Έχουν περάσει περίπου είκοσι χρόνια από τότε, όταν, φοιτήτρια ακόμα στο Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, βρέθηκα στην Ιταλία, για να συνεχίσω με υποτροφία ένα μέρος των σπουδών μου.
Λίγο πριν φύγω, είχα ήδη καταλάβει πόσο “εχθρικό” ήταν το κλίμα στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Ένα περιστατικό κατά τη διάρκεια της φοίτησής μου στο πρώτο έτος, ήταν αρκετό για να διαπιστώσω πως στην Ελλάδα υπήρχε μια “κλίκα”.
Ένας κλειστός κύκλος, στον οποίο δεν έμπαιναν πολλοί.
Τότε, ο καθηγητής ποδοσφαίρου που είχα στην σχολή, είχε προτείνει σ’ όλους τους φοιτητές του πρώτου έτους, αγόρια και κορίτσια, να παρακολουθήσουν μαθήματα στην σχολή διαιτησίας στον Πειραιά.
Ο καθηγητής συνεργαζόταν με την Ένωση Ποδοσφαιρικών Σωματείων Πειραιά και η διοίκησή της είχε αποφασίσει να δώσει την ευκαιρία σε νεαρά άτομα με μόρφωση και όραμα για το μέλλον, να ασχοληθούν με το ποδόσφαιρο και τη διαιτησία, όχι για να βγάλουν απλά ένα χαρτζιλίκι, αλλά για να βοηθήσουν στην προώθηση και την ανάπτυξη του αθλήματος.
Είχαμε πάει πολλοί, μεταξύ αυτών κι αρκετά κορίτσια, και, επειδή στην περίπτωσή μου δεν είχα συμπληρώσει ακόμα το 18ο έτος της ηλικίας μου, κάποιοι προσπάθησαν να με αποτρέψουν, λέγοντάς μου πως δεν μπορούσα να γίνω διαιτητής, γιατί ήμουν ακόμα 17 χρόνων.
Τους εξήγησα πως, μέχρι να ολοκληρώσω τα μαθήματα και να δώσω τις εξετάσεις, θα είχα γίνει 18, οπότε δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα, όμως, διαπίστωσα πως με αντιμετώπιζαν λίγο… περίεργα.
Φανταστείτε το μειδίαμά μου, όταν αργότερα συνειδητοποίησα ότι ένα από τα “αγαπημένα” τους παιδιά είχε ήδη γίνει διαιτητής σε ηλικία 17 χρονών, έναν χρόνο νωρίτερα από τη δική μου συμμετοχή στη σχολή. Εκεί μάλλον δεν υπήρχε πρόβλημα…
Δεν πτοήθηκα και, κυρίως, δεν τα παράτησα!
Αντίθετα, συνέχισα τον δρόμο μου και στην πορεία κατάλαβα πως, αν εκείνη την στιγμή τα παρατούσα, επηρεασμένη από την συμπεριφορά που είχαν κάποιοι που έδειχναν ξεκάθαρα πως δεν ήθελαν μια γυναίκα κι έναν άνθρωπο που δεν ήταν “δικός” τους στον χώρο τους, δεν θα βίωνα καμία από τις υπέροχες στιγμές που έζησα στη συνέχεια ως διαιτητής.
Το 1999, βρέθηκα στη Ρώμη και, στην προσπάθειά μου να βγάλω κάποια χρήματα παραπάνω, για να συμπληρώσω σ’ αυτά που είχα ήδη από την υποτροφία, αποφάσισα να κάνω χρήση των γνώσεων που είχα ως διαιτητής.
Σκέφτηκα, «αφού το κατέχεις, γιατί να μη το κάνεις;», κι έτσι μια μέρα πήγα στον σύνδεσμο των διαιτητών της Ρώμης, ζητώντας να διαιτητεύσω εκεί.
Η χαρά και μόνο ότι μπορούσα να γίνω κι εγώ μέλος του ιταλικού ποδοσφαίρου, το οποίο ουδεμία σχέση είχε -κι έχει- με το ελληνικό, ήταν μια επιπλέον ώθηση, για να πετύχω τον στόχο μου.
Έδωσα τις απαραίτητες εξετάσεις και πέρασα επιτυχώς.
Ακόμα θυμάμαι την ημέρα, όταν εξετάστηκα στους κανονισμούς, αλλά και την στολή διαιτητή που μου δώρισαν, όταν έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα.
Την πήρα στα χέρια μου και τη φόρεσα αμέσως. Έβγαλα με υπερηφάνεια φωτογραφίες και τις έστειλα στην Ελλάδα στους δικούς μου ανθρώπους να τις δουν! Ήταν μια επιβράβευση για μένα και η εκκίνηση ενός πολύ όμορφου ταξιδιού.
Φυσικά, δεν ξεχνάω και το πρώτο παιχνίδι που “σφύριξα” στην Ιταλία. Ήταν ένας αγώνας του τοπικού πρωταθλήματος, μεταξύ δυο εφηβικών ομάδων. Δεν θα κρύψω ότι ήμουν λίγο χαμένη!
Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως πριν βγούμε στο γήπεδο, έπρεπε να πάω στα αποδυτήρια να κάνω το «appello», να επιβεβαιώσω, δηλαδή, την ταυτότητα των παικτών και να ελέγξω την εμφάνισή τους. Εκεί, έπαθα το πρώτο σοκ! Ήταν η ώρα, οπότε συνειδητοποίησα ότι ήμουν κι επίσημα διαιτητής.
Το αρχικό πλάνο ήταν να μείνω στην Ιταλία για έξι μήνες. Τελικά, μου άρεσε τόσο πολύ που έμεινα έναν χρόνο, και παρά το γεγονός ότι ήθελα πολύ να συνεχίσω να ζω στη χώρα, δεν μπήκα τότε στον “πειρασμό” να εγκατασταθώ μόνιμα στη Ρώμη.
Προτεραιότητα για μένα εκείνη την περίοδο είχαν οι σπουδές μου κι έπρεπε να επιστρέψω στην Ελλάδα να τις ολοκληρώσω.
Μετά από δύο χρόνια, όταν βρέθηκα ξανά στην Ιταλία για ένα μεταπτυχιακό, η καριέρα μου στην Ελλάδα ως διαιτητής είχε ήδη ξεκινήσει και τα πράγματα είχαν πάρει τον δρόμο τους.
Μερικά χρόνια αργότερα, μετακόμισα στην Ελβετία για ένα ακόμη μεταπτυχιακό κι ακολούθως έμεινα να εργαστώ στην UEFA. Εκεί, βρέθηκα μπροστά στο μεγάλο δίλημμα.
Ελλάδα ή εξωτερικό…
Εκείνη την περίοδο, παράλληλα με τη δουλειά μου, ήμουν διαιτητής στο ελβετικό πρωτάθλημα της 3ης κατηγορίας των ανδρών, ενώ ταυτόχρονα ερχόμουν ένα ή δύο Σαββατοκύριακα τον μήνα στην Ελλάδα για τα παιχνίδια της αντίστοιχης κατηγορίας.
Κάποια στιγμή, και ειδικά όταν έπρεπε να δώσω και στις δύο ομοσπονδίες (Ελλάδα, Ελβετία) τις διάφορες εξετάσεις που έδιναν ανά τρίμηνο ή τετράμηνο οι διαιτητές, και να συμμετάσχω σε διάφορα πολυήμερα σεμινάρια, οι υποχρεώσεις μου αυξήθηκαν τόσο που για να ανταπεξέλθω σε όλα, δεν μου έφτανε η άδεια διακοπών από τη δουλειά μου.
Εννοείται πως όλα εκείνα τα χρόνια, όλη μου η άδεια διακοπών εξαντλούνταν στη συμμετοχή μου στους αγώνες και σε όλες τις άλλες διαιτητικές υποχρεώσεις που προανέφερα.
Σύντομα, λοιπόν, έπρεπε να πάρω μια απόφαση.
Μια απόφαση ζωής που -μέχρι πρότινος τουλάχιστον- δεν ήξερα αν ήταν η σωστή ή όχι.
Η ουσία είναι ότι αποφάσισα να συνεχίσω να διαιτητεύω στην Ελλάδα, θεωρώντας πως πρέσβευα κάτι διαφορετικό. Κάτι, το οποίο θα μπορούσα να προσφέρω στη χώρα μου.
Πίστευα πως εδώ με είχαν περισσότερο ανάγκη και ένιωθα πως κατά κάποιον τρόπο έπρεπε να κάνω το χρέος προς την πατρίδα μου. Να τη βοηθήσω με όποιον τρόπο μπορώ και να βάλω ένα λιθαράκι στο να αλλάξει το ελληνικό ποδόσφαιρο.
Αν έμενα στην Ελβετία, αυτό θα λειτουργούσε μόνο προς δικό μου όφελος. Εκεί υπήρχαν ήδη καλοί διαιτητές με σωστή νοοτροπία για το ποδόσφαιρο.
Το 2009, όταν η Νικόλ Πετινιά -η πρώτη γυναίκα που “σφύριξε” διεθνή αγώνα ανδρών του UEFA Cup, διαιτητής επί χρόνια στην πρώτη κατηγορία του ελβετικού πρωταθλήματος ανδρών και η κορυφαία γυναίκα, κατά την προσωπική μου άποψη, στον χώρο της διαιτησίας- αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, υπήρχε αρκετός χώρος για μένα να εξελιχθώ. Βλέπετε, ήμουν η αμέσως επόμενη γυναίκα διαιτητής και οι συνθήκες για την ανέλιξη μου ήταν πολύ ευνοϊκές.
Ωστόσο, προτίμησα το ελληνικό ποδόσφαιρο.
Περνώντας τα χρόνια, όμως, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν ήθελε και ούτε θέλει άτομα σαν εμένα. Δεν θέλει κάτι διαφορετικό. Δεν θέλει να εξελιχθεί.
Έχοντας αποστασιοποιηθεί πια από τη διαιτησία, είδα τις καταστάσεις πολύ πιο καθαρά. Και τώρα, μπορώ να πω με σιγουριά δυο πράγματα:
Πρώτον, τότε δεν πήρα την σωστή απόφαση. Αλλά αυτό έγινε και δεν αλλάζει.
Δεύτερον, στο διάστημα, κατά το οποίο ήμουν διαιτητής στην Ελλάδα, έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα.
Ήμουν σωστή σ’ αυτά που σφύριζα (στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων), υπεύθυνη σ’ αυτά που έκανα, και πιο αξιότερη, κατά την άποψή μου, άλλων διαιτητών που έφτασαν σε ανώτερα κλιμάκια. Δυστυχώς, ο τρόπος, με τον οποίο γίνεται η αξιολόγηση των διαιτητών στην Ελλάδα, είναι ντροπή για το ίδιο το ποδόσφαιρο στην χώρα.
Δεν θα έλεγα ότι αισθάνομαι πικρία. Τώρα πια, μάλλον, αισθάνομαι “αηδία”!
Ήμουν πολλά χρόνια στους πίνακες της Β’ Εθνικής με εξαιρετικές αποδόσεις και βαθμολογίες, και, κυρίως, την αναγνώριση των ποδοσφαιριστών και των φιλάθλων. Ποτέ, όμως, δεν με έβαλαν ως πρώτη διαιτητή σε αγώνες της Super League.
Κάποιες φορές έχω αναρωτηθεί «γιατί άραγε συνέβη αυτό»; Δεν το κατάλαβα ποτέ. Δεν πήρα ποτέ κάποια απάντηση ή κάποια λογική εξήγηση. Προφανώς, δεν υπήρχε καμία λογική εξήγηση. Η πιο πιθανή που μπορούσε να δοθεί, είναι ότι «τους χάλαγα την πιάτσα».
Πήγαινα αντίθετα στο ρεύμα. Δεν φοβόμουν ποτέ να σταθώ απέναντι σ’ εκείνους που πίστευα ότι αδικούσαν. Ούτε να πω την άποψή μου για οτιδήποτε θεωρούσα πως ήταν άδικο ή λανθασμένο.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα τέτοιο περιστατικό το 2011.
Εκείνη την χρονιά, υπήρχε μία τάση, μία μόδα θα έλεγα, στους ποδοσφαιριστές να φορούν στο λαιμό τον χειμώνα ένα αξεσουάρ, τύπου κασκόλ, το αποκαλούμενο «snood» στα αγγλικά.
Όταν άλλαξαν οι κανονισμοί, απαγορεύτηκε στους παίκτες να το φορούν την ώρα του αγώνα, κυρίως για λόγους ασφαλείας, διότι αν κάποιος αντίπαλος έπιανε τον ποδοσφαιριστή απ’ αυτό το κασκόλ, υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο τραυματισμού στον λαιμό.
Επειδή είχε τύχει να παρακολουθήσω από κοντά σεμινάριο της FIFA, στο οποίο είχε συζητηθεί η συγκεκριμένη οδηγία, γνώριζα αρκετά καλά το θέμα.
Στην Ελλάδα, ωστόσο, η οδηγία… χάθηκε στη μετάφραση. Το αξεσουάρ τύπου κασκόλ μεταφράστηκε ως «κορδέλα μαλλιών»!
Κι έτσι, οι διαιτητές λάβαμε ενημέρωση ότι δεν επιτρέπεται η χρήση κορδέλας, ταινίας ή στέκας μαλλιών, για το κράτημα των μαλλιών των ποδοσφαιριστών κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Ζήτησα αμέσως διευκρινήσεις από τους αρμοδίους, αλλά απάντηση δεν έλαβα ποτέ.
Κάποια στιγμή ορίστηκα τέταρτη διαιτητής σ’ ένα παιχνίδι της Super League και έλεγξα, ως όφειλα, την εμφάνιση και τα παπούτσια των ποδοσφαιριστών, πριν μπουν στον αγωνιστικό χώρο.
Μεταξύ αυτών ήταν και ο Λέτο που έπαιζε στον Παναθηναϊκό. Ο συγκεκριμένος συνήθιζε να φοράει μια πολύ λεπτή κορδέλα στα μαλλιά και ο διαιτητής του αγώνα μού ζήτησε να πω στον παίκτη να την βγάλει.
Αρνήθηκα να το κάνω. «Αν θέλεις να την βγάλει, τότε να του πεις εσύ. Εγώ, από την στιγμή που δεν αναφέρεται το συγκεκριμένο στον κανονισμό, δεν θα το κάνω», του είπα, τονίζοντας πως ναι, μεν, υπήρχε η οδηγία της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας, αλλά αυτή δεν ανέφερε τίποτα περί κορδέλας.
Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά, όταν έλεγα ανοιχτά την άποψή μου.
Όταν έβλεπα μια παράβαση, την έλεγα μέσω της ενδοεπικοινωνίας στον πρώτο διαιτητή.
Ξέρετε, όμως, τι είχα διαπιστώσει; Ότι οι διαιτητές απέφευγαν να πάρουν την ευθύνη μιας απόφασης. Υπήρχαν περιπτώσεις, στις οποίες ο διαιτητής κοιτούσε τον βοηθό και ο βοηθός τον διαιτητή. Κάποιες φορές δε, δεν υποδεικνυόταν καν η παράβαση!
Όταν έχεις γνώση ενός θέματος, οφείλεις να τη λες, γιατί μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο θα υπάρξει βελτίωση. Το είχα κάνει αρκετές φορές. Δεν “έκλεινα το στόμα μου” σε κάτι που ήταν λανθασμένο. Δεν άντεχα να βλέπω την αδικία ή ένα λάθος που θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί.
Προφανώς, αυτό δεν άρεσε σε κάποιους.
Όπως, φυσικά, δεν άρεσε και το γεγονός ότι το 2014 στάθηκα απέναντι σ’ εκείνους που μου έβαζαν συνεχώς εμπόδια.
Η ιστορία είχε ξεκινήσει από το 2013, όταν ορίστηκα διαιτητής στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Γυναικών. Ωστόσο, ένα σοβαρό πρόβλημα υγιείας δεν μου επέτρεψε να είμαι παρούσα στη διοργάνωση, ενώ, την ίδια χρονιά, έχασα και το ετήσιο σεμινάριο των διαιτητών, στο οποίο δίνονται οι εξετάσεις.
Για καλή μου τύχη, αν μπορείς βέβαια να το πεις τύχη, απών από τις ίδιες εξετάσεις ήταν κι ένας άνδρας. Επίσης, για λόγους υγιείας.
Όταν αργότερα βγήκαν οι πίνακες διαιτησίας της ΚΕΔ (Κεντρική Επιτροπή Διαιτησίας), είδα -προς μεγάλη μου έκπληξη- ότι, ενώ ο άνδρας είχε συμπεριληφθεί σ’ αυτούς, εγώ ήμουν εκτός!
Ήταν ξεκάθαρο πως υπήρχε διάκριση λόγω φύλου!
Αρχικά, προσπάθησα μέσω του διαλόγου με τους υπευθύνους της Ομοσπονδίας να καταλάβω τι ακριβώς είχε συμβεί. Δεν μου είπαν ποτέ…
Στην συνέχεια έστειλα εξώδικο στην ΕΠΟ. Δεν αντέδρασε κανείς…
Το κοινοποίησα στην FIFA και την UEFA. Καμία αντίδραση!
Δεν θα κρύψω ότι ενοχλήθηκα πολύ από την στάση τους, γιατί, όταν μια διεθνής ομοσπονδία έχει ως “σημαία” της το σύνθημα «football against racism» και προκύπτει μία ξεκάθαρη πράξη διάκρισης λόγω φύλου, δεν μπορείς να σιωπάς.
Δεν μπορείς να “πουλάς” την καμπάνια, μόνο όταν ένας φίλαθλος πετάει μια μπανάνα στο γήπεδο (ενέργεια -φυσικά- εξίσου ντροπιαστική), και να σιωπάς, όταν μια ομοσπονδία-μέλος σού επιδεικνύει σεξιστική συμπεριφορά.
Τότε, λοιπόν, βγήκε ο δικηγόρος μου στο ραδιόφωνο του BBC και μίλησε δημόσια για το θέμα.
Ξαφνικά, ως δια μαγείας, εμφανίστηκαν όλοι, όσοι ήταν εξαφανισμένοι από την ελληνική πλευρά. Για πότε ζήτησαν να μιλήσουμε, για πότε άλλαξαν στάση απέναντί μου, ούτε που το κατάλαβα.
Το αποτέλεσμα όλης αυτής της ιστορίας ήταν να μπω ξανά στους πίνακες της ΚΕΔ. Όχι, φυσικά, της Super League, αλλά -τουλάχιστον- της Β’ Εθνικής.
Αν επιθυμούσα, θα μπορούσα να έχω επιμείνει παραπάνω και να το “τραβήξω” κι άλλο, για μένα, όμως, το ζητούμενο δεν ήταν αυτό. Το ζητούμενο ήταν να αποκατασταθεί μια αδικία, να συνεχίσω να κάνω αυτό που αγαπώ, και να προετοιμαστώ κατάλληλα, γιατί ήμουν μεταξύ των υποψήφιων διαιτητών για το Παγκόσμιο Κύπελλο Γυναικών του 2015.
Η επιστροφή μου στους πίνακες, όμως, ήταν μια μικρή νίκη. Ήταν η απόδειξη πως πρέπει πάντα να αγωνιζόμαστε για τις αξίες και το δίκιο μας. Όπως αγωνίστηκα σ’ αυτήν τη περίπτωση για μένα, έτσι αγωνίζομαι και για τους άλλους σε διαφορετικές καταστάσεις. Πρέπει να αγωνιζόμαστε για το δίκαιο.
Αν εξαιρέσει κάποιος αυτές τις στιγμές, γενικά έχω να θυμάμαι πολύ όμορφα πράγματα από την καριέρα μου ως διαιτητής. Τη συμμετοχή μου στην πρώτη διεθνή διοργάνωση της FIFA στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Κ17 το 2008 στη Νέα Ζηλανδία, τη συναναστροφή με κορίτσια από όλο τον κόσμο και όχι μόνο από την Ευρώπη, τη συνεργασία μας και βέβαια τον πρώτο αγώνα που διαιτήτευσα εκεί: Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής εναντίον Ιαπωνίας.
Δύο πολύ καλές ομάδες, με διαιτητές, εκτός από μένα, μία βοηθό από την Ιταλία και μία από την Τουρκία.
Η παρουσία μου, ως διαιτητής στις μεγάλες διεθνείς διοργανώσεις του ποδοσφαίρου γυναικών, μου έδωσε, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα να γνωρίσω και να συναναστραφώ με ανθρώπους που σε άλλες περιπτώσεις ίσως να μην γνώριζα ποτέ, και να ταξιδέψω σε τόπους που ούτε τους είχα φανταστεί.
Από αυτά τα ταξίδια κι από τη συναναστροφή μου με ανθρώπους από όλο τον κόσμο μπορούσα να μάθω περισσότερα πράγματα για τις χώρες, την κουλτούρα, την νοοτροπία τους.
Εκείνο, όμως, που με εντυπωσίαζε κάθε φορά περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ήταν πως κάθε διοργάνωση, κάθε Παγκόσμιο Κύπελλο ή Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ήταν μια πραγματική γιορτή. Η γιορτή του ποδοσφαίρου. Ήταν όλα φτιαγμένα, για να χαρείς το ποδόσφαιρο. Ήταν πραγματική ευχαρίστηση.
Θα ήθελα πολύ να υπάρχει η ίδια αντίληψη για το ποδόσφαιρο και στην Ελλάδα. Και για τους άνδρες και για τις γυναίκες.
Το ποδόσφαιρο γυναικών στη χώρα, όπως και το ελληνικό ποδόσφαιρο στο σύνολό του, είχε την μεγάλη του ευκαιρία να αναπτυχθεί την περίοδο, οπότε η Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου των ανδρών κατάκτησε το Euro. Τότε, το 2004.
Εκείνη την περίοδο, θυμάμαι, εργαζόμουν σ’ ένα σχολείο ως γυμνάστρια. Η αντίληψη της κοινωνίας, ότι το ποδόσφαιρο είναι για τα αγόρια και τα υπόλοιπα αθλήματα, όπως για παράδειγμα το βόλεϊ, είναι για τα κορίτσια, ήταν ακόμα ισχυρή, εγώ, όμως, στην προσπάθειά μου να γνωρίσουν τα παιδιά όλα τα αθλήματα, έβαζα και τα κορίτσια να παίζουν ποδόσφαιρο.
Και, φυσικά, αυτά δεν ήταν αρνητικά, αντιθέτως το ευχαριστιόντουσαν.
Μετά το Euro, ξαφνικά όλοι άρχισαν να ασχολούνται με την “μπάλα”. Δεν υπήρχε πια αυτό το ταμπού και η κλισέ έκφραση «η “μπάλα” είναι για τα αγόρια».
Εκείνη την στιγμή, το ποδόσφαιρο γυναικών στην Ελλάδα είχε την ευκαιρία του να κάνει το μεγάλο άλμα. Δυστυχώς, δεν το έκανε!
Η αλήθεια είναι πως δεν ασχολούμαι πολύ με το ποδόσφαιρο γυναικών στην Ελλάδα και δεν γνωρίζω πώς ακριβώς το διαχειρίζονται. Έχω, όμως, την εντύπωση πως οι Ελληνίδες παίκτριες δεν έχουν σχεδόν καμία υποστήριξη!
Γι’ αυτό και αρκετές έχουν αρχίσει να φεύγουν για το εξωτερικό. Αν δεν υπάρξει στήριξη από την ηγεσία του ελληνικού ποδοσφαίρου κι ένα συγκεκριμένο πλάνο για την προώθησή του, δεν θα μπορέσει να πάει μπροστά.
Χρειάζεται στρατηγική, ξεκάθαρος στόχος και, φυσικά, συνεργασία από όλους τους φορείς. Δεν αρκεί μόνο η διάθεση, η οποία πραγματικά πιστεύω ότι υπάρχει από ορισμένους ανθρώπους. Χρειάζεται σύμπνοια!
Στον υπόλοιπο κόσμο, τα πράγματα στον χώρο του ποδοσφαίρου γυναικών, σαφώς, είναι πολύ διαφορετικά.
Στην Αμερική, το «soccer», όπως λένε το ποδόσφαιρο, θεωρείται περισσότερο ως άθλημα των γυναικών, ενώ στην Ευρώπη, παρά το γεγονός ότι στο παρελθόν ελάχιστοι ασχολούνταν, η εικόνα άλλαξε προς το καλύτερο, όταν η UEFA ακολούθησε μια συγκεκριμένη στρατηγική, με σκοπό να ενισχύσει την προώθηση του αθλήματος, αρχής γενομένης από το 2009, οπότε άλλαξε το format της διεξαγωγής του Champions League γυναικών.
Η συνεργασία με τους ισχυρούς οικονομικά ευρωπαϊκούς συλλόγους, η δημιουργία ενός συγκεκριμένου πλάνου και η είσοδος νέων στελεχών είχαν ως αποτέλεσμα αυτό που βλέπουμε σήμερα.
Την ίδια στιγμή, η FIFA από την πλευρά της είχε σχεδιάσει τη δική της στρατηγική και το 2011, όταν πραγματοποιήθηκε το Παγκόσμιο Κύπελλο στην Γερμανία, κατάφερε σε συνεργασία με την ομοσπονδία ποδοσφαίρου της χώρας να προωθήσει επιτυχώς τη διοργάνωση και να προσελκύσει ακόμα περισσότερους θεατές στα γήπεδα.
Ώσπου φτάσαμε στο Παγκόσμιο Κύπελλο στη Γαλλία. Η διοργάνωση και οι αγώνες του έγιναν αντικείμενο συζήτησης τόσο για τους φιλάθλους, όσο και τα ΜΜΕ, τα οποία σήμερα ασχολούνται με το ποδόσφαιρο γυναικών, όσο με εκείνο των ανδρών.
Από όσο γνωρίζω, στην Αγγλία, στις εφημερίδες υπάρχουν πλέον ολόκληρες στήλες που ασχολούνται μόνο με το ποδόσφαιρο γυναικών, ενώ στην Ισπανία, όπου δραστηριοποιούμαι αυτή την περίοδο, υπάρχει καθημερινή ενημέρωση.
Φυσικά, σημαντικό ρόλο στην προώθηση του ποδοσφαίρου γυναικών έπαιξε και η τηλεοπτική μετάδοση των αγώνων τόσο των εθνικών πρωταθλημάτων, όσο και των διεθνών διοργανώσεων, όπως, φυσικά, και η δημιουργία γυναικείων ομάδων από τους μεγάλους ευρωπαϊκούς συλλόγους.
Στην Ιταλία, μέχρι πριν από λίγα χρόνια, το ποδόσφαιρο των ανδρών μονοπωλούσε το ενδιαφέρον, χωρίς να συμβαίνει κάτι ιδιαίτερο στην κατηγορία των γυναικών. Όταν, όμως, η Γιουβέντους αποφάσισε να κάνει γυναικεία ομάδα, το όνομα και μόνο του συλλόγου, όπως και η ιστορία του, ήταν αρκετά, για να τραβήξουν την προσοχή των φιλάθλων και να διαπιστώσουν στην πορεία πως το γυναικείο πρωτάθλημα είναι εξίσου ενδιαφέρον με το ανδρικό.
Ένα από τα μεγάλα ατού του ποδοσφαίρου γυναικών είναι πως παραμένει “καθαρό”. Προς το παρόν, δεν βλέπεις την πρόθεση των ομάδων να χρησιμοποιήσουν, εντός του αγωνιστικού χώρου, κάθε μέσο, για να πάρουν το θετικό αποτέλεσμα. Οι παίκτριες δεν θα κάνουν με ευκολία “θέατρο”, για κερδίσουν το πέναλτι ή ένα φάουλ σε πλεονεκτική θέση. Για την ώρα, νοιάζονται μόνο για το παιχνίδι και το θέαμα.
Πλέον, για μένα ο κύκλος στον χώρο του ποδοσφαίρου ως διαιτητής φαίνεται ότι έχει κλείσει ή μάλλον αποφάσισαν αδίκως να μου τον κλείσουν.
To 2019 αποφάσισα να κάνω ένα νέο βήμα. Να εργαστώ στον χώρο του μπάσκετ.
Ως φίλαθλος, παρακολουθούσα αρκετά το άθλημα. Ειδικά στην εφηβεία και τα πρώτα χρόνια των σπουδών μου στο πανεπιστήμιο, γνώριζα τα… πάντα όλα!
Μετά τα 20, όταν αφοσιώθηκα στο ποδόσφαιρο, δεν είχα την ευκαιρία να βλέπω, όσο τουλάχιστον εγώ επιθυμούσα το σπορ.
Μέχρι που ήρθε η πρόταση από την Ευρωλίγκα. Τη βρήκα αρκετά ενδιαφέρουσα και, από την στιγμή που διέθετα τις γνώσεις και την επαγγελματική εμπειρία πολλών χρόνων ως στέλεχος της UEFA, ήθελα να ζήσω αυτή την εμπειρία και να συμβάλλω στη βελτίωση τής διοργάνωσης.
Στόχος τής Ευρωλίγκα είναι να συγκεντρώνει πάντα τις καλύτερες ομάδες μπάσκετ της Ευρώπης, ώστε να προσφέρει εξαιρετικό θέαμα στους φίλους του αθλήματος.
Βλέποντας από μέσα πλέον πώς λειτουργούν τα πράγματα, διαπίστωσα ότι η εταιρεία, γιατί η Ευρωλίγκα είναι μια εταιρεία και όχι μία ομοσπονδία, έχει όραμα, ηθικές αξίες και ενδιαφέρεται να δώσει το καλύτερο στους φιλάθλους και σε όλους τους συμμετέχοντες.
Αυτός ήταν, άλλωστε, και ένας από τους λόγους, για τους οποίους με προσέλαβαν στη θέση της υπεύθυνης ασφαλείας.
Σκοπός όλων μας είναι να βελτιώνονται συνεχώς οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες παίζουν οι παίκτες, και να δημιουργείται μια ευχάριστη ασφαλής ατμόσφαιρα για τους φιλάθλους.
Αυτό είναι ένα νέο ταξίδι για μένα με συνοδοιπόρους τους ανθρώπους της οικογένειάς μου, τους οποίους είχα πάντα κοντά μου. Με στήριζαν και με στηρίζουν, σε όποια απόφαση έχω πάρει.
Ήταν μαζί μου σε όλες τις επιλογές μου.
Στην καρδιά μου είχα πάντα απεριόριστη αγάπη και μεγάλο πάθος για τον αθλητισμό.
Από μικρό κοριτσάκι, ως αθλήτρια, έπειτα ως φοιτήτρια σε αυτό που ονειρευόμουν να σπουδάσω και να αριστεύσω, μετέπειτα παρακολουθώντας το καλύτερο μεταπτυχιακό της Ευρώπης στην αθλητική διοίκηση και το αθλητικό δίκαιο, αργότερα ως στέλεχος στους μεγαλύτερους αθλητικούς οργανισμούς της Ευρώπης.
Και, παράλληλα, εξασκώντας στον ελεύθερο χρόνο μου το χόμπι μου, αυτό της διαιτησίας.
Πάντα και σε όλα, μ’ ένα αίσθημα δικαίου!
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Βογιατζή