«Πλέον είμαι πατέρας. Βλέπω τον μικρό μου γιο, δεν μπορεί καν να περπατήσει καλά-καλά, όχι να τρέξει.
Πρέπει να μπουσουλήσει, να κάνει τα πρώτα του βήματα, να πέσει, να χτυπήσει. Η ζωή έχει στάδια. Και πρέπει να τα ζήσεις», είπε το 2023 ο Λούκας Πέρεθ.
Τα έζησε τα δικά του στάδια, με απόλυτη υπομονή, χωρίς βιασύνη, με πίστη στο πλάνο. Κι εκείνος μπουσούλησε, σηκώθηκε στα πόδια του, έπεσε, χτύπησε, περπάτησε, έτρεξε. Όμως κάθε του βήμα, από το πρώτο μπουσούλημα μέχρι το τελευταίο σπριντ, είχε την ίδια κατεύθυνση, τον ίδιο προσανατολισμό. Μωρό, παιδί, νέος, άνδρας. Πάντα κοιτούσε προς το Riazor, εκεί πήγαινε. Όχι πολύ μακριά, μόλις λίγα χιλιόμετρα από το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Σε μια τεράστια πολυκατοικία στην Κορούνια, μια από τις πάμπολλες στην περιοχή Μονέλος, σε έναν από τους «Πύργους των Ψαράδων» δηλαδή, όπως λέγονται. Οι ψαράδες της πόλης έμεναν -και μένουν- εκεί για χρόνια, όταν δεν ξημεροβραδιάζονταν δηλαδή στις τράτες τους, όπως ο πατέρας του Λούκας. Δεν ήταν ποτέ εκεί για αυτόν, όπως δεν ήταν ούτε η μητέρα του. Τον παράτησαν σε ένα ορφανοτροφείο, όταν ήταν 2 ετών. Δεν τους γνώρισε τους γονείς του ουσιαστικά. Ίσως, αν το έκανε, να είχε γίνει κι αυτός ψαράς. Ποιος ξέρει;
Αντίθετα, όσο εκείνοι μάχονταν με τα κύματα του Ατλαντικού, αυτός χόρευε στον δρόμο. Μέχρι σήμερα ισχυρίζεται πως δεν υπάρχει ούτε μια πλατεία, ούτε ένα πάρκο στην Κορούνια όπου δεν έχει κλωτσήσει μια μπάλα. Όλη μέρα έξω από μικρός, παραδομένος στο ποδόσφαιρο, να παίζει παντού, σε κάθε γωνιά. Κάθε δέντρο και δοκάρι, κάθε θάμνος κι αντίπαλος.
Όμως υπήρχε μια γωνιά που δεν μπορούσε να παίξει, αυτή που ονειρευόταν, από όταν θυμόταν τον εαυτό του. Η γωνιά της «Super Depor». Η γωνιά του Μπεμπέτο και του Βαλερόν, η γωνιά του Ριβάλντο και του Μακάι. Το Riazor. Μια ανάσα από το το σπίτι του κι όμως τόσο μακριά.

Ο Λούκας Πέρεθ (αριστερά) σε παιδική ηλικία με τη φανέλα της Λα Κορούνια.
Ποτέ του δεν το αισθάνθηκε πιο μακριά από όσο το έκανε εκείνο το βράδυ του Ιουνίου το 2022. Μακριά, γιατί ήταν στις κερκίδες, ένας απλός οπαδός με καπέλο και κασκόλ, όπως τόσοι άλλοι. Μακριά, γιατί ήξερε πως, αν η Ντεπορτίβο νικούσε, τότε εκείνος θα μπορούσε να φορέσει τη φανέλα της, να γίνει οπαδός στο χορτάρι. Όμως έχασε, ηττήθηκε στην παράταση από την Αλμπαθέτε και το όνειρο της ανόδου στη Segunda División χάθηκε μαζί με αυτό του Πέρεθ.
Έφυγε κλαμένος από το γήπεδο, τα δάκρυά του δεν γινόταν να στεγνώσουν, όσο το όνειρό του παρέμενε υγρό στο κεφάλι του, μια παρανοϊκή ονείρωξη, της οποίας η μετουσίωση σε πραγματικότητα δεν βρισκόταν καν στον δικό του έλεγχο. Μα δεν είναι έτσι για κάποιους τύπους. Ένας τρελός δεν νοιάζεται για το αν κάτι περνά από το χέρι του ή όχι. Θα περάσει. Ένας τρελός δεν θα σταματήσει, μέχρι η τρέλα του να γίνει ευλογία.
Τρελό όλο του ταξίδι μέχρι την ευλογία που έψαχνε, από όταν ήταν πιτσιρίκι. Έπαιξε σε όλα τα πάρκα και τις πλατείες της Κορούνια αλλά ποτέ στην Ντεπορτίβο ως μπόμπιρας. Δεν τον θεωρούσαν αρκετά καλό. Δύσκολη γειτονιά τα Μονέλος, κλειστή σαν χωριό, 14 θηριώδεις πολυκατοικίες όπου όλοι τούς γνώριζαν όλους. Υπήρχαν ναρκωτικά, κακές παρέες, ζόρια.
Ευτυχώς υπήρχαν επίσης ο παππούς, η γιαγιά του και μια μπάλα. Το τρίπτυχο της διαφυγής.
Τον πρόσεχαν σαν τα μάτια τους, μοναδικός τους κανακάρης, τον στήριζαν στα πάντα, όσο κι αυτοί πρόλαβαν να τον έχουν. Στα 14 έφυγε από τη ζωή ο παππούς του, δύο χρόνια μετά έφυγε και η γιαγιά του. Κι εκείνος πια ήταν στα αλήθεια ολομόναχος, με μοναδική επιλογή να συνεχίσει ό,τι έκανε. Αλαβές, Ατλέτικο Μαδρίτης, Ράγιο Βαγιεκάνο. Σε όλες έπαιξε, αλλά στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο, κυρίως στις Β’ ομάδες, στις ξεχασμένες κατηγορίες. Κανείς δεν έδειχνε να τον πιστεύει ιδιαίτερα στην πατρίδα του. Μόνο ο ίδιος πίστευε στον εαυτό του. Και με αυτή την πίστη για προστασία, πήρε την απόφαση που ελάχιστοι μπορούσαν να προβλέψουν. Έφυγε για την Ουκρανία, μόλις στα 20.

Ο Λούκας Πέρεθ με τη φανέλα της Καρπάτι Λβιβ.
«Κορούνια-Μαδρίτη-Πράγα-Κίεβο-Λβιβ. Για να πάω από το σπίτι μου στη νέα μου ομάδα, έπρεπε να πάρω τέσσερα-πέντε αεροπλάνα», θα πει. Μόνος του στην άκρη του κόσμου, στο παγωμένο Λβιβ, για χάρη της Καρπάτι, της μόνης ομάδας που θέλησε να επενδύσει πάνω του.
Μαύρα χάλια. Παραδόξως όχι στο γήπεδο αλλά έξω από αυτό. Σκόραρε, τα πήγαινε καλά, έκανε εξαιρετικά ό,τι ήξερε πάντα να κάνει. Όμως δεν είχε κανέναν με τον οποίον να μπορούσε να συνεννοηθεί, πέρα από τον μεταφραστή του και έναν τυχαίο φοιτητή από το Εκουαδόρ, με τον οποίον έφτασε να συγκατοικεί.
Πεντακόσια ευρώ τον μήνα ήταν ο μισθός του. Όταν τα έπαιρνε. Βλέπετε, ο εκκεντρικός Ουκρανός Πρόεδρος της ομάδας είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία στα καψόνια και, όταν ήθελε να σφίξει τα λουριά, απλώς δεν πλήρωνε τους παίκτες του. Όντας εντελώς θρησκόληπτος, τους στοίβαζε σε ένα μοναστήρι πριν από τα ματς, τους ανάγκαζε να ταξιδεύουν τεράστιες αποστάσεις με λεωφορεία. Και είχε και μια σειρά από ξινούς ντόπιους συμπαίκτες που όχι απλώς δεν τον βοηθούσαν να προσαρμοστεί αλλά τον έβλεπαν και πλήρως ανταγωνιστικά.
«Κατάλαβα ότι ήθελα να φύγω από την Ουκρανία στους πρώτους δύο μήνες. Κι έμεινα εκεί τρία χρόνια». Υπήρχε μόνο ένας τρόπος να φύγει, να δραπετεύσει από τη «χειρότερη περίοδο της ζωής του», όπως ο ίδιος τη χαρακτήρισε. Η μόνη οδός ήταν το γήπεδο. Για αυτό κι εκεί δεν σταμάτησε να αποδίδει, ό,τι κι αν περνούσε. Έπαιζε, σκόραρε κι έκανε υπομονή, μέχρι κάποιος να ενδιαφερθεί για αυτόν.
Το έκανε ο ΠΑΟΚ. Τον διεκδίκησε, ο Λούκας μάλιστα έχει πει πως ο ίδιος ο Ιβάν Σαββίδης πήγε στην Ουκρανία για να διαπραγματευτεί τη μεταγραφή του, και τον πήρε. Στη Θεσσαλονίκη ήταν ξανά ελεύθερος. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Και δεν ήταν κανένα παιδαρέλι, 25 ετών ήταν. Σχεδόν άγνωστος έως τότε, σίγουρα αδιάφορος, πίσω στην πατρίδα του. Μα δουλευταράς, πολύ καλός σε αυτό που έπρεπε να κάνει. Και με το βλέμμα πάντα στο ίδιο μέρος.
Τον βοήθησε τον ΠΑΟΚ, την έδειξε την ποιότητά του, αλλά, όταν το τηλέφωνο -αυτό το τηλέφωνο- χτύπησε, δεν θα μπορούσε να τον κρατήσει στη Θεσσαλονίκη ούτε ο Θεός ο ίδιος. Το τηλεφώνημα ήρθε από τα γραφεία του Riazor. Στη Μικράς Ασίας δεν χάρηκαν, μα δεν μπορούσαν, δεν γινόταν να σταθούν στον δρόμο του. Απλώς έπρεπε να πάει στην Ντεπορτίβο.

Ιούλιος 2015: Ο Λούκας Πέρεθ με τη φανέλα του ΠΑΟΚ.
Και πήγε. Ήταν σχεδόν σουρεαλιστικό για τον ίδιο, για το παιδί που δεν θεωρήθηκε ποτέ αρκετά καλό για αυτή την ομάδα, αλλά τώρα φορούσε τη φανέλα που πάντα ήθελε να φορά. Στον τόπο που πάντα προσευχόταν και δούλευε για να βρεθεί.
Η πρώτη του φορά στο Riazor ήταν μαγική, άκουσε τον βρυχηθμό του, όταν το σουτ του κατέληξε στα δίχτυα σε ένα άνετο 3-0 απέναντι στη Βαλένθια. Φίλησε το σήμα -λίγα πιο ειλικρινή φιλιά καταγράφηκαν ποτέ- και χάθηκε στην αγκαλιά του πλήθους, λίγο πριν το ακούσει να τραγουδά το όνομά του.
Σαν έρωτας με την πρώτη ματιά. Αλλά όχι ακριβώς. Αυτή η αγάπη χτιζόταν για χρόνια, σιγόβραζε υπομονετικά, μέχρι η σάλτσα της να δέσει, η σωστή στιγμή να έρθει. «Άργησα, αλλά τώρα είμαι εδώ που πάντα έπρεπε να είμαι», θα πει.
Λίγες ημέρες μετά θα ακούσει το γόνατό του να λυγίζει. Θα περάσει την πόρτα του χειρουργείου. Τι να του πουν τρεις μήνες ακόμα; Όλη του τη ζωή περίμενε. Ζορίστηκε μακριά από την Ντεπορτίβο, ζορίστηκε κι αυτή μακριά του. Αλλά τον είχε εκεί την τελευταία αγωνιστική, όταν έπρεπε. Να οπλίσει μέσα στο Camp Nou, όταν εκείνη έχανε με 2-0, και να εξαπολύσει κατευθείαν στην αγκαλιά των διχτυών το γκολ που θα άνοιγε τον δρόμο της ισοπαλίας και της σωτηρίας.
Ο Λούκας ήξερε. Η παραμονή της «Ντέπορ» στην Primera σήμαινε τα πάντα για εκείνον, για την ομάδα και για τον εαυτό. Γιατί σήμαινε σε μεγάλο βαθμό και τη δική του παραμονή στο μέρος όπου πάντα ήθελε να βρεθεί. Ο δανεισμός του έληξε, επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη για λίγες εβδομάδες, αλλά το μυαλό του δεν ήταν εκεί, ήταν στην «Ντέπορ».
«Morrina» τη λένε στη Γαλικία αυτή τη βαθιά νοσταλγία που αισθάνεται κάποιος για το σπίτι, για τον τόπο του. Κάποιες φορές και για την ομάδα του. Για τον Λούκας Πέρεθ ανέκαθεν ίσχυε το «Ντεπορτίβο Λα Μορίνια». Μια μόνιμη πάλη επιστροφής στην αφετηρία του.

Ο Λούκας Πέρεθ στην πρώτη του θητεία στην Ντεπορτίβο Λα Κορούνια.
Επέστρεψε την πρώτη φορά και, απαλλαγμένος από τραυματισμούς, ήταν καλύτερος από ποτέ, άγγιζε τα είδωλα που έντυσαν την παιδική του ηλικία. Ακόμα κι αν η «Ντέπορ» δεν ήταν η «Super Depor» με την οποία μεγάλωσε, ακόμα κι αν δεν είχε τους τίτλους, τις μεγάλες ευρωπαϊκές βραδιές της πιο χρυσής της εποχής, ο Λούκας Πέρεθ ήταν βγαλμένος από εκείνη, μια μικρή προέκταση της «Super Depor» στο μέλλον.
Τόσο καλός που έπιασε το ρεκόρ διαδοχικών γκολ του Μπεμπέτο και άκουσε το ίδιο του το είδωλο να τον «καλωσορίζει στην ιστορία». Τόσο δουλευταράς και ηγετικός που ανάγκαζε κάθε εβδομάδα τον προπονητή του, Βίκτορ Σάντσεθ, να αποθεώνει το «completisimo» (το «απόλυτα ολοκληρωμένο») πακέτο του. Τόσο κομβικός που έκανε τη διαφορά σε κάθε κρίσιμο ραντεβού, κόντρα σε κάθε μεγάλο αντίπαλο.
Ευτυχισμένος, επιτέλους, σε βαθμό που δεν χρειαζόταν κάτι άλλο. Μα ταυτόχρονα τόσο καλός που δεν μπορούσε να μείνει στην Ντεπορτίβο… Τα διέλυσε όλα εκείνη τη σεζόν και η Άρσεναλ έφτασε στη Γαλικία με ένα σακί γεμάτο χρήματα, περισσότερα από 20 εκατ. Ο σύλλογος τού το είπε με τον τρόπο του, τον λάτρευε, αλλά χρειαζόταν τα χρήματα, δεν τα είχε ξαναδεί αυτά και οι οικονομικές περιπέτειες είχαν ήδη αρχίσει.
Με βαριά καρδιά, στα αλήθεια, ο Λούκας μάζεψε τα πράγματά του, ξέροντας τουλάχιστον πως αφήνει την ομάδα που αγαπά σε πολύ καλύτερο σημείο από ό,τι την βρήκε, για να κάνει ένα βήμα που δύσκολα θα μπορούσε να κάνει ξανά. Αλλά κανένα βήμα δεν είχε το ίδιο νόημα.
Στο Λονδίνο η ζωή ήταν δύσκολη, εκείνος έδινε τα πάντα και τα πήγαινε και καλά, σκόραρε. Αλλά δεν έπαιζε. Ήταν πολύ περιορισμένος ο χρόνος του και έπρεπε να ανταγωνιστεί παίκτες που βρίσκονταν στα καλύτερά τους, τον Αλέξις Σάντσες, τον Ολιβιέ Ζιρού, τον Μεζούτ Οζίλ, τον Ντάνι Γουέλμπεκ.
Έψαξε ξανά το καταφύγιό του, σε έναν νέο δανεισμό στην Ντεπορτίβο, μα η κατρακύλα είχε αρχίσει και δεν γινόταν να σταματήσει, η ομάδα έπεσε με τον ίδιο στο γήπεδο. «Έχω ένα αγκάθι μέσα μου, το σκέφτομαι, κάθε βράδυ που ξαπλώνω στο κρεβάτι». Το ίδιο καταφύγιο αναζητούσε πάντα. Είτε τα πράγματα πήγαιναν άσχημα, όπως στη Γουέστ Χαμ, είτε φανταστικά, όπως στην Αλαβές και την Κάντιθ. Κάθε βήμα, από το πρώτο μπουσουλητό μέχρι το τελευταίο σπριντ, στην ίδια κατεύθυνση. Είτε περνούσε από το χέρι του είτε όχι. Θα το έκανε να περνά.

Αύγουστος 2016: Ο Λούκας Πέρεθ με τη φανέλα της Άρσεναλ.
Άνοιξη, 2022. «Το όνειρό μου είναι να κρατήσω την Κάντιθ στην κατηγορία και μετά να ανεβάσω την Ντεπορτίβο», θα έλεγε στον Πρόεδρο της Κάντιθ. Μεταξύ σοβαρού κι αστείου. Αστείο για τον Μανουέλ Βιθκαΐνο, σοβαρό για τον Λούκας Πέρεθ.
Άρχισε σαν ανέκδοτο, με πυρήνα αληθινής επιθυμίας. Εκείνος έπαιζε και γινόταν ένας από τους πιο συνεπείς, αξιόλογους σκόρερ των mid-table ισπανικών ομάδων, ξέρετε ένας από αυτούς που οι “μεγάλοι” ήλπιζαν να μην τον βρουν στη μέρα του, κακό σπυρί. Ταυτόχρονα, η Ντεπορτίβο, ταλανισμένη από οικονομικά προβλήματα, κατρακυλούσε, έκανε βαρελάκια στις κατηγορίες και είχε βρεθεί στην τρίτη, δεν θεωρούταν καν επαγγελματική ομάδα πια…
Ο Βιθκαΐνο τον είχε σαν γιο του τον Λούκας, όταν κατάλαβε πως δεν αστειευόταν, του είπε πως θα τον αφήσει να φύγει. Αν η Κάντιθ έμενε στη La Liga και η Ντεπορτίβο επέστρεφε στη Segunda. Ο Λούκας το έκανε το δικό του κομμάτι, την κράτησε στην κατηγορία με τα γκολ του την Κάντιθ. Μα η «Ντέπορ» σε εκείνο το ματς με την Αλμπαθέτε στο Riazor, το ματς που τον άφησε κλαμένο και απογοητευμένο, ηττήθηκε.
Αυτό ήταν. Ήξερε πως δεν μπορούσε να επιστρέψει. Αλλά δεν του έκανε αυτό, δεν γινόταν να το αποδεχθεί. Η πίεση συνεχίστηκε, οι ψίθυροι άρχισαν να βγαίνουν στο φως. «Ο Λούκας πιέζει για να πέσει στην τρίτη κατηγορία», έγραφαν.
«Δεν πίεσα ποτέ, απλώς εξέφρασα ειλικρινά την επιθυμία μου», θα έλεγε ο ίδιος. «Ο Πρόεδρος ήταν ξεροκέφαλος, ήμουν ο πρώτος σκόρερ, δεν ήταν απλό να με αφήσει να φύγω, αλλά ξεροκέφαλος ήμουν κι εγώ. Έπρεπε αυτός να δώσει κάτι σε εμένα κι εγώ σε εκείνον».
Έδωσε. Μισό εκατομμύριο ευρώ. Το χάρισε τον Ιανουάριο για να λύσει το συμβόλαιό του και να γυρίσει στην Ντεπορτίβο. Τρελό τον έλεγαν. Ποιος αφήνει τη λάμψη και τα χρήματα της La Liga για να πάει στην τρίτη κατηγορία; Μάλλον αυτός που θα εξηγούσε ότι «δεν πάω στην τρίτη κατηγορία, πάω στην Ντεπορτίβο».

Ο Λούκας Πέρεθ με το περιβραχιόνιο του αρχηγού της Ντεπορτίβο Λα Κορούνια.
«Σκεφτόμουν “πώς θες να τελειώσεις την καριέρα σου; Στην πρώτη κατηγορία ή στο σπίτι σου, προσπαθώντας να βοηθήσεις την ομάδα σου να επιστρέψει;”». Υπήρχε μόνο μια απάντηση φυσικά και ο Λούκας Πέρεθ δεν την είπε, την έκανε.
Μέχρι την τελευταία στιγμή ο Βιθκαΐνο προσπαθούσε να τον κάνει να σκεφτεί λογικά, αλλά δεν είχε νόημα. Επτά χιλιάδες οπαδοί τον περίμεναν στο αεροδρόμιο, προσπάθησε να τους ηρεμήσει, να τους πει ότι ούτε ο Μέσι δεν θα μπορούσε να σώσει την ομάδα μόνος του. Μα σαν τον Μέσι ήταν για εκείνους.
Το πρώτο του ματς έπεσε την ίδια ώρα με ένα Ρεάλ Μαδρίτης – Βιγιαρεάλ. Μαντέψτε ποιο είχε μεγαλύτερη τηλεθέαση. Τον είδαν όλοι να σκοράρει δις και να φιλάει το σήμα με πάθος, όσο το Riazor εκρήγνυτο για χάρη του.
Δεκαοκτώ μήνες μετά η ίδια έκρηξη. Και χειρότερη. Στήνει την μπάλα λίγο έξω από την περιοχή, τη χαϊδεύει και την καρφώνει στα δίχτυα της Μπαρτσελόνα Β’. Λίγο μετά την στήνει ξανά, αυτή τη φορά στο κόρνερ. Κοντοστέκεται, απομακρύνεται από την στιγμή, κοιτά από ψηλά. Γελάει στον επόπτη και του δείχνει το χέρι του, όσο το Riazor τραγουδά το όνομά του. Η τρίχα κάγκελο.
Τρεις βαθμούς χρειαζόταν η Ντεπορτίβο για να ανέβει, ποιος θα τους έδινε; Μόνο αυτός. Το αγκάθι βγήκε λίγο. Η Ντεπορτίβο Λα Κορούνια ήταν ξανά επαγγελματικός σύλλογος και ο ίδιος μπορούσε να αισθάνεται πως τη βοήθησε όσο κανένας.
Το ματς λήγει, ο Λούκας Πέρεθ αρπάζει το μικρόφωνο των πανηγυρισμών, το Riazor ξαφνικά βυθίζεται στη σιωπή, όλοι θέλουν να τον ακούσουν. «Με έλεγαν τρελό που άφησα τη La Liga για την “Ντέπορ”… Ευλογημένη η τρέλα, ε; Ευλογημένη η τρέλα».
Ήταν τρελός αλλά κι ευλογημένος. Γιατί κρατούσε στα χέρια του όλα όσα ονειρευόταν από μικρό παιδί. Και είναι σίγουρο πως θα έκανε την ίδια τρέλα ξανά και ξανά και ξανά. Μέχρι να φτάσει στην ίδια ευλογία.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μπεμπέτο: Στο λίκνο της αιωνιότητας
Τζαλμίνια: Ο δαίμονάς μου, ο άγγελός μου
Ριβάλντο: Στραβά και μαγικά βήματα σε έναν απρόσιτο χορό
Χουάν Κάρλος Βαλερόν, o Γκουάντσε της ποδοσφαιρικής μαγείας
Βάλτερ Παντιάνι: Για πάντα πολεμιστής του φωτός
Ντιέγκο Τριστάν: Χόρεψε, διασκέδασε, τραγούδα