Το παιχνίδι της Παραγουάης με την Κολομβία για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Defensores del Chaco της Asuncion είχε μόλις ολοκληρωθεί.
Ήταν ένα κλασσικό λατινοαμερικάνικο παιχνίδι με επεισόδια, αποβολές, ένταση, που κρίθηκε στο τελευταίο δεκάλεπτο.
Στα αποδυτήρια των Κολομβιανών, ο Φαουστίνο Ασπρίγια ντύνεται και ετοιμάζεται να φύγει, ώσπου χτυπάει το τηλέφωνό του:
«Είμαι ο Χούλιο Φιέρο και σε περιμένω στο ξενοδοχείο μου».
Ο Ασπρίγια ήξερε καλά ότι, όσο κουρασμένος και να ήταν, δεν μπορούσε να αρνηθεί την επίσκεψη στον έμπορο ναρκωτικών που ξεκίνησε από τσιράκι του Πάμπλο Εσκομπάρ στο Μεντεγίν και κατέληξε πρώτος καταζητούμενος της DEA.
Μπήκε στο δωμάτιο του νεόκοπου βαρώνου της κοκαΐνης και αντίκρυσε δέκα άντρες μεθυσμένους και υπό την επήρεια ναρκωτικών γύρω από τον Φιέρο, ο οποίος δεν καθυστέρησε καθόλου να περάσει στο παρασύνθημα:
«Τους βλέπεις αυτούς τους δυο; Περιμένουν απλώς την έγκρισή σου για να “καθαρίσουν” το χοντρό που σε χτύπησε και αποβληθήκατε».
Ο Ασπρίγια σάστισε, αλλά ευτυχώς για το «χοντρό» απάντησε στον Φιέρο πως ότι συμβαίνει στο γήπεδο μένει στο γήπεδο και ο «χοντρός» δεν το έκανε επίτηδες, αλλά πάνω στην ένταση του αγώνα.
Εκείνος ο «χοντρός» που ήθελαν να σκοτώσουν τα πρωτοπαλίκαρα του Κολομβιανού ναρκοβαρώνου, είναι ο Χοσέ Λουίς Φέλιξ Τσιλαβέρτ Γκονζάλες. El Chila.
Πολλά πράγματα συνέβησαν στη ζωή του από τύχη, δεν είχε όμως φανταστεί ποτέ ότι -αν ισχύει στο ακέραιο η αφήγηση του Ασπρίγια– θα είχε δολοφονηθεί τον Απρίλιο του 1997 για το ποδόσφαιρο.
Η ιστορία του είναι η κλασσική του φτωχού Λατινοαμερικάνου που μεγάλωσε σε επικίνδυνες περιοχές, με αγώνα προς το ζην και υποχρέωση να ωριμάσει νωρίς και απότομα.
Δεν υπάρχει άλλη επιλογή όταν γεννιέσαι στο Luque, ένα προάστιο της Asunción, γνωστό μόνο για την παρουσία του διεθνούς αεροδρομίου που εξυπηρετεί την πρωτεύουσα της Παραγουάης.
Σε αυτές τις περιοχές είναι σχεδόν υποχρεωτικό από νηπιακή ηλικία να αναζητούνται διέξοδοι από τη φτώχεια, την πείνα, την ανέχεια.
Όλα τα παιδιά γεννιούνται και μεγαλώνουν με όνειρο μια καλύτερη ζωή και η πλειοψηφία τους διαμορφώνει μια πολύ ισχυρή προσωπικότητα και έχουν στόχο να επιβληθούν στο ίδιο τους το πεπρωμένο.
Ο Τσιλαβέρτ ξεκίνησε ακολουθώντας το μεγαλύτερο αδελφό του στις αλάνες της Asuncion, επειδή ήταν μικρότερος τον έβαζαν τερματοφύλακα. Του άρεσε, δεν το θεωρούσε υποτιμητικό, όπως τα μεγαλύτερα παιδιά. Έγινε πολύ γρήγορα ατραξιόν στο γηπεδάκι της Sportivo Luqueño, ήταν ίσως ο μόνος που διέπρεπε παρότι αγωνιζόταν στην «αντιεμπορική» θέση του τερματοφύλακα.
Εκεί τον πρόσεξαν οι κυνηγοί ταλέντων της Guaraní, διέγνωσαν σε εκείνο το «θηρίο» προοπτικές για ακόμη ψηλότερα.
Στα 17 ήταν ήδη 1.90μ και 90 κιλά, αλλά το παρουσιαστικό δεν πρόδιδε την ηλικία του. Στην El Aborigen είναι ήδη βασικός και ακρογωνιαίος λίθος της κατάκτησης του πρωταθλήματος μετά από 15 ολόκληρα χρόνια.
Εκείνες οι εμφανίσεις και η κατάκτηση του πρωταθλήματος έστρεψαν τα φώτα επάνω του, η φήμη του ξεπέρασε τα στενά όρια της Παραγουάης.
Ξενιτεύεται στην Αργεντινή, ανεβαίνει επίπεδο στη San Lorenzo de Almagro. Μένει τέσσερα χρόνια, τον αγοράζει η Ρεάλ Σαραγόσα και ταυτόχρονα καλείται και στη εθνική ανδρών της πατρίδας του.
Πραγματοποιεί το ντεμπούτο του το 1989, σε ένα θεμελιώδους σημασίας παιχνίδι για τα προκριματικά του Μουντιάλ της Ιταλίας στο καυτό Defensores del Chaco εναντίον της Κολομβίας του Βαλντεράμα.
Το παιχνίδι είναι κλασσικά σκληρό, νευρικό, θα κριθεί από ένα επεισόδιο.
Στο 90ο λεπτό ο ιδιότροπος και θρυλικός Ρενέ Χιγκίτα κάνει μια άστοχη έξοδο και γκρεμίζει τον Παραγουανό επιθετικό. Πέναλτι. Το συγκεκριμένο πέναλτι ήταν και είναι το ξύπνημα της μοίρας στη ζωή του Τσιλαβέρτ.
Ενόσω συμπαίκτες και αντίπαλοι προπηλακίζονται και σπρώχνονται μπροστά στο διαιτητή που μοιράζει κάρτες, ο Τσιλαβέρτ έχει τρέξει στην αντίπαλη περιοχή, έχει πάρει τη μπάλα στα χέρια του, της έχει ψιθυρίσει δυο-τρεις προσευχές και την έχει στήσει στη βούλα.
Στο γήπεδο όλοι έκπληκτοι, οι συμπαίκτες του με τρόμο στο βλέμμα προσπαθούν να του δώσουν να καταλάβει ότι αυτό που πάει να κάνει μπορεί να σημαίνει μόνο δυο πράγματα: Δόξα ή καταδίκη. Δεν υπήρχε μέση κατάσταση.
Αυτή πρέπει να ήταν και η σκέψη του Chila στα πέντε βήματα μετά το σφύριγμα του διαιτητή, σε εκείνα τα δευτερόλεπτα που επρόκειτο να κριθεί η καριέρα του.
Η εκτέλεση με το αριστερό είναι ιδανική, ο Χιγκίτα από τη μια πλευρά, η μπάλα από την άλλη, αγκαλιασμένη από τα δίχτυα.
Μπορεί αυτό το γκολ να μην οδήγησε την Παραγουάη στα τελικά της διοργάνωσης στην Ιταλία, έκανε όμως γνωστό τον Τσιλαβέρτ σε όλη την ποδοσφαιρική υφήλιο και του προσέδωσε την αυτοπεποίθηση και την ασφάλεια να το ξανακάνει. Και να το ξανακάνει.
Μέχρι που έγινε σύμβολο της δεκαετίας του ’90 και αντικείμενο λατρείας από όλους τους ποδοσφαιρικούς μύστες όταν μπήκε το ίντερνετ στη ζωή μας και η πληροφορία ταξίδευε πιο γρήγορα.
Ο Τσιλαβέρτ ήταν η «εικόνα» της Παραγουάης, ο τερματοφύλακας με το γλυκό πόδι που εκτελούσε φάουλ, πέναλτι, έβγαζε τριαντάρες και σαραντάρες πάσες σαν κεντρικός μέσος.
Το λατινοαμερικάνικο ταμπεραμέντο αρέσει στο κοινό, ο Τσιλαβέρτ γεννά συναισθήματα, είναι ατραξιόν, δημιουργεί στον κόσμο την επιθυμία να πληρώσει εισιτήριο και να τον δει από κοντά με την κρυφή ελπίδα ότι θα τον δει να διασχίζει 70 μέτρα για να εκτελέσει το επόμενο κρίσιμο πέναλτι.
Είναι πολύ ωραία και δημιουργούν ιστορίες όλα αυτά, στο υψηλό επίπεδο ωστόσο που διακυβεύονται πολλά, είναι ανεπίτρεπτα.
Στην Ισπανία ο Τσιλαβέρτ έμοιαζε εγκλωβισμένος, το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο παραήταν περιοριστικό για τον ιδιότροπο χαρακτήρα του και την άκρατη επιθυμία δόξας που έκρυβε μέσα του.
Τίμησε το συμβόλαιό του με τη Σαραγόσα αλλά στην Ευρώπη αισθανόταν σαν θηρίο στο κλουβί. Επέστρεψε στη Λατινική Αμερική, στον τόπο που το ποδόσφαιρο είναι κάτι εντελώς διαφορετικό και η αντιλήψεις ξεφεύγουν από τα ευρωπαϊκά βιομηχανοποιημένα όρια.
Πήγε στη Βελέζ του Sarsfield, μια ομάδα που κυνηγούσε τις δάφνες του παρελθόντος, που στόχευε στο μεγαλείο της ομάδας-θρύλου του Αλταφίνι. Όταν το 1993 στην άκρη του πάγκου κάθισε ο Κάρλος Μπιάντσι, ο θρυλικός El Virrey, η Βελέζ σάρωσε τα πάντα.
Τρία εθνικά πρωταθλήματα, ένα Copa Libertadores, ένα Διηπειρωτικό, ένα Interamericana και τέλος ένα Intercontinental Cup.
Η κυριαρχία του διδύμου Μπιάντσι – Τσιλαβέρτ ήταν καθολική. Καπετάνιος ο μεγάλος Αργεντίνος προπονητής, οδηγός ο Παραγουανός τερματοφύλακας-σκόρερ.
Ο Τσιλαβέρτ σκόραρε 11 φορές σε εκείνη την ομάδα.
Τη σεζόν που έκλεισε ο κύκλος εκείνης της τεράστιας ομάδας, ο Chila τη γιόρτασε και με το άκρως τιμητικό βραβείο του καλύτερου της Νότιας Αμερικής, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο για τερματοφύλακα.
Ο Μπιάντσι επέστρεψε στην Ευρώπη, ο Τσιλαβέρτ παρέμεινε πιστός, να οδηγεί το καράβι και στη φουρτούνα. Η ποδοσφαιρική ζωή του χωρίστηκε στη Βελέζ και στην εθνική Παραγουάης, της ομάδας που τον καθόρισε ίσως περισσότερο και από την “V” azulada.
Εάν δεν υπήρχε εκείνο το περιπετειώδες γκολ του Λοράν Μπλαν στην παράταση του νοκ άουτ με την Γαλλία στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998, πιθανότατα σήμερα να μιλούσαμε για το «θαύμα της Παραγουάης» όπως μιλάμε για το θαύμα της Εθνικής του 2004.
Ο Τσιλαβέρτ ήταν ο αδιαμφισβήτητος leader εκείνης της ομάδας, το κεντρικό πρόσωπο, η κορυφαία φιγούρα.
Ξαναπροσπάθησε και στο Μουντιάλ της Άπω Ανατολής μια τετραετία αργότερα, αλλά το παράθυρο στη μοίρα είχε πια κλείσει. Ήταν ήδη σε κακή κατάσταση αφού είχε ξαναδοκιμάσει -ανεπιτυχώς- με το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο υπογράφοντας στη Στρασμπούρ, για να διαπιστώσει πικρά ότι η Ευρώπη δεν του ταίριαζε με τίποτα.
Τσαλάκωσε το μύθο του και γελοιοποίησε τον εαυτό του στο Στρασβούργο, πλαστογράφησε ένα ιατρικό πιστοποιητικό, προκειμένου να καταγγείλει τη σύμβασή του με τη γαλλική ομάδα, υποκρίθηκε ότι είναι ακατάλληλος για ποδόσφαιρο, ήθελε και να πληρωθεί ολόκληρο το συμβόλαιό του και να τον αφήσουν ελεύθερο να επιστρέψει στη Λατινική Αμερική.
Είναι και αυτό ο Τσιλαβέρτ, ένας «παγαπόντης» λατίνος που εκτιμούσε ότι μπορεί να τους κοροϊδέψει και να τους «φέρει βόλτα» όλους. Εν τέλει γελοιοποιήθηκε και υποχρεώθηκε να καταβάλλει και το πρόστιμο και να τιμωρηθεί με έξι μήνες φυλάκιση, ποινή την οποία δεν εξέτισε ποτέ γιατί είχε προλάβει να επιστρέψει στην Αμερική.
Κατέκτησε ένα ακόμα πρωτάθλημα με την Πενιαρόλ στην Ουρουγουάη, αλλά η επιθυμία του ήταν ανέκαθεν να επιστρέψει στη Βελέζ.
Επειδή στην Αργεντινή αυτές τις ιστορίες έχουν μάθει να μην τις χαλάνε ποτέ, η Βελέζ τον πήρε πίσω παρά το προχωρημένο της ηλικίας του και τον υποδέχτηκε σαν το είδωλο της δεκαετίας του ’90.
Αποχώρησε λίγο πριν τα 40, έχοντας μπει στο πάνθεον των θρύλων της ομάδας, ο μοναδικός τερματοφύλακας με 48 (!) γκολ ενεργητικό και έκτος ρέκορντμαν συμμετοχών στην ιστορία του club.
Συνολικά σκόραρε 62 φορές, συν 8 φορές με τη φανέλα της εθνικής Παραγουάης, είναι ο δεύτερος πιο παραγωγικός τερματοφύλακας στην ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου μετά τον Ροτζέριο Σένι, το θρύλο του Σάο Πάουλο.
Η καριέρα του Chila έχει γίνει αντικείμενο ουκ ολίγων αφιερωμάτων, τα περισσότερα εμμένουν στο «παράδοξο» των γκολ του.
Είναι άδικο για έναν από τους καλύτερους τερματοφύλακες που έβγαλε το λατινοαμερικάνικο ποδόσφαιρο και ίσως τον καλύτερο του κόσμου για κάποιες χρονιές στα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Τρομερά αντανακλαστικά παρά το βαρύ κορμί, τεράστια δύναμη και άγνοια κινδύνου στις εξόδους, υψηλή τεχνική και πάνω απ’ όλα το έμφυτο δώρο της ικανότητας να καθοδηγεί την άμυνα. Ούτε ο ίδιος δεν κατάλαβε πόσο μεγάλος ηγέτης υπήρξε, ούτε ο ίδιος δεν αντιλήφθηκε πόσο άλλαξε τη θέση και πόσες ιδέες πρόσφερε στους προπονητές.
Ιδιαίτερος και δύσκολος χαρακτήρας, πάντα αλητάκος, δεν πρόσεξε την εικόνα του ποτέ και έμαθε μόνο να υπερβάλλει. Δεν απόλαυσε ποτέ την αποχώρηση από την ενεργό δράση, όπως οι αντίστοιχοι μεγάλοι του καιρού του.
Πάντοτε προσπαθούσε να απασχολήσει τα μέσα για τους λάθος λόγους, ήθελε να παραμείνει στην επικαιρότητα μη αποδεχόμενος το σκληρό γεγονός ότι η αυλαία έπεσε.
Έβαλε κιλά, πριν καιρό είχε ανακοινώσει ότι ήθελε να συμμετάσχει στο πρωτάθλημα Sumo της Παραγουάης, ευτυχώς δεν τον άφησαν, γιατί θα το έκανε και αυτό.
Το 2005 ήταν κεντρικός πρωταγωνιστής ενός πολύ κακού reality με θέμα το ποδόσφαιρο στο Miami, αργότερα ήθελε να αναλάβει τα ηνία της εθνικής, πρόσφατα το πήγε ακόμα ψηλότερα δηλώνοντας ότι αισθάνεται έτοιμος να ασχοληθεί με την πολιτική και να κυβερνήσει τη χώρα.
Εκκεντρικός, μεγαλομανής, ασεβής, «παγαπόντης» ως το τέλος. Στην ουσία είναι ένας άνθρωπος που αισθάνθηκε χαμένος χωρίς το ποδόσφαιρο, το μοναδικό πράγμα που ήξερε καλά.
Μέσω του ποδοσφαίρου έγινε φάρος για συμπαίκτες και οπαδούς, μέσω του ποδοσφαίρου απέκτησε υπόσταση. Χωρίς το ποδόσφαιρο αναζητά ακόμα την ταυτότητά του.
Δεν έχει βρει την εσωτερική ειρήνη του, δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι η αύρα του μύθου σιγά σιγά σβήνει και περνάει στη λήθη.
Αντιδρά σπασμωδικά, γιατί δεν φρόντισε να προστατεύσει την κληρονομιά του, δεν αντιλήφθηκε ότι δεν χρειάζεται να φωνάζεις για να σε ακούσουν.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Χερμάν Μπούργος: «Οργισμένο είδωλο» και το… «ηρεμιστικό» του Ντιέγκο Σιμεόνε
Χόρχε Πίνος, ένας από τους λίγους
Θόδωρος Κάντας: Εκπαιδεύοντας τερματοφύλακες
ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΕΡΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro