Διαίσθηση; Ένστικτο; Ενόραση; Ξέρετε, κάποιες φορές τα βλέπουμε τα πράγματα να έρχονται. Ξέρουμε. Χωρίς λόγο, μόνο με αίσθηση.
Αυτή η ιστορία ξεκίνησε με μια τέτοια αίσθηση. «Άκου, το αισθάνομαι…», είπε ο Γιόνας Γκουτιέρες στον Τζον Κάρβερ, υπηρεσιακό προπονητή της Νιούκαστλ, «… πρέπει να παίξω σε αυτό το παιχνίδι». Και τελείωσε, με τον ίδιο, ημίγυμνο και εκστασιασμένο, να τεντώνει περήφανα τα αφτιά του μπροστά στην κεντρική κερκίδα του St James’ Park. Όχι προς τους οπαδούς, όπως συμβαίνει συνήθως, αλλά προς τους επισήμους. Το δικό του «δεν σας ακούω τώρα». «Αυτός ο πανηγυρισμός απευθυνόταν σε κάποιους ας πούμε ξεχωριστούς τύπους», θα έλεγε χρόνια μετά. Στάθηκε εκεί για μερικά δευτερόλεπτα, πριν οι συμπαίκτες του τον προλάβουν για να τον πνίξουν στις αγκαλιές τους, σαν μέλισσες που καταβροχθίζουν μια κηρήθρα μέλι.
Τα μούσκουλά του φούσκωσαν και στο κάτω μέρος του μπράτσου του εμφανίστηκαν οι λέξεις όλης του της ζωής: «Είμαι ξανά ζωντανός, πιο ζωντανός από όσο έχω υπάρξει σε ολόκληρη τη ζωή μου».
Λέξεις, στίχοι. Τους τραγούδησε ή μάλλον τους έφτυσε επιθετικά ο Eminem σε μια ξεχασμένη συνεργασία του με τον Lil Wayne. Το «No Love» ακολούθησε τη μόδα των 2010s, μπλέκοντας samples του πασίγνωστου «What Is Love» της Haddaway, εκ των μεγαλύτερων hits των ’90s, με σύγχρονες -τότε- ρίμες. Ένα τραγούδι που δεν αναγνωρίστηκε ποτέ, δεν στάθηκε ποτέ δίπλα στις τόσες επιτυχίες του Eminem και μέσα σε πολύ λίγα χρόνια βρέθηκε σκονισμένο, θαμμένο σε κάποιο συρτάρι της ατελείωτης μουσικής βιβλιοθήκης του Αμερικανού ράπερ. Όχι για όλους. Όχι για τον επί σειρά ετών μακρυμάλλη Αργεντινό, ο οποίος θέλησε να κρατήσει για πάντα ένα μέρος του πατημένο στο κορμί του. Ανεξίτηλο μελάνι για μια ανεξίτηλη πληγή.
Το αποτύπωμά της δεν εξαφανίστηκε -ούτε και θα εξαφανιστεί- ποτέ, αλλά η πληγή έκλεισε οριστικά στις 3 Νοεμβρίου του 2014 -το «03/11/14» βρίσκεται μέχρι σήμερα στο μπράτσο του, κάτω από τους στίχους του Eminem. Κάποιους μήνες αφού ο Γιόνας είχε ακούσει αυτό που δεν περίμενε ποτέ. «Δεν μπορείς να συνεχίσεις μαζί μας. Καλύτερα να βρεις μια άλλη ομάδα», του είπε ο Άλαν Πάρντιου, λίγο πριν τον στείλει δανεικό από τη Νιούκαστλ στη Νόριτς. «Σήμερα γελάω, μου φαίνεται σχεδόν αστείο, αλλά τότε ήμουν πραγματικά συγκλονισμένος με αυτό που μου είχαν πει», θυμάται. Είχε υπάρξει ξανά συγκλονισμένος στο ίδιο ακριβώς μέρος, στο προπονητικό των «Magpies». Και πάλι με αυτό που είχε φτάσει στα αφτιά του.

Το τατουάζ του Γιόνας Γκουτιέρες με την ημερομηνία «απέλευθέρωσής» του.
«Ξέρεις, όταν είσαι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, όταν προπονείσαι καθημερινά, παίρνεις τα καλύτερα φάρμακα. Όταν τρέφεσαι με τον καλύτερο τρόπο και προσέχεις το σώμα σου, αισθάνεσαι πως είσαι άτρωτος σαν σούπερ ήρωας, πως τίποτα δεν μπορεί να σου συμβεί», λέει. Κατάλαβε πως αυτό δεν ισχύει με τον πιο σκληρό τρόπο. Μια σύγκρουση με τον Μπακαρί Σανιά στα χασομέρια ενός αγώνα κόντρα στην Άρσεναλ το 2013 ήταν αρκετή να αποκαλύψει ό,τι συνέβαινε, ό,τι μεγάλωνε μέσα στο κορμί του. Ευλογία τρόπον τινά ανάμεσα στην κατάρα.
Ξεκίνησε ως πόνος στα γεννητικά όργανα, έγινε φλεγμονή, συνεχίστηκε ως ανυποχώρητος πόνος, έγινε αγχωμένη επίσκεψη στο ιατρείο του συλλόγου, ξαφνικό τηλεφώνημα και, τέλος, σοκαριστική διάγνωση. «Έχεις καρκίνο στους όρχεις», του είπε.
Ο ίδιος γιατρός που επέμενε να μην ανησυχεί με την έντονη ενόχλησή του. Έγκλημα, στα αλήθεια. Ο καρκίνος στους όρχεις είναι κάτι σαν δίκοπο μαχαίρι. Συχνά δεν παρουσιάζει εμφανή συμπτώματα. Άπαξ και εντοπιστεί έγκαιρα ωστόσο, αποτελεί μια από τις πιο θεραπεύσιμες μορφές της επάρατης νόσου. Για αυτό και η αδιαφορία του γιατρού της Νιούκαστλ ήταν εγκληματική.
Ο Γιόνας είχε την τύχη να πονάει, εκείνος άκουσε τον κώδωνα του κινδύνου από το κορμί του, αλλά ένας “επαγγελματίας” έκλεισε τα αφτιά του. Γνωρίζοντας δε πως, αν και σπάνιος γενικότερα, ο καρκίνος στους όρχεις είναι ο πιο συχνός καρκίνος στους άνδρες ηλικίας 15-40 ετών. Οι απαιτούμενες εξετάσεις άργησαν να έρθουν, κρίθηκε αφελώς ως «μια απλή φλεγμονή» αυτό που τον ταλαιπωρούσε. Αναπόφευκτα άργησε και η διάγνωση.
Ακόμα κι έτσι, ο όγκος εν τέλει εντοπίστηκε. Απίστευτο πώς ένα πραγματάκι λίγων εκατοστών μπορεί να αλλάξει για πάντα τη ζωή σου. Ποια μπάλα; Η μπάλα σβήστηκε, εξαφανίστηκε από το κεφάλι του. «Μόλις έμαθα ότι έχω καρκίνο, σκεφτόμουν μόνο την ανάρρωσή μου. Δεν ήξερα αν θα έπαιζα ξανά ποδόσφαιρο και δεν με ένοιαζε». Ευτυχώς για εκείνον, αυτή η ανάρρωση χρειάστηκε μονάχα μια βαθιά ανάσα και μια επέμβαση. Η επέμβαση πέτυχε και ο Γιόνας, λίγο καιρό μετά τη διάγνωση που γύρισε τον κόσμο του ανάποδα, ετοιμαζόταν να επιστρέψει σε αυτό που αγαπούσε, να βρει ξανά τον εαυτό του.

Ο Γιόνας Γκουτιέρες κατά την περίοδο της χημειοθεραπείας.
Αυτό που η Νιούκαστλ πίστευε πως δεν θα μπορέσει να κάνει ποτέ. Και όχι μόνο δεν το πίστευε αλλά είχε και το θράσος να του το δείξει απάνθρωπα. Απέτυχε να τον βοηθήσει να διαγνώσει το πρόβλημα όσο το δυνατόν νωρίτερα, θαρρείς ήταν υποχρεωμένη πια να τον στηρίξει απεριόριστα στη συνέχεια. Η υποστήριξή της όμως ήρθε με μια ευγενική και άψυχη χειρονομία. «Η έξοδος είναι από ’κεί», του είπε και του έδειξε την πόρτα, στέλνοντάς τον δανεικό στη Νόριτς. «Ένιωσα πως με βλέπουν πια ως αδύναμο κρίκο και όχι ως σημαντικό μέλος της ομάδας, όπως πριν. Και αυτό είχε ξεκάθαρα να κάνει με την ασθένειά μου. Ήταν σίγουροι ότι δεν θα μπορούσα να είμαι ξανά ο ίδιος παίκτης», είπε αργότερα με πικρία.
Ο “ίδιος παίκτης” θα μπορούσε να έχει πετάξει κι αυτός τη Νιούκαστλ σαν στυμμένη λεμονόκουπα κάποια χρόνια πριν. Επέλεξε να μην το κάνει. «Ο Μαραντόνα μού είπε ότι το μόνο που θέλει από εμένα είναι να παίζω στην ομάδα μου, για να με στηρίζει στην Εθνική. Ήξερε ότι ένιωθα καλά στη Νιούκαστλ, δεν τον ένοιαζε να φύγω για να πάω σε μια ομάδα της πρώτης κατηγορίας», θυμάται ο Γκουτιέρες.
Τον λάτρευε ο Ντιέγκο, τόσο που κάποτε ως εκλέκτορας στην Εθνική Αργεντινής δεν δίστασε να πει: «Μέσι, Μασεράνο, Γιόνας και άλλοι οκτώ. Η ομάδα μου θα είναι αυτή». Δεν του το έκρυψε ποτέ ο Μαραντόνα, του έλεγε πόσο γούσταρε το θάρρος του, την ψυχή του στο γήπεδο, τον τρόπο που υπερασπιζόταν τη φανέλα.
Και ήταν αυτός που τον έπεισε να παραμείνει στους «Magpies», ακόμα κι όταν τα πράγματα έδειχναν πολύ δύσκολα. Από τη Βελές και τη Μαγιόρκα ο Γιόνας έφτασε στη Νιούκαστλ σε μια ταραγμένη περίοδο, μια αλλαγή εποχής, που το 2008 είδε την ομάδα να παραπαίει και να υποβιβάζεται από την Premier League για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια.
Ακόμα κι έτσι, οι οπαδοί της έβλεπαν σε αυτόν όλα αυτά για τα οποία μιλούσε ο Μαραντόνα. Είχε κάτι αυτός ο ψηλός επιβλητικός τύπος στα αριστερά της επίθεσης. Δεν ήταν ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο, αλλά τους ανάγκασε να τον λατρέψουν. Να ζητωκραυγάζουν λίγο πιο δυνατά, κάθε φορά που τον έβλεπαν να επελαύνει, να σκοράρει ή να βγάζει μια φονική πάσα.
Και τα έκανε όλα αυτά, ήταν κομβικότατος στην άμεση επιστροφή της ομάδας στα σαλόνια, στην έξοδό της στην Ευρώπη έναν χρόνο μετά, δικαιώνοντας τον εαυτό του για την απόφασή του να παραμείνει σε αυτή και καθιστώντας τον εαυτό του κάτι παραπάνω από fan favourite, cult hero στις όχθες του Τάιν.

Ιούνιος 2010: Ο Γιόνας Γκουτιέρες με τη φανέλα της Εθνικής Αργεντινής στο Μουντιάλ της Νοτίου Αφρικής πανηγυρίζει μαζί με τους Γκάμπριελ Χάιντσε και Μαρτίν Ντε Μικέλις.
Σε αυτόν τον τύπο γυρνούσε την πλάτη της η Νιούκαστλ. Όχι σε κάποιον τυχαίο. Όπου Νιούκαστλ, η διοίκησή της, μιας και οι οπαδοί της συνέχισαν να τον λατρεύουν, δεν συμφώνησαν ποτέ με την απόφαση του συλλόγου να διαχειριστεί καθαυτόν τον τρόπο την υπόθεση και ύψωσαν τη φωνή τους, επιχειρώντας να γεμίσουν τον Γιόνας με δύναμη.
Η δύναμη θα αποδεικνυόταν πιο αναγκαία από ποτέ. Πριν καν προλάβει να επιστρέψει στην δράση, θα βυθιζόταν ξανά. Η επέμβαση είχε πετύχει, αλλά το κορμί του δεν είχε καθαρίσει. Ο πόνος στους όρχεις ταξίδεψε στα νεφρά του, ο καρκίνος εξαπλώθηκε, θάβοντας ξανά το ποδόσφαιρο στο βάθος. Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν πολύ πιο δύσκολα. Η -θεωρητικά- εύκολη λύση της επέμβασης δεν υπήρχε ως επιλογή, έπρεπε να καθαρίσει. Η κρισιμότητα ήταν τεράστια, κανείς δεν γνώριζε τίποτα πέρα από τη διοίκηση και τον κολλητό του φίλο, αρχηγό της Νιούκαστλ, Φαμπρίστιο Κολοτσίνι.
Ο Γιόνας επέστρεψε ξανά στο σπίτι του, στην Αργεντινή, για να ξεκινήσει έναν σκληρό κύκλο απαραίτητων χημειοθεραπειών. Ζήτημα ζωής και θανάτου πια, στα αλήθεια. Δεν σκεφτόταν το ποδόσφαιρο φυσικά, μα, όταν ο νους του πήγαινε σε αυτό, ήξερε καλά πως δεν ήταν τίποτα βέβαιο. Πως πίσω του δεν είχε μια ομάδα να τον στηρίζει, αλλά έναν οργανισμό που τον θεωρούσε βαρίδι.
Οι χημειοθεραπείες τον διέλυσαν. «Σε εξουθενώνουν, πονάς παντού. Είσαι αθλητής και δεν έχεις ούτε ίχνος ενέργειας, είναι πολύ δύσκολο. Βλέπεις τα μαλλιά σου να πέφτουν, αλλά δεν έχεις επιλογή», θυμάται ο Γιόνας.
Όταν ο πόνος έδειχνε να τον αποζημιώνει, όταν τα φάρμακα έδειξαν να κάνουν τη δουλειά τους, ο Γκουτιέρες μίλησε. Μίλησε για αυτό που του συνέβαινε, μίλησε για την περίπλοκη κατάσταση στη Νιούκαστλ. Και πήρε πίσω αυτό ακριβώς που χρειαζόταν, σαν ανάσα στο τελευταίο σπριντ. «Ένιωθα την αγάπη από την Αγγλία στην Αργεντινή», θα πει. Οι οπαδοί της ομάδας έκαναν τα πάντα για να του δείξουν πως είναι δίπλα του σε αυτή τη μάχη, οι συμπαίκτες του του αφιέρωναν κάθε γκολ σχεδόν, κάθε νίκη. Ήταν η μικρή ορμή που χρειαζόταν, λίγη αγάπη ανάμεσα στην απογοήτευση, για να βάλει για πάντα τέλος στον μεγαλύτερο εφιάλτη του.

Ο Γιόνας Γκουτιέρες στα αποδυτήρια της Νιούκαστλ.
Πήρε την πεντακάθαρη διάγνωση στις 3 Νοεμβρίου του 2014. Ο καρκίνος εγκατέλειψε το σώμα του για πάντα, το χαμόγελο επέστρεψε στο πρόσωπό του. Αλλά οι δοκιμασίες ήταν πανταχού παρούσες. «Είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος πόση μυϊκή μάζα είχα χάσει. Ένιωθα αδύναμος σε κάθε σέντρα, κάθε πάσα, κάθε σουτ. Έπρεπε να δουλέψω για μήνες», έχει πει.
Δουλειά με αμφίβολο ορίζοντα. Το συμβόλαιό του θα έληγε στο τέλος της σεζόν, οι θρύλοι του Τάινσαϊντ λένε πως υπήρχε ρήτρα άμεσης ανανέωσης βάσει αριθμού συμμετοχών, ο ίδιος ήξερε πως ήταν ανεπιθύμητος.
Δούλεψε, επέστρεψε όντως την άνοιξη, τι τεράστια νίκη πραγματικά. Άκουσε το St James’ Park να σείεται από το χειροκρότημα στο πρώτο του παιχνίδι με τη φανέλα της Νιούκαστλ μετά από 18 μήνες, το πρώτο μετά το χτύπημα του καρκίνου.
Αλλά δεν έπαψε να αισθάνεται βάρος. Η ίδια διοίκηση που εξακολουθούσε να τον αντιμετωπίζει σαν φορτίο είχε και σημαντικότερα προβλήματα να ασχοληθεί. Ο Μάικ Άσλεϊ, ιδιοκτήτης της, και η παρέα του τα είχαν κάνει θάλασσα, αφήνοντας την ομάδα με υπηρεασιακό προπονητή από τον Ιανουάριο και στο χείλος του γκρεμού, βαθιά χωμένη στη μάχη της παραμονής.
«Survival battle» το λένε στην Αγγλία, «μάχη για επιβίωση». Βαριά λέξη η «επιβίωση». Δεν πεθαίνει κανείς στο ποδόσφαιρο, δεν χρειάζεται να επιβιώσει κυριολεκτικά. Κι όμως εκείνο το απόγευμα στο St James’ Park ένας από αυτούς που πάτησαν χορτάρι είχε χρειαστεί να επιβιώσει. Δεν υπήρχε πιο ταιριαστός ήρωας σε αυτή τη «survival μάχη» από έναν πραγματικό survivor.
Τελευταία αγωνιστική, 24 Μαϊου 2015. Οι «Magpies» είναι στη 17η θέση της Premier League, νιώθουν την καυτή ανάσα της Χαλ στον σβέρκο τους και το -2. Θέλουν νίκη για να ησυχάσουν, να μην μπλέξουν με σενάρια και ισοβαθμίες. Νίκη για να επιβιώσουν.
Αλήθεια τώρα, ποιος άλλος θα μπορούσε να τη χαρίσει αυτή τη νίκη; Το αισθανόταν άλλωστε, είπαμε, έπρεπε να παίξει. Έπρεπε να κρατήσει την ομάδα του ζωντανή, όπως κράτησε ζωντανό και τον ίδιο του τον εαυτό. Κυρίως όμως έπρεπε να αποδείξει ποιος ήταν λίγο πριν το «αντίο» του.

Μάιος 2015: Ο Γιόνας Γκουτιέρεζ πανηγυρίζει το πολύτιμο γκολ του στην αναμέτρηση Νιούκαστλ – Γουέστ Χαμ.
Η Γουέστ Χαμ είναι καλύτερη, πιέζει, σπαταλά ευκαιρίες, σπέρνει την αγωνία στο St James’ Park. Μα μια κούρσα από τα αριστερά εξουδετερώνει την κυριαρχία της. Τον έχουν δει ξανά να οργώνει έτσι την πλευρά, το μόνο που διαφέρει είναι πως η χαίτη του πια δεν αναπηδά στην πλάτη του σε κάθε βήμα. Τα είχε χάσει όλα του τα μαλλιά λίγο καιρό πριν. Μια τέλεια σέντρα με το αριστερό και μια κεφαλιά του Σισόκο που καταλήγει στα δίχτυα για το 1-0. Το γκολ που διέλυσε το πρώτο στρώμα άγχους το δημιούργησε αυτός στο 58’.
Αλλά η δουλειά του δεν είχε τελειώσει. Έπρεπε να σιγουρευτεί πως όλα θα πάνε καλά. Σίγουρος ήταν, κι όταν η μπάλα έπεσε στο δεξί του πόδι λίγο έξω από την περιοχή στο 85’. Μπουπ. Δεν το σκέφτηκε πολύ, ξερό, συρτό κουντεπιέ καρφωμένο στη γωνία και την αγκαλιά των διχτυών.
Έπος. Φρενίτιδα στις κερκίδες. Η Νιούκαστλ ζωντανή, χάρη στον άνθρωπο που ήταν «ξανά ζωντανός, πιο ζωντανός από ποτέ». Σπριντάρει, βγάζει τη φανέλα, χαμένος στην ευτυχία για λίγα δευτερόλεπτα, πριν θυμηθεί τον σκοπό του. Αλλάζει κατεύθυνση, στέκεται μπροστά στους επισήμους, δείχνει τα αφτιά του στον Άσλεϊ και τους υπόλοιπους κοστουμάτους που του συμπεριφέρθηκαν σαν σαβούρα της ομάδας και τους τα ψέλνει.
Ίσως να λέει κι αυτό που ο Eminem τραγούδησε σε ένα άλλο μέρος του «No Love»: «It’s a little too late to say that you’re sorry now, you kicked me when I was down» («Είναι αργά να ζητήσεις συγγνώμη τώρα, με κλώτσησες όσο ήμουν στο έδαφος»). Αυτό συνέβη. Ήταν ήδη αργά. Μα και ταυτόχρονα και η τέλεια στιγμή για το τέλειο «αντίο» ενός παίκτη και ενός ανθρώπου που στο Νιούκαστλ δεν πρόκειται να ξεχάσουν ποτέ.
«Λάτρευα τον σύλλογο, άξιζα να συνεχίσω για όσα είχα δώσει επτά χρόνια. Πριν αρρωστήσω, ήμουν σημαντικός, ένας υπηρέτης της ομάδας. Ό,τι συνέβη με έκανε να σκεφτώ πως αυτοί οι τύποι δεν νοιάζονται για τίποτα. Ό,τι έκανα το έκανα, γιατί δεν άξιζα αυτή την αντιμετώπιση. Ο πανηγυρισμός βγήκε από μέσα μου, ήθελα να τους δείξω πως δεν συμπεριφέρεσαι έτσι σε ένα άτομο. Ήταν λυπηρό τότε για μένα το ότι με έκαναν να καταλάβω πως δεν με θέλουν πια. Τώρα όμως, όσο το σκέφτομαι, είμαι σίγουρος πως δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος να φύγω από αυτόν».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Χαβιέ Μαστσεράνο: Όλοι ήξεραν ποιος είναι ο Αρχηγός
Το τελευταίο τραίνο του Άνχελ Ντι Μαρία