Ο μπαμπάς μου δεν είχε εκφράσει κάποια επιθυμία για να γίνω ποδοσφαιριστής, εξάλλου τον έχασα πολύ νωρίς, σε ηλικία 13 ετών.
Με έπαιρνε όμως μαζί του και πηγαίναμε να δούμε μπάλα, συγκεκριμένα τον Κεραυνό Κερατέας στο Α’ Ερασιτεχνικό, τον οποίον και αγαπούσε πολύ, παρά το γεγονός ότι εκείνος ήταν από το Λαύριο και η μητέρα μου από τον Κουβαρά, ενώ από μεγάλες ομάδες υποστήριζε τον Ολυμπιακό.
Και κάπως έτσι κατέληξα μελλοντικά στην ομάδα του Κεραυνού. Αν και εμένα η τοπική ομάδα στο χωριό μου ήταν ο Κουβαράς, με έπιασαν κάποιοι άνθρωποι, όταν έφυγε από τη ζωή ο πατέρας μου, και μου είπαν ότι ήταν επιθυμία του να παίξω εκεί. Τώρα, αν αυτό ήταν αλήθεια ή ψέμματα…
Όταν λοιπόν πρωτοφόρεσα τη φανέλα του Κεραυνού Κερατέας, ένιωσα ότι ξεκινούσα το πρώτο βήμα για κάτι που μόνο εγώ είχα στο μυαλό μου, να φτάσω όσο πιο ψηλά γίνεται, να γίνω ένας επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Αυτό ονειρευόμουν και τότε ήταν η ώρα για να κάνω το πρώτο βήμα.
Η επιθυμία μου, αν και μικρός τότε, ήταν πολύ μεγάλη, ακόμη υπάρχει μέσα μου μάλιστα η αγάπη για το άθλημα που λέγεται ποδόσφαιρο.
Αν και μου άρεσαν και τα αγωνίσματα ταχύτητας και δύναμης, πχ τα 100μ., ήμουν μια μπάλα συνέχεια από παιδάκι, το βόλεϊ μού άρεσε και έπαιζα σε σχολικούς αγώνες, το μπάσκετ όχι τόσο, όσον αφορά στο να συμμετέχω, η επαφή με τα χέρια δηλαδή, το σώμα με σώμα, ε και το ποδόσφαιρο, πάνω από το οποίο δεν έμπαινε κάτι. Ζούσα μόνο γι’ αυτό.
Και καταλάβαινα ότι ήμουν καλός, γιατί, συγκρίνοντάς με με συνομηλίκους μου αλλά και με μεγαλύτερους, έβλεπα ότι είχα μια ικανότητα. Ήξερα βέβαια ότι ήθελα βελτίωση και ήμουν προσηλωμένος στα λόγια των προπονητών, τι θα μου πουν, πώς θα γυμναστώ, είχα πάντα μια συνέπεια με το άθλημα, προσπαθώντας να είμαι ο καλύτερος, ήμουν στην ώρα μου στις προπονήσεις αλλά και νωρίτερα, ενώ και ο ελεύθερος χρόνος μου είχε μόνο ποδόσφαιρο, στις αλάνες, με βροχή, με χιόνι.

Photo by: Eurokinissi.
“Χτίζοντας” όνομα
Κάποιοι άνθρωποι από τον Κεραυνό Κερατέας γνώριζαν τον Κώστα Πολυχρονίου και, βλέποντας ότι εξελισσόμουν, του έλεγαν «έχουμε εδώ έναν καλό παίκτη».
Φυσικά με ανάδειξε ο Κεραυνός, αλλά τότε απολαμβάναμε μια προβολή και μέσω της συμμετοχής στη Μεικτή Αθηνών, άνθρωποι που έκαναν σκάουτινγκ και μέσω της Μεικτής δηλαδή έμαθαν πχ εμένα, τον Θανάση Πετούρη, τον Δημήτρη Τσιαούση, ενώ φυσικά εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν μάνατζερ. Κατά τη διάρκεια της συμμετοχής μου εκεί, έτυχε μάλιστα να κατακτήσουμε κι ένα Πρωτάθλημα με την ΕΠΣΑ, κάτι που δεν ήταν εύκολο για τρία παιδιά από τα Μεσόγεια, όπως εμείς, ανάμεσα σε τόσα σωματεία, γιατί ήταν ενιαία Αθήνα και Πειραιάς.
Μέσα από τα παιχνίδια μου λοιπόν αλλά και τη Μεικτή Αθηνών ακούστηκε το όνομά μου πολύ έντονα και με έμαθαν, με αποτέλεσμα το 1989-1990 ο Κώστας Πολυχρονίου, με Ντέταρι στον Ολυμπιακό, να με πάρει για κάποιες δοκιμές. Τότε όμως υπήρχαν αρκετά διοικητικά προβλήματα με αντίκτυπο στο σύνολο του οργανισμού, ενώ κι εγώ ήμουν 17 στα 18, σε ηλικία δηλαδή που δεν μπορούσα να πω «θα πάρω μια φανέλα να παίξω».
Το συμπέρασμα οπότε, μιλώντας και με τους ανθρώπους εκεί, ήταν «ο μικρός είναι καλός, αλλά αυτή τη στιγμή εδώ υπάρχουν αρκετά προβλήματα και δεν θα μπορέσει να εξελιχθεί ή να προχωρήσει το θέμα».
Η ΑΕΚ είχε πολύ καλή ομάδα τότε, έπαιρνε τίτλους, το σημαντικό όμως για μένα ήταν ότι προωθούσε πολύ τους μικρούς, ενδιαφερόταν, ασχολείτο και τους αναδείκνυε, κάτι που αποτελούσε πολύ μεγάλο κίνητρο για εμένα ώστε να ενσωματωθώ εκεί.

Φεβρουάριος 1993: Ο Ανδρέας Λαγωνικάκης με τη φανέλα της Εθνικής Ελπίδων / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Επί κυρίου Γιδόπουλου λοιπόν βρέθηκα να δοκιμάζομαι στην ομάδα με προπονητή τον Ντούσαν Μπάγεβιτς, ο οποίος με είχε δει σε προπόνηση, είχε εισηγηθεί να πάω, αλλά εν τέλει δεν προχώρησε, ίσως γιατί δεν ήθελαν να δώσουν χρήματα, ίσως γιατί δεν τα βρήκαν μεταξύ τους οι διοικήσεις του Κεραυνού και της ΑΕΚ.
Υπήρξαν συζητήσεις και με τον ΟΦΗ. Εκεί η αντιμετώπιση που είχα από τον Ευγένιο Γκέραρντ ήταν πολύ καλή, άλλωστε μιλάμε για έναν εξαιρετικό άνθρωπο, το λέει όλος ο κόσμος, κι εγώ τον κοιτούσα με θαυμασμό, όπως και τον Ντούσαν Μπάγεβιτς φυσικά.
Εν τω μεταξύ, όταν ένα παιδί από την επαρχία φτάνει σε επίπεδο να γνωρίζει τέτοιες προσωπικότητες και να βρίσκεται σε ένα τραπέζι να συζητάει μαζί τους, προκαλούνται δυνατά συναισθήματα, μερικές φορές δεν μπορείς να αρθρώσεις και λέξη, με αποτέλεσμα μόνο να ακούς!
Ο Γκέραρντ μού είπε «θέλω να έρθεις εδώ», αλλά ήταν δύσκολο να φύγω από το σπίτι, όντας το μοναδικό αγόρι στην οικογένεια και με τη μαμά μου, την οποία αγαπώ υπερβολικά, να είναι μόνη της, καθώς θυμίζω ότι είχα χάσει τον μπαμπά μου, είχα βέβαια τον πατριό μου.
Επίσης, δεν ήταν τόσο εύκολα τα πράγματα τότε για ένα παιδί να αποχωριστεί την οικογένειά του, όπως συμβαίνει τώρα που είναι πλέον συνήθεια μια ακαδημία να παίρνει ένα παιδί και να το στεγάζει. Έπρεπε να φύγω και να πάω στην Κρήτη, χωρίς μάλιστα να έχω τελειώσει και το σχολείο, οπότε εξέφρασα τους προβληματισμούς μου στον Ευγένιο κι εκείνος μου είπε «έχεις δίκιο».
Ή θα πήγαινα λοιπόν σε μια μεγάλη ομάδα, πχ τον Παναθηναϊκό, ή θα πήγαινα στον Πανιώνιο. Δεν εννοώ ότι ο Πανιώνιος ήταν ή είναι μικρή ομάδα, το αντίθετο, είναι τεράστιο σωματείο, αλλά εκεί θα ήταν πιο εύκολο, γιατί αυτή η ομάδα έβγαζε τους παίκτες, τους αναδείκνυε.

Μάρτιος 1991: Ο Ανδρέας Λαγωνικάκης στην πρώτη του σεζόν στον Πανιώνιο κόντρα στον Νίκο Γκουλή του ΟΦΗ / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Πανιώνιος: Το “σχολείο” της Νέας Σμύρνης
Αυτός ο σύλλογος, ειδικά για ένα παιδί στα πρώτα του βήματα, ήταν και είναι μια οικογένεια, ένα σωματείο που δίνει ευκαιρίες σε πολλούς ποδοσφαιριστές να φτάσουν σε υψηλό επίπεδο. Αναστόπουλος, Σαραβάκος, ο μπαμπάς του Σαραβάκου, Μαραγκός, Δέδες, Μαυρίκης, Βόκολος, Κοπιτσής, Φύσσας και πολλά ακόμα ονόματα μεγάλων ποδοσφαιριστών που ανέδειξε ο Πανιώνιος.
Στη Νέα Σμύρνη είχα τον Γιάννη Κυράστα για έξι μήνες, αλλά δεν πρόλαβα να τον ζήσω πολύ ποδοσφαιρικά, ως άνθρωπο όμως τον ήξερα από πριν. Εκείνη την περίοδο λοιπόν, παίζοντας με την Εθνική Ελπίδων, έσπασα το πόδι μου, έλειψα για περίπου τρεις μήνες και δεν κατάφερα να αγωνιστώ στην άνοδο από τη Β’ στην Α’.
Πρόλαβα και τον Θωμά Μαύρο, παίξαμε μια χρονιά μαζί, μεγάλη προσωπικότητα, τρομερός επαγγελματίας, βοηθούσε μάλιστα κι εμάς τους μικρούς, τα νεαρά παιδιά που βρίσκονταν σε έναν τέτοιον σύλλογο και βίωναν έναν τρομερό ανταγωνισμό.
Τότε δεν υπήρχαν πολλά χρήματα και ήταν πολύ δύσκολο να διεκδικήσει ένας μικρός μια θέση, δύσκολο όμως ήταν και για τους μεγάλους παίκτες. Το σωματείο προστάτευε τους μικρούς, έπρεπε να αναδείξει νέα παιδιά, δεν υπήρχαν και οι πόροι, συνέβαιναν και εξελίξεις στα διοικητικά που είχαν φέρει σε δύσκολη θέση την ομάδα σε οικονομικό επίπεδο. Σκέφτηκα όλες τις προϋποθέσεις και πήρα την απόφαση. Και σήμερα το ίδιο θα έκανα…
Ξαφνικά βρίσκεσαι σε ένα τόσο μεγάλο σωματείο, από εκεί που έπαιζες στο χώμα φτάνεις να παίζεις στο χορτάρι, να σε δείχνει η τηλεόραση, να αρχίζει να μιλάει η Αθήνα για εσένα, είναι φοβερό.
Στη Νέα Σμύρνη που έμενα έβγαινα έξω και ήμουν αναγνωρίσιμος, τα συναισθήματά μου ήταν τέτοια που δεν ξέρω πώς να τα περιγράψω. Με ρωτούν «πώς ένιωσες;» και λέω «παιδιά, εάν δεν το ζήσετε, δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια». Ήταν τόσο μεγάλη η χαρά, η ικανοποίηση, ήταν όλα τα συναισθήματα που φέρνουν ευφορία, ένα μείγμα μέσα μου που δεν ξέρω πώς να το εκφράσω, ένιωθα καταπληκτικά.

Ιανουάριος 1994: Ο Ανδρέας Λαγωνικάκης με το περιβραχιόνιο του αρχηγού στην τέταρτη και τελευταία σεζόν της πρώτης θητείας του στον Πανιώνιο κόντρα στους Ουζουνίδη, Καλιτζάκη και Καπουράνη του Παναθηναϊκού / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Παναθηναϊκός: Συναισθήματα στα άκρα
Τα ίδια συναισθήματα τα ξανάνιωσα με την πορεία του Παναθηναϊκού. Ο Παναθηναϊκός με ήθελε, πριν με αποκτήσει ο Πανιώνιος. Είχα συναντηθεί με τους διοικούντες και τον κύριο Βαρδινογιάννη, ο οποίος μου είχε πει «σε θέλω στον Παναθηναϊκό».
Τότε είχα πει «είναι ένα πολύ μεγάλο σωματείο, είναι πολλά αυτά τα σκαλοπάτια που πρέπει να ανέβω για να φτάσω στην κορυφή», θα πήγαινα για να παίξω στους μικρούς, στην ακαδημία. Ένιωθα ότι ήταν μακρύς ο δρόμος, ήμουν 18 χρόνων. Με άκουσε προσεχτικά και μου είπε «καλά, παιδί μου». Είχα τρομάξει, σκεφτόμουν ότι θα πάω εκεί με τόσα μεγαθήρια και δεν θα μπορώ ούτε να σταθώ. Κι έτσι επέλεξα τον Πανιώνιο για όλους τους λόγους που προανέφερα.
Όσα χρόνια όμως ήμουν στον Πανιώνιο, το ενδιαφέρον του Παναθηναϊκού δεν σταμάτησε ποτέ και με παρακολουθούσαν αυτά τα τέσσερα χρόνια της πρώτης περιόδου μου στη Νέα Σμύρνη. Όταν έφτασε η στιγμή και ωρίμασαν οι καταστάσεις, αυτό το μεγάλο ενδιαφέρον, το οποίο επιπλέον με είχε συγκινήσει, οδήγησε στη μεταγραφή μου στον Παναθηναϊκό.
Οι δύο ομάδες τα βρήκαν έναν χρόνο πριν την πενταετία, ο Παναθηναϊκός συμφώνησε απόλυτα με τον Πανιώνιο και στο οικονομικά, νομίζω εισέπραξαν ένα αρκετά μεγάλο νούμερο, δεν έχει σημασία. Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης εξέφραζε την επιθυμία του, σου έλεγε «ένα κι ένα κάνουν δύο» και, εάν συμφωνούσες με αυτό, τηρούσε τον λόγο του στο ακέραιο. Έτσι έγινε και με τη διοίκηση του Πανιωνίου, έτσι έγινε και με εμένα, σε ό,τι συμφωνήσαμε ήταν κύριος. Και εγώ εξάλλου είμαι άνθρωπος που δεν ψάχνεται περαιτέρω, δεν με ενδιέφεραν τα χρήματα αλλά να παίξω ποδόσφαιρο στο υψηλότερο επίπεδο.
Η Παιανία υπήρξε το δεύτερό μου σπίτι, πάρα πολλές ώρες εκεί μέσα, κάποια περίοδο είχε γίνει και το πρώτο μας, όλων των αθλητών! Είχαμε πάρα πολλές υποχρεώσεις, Πρωτάθλημα, Κύπελλο, πηγαίναμε στην Ευρώπη πάρα πολύ καλά, φτάσαμε έως και τα ημιτελικά του Champions League, οπότε αναγκαστικά μέναμε εκεί.
Ήταν ένας εξαιρετικός χώρος, γι’ αυτό και θεωρώ εξαιρετική τη μετέπειτα επιλογή του από την Εθνική, σίγουρα με κάποιες βελτιώσεις λόγω φυσικής φθοράς του χρόνου. Το κέντρο είναι μέσα στη φύση, έχεις την ησυχία σου, είναι διαμορφωμένο ώστε να σου προσφέρει ιδιωτικότητα, να μην μπαίνει κόσμος μέσα, να μπορείς να δουλέψεις και να κάνεις αυτό που αγαπάς. Μάλιστα, δεν πηγαίναμε εκεί μόνο για την προπόνηση. Αυτή μπορεί να ήταν στις 17:00, αλλά εμείς μαζευόμασταν εκεί από τις 12:00, πίναμε τον καφέ μας, μπορούσαμε να φάμε, να κοιμηθούμε, είχαμε όλες τις ανέσεις και υπήρχε στις εγκαταστάσεις και το ανάλογο προσωπικό.

Ιούλιος 1994: Χουάν Χοσέ Μπορέλι και Κριστόφ Βαζέχα υποδέχονται τον Ανδρέα Λαγωνικάκη στην Παιανία, στην πρώτη προπόνηση του Παναθηναϊκού / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Ο Χουάν Ρότσα είχε πολύ καλή σχέση, επικοινωνία με τους αθλητές. Μην ξεχνάμε ότι ήταν μέλος της ομάδας πολλά χρόνια, ήξερε τον σφυγμό και τον παλμό της. Οι σχέσεις μας ήταν άριστες, αλλά και όλοι μαζί ήμασταν μια οικογένεια, πράγμα που φαίνεται έως και σήμερα, καθώς πολλά παιδιά έχουμε κρατήσει πολύ καλές σχέσεις μεταξύ μας.
Όσον αφορά στον ημιτελικό του Champions League, ε είναι κάτι που δεν γίνεται κάθε μέρα, αποδείχτηκε κιόλας αυτό από την υπόλοιπη καριέρα μου, αφού δεν κατάφερα να φτάσω ξανά σε τέτοιο σημείο. Ήταν μοναδικές στιγμές, τις οποίες μπορούν να τις καταλάβουν και τα παιδιά της Εθνικής που έκαναν έναν άθλο, παίρνοντας το Euro.
Ήξερα ότι υπάρχουν τρία αποτελέσματα, η νίκη, η ήττα και η ισοπαλία. Στην Ολλανδία είχαμε ρυθμό, είχαμε και την τύχη, όλα συνέβαλαν στο αποτέλεσμα και, μόλις μπήκε αυτό το γκολ, ήταν όλα μαγικά, φεύγαμε από εκεί νικητές!
Δεν κρύβω όμως ότι εγώ μέσα στο μυαλό μου σκεφτόμουν «μακάρι να ήταν ένα το παιχνίδι». Είναι σαν να έχεις δεχτεί μια μπουνιά, μια σφαλιάρα, είσαι κάπως ζαλισμένος, θολωμένος, αλλά ξέρεις πού βρίσκεσαι, μέσα σε όλη τη χαρά που νιώθεις.
Έτσι ήταν στο Άμστερνταμ! Ήρθε ο Πρόεδρος, μπήκε μέσα στα αποδυτήρια και μας είπε ότι έχουμε ένα ακόμα παιχνίδι, ότι δεν έχει τελειώσει τίποτα. Το ίδιο και ο προπονητής. Μετά ηρεμήσαμε, δεν είχαμε και τον χρόνο να χαρούμε πολύ, είχαμε Πρωτάθλημα και Κύπελλο σε εξέλιξη, ήμασταν στα ουράνια και μετά έπρεπε να προσγειωθούμε ανώμαλα, σκεφτόμενοι τα αποτελέσματα στις εγχώριες διοργανώσεις.
Συναισθήματα στα άκρα, μια πάνω, μια κάτω, με τον κάθε αθλητή να πρέπει μόνος του να φτιάξει την ψυχολογία του και να ισορροπήσει. Έπρεπε να μείνουμε συγκρατημένοι, ταπεινοί, να συνεχίσουμε τον αγώνα μας, γιατί, πέρα από τις χαρές, υπήρχαν και πολλά παιχνίδια άρα και κούραση. Ήμασταν βέβαια ισάξιοι αθλητές, όποιος έμπαινε αλλαγή απέδιδε το ίδιο καλά με αυτόν που αντικαθιστούσε, γι’ αυτό και προχωρήσαμε.
Ο Άγιαξ όμως ήταν πάρα πολύ δυνατός τότε, οπότε στο δεύτερο παιχνίδι, χωρίς την τύχη μαζί μας και με απώλειες παικτών, δεν αντέξαμε…

Απρίλιος 1995: Ο Ανδρέας Λαγωνικάκης μαζί με τους Δημήτρη Μάρκο και Γιώργο Γεωργιάδη του Χαραλάμπους στο αεροπλάνο της επιστροφής από το Άμστερνταμ μετά τη νίκη του Παναθηναϊκού επί του Άγιαξ / Photo by: ΙΝΤΙΜΕ.
Πέρα από τον Πανιώνιο, και ο Παναθηναϊκός αποτέλεσε για μένα σχολείο. Ήμουν 22 ετών, σήμερα βέβαια σε αυτήν την ηλικία είναι ολοκληρωμένοι οι παίκτες, αλλά τότε ήταν αλλιώς οι συνθήκες, ωρίμαζες, είχες άλλες εμπειρίες, Ευρώπη, αντιλαμβανόσουν το παιχνίδι διαφορετικά, δεν επιτρεπόταν να χάσεις, δεν υπήρχε η λέξη «χάνουμε», μπαίναμε για να κερδίσουμε και αυτό σου ασκούσε πίεση. Σε τέτοια ομάδα δεν έχεις περιθώριο για απώλεια βαθμών, κάνεις πρωταθλητισμό.
Σε προσωπικό επίπεδο, ο Παναθηναϊκός με ωρίμασε, με έβαλε να σκέφτομαι τελείως διαφορετικά, να κάνω διαχείριση του συναισθηματικού μου κόσμου, πράγμα πολύ καλό για το ποδόσφαιρο, τι πρέπει να κάνω και τι όχι. Γνώρισα επίσης πολύ κόσμο κι έμαθα πώς να το αντιμετωπίζω όλο αυτό, πώς να κρατιέμαι δηλαδή λίγο πιο μακριά ώστε να διαφυλάττω την προσωπική μου ζωή, γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν έχεις πολύ χρόνο να ξεκουραστείς και να απολαύσεις κάποιες στιγμές που τις έχεις ανάγκη, χωρίς να είναι στραμμένα επάνω σου τα φώτα της δημοσιότητας.
Σε ποδοσφαιρικό επίπεδο, υπήρχε ανταγωνισμός κι έπρεπε να κερδίσεις τη θέση σου αλλά και να τη διατηρήσεις. Ταυτόχρονα, έμαθα να μην τα παρατάω ποτέ, γιατί οι λύπες στο ποδόσφαιρο είναι περισσότερες από τις χαρές. Μάλιστα, για τον λόγο αυτό, όταν έρχεται εκείνη η μία χαρά, πολλά παιδιά ξεσπούν, και εμείς το ίδιο κάναμε, γιατί υπάρχει μια συσσωρευμένη πίεση που πρέπει να εκτονωθεί.
Το σημαντικότερο απ’ όλα είναι ότι νιώθω ευγνώμων και ευλογημένος που βρέθηκα τόσο στον Παναθηναϊκό όσο και τον Πανιώνιο, ενώ φυσικά και ο Κεραυνός μού έδωσε την ευκαιρία να προχωρήσω, γιατί, εάν ήθελαν, μπορούσαν να μην τα βρουν και τελικά να μην είχα την ανάλογη εξέλιξη.
Πανιώνιος και Παναθηναϊκός λοιπόν, δύο σωματεία εκτός όλων των άλλων και υγιέστατα μέσα στα αποδυτήρια, δεν είχαμε δηλαδή ανθρώπους και συμπαίκτες να μας κάνουν κάποιου είδους μπούλινγκ, κάτι που είναι πολύ σημαντικό για ένα νέο παιδί, γιατί μικρός πήγα και στους δύο.
Σε αμφότερους τους συλλόγους βίωσα επίσης ανεπανάληπτες χαρές και λύπες. Στον Πανιώνιο η μεγαλύτερή μου λύπη ήταν ότι είχαμε έναν υποβιβασμό και η μεγαλύτερή μου χαρά η άμεση άνοδος. Στον Παναθηναϊκό, έζησα πρωταθλήματα, τίτλους, πορείες στα ευρωπαϊκά παιχνίδια και βέβαια τη συμμετοχή σε ημιτελικό Champions League.

Απρίλιος 1999: Ο Ανδρέας Λαγωνικάκης σε ρόλο φωτογράφου στο περιθώριο αναμέτρησης Αθηναϊκός – Παναθηναϊκός / Photo by: ΙΝΤΙΜΕ.
Ραπίντ: «Νάνα Μούσχουρη» στη Βιέννη
Δύο μήνες πριν ολοκληρώσω τη συνεργασία μου με τον Παναθηναϊκό ως ποδοσφαιριστής, ο πρώτος που έμαθε τις επαφές μου με τη Ραπίντ Βιέννης ήταν ο Πρόεδρος. Του είπα λοιπόν ότι η ζωή μού έδωσε ένα εισιτήριο και θέλω να ταξιδέψω, ότι δεν έχω κανένα παράπονο από τον σύλλογο, ότι απλώς θέλω να φτάσω όσο πιο ψηλά γίνεται, χωρίς αυτό να σχετίζεται απαραίτητα με κάποια συγκεκριμένη ομάδα, αλλά και μόνο που θα έμπαινα στο αεροπλάνο και θα πήγαινα σε μια άλλη χώρα που με ήθελε, να δω την κουλτούρα, να δω άλλον κόσμο, να μάθω μια άλλη γλώσσα, να δω κάτι διαφορετικό από το Ελληνικό Πρωτάθλημα, στο οποίο τότε ήμουν ήδη εννιά χρόνια, θα ήταν μια μεγάλη κατάκτηση.
Μου έγινε λοιπόν πρόταση από τη Ραπίντ Βιέννης, έναν πολύ μεγάλο σύλλογο, να πάω στην Αυστρία και σκέφτηκα ότι τελικά το ποδόσφαιρο δεν έχει ταβάνι, «πήγαινε, Αντρέα, όπου μπορείς και όπου φτάσεις».
Το ποδόσφαιρο, οι προπονήσεις κτλ δεν είχαν τόσο μεγάλη διαφορά, γνώρισα όμως μια διαφορετική κουλτούρα, έζησα τον προγραμματισμό, κατάλαβα πώς γίνεται και το μάρκετινγκ, το οποίο τότε στην Ελλάδα δεν ήταν τόσο ανεπτυγμένο, όπως για παράδειγμα είναι τώρα.
Η Ραπίντ λοιπόν είχε πολλούς χορηγούς κι εμείς έπρεπε να βρεθούμε στο τάδε συμφωνηθέν μέρος τη συγκεκριμένη ημερομηνία τη συγκεκριμένη ώρα για κάποιον συγκεκριμένο χρόνο, ώστε να δώσουμε αυτόγραφα, να βγάλουμε φωτογραφίες κτλ. Έδιναν πολύ μεγάλη σημασία στο φίλαθλο κοινό, στους ανθρώπους που αγαπούν την ομάδα.
Δεν μπορώ να ξεχάσω και τις χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις που κάναμε και έβλεπα πράγματα πρωτόγνωρα για εμένα. Για κάποιο μουσικό σόου, για παράδειγμα, έπρεπε κάθε ποδοσφαιριστής, μόνος του ή με ζευγάρι, να κάνει ένα σκετσάκι για τον κόσμο, στον οποίον δίνονταν προσκλήσεις κι ερχόταν σε μια τεράστια αίθουσα. Υπήρχε η μπάντα και κάναμε με πλέι μπακ το σκετσάκι μας, ώστε να διασκεδάσει και να γελάσει ο κόσμος. Εγώ πχ είχα ντυθεί Νάνα Μούσχουρη. Για τους άλλους ήταν εύκολα, ήταν συνηθισμένοι, αλλά για εμένα δεν ήταν έτσι.
Ποδοσφαιρικά, απέδωσα όπως ήθελα, ήταν καλά, σε τρία χρόνια είχα 80 συμμετοχές σε Πρωτάθλημα, Κύπελλο, Ευρώπη, μου έλειψε όμως ότι δεν καταφέραμε να πάρουμε έναν τίτλο.

Αύγουστος 2000: Ο Ανδρέας Λαγωνικάκης (μαζί με τον Πέτερ Σέτελ) με τα χρώματα της Ραπίντ Βιέννης / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Επιστροφή σε γνώριμα μέρη
Έμεινα τρία χρόνια στην Αυστρία και θα μπορούσα να μείνω ακόμα τρία, καθώς μου είχε γίνει πρόταση. Έφτανα όμως προς τη δύση και σκεφτόμουν να επιστρέψω. Εγώ βέβαια καλά περνούσα, ήταν η δουλειά μου εκεί, ήταν αυτό που έκανα και αγαπούσα εκεί, αλλά για τον άνθρωπο που ήταν μαζί μου, την τότε σύντροφό μου, δεν ήταν και τόσο εύκολο, οπότε πήρα την απόφαση να γυρίσω. Δεν ψάχτηκα πάντως πολύ, δεν σκεφτόμουν δηλαδή τρεις-τέσσερεις μήνες πριν ότι πρέπει να αρχίσω να ψάχνομαι για την επιστροφή μου ή για κάποιο άλλο σωματείο στην Ευρώπη.
Πίστευα μάλιστα ότι θα είχαν αλλάξει αρκετά πράγματα στη χώρα μας, αλλά δυστυχώς δεν είχαν, ίσως λίγο το μάρκετινγκ. αν σήμερα ένας οργανισμός έχει πχ 100 άτομα, τότε είχε 20-25.
Αμέσως μου έγινε πρόταση από τον Πανιώνιο και αμέσως έκλεισα. Δεν χρειαζόταν να σκεφτώ πολλά πράγματα, ήξερα το περιβάλλον και η συγκεκριμένη ομάδα ήταν και εκείνη που μου είχε δώσει την ώθηση για να πάω στον Παναθηναϊκό.
Η ομάδα επίσης πήγαινε πολύ καλά στο Πρωτάθλημα (έως και πέμπτη θέση), είχαμε πάρει και εισιτήριο για την Ευρώπη. Από εκεί και πέρα, κάποια κακώς κείμενα ανήκουν στο παρελθόν.
Συνολικά πάντως δεν μπορώ να πω εάν ήταν καλύτερη η πρώτη ή η δεύτερη περίοδός μου στον Πανιώνιο, γιατί ήταν καλές και οι δύο, όπως καλά ήταν και σε όλες τις ομάδες μου, γιατί παντού με αγαπούσαν και τους αγαπούσα.

Ιανουάριος 2003: Ο Ανδρέας Λαγωνικάκης στην πρώτη σεζόν της δεύτερης θητείας του στον Πανιώνιο / Photos by: ΙΝΤΙΜΕ.
Δεν αποχαιρέτησα τον σύλλογο λόγω προβλημάτων στις σχέσεις μας αλλά λόγω τραυματισμού. Χιαστός, μηνίσκος, χόνδρος. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ο χόνδρος, καθώς δεν θα μπορούσα να έχω μια αποκατάσταση που θα μου επέτρεπε να είμαι αυτό που ήμουν. Μίλησα με τους γιατρούς του Πανιωνίου, μου είπαν να μείνω δύο χρόνια, αλλά ο γιατρός μου μου είχε πει «Αντρέα, η αποκατάσταση δεν θα γίνει έτσι όπως πρέπει να γίνει, θα υπάρχουν προβλήματα», έπρεπε να μείνω έναν χρόνο έξω, ενώ εν τω μεταξύ μεγάλωνα.
Επέστρεψα στον Κεραυνό Κερατέας. Οι απαιτήσεις, οι πιέσεις, οι εντάσεις δεν ήταν ίδιες με ενός επαγγελματικού σωματείου. Έκανα τέσσερεις επεμβάσεις και μπόρεσα να παίξω. Αλλά ακόμα και με τον τραυματισμό που μου ήρθε, αυτό που πραγματικά με στενοχώρησε είναι ότι ήθελα να έχω κάνει καλύτερο κλείσιμο στο επαγγελματικό επίπεδο, να έχω φύγει υγιέστατος μέσα από το γήπεδο.
Φυσικά, έχουμε πάρα πολλά παραδείγματα αθλητών που, πριν καλά-καλά προλάβουν να κάνουν καριέρα ή πάνω στο αποκορύφωμά τους, τους συνέβαινε ένας σοβαρός τραυματισμός και τέλος, όπως πχ συνέβη στον φίλο μου, τον Χρήστο Κωστή. Εμένα μου ήρθε ευτυχώς προς το τέλος της καριέρας μου, οπότε είπα «δεν πειράζει που ήρθε τώρα, θα μπορούσε να μου έχει συμβεί στην αρχή ή στη μέση της πορείας, προχωράμε».

Αύγουστος 2004: Ο Ανδρέας Λαγωνικάκης με τη φανέλα του Πανιωνίου στην τελευταία επαγγελματική σεζόν της καριέρας του / Photo by: ΙΝΤΙΜΕ.
Επόμενη μέρα
Μετά το τέλος της καριέρας μου ως ποδοσφαιριστής, ασχολήθηκα με το σκάουτινγκ. Μέχρι το 2018 ήμουν στον Παναθηναϊκό, αλλά εξαιτίας κάποιων προβλημάτων ζήτησα να σταματήσω τη συνεργασία, να με απαλλάξουν από τα καθήκοντά μου, υπήρχαν τα γνωστά γεγονότα εκείνης της περιόδου, τα οποία έχουν ειπωθεί και από τον κύριο Μαρίνο Ουζουνίδη.
Μετά από δύο μήνες μού έκανε πρόταση ο Νίκος Λυμπερόπουλος και ανέλαβα το τμήμα σκάουτινγκ της ΑΕΚ επί Δημήτρη Μελισσανίδη. Στη δουλειά μου πάντα υπάρχει και το καλύτερο, αλλά σε γενικές γραμμές όλα πήγαν καλά. Αυτή η κουβέντα βέβαια θα πρέπει να συνδυάζεται και με τα αποτελέσματα. Η ΑΕΚ είχε ήδη πάρει τον δρόμο της, κατακτώντας και το Πρωτάθλημα, αλλά εν τέλει δεν κατάφερε να κάνει αυτό που ήθελε ο κόσμος της, να ντουμπλάρουμε τον τίτλο. Φυσικά, δεν είναι μόνο θέμα σκάουτινγκ, είναι πολλά πράγματα που συνδέονται για να φτάσει ο σύλλογος στους τίτλους και να φέρει επιτυχίες.
Σε ένα μεγάλο σωματείο λοιπόν όπως η ΑΕΚ, όταν δεν έρχονται οι τίτλοι, γίνονται κάποιες αλλαγές, ριζικές κάποιες φορές, πράγμα φυσιολογικό για την ελληνική πραγματικότητα.
Έμεινα στην ΑΕΚ περίπου ενάμιση χρόνο. Δεν πέρασαν δυο-τρεις μήνες κι έμαθαν στον Παναθηναϊκό, γιατί εγώ δεν είμαι άνθρωπος που δημοσιοποιεί τα δεδομένα του, ότι είχα αποχωρήσει. Επικοινώνησαν μαζί μου, γιατί ήθελαν έναν άνθρωπο για τις ακαδημίες, στις οποίες είχα ξαναβρεθεί κατά την τελευταία μου θητεία στον Παναθηναϊκό, εκτός από σκάουτερ δηλαδή. Μου είπαν ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει προς το καλύτερο και πράγματι έτσι ήταν. Απλώς τότε πέσαμε στη συγκυρία με τον κόβιντ, δεν γίνονταν προσλήψεις, είχαν παγώσει τα πάντα, ήταν σε αναστολή, αλλά, μόλις ξεπεράστηκε αυτό το εμπόδιο, έγινε η πρόσληψή μου στην ακαδημία.

Μάρτιος 2015: Ο Σύνδεσμος Παλαιμάχων του Παναθηναϊκού -μέσω του μυθικού Τάκη Οικονομόπουλου- τιμά τον Ανδρέα Λαγωνικάκη για την προσφορά του στον Σύλλογο / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Η παρουσία σε έναν μεγάλο σύλλογο αλλά και γενικότερα στον χώρο του ποδοσφαίρου μόνο υπερηφάνεια μπορεί να σε γεμίσει. Από εκεί και πέρα, αυτό που αναζητώ, αυτό που θέλω να πετύχω ως άνθρωπος, δυστυχώς όμως δεν είναι μόνο στο δικό μου χέρι, είναι να αναδείξουμε παιδιά, να παίξουν παιδιά, γιατί έχουμε ανάγκη από νέους αθλητές. Τον δρόμο τον έδειξε και η Εθνική, με τις επιλογές νεαρών παικτών, και πρέπει να τον ακολουθήσουμε, πρέπει να δώσουμε ευκαιρίες στους νέους.
Έχουμε ψάξει, έχουμε φάει κρύο και βροχές, έχουν κουραστεί οι προπονητές, ο Τεχνικός Διευθυντής, τα τόσα άτομα μες στην ακαδημία, ο Πρόεδρος που πληρώνει προκειμένου να βγουν νέοι ποδοσφαιριστές στο προσκήνιο.
Παιδιά υπάρχουν, απλώς πρέπει να παίξουν, να αναδειχτούν, να υλοποιήσουν τα όνειρά τους, έτσι όπως τα πραγματοποίησα κι εγώ. Εξάλλου όλοι οι αθλητές από μια τέτοια κατάσταση περνάμε, είμαστε μικροί, μεγαλώνουμε σιγά-σιγά, παίζουμε.
Κι αυτή θα είναι πάντα η χαρά μου, να βλέπω αυτά τα παιδιά μέσα σε ένα σωστό περιβάλλον, να έχουν υγεία, να παίζουν και να σηκώσουν τίτλους.

Photo by: Eurokinissi.
Το αύριο δεν το ξέρω, κανείς δεν γνωρίζει τι προκλήσεις μπορεί να προκύψουν ανά πάσα στιγμή, οπότε το μόνο που εύχομαι είναι να έχουμε υγεία και όλα τα υπόλοιπα βήμα-βήμα, όπως έκανα και σε όλη μου την καριέρα.
Έχω σκεφτεί τον εαυτό μου κάποια στιγμή μακριά από το ποδόσφαιρο, παρόλο που το αγαπάω πάρα πολύ, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που με τρομάζει. Επειδή οι καταστάσεις και οι καιροί αλλάζουν, εξελίσσονται πολλά πράγματα, μπορεί να έρθουν κάποια δεδομένα κόντρα στις απόψεις μου, να μην μπορώ να συνεργαστώ και αναπόφευκτα να πρέπει να σταματήσω. Η αγάπη μου δηλαδή για το άθλημα δεν θα με κάνει να μη μιλάω, να μη λέω τη γνώμη μου. Για να βρίσκομαι στον χώρο, δεν θα κάνω υποχωρήσεις σε αυτά που πιστεύω. Αυτό μπορεί να συμβεί και γενικότερα στη ζωή. Όταν δεν πάνε καλά τα πράγματα, από τη στιγμή που μπορεί να κάνεις κακό στον εαυτό σου ή σε κάποιον άλλον, καλύτερα να αποχωρήσεις.
Είναι πολύ σημαντικό για μένα επίσης να παραμείνω “άνθρωπος” και να έχω κι άλλα τέτοιου είδους άτομα γύρω μου, ώστε να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε. Πρέπει να είμαστε κοντά στον συνάνθρωπό μας, τα πράγματα πλέον στη ζωή έχουν γίνει δύσκολα, περίεργα, οπότε πρέπει να προσέξουμε να μη χάσουμε την ανθρωπιά μας, τις ευαισθησίες μας, την αγάπη μας.
Κακά τα ψέματα, μεγαλώνουμε, γερνάμε, βαίνουμε προς το τέλος του ταξιδιού, κάτι που δεν πρέπει να το παραβλέπουμε αλλά ούτε και να μας τρομάζει.
Κι εγώ, κάνοντας τον απολογισμό μου, συγκινούμαι. Δεν κρύβω ότι, παρά τα χρόνια, είναι σαν να μιλάω για χτες. Δεν ξέρω πόσοι το νιώθουν αυτό, αλλά, πριν με πάρει ο ύπνος, εμφανίζονται οι αναμνήσεις που φωνάζουν, η μυρωδιά, το βουητό, όλα απ’ το παρελθόν και αυτό με συγκλονίζει.
Και μετά θυμάμαι ποιος μου τα χάρισε όλα αυτά. Ο αθλητισμός, το ποδόσφαιρο, το οποίο το αγαπώ πολύ και πάντα ήξερα ότι θ’ αποτελέσει και το εισιτήριο για να γνωρίσω πολλά πράγματα!

Photo by: Eurokinissi.
Ο Ανδρέας Λαγωνικάκης είναι παλαίμαχος διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Κριστόφ Βαζέχα: Παγώνει το Άμστερνταμ