλλον στη χώρα.
«Τι εννοείτε;» με ρώτησε, και τότε της απάντησα. «Κοιτάξτε. Στην χώρα από την οποία προέρχομαι, καλώς ή κακώς για να πετύχεις κάτι, πρέπει να ξέρεις κόσμο. Κι εδώ δεν με ξέρει σχεδόν κανείς». Η ατάκα της στη συνέχεια ήταν αποστομοτική. «Κυρία Βολονάκη, εδώ δεν λειτουργούμε έτσι. Αν αξίζει κάποιος, θα ανταμειφθεί».
Ήταν από τις ομορφότερες στιγμές της ζωής μου στην Αμερική. Φυσικά υπήρξαν κι άλλες, όπως η κατάκτηση των τίτλων στους εθνικούς αγώνες του πρωταθλήματος, αλλά αυτή η στιγμή, ήταν μια δικαίωση για μένα. Ήταν η ανταμοιβή των κόπων μου.
Κακά τα ψέματα. Όταν πήγα στην Αμερική να δουλέψω στο Μέιριαν, μαζί με την Κέιτι, τα πράγματα δεν ήταν καθόλου εύκολα. Αφ’ ενός, έπρεπε να προσαρμοστώ στο νέο τρόπο ζωής, κι αφ’ ετέρου, έπρεπε να βοηθήσω την Κέιτι να φτιάξουμε την ομάδα από την αρχή.
Όλη την ημέρα την περνούσα στο πανεπιστήμιο με τα κορίτσια.
Γι αυτά, δεν ήμουν -και δεν είμαι- απλά η προπονήτριά τους. Ήμουν και είμαι η δεύτερη μαμά τους. Αν και έχω επιλέξει να μην έχω παιδιά, αυτή την στιγμή έχω δεκατρία!
Όταν κάποτε είχα πει στον Τζώρτζη Δικαιουλάκο, ότι θέλω να γίνω προπονήτρια, άρχισε να γελάει. «Γιατί γελάς», τον ρώτησα; «Γιατί, Βίκη, εσείς οι γυναίκες είστε απίστευτες! Όταν γίνεις προπονήτρια θα καταλάβεις τι εννοώ», μου είπε. Πράγματι. Κατάλαβα!
Τι κατάλαβα;
Πρώτον, δεν είναι εύκολο να διαχειριστείς πολλές διαφορετικές προσωπικότητες μαζί.
Δεύτερον είναι ακόμα δυσκολότερο να διαχειριστείς και να «ελέγξεις» παιδιά ηλικίας από 18-21 ετών, τα οποία φεύγοντας από το ελεγχόμενο περιβάλλον του σπιτιού τους, πάνε στα πανεπιστήμια όπου είναι εντελώς ελεύθερα. Κάποια απ’ αυτά τα παιδιά είναι τόσο «στερημένα», που θέλουν να τα δοκιμάσουν όλα!
Επιπλέον, εκτός από προπονήτρια είμαι υπεύθυνη και για την ακαδημαϊκή εξέλιξη των φοιτητριών. Πρέπει, λοιπόν, να εποπτεύω και να βοηθώ όποιες έχουν χαμηλή βαθμολογία, γιατί στο τέλος της χρονιάς, αν δεν έχουν έναν συγκεκριμένο μέσο όρο, η ομοσπονδία μπάσκετ δεν θα τους επιτρέψει να παίξουν.
Και μέσα σε όλα αυτά, προσθέστε και το γεγονός πως τόσο εγώ, όσο και η Κέιτι, θέλουμε να έχουμε μια ανταγωνιστική ομάδα μπάσκετ.
Η ομάδα μας αγωνίζεται στο NAIA (National Association of Intercollegiate Athletics) Women’s Basketball Championship Division II.
Ένα κολεγιακό πρωτάθλημα, όπως, ας πούμε, αυτό της Α2 κατηγορίας στην Ελλάδα. Ο στόχος μας δεν διαφέρει σε τίποτα από τους στόχους που έχει κάθε ομάδα. Θέλουμε το πρωτάθλημα. Τα τελευταία πέντε χρόνια κερδίζουμε τον τίτλο στην περιφέρειά μας.
Από εκεί και πέρα, όμως, επιθυμία μας είναι να βρισκόμαστε και στις 32 ομάδες των εθνικών (Νational) αγώνων, στους οποίους προκρίνεσαι ανάλογα με το ποσοστό των νικών που έχεις στο τέλος της σεζόν και τον βαθμό δυσκολίας των παιχνιδιών.
Τα τελευταία χρόνια, έχουμε καταφέρει όχι μόνο να έχουμε συνεχή παρουσία σ’ αυτούς, αλλά ταυτόχρονα έχουμε κερδίσει τον τίτλο δυο χρονιές, το 2016 και το 2017.
Πιστεύαμε ότι θα τον κατακτούσαμε και το 2020, όμως μας πρόλαβαν οι σοβαρές εξελίξεις με την πανδημία. Mετά τον πρώτο αγώνα στη φάση των «16» με την Αϊόβα, το πρωτάθλημα διακόπηκε,όπως και κάθε άλλη αγωνιστική δραστηριότητα στις Η.Π.Α..
Λόγω των υψηλών στόχων που έχουμε θέσει, κάθε χρόνο φροντίζουμε να κάνουμε σωστή προετοιμασία.
Το πρόγραμμα αυτής, μάλιστα, δεν διαφέρει πολύ από το πρόγραμμα που ακολουθούσαμε με την Κέιτι όταν ήμασταν επαγγελματίες παίκτριες. Στην αρχή, αυτό εξέπληξε τα κορίτσια. Είχαν μάθει αλλιώς…
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αντίδραση μιας φοιτήτριας το 2013, όταν αναλάβαμε με την Κέιτι την ομάδα και ανακοινώσαμε στις παίκτριες πως το ημερήσιο πρόγραμμα των προπονήσεων θα ξεκινούσε στις 5 και τέταρτο τα ξημερώματα, με στίβο ή βάρη!
Η συγκεριμένη φοιτήτρια, αν και είχε δυνατότητες να παίξει καλό μπάσκετ, τα πρώτα χρόνια της φοίτησης της στο πανεπιστήμιο δεν είχε μεγάλο χρόνο συμμετοχής. Επομένως, είχε «βολευτεί» στην προηγούμενη κατάσταση. Έπρεπε, λοιπόν, να την «πιέσουμε» λίγο παραπάνω.
Το πόσο πολύ την πιέσαμε το μάθαμε στο τέλος της χρονιάς, στον λόγο που έβγαλε την ημέρα της αποφοίτησή της.
Τη στιγμή που άρχισε να λέει πόσο πολύ βοήθησε το μπάσκετ στην εξέλιξή της, ξεκίνησε την αφήγησή της για όσα συνέβησαν την πρώτη μέρα της προετοιμασίας της ομάδας. Αρχικά μίλησε για την κούραση που ένιωθε, και στη συνέχεια αποκάλυψε το τηλεφώνημα που έκανε στην μητέρα της, στην οποία είπε τα εξής: «Μαμά αυτές οι γυναίκες είναι τρελές! Είναι για το ψυχιατρείο… Θέλω να επιστρέψω στο σπίτι».
Οι «τρελές» ήμασταν η Κέιτι κι εγώ…
Μόλις το ακούσαμε, «χωθήκαμε» και οι δυο στις καρέκλες μας. Οι υπόλοιποι, βέβαια, είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια.
Φυσικά, η συγκεκριμένη κοπέλα δεν γύρισε ποτέ στο σπίτι της. Δεν το δέχθηκε η μητέρα της. Παρέμεινε, δούλεψε σκληρά και στο τέλος η εξέλιξή της ως φοιτήτρια ήταν τόσο σημαντική, που μετά την αποφοίτησή της, προσελήφθη στο πανεπιστήμιο.
Χαίρομαι πραγματικά γι’ αυτήν. Όπως και για την εξέλιξη όλων των κοριτσιών της ομάδας.
Μια ομάδα που, πλέον, είναι βαθιά ριζωμένη στην καρδιά μου.
Πριν από τρία χρόνια είχα μια πρόταση να πάω σε άλλο πανεπιστήμιο, όμως, δεν το έκανα. Πρώτον, γιατί δεν ήταν ηθικό. Θα άφηνα πίσω μου την Κέιτι, και στα πανεπιστήμια εδώ, οι προπονητές πηγαίνουν μαζί.
Δεύτερον, γιατί δεν ήμουν έτοιμη. Όχι μόνο εγώ, αλλά και η Κέιτι, στην οποία επίσης έγιναν προτάσεις να πάμε παρέα σε ομάδες του WNCAA, αλλά, δεν τις δέχθηκε.
Και τρίτον, γιατί εδώ που βρισκόμαστε τα πηγαίνουμε εξαιρετικά. Και ελπίζω να συνεχίσουμε το ίδιο καλά.
Όπως είπα, η ζωή είναι απρόβλεπτη. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου συμβεί.
Το μόνο που ξέρεις είναι ότι πρέπει να συνεχίσεις να προσπαθείς. Να μη το βάζεις κάτω.
Κι αν αποτύχεις, θα ξέρεις τουλάχιστον πως προσπάθησες.
Έχω αποτύχει πολλές φορές στη ζωή μου, όμως, ποτέ δεν τα παράτησα. Όσο δύσκολες κι αν ήταν οι συνθήκες. Ακόμα και την περίοδο που «κόπηκε» ο αντίχειράς μου μετά από ένα σοβαρό τροχαίο ατύχημα που είχα.
Συνέχιζα κι ας μου έλεγαν πως δεν μπορώ…
Συνέχισα και συνεχίζω. Με τον ίδιο πάθος, με την ίδια αγάπη!
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Βογιατζή
ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΠΑΣΚΕΤ ΓΥΝΑΙΚΩΝ