Όλα τα αριστουργήματα της τέχνης περιέχουν φως και σκιά.
Για να αναδειχθεί κάτι όμορφο, είναι απαραίτητα και τα δύο συστατικά. Η σκιά είναι ένα από τα πιο δυνατά σύμβολα στον πολιτισμό και την τέχνη, επειδή συνδέεται με την έννοια της παρουσίας που δεν ζητάει αναγνώριση, αλλά είναι πάντα εκεί. Είναι η σιωπηλή δύναμη που στηρίζει το φως, η αόρατη παρουσία που συχνά κρύβει τη μεγαλύτερη αλήθεια.
Είναι αυτή που δεν χρειάζεται ποτέ να μιλήσει για να αφήσει το αποτύπωμά της. Είναι πάντα εκεί, παρακολουθεί, αλλά δεν απαιτεί τίποτα. Αντίθετα από το φως που αποζητά την προσοχή, η σκιά παραμένει πίσω, ήρεμη αλλά ουσιαστική. Η σιωπηλή δύναμη που την κάνει να ξεχωρίζει είναι ότι ποτέ δεν προσπαθεί να καταλάβει τον χώρο του φωτός. Αντίθετα, βυθίζεται στον κόσμο της, αφήνοντας την αίσθηση του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος να χορεύουν γύρω της.
Στον θρυλικό μύθο του «Μαύρου Ρήγα» του Γουίλιαμ Σαίξπηρ, η δύναμή της διαποτίζει την ίδια την ιστορία. Ο Μαύρος Ρήγας, όταν βρίσκεται μπροστά στην κρυφή δύναμη του σκοταδιού, αποφασίζει να την ακολουθήσει και να αγκαλιάσει τη σιωπή της, χωρίς να ανησυχεί για την αποδοχή ή την αθρόα λάμψη.
Αυτή η αποδοχή της σκιάς ως όχημα ελευθερίας, χωρίς τη βαριά υπερβολή του φωτός, είναι το σημείο που αντηχεί την καριέρα του Σεργκέι Στανισλάβοβιτς Ρεμπρόφ. Η δική του έντονη σκιά ήταν εκεί, στο γήπεδο, όσο και αν οι προβολείς στρέφονταν σε έναν άλλον σύντροφό του. Δεν ήταν όμως η σκιά ενός σούπερ σταρ αλλά εκείνη της αξίας που πάντα στήριζε την ομάδα, χωρίς να ζητά τίποτα από αυτήν.

Ιούνιος 2003: Ο Σεργκέι Ρεμπρόφ με τη φανέλα της Εθνικής Ουκρανίας / Photo by: INTIME.
Ένα απόγευμα σε ένα γεμάτο γήπεδο, καθώς οι υπόλοιποι παίκτες έτρεχαν στην επίθεση, ο Ρεμπρόφ παρέμενε ήρεμος, ακολουθώντας την πορεία της μπάλας, σαν να μην υπήρχε τίποτα άλλο στον κόσμο. Όλοι οι άλλοι είχαν προχωρήσει μπροστά, βιαστικοί, υπό το βλέμμα του κόσμου. Εκείνος όμως, σαν μία σιωπηλή δύναμη, παρέμεινε σταθερός στο κέντρο του γηπέδου, έτοιμος να ελέγξει κάθε στιγμή του παιχνιδιού.
Και καθώς ο αγώνας εξελισσόταν και είχε φτάσει στο κρίσιμο σημείο, άπαντες γύρω του ανησυχούσαν. Εκείνος όμως με μια ήρεμη ενέργεια πέρασε την μπάλα στον κατάλληλο συμπαίκτη, δίνοντας τη σωστή στιγμή την ευκαιρία.
Και έτσι, όπως οι σκιές που χαράζουν τη γη, ο Ρεμπρόφ άφησε τη δική του να λάμψει.
Μία σκιά γεμάτη αποφασιστικότητα, σιωπή και την ήρεμη δύναμη να παραμένει πάντα πίσω από τα φώτα που έπεφταν στον Αντρέι Σεβτσένκο. Πάντα εκεί για να στηρίξει τη στιγμή που θα άλλαζε το παιχνίδι.
Στα χέρια του Λόμπα
Στην πολύπαθη μικρή πόλη της Χορλίβκα, στην επαρχία του Ντόνμπας, ο πόλεμος εξακολουθεί να μαίνεται. Μία περιοχή που ιστορικά πάντοτε ήταν υποχρεωμένη να βιώνει τέτοιες ακραίες για την επιβίωση καταστάσεις. Αν και η οικογένειά του έχει ρωσικές ρίζες, ο ίδιος από μικρός έμαθε να αισθάνεται περισσότερο Ουκρανός, κάτι που τίμησε σε όλη τη ζωή του.

Σεργκέι Ρεμπρόφ και Βαλερί Λομπανόφσκι με τα χρώματα της Ντιναμό Κιέβου.
Ξεκινώντας λοιπόν από την περιοχή, βρέθηκε γρήγορα στη μεγάλη ομάδα της, τη Σαχτάρ του Ντόνετσκ. Όπως συνέβαινε όμως με όλα τα μεγάλα ταλέντα της εποχής, το παιδωμάζωμα της Ντιναμό Κιέβου τα έβρισκε και τα έστελνε στην αγκαλιά του Βαλερί Λομπανόφσκι.
Ο σημαντικότερος προπονητής που έβγαλε το ποδόσφαιρο της Σοβιετικής Ένωσης και ένας από τους πιο θρυλικούς που ανέδειξε το άθλημα παγκοσμίως βρέθηκε στον πάγκο της Ντιναμό Κιέβου για συνολικά 30 χρόνια. Ενδιάμεσα, έκανε κάποια περάσματα από το τιμόνι της Εθνικής, αλλά με τον αγαπημένο του σύλλογο δημιούργησε σπουδαία πράγματα. Μάλιστα πήγαινε προσωπικά και έβλεπε τους παίκτες που του πρότειναν.
Κάπως έτσι, το 1992 τσέκαρε εκείνον τον 18χρονο από το Ντόνμπας και ζήτησε να παρουσιαστεί άμεσα μπροστά του. Εκείνη την εποχή στη Σοβιετική Ένωση η Ντιναμό ήταν καθεστώς και δεν χρειαζόταν να πει δεύτερη κουβέντα ο Λόμπα.
Τη Ντιναμό δεν μπορούσε να την κοντράρει κανείς σε εγχώριο επίπεδο. Οπότε, με το που πήγε εκεί ο Ρεμπρόφ, ακριβώς την περίοδο που η Ουκρανία μόλις είχε γίνει ανεξάρτητο κράτος, άρχισε να μετράει ακατέβατα Πρωταθλήματα. Στα οκτώ χρόνια που διήρκησε η πρώτη περίοδός του στο Κιέβο, κατέκτησε ισάριθμες φορές την κορυφή. Κατά συνέπεια, ο σύλλογος αναζητούσε τη διεθνή αναγνώριση, ώστε να δώσει εκτός συνόρων προβολή και στη νεοσύστατη χώρα.

Ο Σεργκέι Ρεμπρόφ στις δύο πρώτες του σεζόν (1992-1994) με τη φανέλα της Ντιναμό Κιέβου.
Και σε εκείνη την ομάδα, όπως και στις προηγούμενες, ακολούθησε μια μεθοδολογία που συνδύαζε επιστημονική ανάλυση και αυστηρή πειθαρχία. Η φιλοσοφία του εστίαζε στη συλλογική λειτουργία, με έμφαση στην ταχύτητα, την ακριβή εκτέλεση και την προσαρμογή στον αγωνιστικό χώρο. Επέδειξε το κλασικό του σύστημα 4-4-2, με δύο γραμμές τεσσάρων παικτών που διατηρούσαν αυστηρή οργάνωση. Οι ιστορικοί του ποδοσφαίρου θεωρούν ότι ήταν ό,τι πιο κοντά υπήρξε στο «Total Football» των Ολλανδών του Ρίνους Μίχελς και του Γιόχαν Κρόιφ.
Η φυσική κατάσταση των παικτών ήταν θεμελιώδης, καθώς οι απαιτητικές έως ακραίες προπονήσεις τούς επέτρεπαν να διατηρούν υψηλή ένταση καθόλη τη διάρκεια του αγώνα. Η συνεργασία μεταξύ των παικτών ήταν άριστη, με γρήγορες πάσες και συνδυασμούς που αποσυντόνιζαν την αντίπαλη άμυνα.
Σε αυτό το περιβάλλον ο Ρεμπρόφ βρέθηκε στο πλευρό του Αντρέι Σεβτσένκο, και λίγο πιο πίσω του, να είναι ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές.
Με τον Ολεξάντρ Σοβκόβσκι στην εστία, τους Κάχα Καλάτζε, Όλεχ Λούζνι να δεσπόζουν στην άμυνα και τους Αντρέι Χούσιν, Ντμίτρο Μιχαϊλένκο, Βαλιάντσιν Μπιάλκεβιτς να τρέχουν ακατάπαυστα στη μεσαία γραμμή, έφτασαν το 1998 στα Προημιτελικά του Champions League. Ήταν τεράστιος ο θόρυβος που έκαναν εκείνη τη χρονιά, καθώς διέλυσαν μέσα-έξω την Μπαρτσελόνα, με θριάμβους 3-0 και 4-0 (στη Βαρκελώνη). Εκείνη τη χρονιά ο Ρεμπρόφ έκανε απίθανα πράγματα και τον γνώρισε για τα καλά όλη η Ευρώπη, όπως και τον παρτενέρ του στην επίθεση.

Μάρτιος 1999: Ο Σεργκέι Ρεμπρόφ με τη φανέλα της Ντιναμό Κιέβου / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Στο πλευρό του «Σέβα»
Ο Ρεμπρόφ σκόραρε οκτώ φορές και μοίρασε τέσσερεις ασίστ σε 12 αγώνες στον θεσμό, σταματώντας συνολικά στα 37 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις. Ήταν όμως την επόμενη σεζόν που η Ντιναμό άγγιξε το όνειρο που θα οδηγούσε στην οριστική καταξίωση.
Αφού τερμάτισε πρώτη σε όμιλο με Άρσεναλ, Λανς και Παναθηναϊκό, με τη μοναδική ήττα της να συμβαίνει στην Αθήνα (2-1), ο Ρεμπρόφ βρήκε δίχτυα τέσσερεις φορές. Ο Σεβτσένκο ανέλαβε στη συνέχεια να καθαρίσει τη Ρεάλ Μαδρίτης με τρία δικά του γκολ στα προημιτελικά (3-1 συνολικό σκορ) και τον Διόσκουρό του να του δίνει τα δύο εξ αυτών. Στα ημιτελικά όμως, μετά από δύο πολύ δυνατές μάχες, η Μπάγερν θα έπαιρνε το εισιτήριο με συνολικό σκορ 4-3.
Σε όλη αυτή τη διαδρομή το δίδυμο που έπαιζε αναπόσπαστα μαζί από το 1993 θα κάνει θραύση και θα χτίσει μία από τις πιο ενδιαφέρουσες επιθετικές φιλίες στα ’90s. Οι δύο τους δεν ήταν απλώς συμπαίκτες. Ήταν δύο διαφορετικοί κόσμοι που συνεργάζονταν τέλεια.
Αντί να λειτουργήσουν ως δύο υπερόπτες αστέρες, σχημάτισαν έναν ισχυρό δεσμό που βασίστηκε στην αλληλοϋποστήριξη και την αμοιβαία αναγνώριση του ταλέντου, χωρίς να υπάρχει η ανάγκη να “επισκιάσει” ο ένας τον άλλον. Πολλές φορές στο γήπεδο η σχέση τους έμοιαζε με συντονισμένη χορογραφία, στην οποία ο Σεβτσένκο ήταν ο πρωταγωνιστής, αλλά ο Ρεμπρόφ ήταν πάντα εκεί, χωρίς φωνές, με την αίσθηση της σταθερότητας.
Ακόμα κι έτσι όμως και παρά την εντύπωση που έχει μείνει, ο Ρεμπρόφ και στις δύο αυτές χρονιές έβαλε περισσότερα γκολ από τον «Σέβα». Γενικότερα, στα χρόνια της συνύπαρξής τους στη Ντιναμό, θεωρήθηκε από πολλούς καλύτερος σκόρερ από τον κολλητό του. Αυτή η εκτίμηση βασίστηκε σε παράγοντες που αφορούν στην αποτελεσματικότητα, την πολυπλοκότητα του παιχνιδιού του και την ικανότητά του να προσαρμόζεται σε διαφορετικά περιβάλλοντα.
Αυτό που έβλεπες στο παιχνίδι του ήταν ένας άρτιος συνδυασμός δύναμης, ταχύτητας και τεχνικής. Η ικανότητά του να σκοράρει με το κεφάλι, με τα δύο πόδια και από διάφορες θέσεις τον καθιστούσε τόσο διαφορετικό από τον Σεβτσένκο, ο οποίος με τη σειρά του έβγαζε μεγαλύτερη εκρηκτικότητα και μία τέλεια ικανότητά να εκμεταλλεύεται τις αντεπιθέσεις.

Σεπτέμβριος 1998: Σεργκέι Ρεμπρόφ και Αντρέι Σεβτσένκο με τη φανέλα της Ντιναμό Κιέβου / Photos by: Eurokinissi (Action Images).
Χωρίς τον «Σέβα» και τον Λόμπα
Το καλοκαίρι του 1999 ο «Σέβα» θα έπαιρνε τη μεγάλη μεταγραφή για τη Μίλαν, στην οποία θα γιγάντωνε την ποδοσφαιρική κληρονομιά του. Ο Ρεμπρόφ παρέμεινε στην ομάδα και συνέχισε να αποδίδει σε υψηλό επίπεδο.
Μάλιστα, καθώς πλέον το Champions League θα αλλάξει μορφή με δύο φάσεις ομίλων, μαζί με τα προκριματικά, ο Ρεμπρόφ θα σκοράρει 10 φορές και θα τερματίσει στην πρώτη θέση των σκόρερ μαζί με τους Ραούλ, Ριβάλντο και Ζαρντέλ, για να κλείσει συνολικά τη χρονιά του με 30 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις. Πλέον έχει φτάσει και η δική του στιγμή να πάει σε μεγάλο Πρωτάθλημα.
Η Τότεναμ θα πληρώσει 11 εκατ. λίρες. Η πρώτη του χρονιά στην Premier League θα έχει σκαμπανεβάσματα, αλλά κάπως θα μπορέσει να βρει τουλάχιστον εννέα γκολ σε 29 αγώνες. Οι περισσότεροι θα τον συγκρίνουν ξανά με τον Σεβτσένκο, ο οποίος την ίδια στιγμή στη Μίλαν μετράει 29 γκολ.
Η αλλαγή προπονητή και ο Γκλεν Χοντλ, ο οποίος δεν τον θέλει, θα τον τοποθετήσουν στον πάγκο στη δεύτερη σεζόν του στο Νησί. Θα τον… ξεφορτωθούν με διετή δανεισμό στη Φενερμπαχτσέ, με την οποία θα κατακτήσει το Πρωτάθλημα, για να επιστρέψει στην Αγγλία (2004-2005) και να ανέβει με τη Γουέστ Χαμ στην Premier League.
Αισθάνεται όμως ότι πρέπει να επιστρέψει στο σπίτι. Η επόμενη τριετία θα τον βρει να μεγαλώνει ηλικιακά μαζί με τη Ντιναμό, με την οποία όμως θα πάρει το δέκατο Πρωτάθλημα της καριέρας του (2007).
Κάπου εκεί είναι που θα προσπαθήσει με τον Σεβτσένκο για μία τελευταία μεγάλη στιγμή μαζί. Στα γήπεδα της Γερμανίας θα βρει δίχτυα για τελευταία φορά με το εθνόσημο και θα φτάσουν έως τα προημιτελικά για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας.
Εκεί θα πει «αντίο» στην Εθνική, μα έχει ακόμη πολύ ποδόσφαιρο μέσα του, κάτι που θα φανεί και με τη Ρουμπίν Καζάν. Μαζί της θα κατακτήσει ακόμα δύο Πρωταθλήματα και έτσι ως νικητής θα επιλέξει να αποχωρήσει από τα γήπεδα. Όχι όμως και από το παιχνίδι.

Ιούνιος 2006: Ο Σεργκέι Ρεμπρόφ με τη φανέλα της Ουκρανίας στο Μουντιάλ της Γερμανίας, μαζί με τους Καλινιτσένκο, Τίμοστσουκ και Σεβτσένκο / Photo by: INTIME (Firo).
Η Ντιναμό θα του προσφέρει την πρώτη προπονητική γεύση και εκείνος θα την οδηγήσει σε διαδοχικές πρωτιές (2015, 2016). Θα κάνει ακριβώς το ίδιο και στην Ουγγαρία σε τρία σερί Πρωταθλήματα με τη Φερεντσβάρος (2019, 2020, 2021).
Θα κάνει ορισμένα αραβικά περάσματα και το 2023, αφού έχει πάρει τον τίτλο και με την Αλ Αΐν, θα ξεσπάσει ο πόλεμος με τη Ρωσία. «Θέλω να γυρίσω στην πατρίδα και να πάρω κι εγώ ένα όπλο να υπερασπιστώ τη χώρα μου. Δεν μπορώ να ασχολούμαι με το ποδόσφαιρο στο Ντουμπάι, ενώ σκοτώνονται οι συμπατριώτες μου», θα δηλώσει, αλλά τελικά η Ουκρανία αντί για όπλο θα του δώσει άλλον τρόπο να την υπηρετήσει.
Είναι η στιγμή που θα αναλάβει τα ηνία της Εθνικής. Και θα τα πάει περίφημα. Μέσω των play off θα καταφέρει να την οδηγήσει στο Euro 2024, στο οποίο, σε έναν τρελό όμιλο με τέσσερεις ομάδες στους ίδιους βαθμούς, θα χάσει την πρόκριση στη διαφορά των γκολ.
Κληρονομιά
Μετά τον Σεβτσένκο και τον Ρεμπρόφ, η χώρα δεν έβγαλε ποτέ της κάτι αντίστοιχο ποιοτικά, αφήνοντάς τους σαν φαντάσματα να αιωρούνται πάνω από τα γήπεδα του ουκρανικού ποδοσφαίρου.
Εκείνος ήταν η σιωπηλή δύναμη της ομάδας, το κομμάτι που συνδύαζε με την αφοσίωσή του την ανάγκη για επιτυχία και για συλλογική αρμονία. Ένας υπέροχος παίκτης του σκότους και του φωτός, ο οποίος ερχόταν στο προσκήνιο με κάθε του κίνηση. Κάτω από την καθοδήγηση του “πατερούλη” Λομπανόφσκι, βρήκε τον ρόλο, την αποστολή, την ταυτότητά του στον κόσμο της μπάλας.
Μόνο που αυτό το φως του ήταν πάντα αμυδρό, κρυμμένο πίσω από τη σκιά του ανεκτίμητου δασκάλου που τον καθοδηγούσε. Όταν βρέθηκε σε άλλες ομάδες και νέα περιβάλλοντα, όπου η αυστηρότητα του παρελθόντος συνάντησε τις αντιφάσεις του μέλλοντος, δεν ήταν εφικτό να βρει το ίδιο στέρεο έδαφος, καθώς η εσωτερική του γαλήνη έμοιαζε πάντα να τον παρακολουθεί, να τον κρατά πίσω.
Ακόμα κι όταν έλαμψε στη διεθνή σκηνή, όταν βρέθηκε μακριά από τη λαμπρότητα του κορυφαίου συμπαίκτη και του ανυπέρβλητου προπονητή, εκείνη η σκιά που τον διαμόρφωσε ως μία υπέροχη ποδοσφαιρική οντότητα αποδείχτηκε ασήκωτη, χωρίς το φως να την περιβάλει…

Ιούλιος 2006: Ο Σεργκέι Ρεμπρόφ στο ξεκίνημα της προπονητικής του καριέρας, στον πάγκο της Ντιναμό Κιέβου / Photo by: INTIME.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ο Σιωπηλός Σεβασμός Στον Αντρέι Σεβτσένκο