Τα τελευταία χρόνια της καριέρας μου στον Παναθηναϊκό, είχα πολλές προτάσεις να αγωνιστώ στο εξωτερικό.
Είχε κάνει μια πολύ σημαντική πρόταση το Αμβούργο, είχα φτάσει πολύ κοντά στη Σέλτικ, υπήρχαν προσεγγίσεις από πολλές ομάδες.
Γενικότερα είχα προτάσεις να ξενιτευτώ, αλλά δεν ήταν γραφτό να γίνει.
Μέχρι που ήρθε ένα φιλικό παιχνίδι το καλοκαίρι με τη Μπενφίκα και με είδε ο Αντόνιο Καμάτσο, ο τότε προπονητής της ομάδας.
Ο Καμάτσο έπαιζε κι εκείνος αριστερό μπακ, είχε τεράστια καριέρα και με τη Ρεάλ Μαδρίτης και με την Εθνική Ισπανίας και είχε σχηματίσει σαφή άποψη για μένα, γιατί με είχε παρακολουθήσει στα ευρωπαϊκά μου παιχνίδια με τον Παναθηναϊκό.
Όταν ενημερώθηκα ότι με ζήτησε η Μπενφίκα, κολακεύτηκα.
Το συμβόλαιό μου τελείωνε, εκτός των άλλων τυγχάνει να μου αρέσει πάρα πολύ το ιβηρικό ποδόσφαιρο και γνώριζα τον Καμάτσο, καθότι υποστήριζα και την Ρεάλ.
Θέλοντας και μη, όλοι οι παραπάνω είναι παράγοντες που παίζουν ρόλο στο μυαλό και την ψυχοσύνθεση ενός ποδοσφαιριστή για τη λήψη μιας απόφασης που καθορίζει την καριέρα του.
Μετά και από ένα φιλικό των εθνικών ομάδων τον Νοέμβριο του 2003, το ενδιαφέρον έγινε πιο έντονο και άρχισα να το σκέπτομαι πολύ σοβαρά να φύγω στο εξωτερικό.
Περίπου τότε ξεκίνησα να ψάχνομαι και να διαβάζω για την Μπενφίκα και την ιστορία της. Γνώριζα ασφαλώς την ομάδα, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ το μέγεθός της και τη σημασία της για τη Λισαβόνα και το πορτογαλικό ποδόσφαιρο εν γένει.
Αναζήτησα και έμαθα πληροφορίες για την πόλη, την ιστορία της, τα μνημεία της, τις συνθήκες ζωής στην Πορτογαλία.
Ένιωσα ότι είναι πολύ κοντά μας, αισθάνθηκα οικεία όταν είδα εικόνες, ήταν μια μεσογειακή χώρα, με καλό καιρό και παρόμοιο τρόπο ζωής. Θεωρώ ότι έχουμε πολλά κοινά με τους Πορτογάλους.
Μου είχαν κάνει εντύπωση και οι Πορτογάλοι δημοσιογράφοι που είχαν έρθει τότε να με δουν από κοντά στην Αθήνα. Ακόμα δεν είχε ωριμάσει μέσα μου ότι θα φύγω και ήταν απίστευτο ότι είχαν έρθει τρεις δημοσιογράφοι στην Αθήνα και είχαν στήσει καρτέρι έξω από το πατρικό μου σπίτι στον Άλιμο, περιμένοντας πότε θα τους μιλήσω. Τρεις άνθρωποι μέσα σε ένα αυτοκίνητο έξω απ’ το σπίτι και με έπαιρνε τηλέφωνο η μάνα μου, ότι είναι τρεις κύριοι που με ψάχνουν να μου μιλήσουν.
Ήταν τρεις ρεπόρτερ από τη Record, την O’ Jogo και την A Bola αν θυμάμαι καλά. Τρόμαξα, γιατί υπέθεσα ότι θα είναι το ίδιο πιεστικοί και μετά και μια τέτοια κατάσταση θα είναι αφόρητη.
Όπως αντιλήφθηκα αργότερα, οι Πορτογάλοι δημοσιογράφοι διαφέρουν αρκετά από τους δικούς μας. Δεν επιδιώκουν τηλεφωνική επικοινωνία, δεν προσπαθούν να εκμαιεύσουν ειδήσεις για το ρεπορτάζ.
«Ενοχλητικοί» γίνονται μόνο όταν πρόκειται για νέα μεταγραφή και κάποιον παίκτη που το κοινό δεν τον ξέρει και δεν έχει πληροφορίες για τη ζωή και το χαρακτήρα του. Όταν τελειώσει αυτό, τα πάντα γίνονται βάσει «πρωτοκόλλου». Η πρώτη επαφή όμως, ήταν μπορώ να πω εφιαλτική.
Παρά το γεγονός ότι είχα ανθρώπινες αμφιβολίες και για το άγνωστο και για τις συνθήκες που θα συναντήσω, το είχα αποφασίσει ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου στο εξωτερικό και να παίξω ποδόσφαιρο σε μια από τις πιο ιστορικές ομάδες της Ευρώπης.
Έφυγα έχοντας επίγνωση πού πάω και έχοντας την απαιτούμενη αυτοπεποίθηση να ανταπεξέλθω στην επόμενη πρόκληση της καριέρας μου.
Όταν έφτασα στη Λισαβόνα, με υποδέχθηκαν πολύ ζεστά, με πολύ ωραίο τρόπο. Όλοι οι άνθρωποι της ομάδας.
Οι συμπαίκτες μου, ο κόσμος, οι δημοσιογράφοι, με σέβονταν πάρα πολύ γιατί έφτασα στην Πορτογαλία με διαμορφωμένη καριέρα πίσω μου, με ήδη γνωστό όνομα από τον Παναθηναϊκό που είχε κάνει σπουδαίες πορείες στην Ευρώπη.
Με βοήθησε πάρα πολύ ο Φερνάντο Σάντος, ήταν δίπλα μου, αμέσως μου τηλεφώνησε και με καθησύχασε για όλα. Μου μίλησε για την πόλη, τον τρόπο ζωής, τα αξιοθέατα, τις προοπτικές. Ήταν προπονητής στη Σπόρτινγκ Λισαβόνας τότε και μπορεί στην πορεία της σεζόν να τον στεναχωρήσαμε, αλλά η βοήθεια και η στήριξή του υπήρξε πολύτιμη.
Σίγουρα έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι ήμουν σε ώριμη ποδοσφαιρική ηλικία, είχα παραστάσεις από πολύ μεγάλες διοργανώσεις με τον Παναθηναϊκό και την εμπειρία να ανταπεξέλθω και να προσαρμοστώ άμεσα στις απαιτήσεις ενός τόσο μεγάλου club.
Η Μπενφίκα τότε στη θέση μου είχε ένα παιδί Βραζιλιάνο, τον Κριστιάνο Ρόναλντ που είχε βγάλει το πρώτο μισό της σεζόν σαν αριστερός μπακ-χαφ. Μπήκα κατ’ ευθείαν στην ομάδα, στο ντεμπούτο μου με τη Λεϊρία είχα πάει πολύ καλά παρά το γεγονός ότι το παιχνίδι τελείωσε ισόπαλο 3-3.
Όλα είχαν ξεκινήσει ιδανικά, δεν είχα κανένα παράπονο και αισθανόμουν υπέροχα τον πρώτο καιρό. Με εμπιστευόταν ο προπονητής, έκανα καλές εμφανίσεις, η ομάδα κέρδιζε και ο κόσμος με είχε αγκαλιάσει.
Τον Ιανουάριο είχα έναν τραυματισμό στην ωμοπλάτη που ακόμα και τώρα με ταλαιπωρεί και είχα μείνει εκτός για δυο βδομάδες. Μετρούσα ανάποδα τις μέρες για να επιστρέψω, ήθελα πάρα πολύ να συνεχίσω στα στάνταρ του πολύ καλού πρώτου διαστήματος.
Παίζαμε στο Γκιμαράες με τη Βιτόρια, ήταν τέλη Ιανουαρίου και ήμουν στον πάγκο όταν συνέβη το γεγονός που μας συγκλόνισε και επηρέασε ολόκληρη την ομάδα. Ο Μίκλος ήταν εξαιρετικό παιδί, ένας παλίκαρος δυο μέτρα, ευχάριστος στην παρέα και πολύ καλός παίκτης. Ένας υπέροχος άνθρωπος στα μάτια μου, παρά το γεγονός ότι τον γνώριζα λίγο καιρό.
Το ματς ήταν κλειστό, ένα κατ’ εξοχήν δύσκολο εκτός έδρας μας και όλοι είχαμε ένταση. Ο Φέχερ είχε δεχτεί κίτρινη κάρτα και έμοιαζε αρκετά εκνευρισμένος. Σε κάποια φάση τον είδαμε να γονατίζει και να πέφτει στο έδαφος. Έτσι έφυγε, σε μια στιγμή.
Συντάραξε όλη την ομάδα, όλη τη χώρα ο χαμός του. Κανείς δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί τέτοιες στιγμές.
Υπήρχε τρομερός θρήνος στην ομάδα, σταμάτησαν τα παιχνίδια, είχαμε ταξιδέψει στην Ουγγαρία για την κηδεία, ειλικρινά ήταν σοκαριστικό όλο εκείνο το διάστημα.
Νομίζω ότι παραμένει μια από τις συκλονιστικότερες ιστορίες στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Έχουν περάσει τόσα χρόνια και είναι αδύνατο να ξεχαστεί.
Αποφασίσαμε τον τίτλο που διεκδικούσαμε να τον αφιερώσουμε στη μνήμη του 24χρονου συμπαίκτη μας που χάθηκε.
Εν τω μεταξύ, είχα επιστρέψει από τον τραυματισμό μου, είχα αφοσιωθεί στη δουλειά μου και έπαιζα κανονικά βασικός πραγματοποιώντας πολύ καλές εμφανίσεις. Είχα προσαρμοστεί πλήρως πια, είχαμε γνωρίσει και λίγο την πόλη με τη γυναίκα μου, είχαμε εγκλιματιστεί, περνούσαμε υπέροχα.
Μέναμε σε μια καταπληκτική περιοχή λίγο πιο έξω από την πόλη, στο Κασκαΐς, κοντά στην παραλία του Εστορίλ. Η περιοχή παλαιότερα ήταν βασιλική κατοικία, σιγά σιγά αναπτύχθηκε και πλέον έχει γίνει τουριστικό θέρετρο με πανέμορφο ιστορικό κέντρο που είναι γεμάτο αρχιτεκτονικούς θησαυρούς.
Μας είχε βοηθήσει πάρα πολύ και ένας φίλος, ο Νίκος, από την ελληνική Πρεσβεία στη Λισαβόνα, πήραμε στο σπίτι μια δασκάλα και μας έκανε μαθήματα για τη γλώσσα, είχαμε γνωρίσει γωνιές της πόλης, περπατήσαμε τη Baixa στο ιστορικό κέντρο, είδαμε το Castelo San Jorge, τους καθεδρικούς ναούς, τα περισσότερα μνημεία. Είδαμε αξιοθέατα, ταξιδέψαμε και επισκεφτήκαμε όσα μέρη ήταν εφικτό και λόγω των υποχρεώσεών μου με την ομάδα.
Ακόμα φέρνω στο νου ένα ταξίδι λίγο έξω από τη Λισαβόνα, στη Sintra και τη μαγεία του τοπίου. Το παλάτι που αποτελεί μια εξαίσια αποτύπωση του πορτογαλικού πολιτισμού, μετά το Cabo da Roca, το δυτικότερο σημείο της Ευρώπης, τα εντυπωσιακά πάρκα, τις πανέμορφες γέφυρες.
Το καταπληκτικό Óbidos, μια παραμυθένια πόλη στην κορυφή ενός λόφου, στην καρδιά ενός κάστρου που παραπέμπει στο μεσαίωνα, με πλίνθινα λευκά σπιτάκια και πλακόστρωτα μονοπάτια.
Είχα την τύχη να πάω στη Λισαβόνα την εποχή που ο τόπος αναπτυσσόταν, βελτιωνόταν το εθνικό δίκτυο, γίνονταν έργα, τα οποία σε συνδυασμό με την πλούσια ιστορία της πόλης, την έκαναν ακόμα πιο ελκυστική.
Και μετά το τέλος της καριέρας μου έχω επισκεφτεί αρκετές φορές την πόλη, αλλά σε εκείνα τα μέρη θέλω να ξαναπάω για να τα δουν και οι κόρες μου, να αισθανθούν όπως κι εγώ με τη μητέρα τους τότε.
Ήμουν ευτυχισμένος, η ζωή ήταν πανέμορφη, το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να προπονούμαι σωστά και να αποδίδω στους αγώνες.
Ερχόταν και το Euro το καλοκαίρι και υπήρχε έξτρα κίνητρο για μένα να είμαι καλός και συνεπέστατος στις υποχρεώσεις μου.
Είχε γίνει και η κλήρωση που μας είχε φέρει στον ίδιο όμιλο με την Πορτογαλία και ανταλλάσσαμε πειράγματα με τους συμπαίκτες μου για το ποιος θα νικήσει στην πρεμιέρα. Είχαμε βάλει κι ένα στοίχημα τότε, ο ηττημένος να δώσει τη φανέλα του στο νικητή. Όπως καταλαβαίνετε, εγώ μάζεψα όλες τις φανέλες…
Προετοιμαζόμουν λοιπόν και για το Euro και για τις υποχρεώσεις της ομάδας, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού μου τη διεκδίκηση της δεύτερης θέσης για την έξοδο στο Τσάμπιονς Λιγκ που θα έδινε τεράστια οικονομική ανάσα στην ομάδα.
Αντίπαλός μας στην κούρσα αυτή ήταν η Σπόρτινγκ του Φερνάντο.
Όταν είχα πρωτοφτάσει στην Πορτογαλία, ρώτησα αμέσως ποιο είναι το μεγάλο ντέρμπι της σεζόν και όλοι μου είχαν απαντήσει μεμιάς «τα ματς με τη Σπόρτινγκ».
Και οι δυο ομάδες της Λισαβόνας, τα γήπεδά τους πολύ κοντά, πολύ έντονο το τοπικό στοιχείο. Αυτό είναι το δικό τους “clasico“, το Μπενφίκα – Σπόρτινγκ. Τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει περισσότερη σημασία το Μπενφίκα – Πόρτο, εκείνα τα χρόνια όμως το πραγματικό ντέρμπι ήταν αυτό ανάμεσα στις δυο μεγάλες ομάδες της πρωτεύουσας.
Τρομερή ατμόσφαιρα, χωρίς κενές θέσεις στις εξέδρες, με οπαδούς και των δυο ομάδων απέναντι, σε γεμάτα γήπεδα. Ένα υπέροχο συναίσθημα που δυστυχώς στην Ελλάδα έχουμε ξεχάσει πώς είναι.
Εκείνο το ντέρμπι το βίωνα όπως τα ντέρμπι Παναθηναϊκού-Ολυμπιακού. Ίδια πίεση, ίδια συγκέντρωση, ίδια προσήλωση. Στη Λισαβόνα όμως διαπίστωσα ότι δεν υπάρχει αυτή η λογική που κάποτε πήγε να περάσει στη χώρα μας, ότι «όταν ο αντίπαλος παίζει ευρωπαϊκό παιχνίδι, πρέπει όλοι να τον υποστηρίζουμε επειδή εκπροσωπεί τη χώρα». Δεν υπάρχει αυτό.
Παρακαλούσαν να χάσει ο αντίπαλος στην Ευρώπη, δεν υπήρχε κανένα «ενοχικό» σύνδρομο ή οτιδήποτε. Αντιπαλότητα, ίντριγκα και ένταση. Σε απόλυτα αθλητικό και ποδοσφαιρικό πλαίσιο όμως. Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά.
ΤΑΚΗΣ ΦΥΣΣΑΣ: Γι'αυτό έφυγα από την Μπενφίκα (VIDEO)
Χάρηκα πολύ που ξεπεράσαμε τελικά τη Σπόρτινγκ και βγήκε η ομάδα δεύτερη, αλλά μέχρι εκεί. Άλλωστε υπήρχε μπροστά μας και η πρόκληση του τελικού του κυπέλλου, το Taça de Portugal όπως το λένε.
Εκείνη τη σεζόν ήταν η μόνη ευκαιρία μας για έναν τίτλο, απέναντι μάλιστα στην Πόρτο του Ζοσέ Μουρίνιο.
Τον ήξερα ήδη τον Μουρίνιο και από τα παιχνίδια στο κύπελλο UEFA με τον Παναθηναϊκό, ήταν ο πρώτος προπονητής στη ζωή μου που άκουσα να δίνει εντολή να μείνουν τέσσερις παίκτες στο κέντρο του γηπέδου για αντεπίθεση σε κόρνερ αντιπάλου. Πολύ τακτικός προπονητής, πολύ ιδιαίτερος.
Στην Πορτογαλία που τον έζησα περισσότερο μου έκανε τεράστια εντύπωση ακόμα και ο τρόπος που στεκόταν μπροστά στον πάγκο. Οι εκφράσεις, οι αντιδράσεις του, οι συσπάσεις του προσώπου του. Και ασφαλώς η παρουσία του στην τεχνική ηγεσία της Πόρτο.
Είχε κάνει καταπληκτική δουλειά στην Πόρτο και το γεγονός ότι την είχε οδηγήσει σε μεγάλες επιτυχίες, ήταν έξτρα κίνητρο για μας.
Όλοι οι benficistas περίμεναν εκείνο το κύπελλο. Η ομάδα είχε 8 χρόνια να κατακτήσει το τρόπαιο και άλλα 10 το πρωτάθλημα και ήταν πάρα πολλά για το μέγεθός της. Υπήρχε η δίψα, αλλά και ένα είδος αόρατης υποχρέωσης να το πάρουμε. Η Πόρτο μια βδομάδα αργότερα θα έπαιζε στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, είχε ήδη κατακτήσει το πρωτάθλημα και όλοι τη θεωρούσαν φαβορί.
Το ματς έγινε μεσημέρι στο Nacional, το εθνικό στάδιο στο Oeiras, ένα πανέμορφο προάστιο της Λισαβόνας. Μου είχε κάνει εντύπωση που ενώ είχαν ανακαινιστεί και χτιστεί τόσο όμορφα γήπεδα για το Euro, θα παίζαμε τον τελικό εκεί.
Μου εξήγησαν ότι από το 1946 εκεί γινόντουσαν οι τελικοί, ήταν ένα είδος ιεροτελεστίας και παράδοσης για το πορτογαλικό ποδόσφαιρο.
Το στάδιο είναι μέσα στο δάσος, επιβλητικό και αναβλύζει vintage ποδόσφαιρο. Σε συνδυασμό με τη διεξαγωγή του τελικού νωρίς το μεσημέρι, ήταν ένα τρομερό συναίσθημα να παίζεις εκεί. Το παιχνίδι το θυμάμαι πάρα πολύ καλά. Λόγω του εγκλεισμού την περίοδο του κορονοϊού, κάθισα και είδα πολλά παιχνίδια στο σπίτι και φυσικά είδα και τον τελικό εναντίον της Πόρτο.
Η ομάδα ήταν καταπληκτική στο πρώτο ημίχρονο, πίεζε αφόρητα την Πόρτο, είχε δοκάρι, χαμένα τετ α τετ, ήταν σαφώς ανώτερη.
Δέχθηκε το γκολ εντελώς κόντρα στη ροή του αγώνα στο τέλος του ημιχρόνου. Ήταν ένα σουτ από πολύ μακριά του Ντέκο, η μπάλα αναπήδησε και δεν την έλεγξε ο Μορέιρα και ο Ντερλέι απλώς την έσπρωξε στα δίχτυα.
Πήγαμε στα αποδυτήρια με την απογοήτευση του εις βάρος μας σκορ και έπρεπε να διαχειριστούμε και την ψυχολογική πίεση και το σοκ ενός αναπάντεχου γκολ στο τέλος του ημιχρόνου. Με βάση την εικόνα του ματς ήταν ένα άδικο σκορ και ο ποδοσφαιριστής αντιδρά ποικιλλοτρόπως σε τέτοιες καταστάσεις.
Εμείς όμως διοχετεύσαμε όλη την ενέργεια στο πάθος και στο δεύτερο ημίχρονο ήμασταν πιο αποφασισμένοι. Στην αριστερή πλευρά είχα μπροστά μου τον Σιμάο, έναν καταπληκτικό ποδοσφαιριστή που εκτιμώ ότι ήταν ο καλύτερος ξένος συμπαίκτης που είχα μαζί με τον Γιόνας Κόλκα στον Παναθηναϊκό.
Βγήκαμε απόλυτα συγκεντρωμένοι και γνωρίζαμε ότι έπρεπε να σκοράρουμε για να φέρουμε το παιχνίδι ξανά στα μέτρα μας. Και είναι υπέροχο για μένα που ήμουν το σήμα κατατεθέν της αντεπίθεσης.
Δεν είχε συμπληρωθεί μια ώρα αγώνα και κάνω το ένα-δυο με τον Σιμάο από αριστερά. Περνάω τρεις αντιπάλους και μπαίνω στην περιοχή έχοντας εξουδετερώσει και τον τερματοφύλακα.
Θα ήταν ένα γκολ για highlights αθλητικής εκπομπής αν δεν είχε κάνει το πρώτο τάκλιν ο Νούνο Βαλέντε. Ευτυχώς βέβαια στην επαναφορά ήμουν έτοιμος και με το εξωτερικό την έστειλα να τινάξει τα δίχτυα.
Τρομερό συναίσθημα, αδρεναλίνη στα ύψη. Δεν πήγα στον κόσμο που πανηγύριζε, αμέσως έτρεξα προς τα πίσω για να ξεκινήσει όσο το δυνατόν πιο σύντομα το παιχνίδι, να βάλουμε και το δεύτερο γκολ και να πάρουμε το κύπελλο.
Θεωρώ αυτό το γκολ που πέτυχα στον τελικό το πιο σημαντικό και ένα από τα πιο όμορφα στην καριέρα μου. Η σημασία ενός γκολ σε τελικό δεν συγκρίνεται με τα υπόλοιπα.
Ισοφαρίσαμε εκμεταλλευόμενοι την υπεροχή μας και πήγαμε το ματς στην παράταση όπου πλέον απέμενε να σκοράρουμε και να κατακτήσουμε το τρόπαιο.
Είχε κάνει ένα λάθος ο Ζόρζε Κόστα και είχε αποβληθεί δικαίως νωρίτερα, οπότε απέμενε να μετουσιώσουμε την υπεροχή μας.
Το καταφέραμε με το γκολ του Σιμάο και η ομάδα κατέκτησε τον πολυπόθητο τίτλο.
Ήταν τεράστια υπόθεση για την ομάδα και για εμένα προσωπικά, καθότι ανακηρύχθηκα MVP εκείνου του τελικού. Τον αφιερώσαμε στο Φέχερ που χάθηκε, το θεωρήσαμε εφαλτήριο για την επόμενη σεζόν.
Ήταν υπέροχα και τα επινίκια στο Da Lùz, ο τρόπος που μας αγκάλιασε ο κόσμος, το συναίσθημα να κατακτώ έναν τίτλο σε ξένη χώρα.
Επισκεφθήκαμε και τον Πρόεδρο της Πορτογαλίας στο Προεδρικό Μέγαρο, είδα από κοντά το Palácio de Belém, ήταν εξαιρετική εμπειρία.
Εκτιμώ ότι εκείνος ο τίτλος σήμανε μια νέα εποχή για την Μπενφίκα. Δεν τελούσε ακριβώς σε κρίση η ομάδα, αλλά οι διοικούντες το σύλλογο είχαν τονίσει την αναγκαιότητα εγγραφής μελών, είχε τεθεί μάλιστα και ένα είδος «πλαφόν» 100 χιλιάδων μελών για να προχωρήσει μπροστά ο σύλλογος και να μπει σε τροχιά ανάπτυξης.
Γενικότερα μετά το 2004, ολόκληρος ο «οργανισμός Μπενφίκα» γιγαντώθηκε και είμαι πολύ υπερήφανος που συμμετείχα στην αναγέννηση αυτού του τεράστιου συλλόγου.
Όταν πήγα εγώ στην ομάδα, ήταν τα πρώτα χρόνια του Βιέρα, δεν ήταν ακόμα τόσο παρεμβατικός και δεν είχε προλάβει να αλλάξει πολλά πράγματα.
Το κύπελλο το 2004 και το πρωτάθλημα το 2005 ήταν ουσιαστικά η αλλαγή σελίδας για το σύλλογο. Ξαναήρθε η Μπενφίκα στο προσκήνιο, απέκτησε τη δυναμική της και είναι πλέον το τεράστιο club που είναι σήμερα.
Κατακτά συνεχή πρωταθλήματα, προχωρά στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, παράγει ποδοσφαιριστές, έχει γίνει ένα παγκοσμίως αναγνωρισμένο brand.
Όταν ολοκληρώθηκε η σεζόν και έζησα το πιο τρελό καλοκαίρι της ζωής μου με την κατάκτηση του Euro με την εθνική Ελλάδας, ήμουν βέβαιος ότι θα κατακτούσα πολλούς τίτλους ακόμα με τους «Αετούς» της Λισαβόνας.
Η ομάδα βρισκόταν ενώπιον της αναγκαστικής αλλαγής φιλοσοφίας, αφού η Ρεάλ είχε κάνει πρόταση στον προπονητή μας, στον Χοσέ Αντόνιο Καμάτσο και επί της ουσίας έπρεπε να δημιουργηθεί ένα καινούριο αγωνιστικό πλαίσιο γύρω από έναν καινούριο προπονητή.
Ο Καμάτσο για μένα θα είναι πάντα ο προπονητής που με πίστεψε και μου έδωσε την ευκαιρία να αγωνιστώ στο εξωτερικό και μάλιστα πριν γίνω πρωταθλητής Ευρώπης. Μετά και τη συνεργασία μας στην Μπενφίκα, τον εκτίμησα ακόμα περισσότερο ως προπονητή και κυρίως ως άνθρωπο.
Η διοίκηση για να τον αντικαταστήσει, κατέληξε σε ένα τεράστιο όνομα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, στον Τζιοβάνι Τραπατόνι. Δεν τον γνώρισα αμέσως γιατί έλειπα από την «πρώτη» της ομάδας για να ξεκουραστώ μετά την κατάκτηση του Euro και να κάνω ολιγοήμερες διακοπές, νεόνυμφος τότε με τη γυναίκα μου, την Χριστίνα.
Στις 5 Ιουλίου έκανε την πρώτη συγκέντρωση η Μπενφίκα και εγώ 4 Ιουλίου είχα παίξει στον τελικό του Euro. Επομένως ήταν λογικό κι εγώ και οι Πορτογάλοι διεθνείς της ομάδας, να πάρουμε κάποιες μέρες ακόμα.
Για μένα ο Τραπατόνι ήταν τεράστιο όνομα. Μεγάλωσα με το όνομά του ανάμεσα στα κορυφαία όλων των εποχών και δεν ήξερα ακριβώς τι να περιμένω. Με είχε πάρει τηλέφωνο πριν ενσωματωθώ στην προετοιμασία, με αποθέωσε, «πρωταθλητή μου», «παικταρά» και τέτοια. Όταν επέστρεψα η υποδοχή ήταν αποθεωτική, είχαμε κάνει το θαύμα με την εθνική και γύρω μου μόνο καλά λόγια και χαμόγελα αναγνώρισης.
Η σεζόν ξεκίνησε κανονικά, αλλά μετά από ένα διάστημα κατάλαβα ότι δεν υπήρχε feeling με τον Τραπατόνι.
Ένας ποδοσφαιριστής, ειδικά αν είναι έμπειρος, μπορεί εύκολα να ξεχωρίσει πότε ένας προπονητής τον γουστάρει.
Συνέβη και σε μένα κάποιες φορές στην καριέρα μου, το αποδεχόμουν, προσπαθούσα να κοιτάξω μπροστά και να καταφέρω ό,τι περισσότερο μπορούσα με τα μέσα που είχα στη διάθεσή μου. Άλλωστε και οι παίκτες κάνουν λάθη και είναι κεφαλαιώδους σημασίας να τα αναγνωρίζουν. Το ίδιο όμως και οι προπονητές.
Οι προπονητές είναι κι εκείνοι άνθρωποι και κάνουν τις επιλογές τους. Είναι πολύ σημαντικό σε έναν φτασμένο ποδοσφαιριστή, ο προπονητής να είναι ειλικρινής και να του μιλήσει στα ίσια.
Ο παίκτης πρέπει να ξέρει αν εκτιμάται η ποδοσφαιρική του ποιότητα, αν υπολογίζεται, αν είναι χρήσιμος ή όχι. Εγώ δεν το έζησα αυτό με τον Τραπατόνι.
Απεναντίας, με υποδέχτηκε μετά βαΐων και κλάδων, μου είπε ότι είμαι ο νούμερο ένα, ο πρωταθλητής Ευρώπης που έχει τη φανέλα στο σπίτι του και σχεδόν με εξέπληξε με τα λόγια του.
Πολλές φορές απορούσα πώς είναι δυνατόν ο τεράστιος Τζιοβάνι Τραπατόνι που είχε συνεργαστεί με «τέρατα» ποδοσφαιριστές, να μιλάει με τέτοιον τρόπο, να υπερβάλει τόσο πολύ μαζί μου. Το συναίσθημα και η αντίληψή μου ήταν πως όλη αυτή η συμπεριφορά δεν είναι αληθινή. Και κάπου μέσα μου τον απομυθοποίησα πολύ γρήγορα.
Ήξερα ότι πλέον οι απαιτήσεις ήταν ακόμα υψηλότερες, γιατί ήμουν ο «πρωταθλητής Ευρώπης Φύσσας», είχα κατανοήσει ότι λόγω της καθυστερημένης ενσωμάτωσής μου έπρεπε να δουλέψω περισσότερο για να καλύψω το χαμένο χρόνο, αλλά εκείνο που με ενόχλησε περισσότερο ήταν η έλλειψη ειλικρίνειας.
Θα μπορούσε να μου πει εξ αρχής ότι είχε στο μυαλό του να μοιράζομαι τη θέση με τον Ντος Σάντος, έναν αριστερό μπακ που είχε φέρει από την Μαρσέιγ.
Κι αν ο συμπαίκτης μου ήταν νεότερος και έπρεπε να πάρει παιχνίδια, από μόνος μου θα έκανα στην άκρη και θα βοηθούσα κι εγώ με τον τρόπο μου να παίξει περισσότερο και να «ψηθεί».
Δεν είναι λόγια του αέρα, το έκανα στο δεύτερο χρόνο μου στη Χαρτς που πήγα εγώ στον προπονητή και του πρότεινα να πάρει παιχνίδια ο πιτσιρικάς που ήταν πίσω μου.
Ο Ντος Σάντος όμως ήταν 30 ετών, φτασμένος παίκτης και η λογική του Τραπατόνι ήταν με κάποιον μαγικό τρόπο να μοιράζεται ο χρόνος μεταξύ μας. Οι θέσεις στο ποδόσφαιρο είναι συγκεκριμένες και ο αριστερός μπακ εκείνη την εποχή, με εξαίρεση ιερά τέρατα όπως ο Ρομπέρτο Κάρλος, δεν είχε την επιδραστικότητα του σήμερα στο παιχνίδι.
Το είχα πει αυτό στον Τραπατόνι, εξέφρασα ανοιχτά την αντίρρησή μου στη διαχείριση που έκανε και σε εμένα και στο συμπαίκτη μου. Κανείς από τους δυο δεν μπορούσε να βρει ρυθμό παίζοντας δυο ματς και μένοντας για τα δυο επόμενα εκτός ενδεκάδας. Ήταν παράλογο αυτό που συνέβαινε, γιατί δεν βοηθούσε κανέναν από τους δυο μας και κατά συνέπεια ούτε την ομάδα.
Γυρίζοντας το χρόνο πίσω, πιστεύω ότι έφταιξα κι εγώ με τη διαχείριση που έκανα. Δεν ευθύνεται ποτέ ο ένας στη διαρραγή μιας σχέσης.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό όμως, ότι τότε πλέαμε όλοι σε πελάγη ευτυχίας, ζήσαμε κάτι ανεπανάληπτο και εντελώς υπερβολικό για Έλληνα ποδοσφαιριστή. Ήταν εντελώς ειδικές οι συνθήκες. Ίσως λοιπόν να έφταιξα κι εγώ που δεν κατόρθωσα να πείσω τον προπονητή για τις ποδοσφαιρικές μου ικανότητες.
Γιατί στο κομμάτι του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς μου, θεωρώ ότι ήμουν πάντοτε ταπεινός, ειλικρινής και άψογος επαγγελματίας.
Η ομάδα άλλωστε πήγαινε πολύ καλά στο πρωτάθλημα, το κατακτήσαμε δίνοντας τεράστια χαρά στον κόσμο και μάλιστα εξαιτίας συγκυριών δεν κάναμε και το νταμπλ.
Ήταν ο δεύτερος τελικός μου με την Μπενφίκα. Παίζαμε κόντρα στη Σετούμπαλ, στο ίδιο γήπεδο που είχα κάνει το καταπληκτικό παιχνίδι και ανακηρύχθηκα MVP του αγώνα.
Κι όμως, στο ίδιο γήπεδο που αποθεώθηκα και ξεκίνησε το όμορφο ταξίδι της Λισαβόνας, ήρθε και η ολοκληρωτική ρήξη με τον Τραπατόνι.
Με είχε ξεκινήσει στον τελικό, είχαμε προηγηθεί νωρίς με πέναλτι του Σιμάο, αλλά μας είχαν ισοφαρίσει πριν το μισάωρο. Με το που ξεκινάει το δεύτερο ημίχρονο με αλλάζει. Με τον Ντος Σάντος. Μια αλλαγή χωρίς λογική, χωρίς νόημα, αφού δεν άλλαζε το παραμικρό στη στρατηγική και στη διάταξη της ομάδας.
Εγώ θεωρούσα ότι έπρεπε να μπει ένας ποδοσφαιριστής με επιθετικές αρετές, να βοηθήσει την ομάδα μπροστά, να τη «σπρώξει». Ο Ντος Σάντος είχε τα ίδια χαρακτηριστικά με εμένα και δεν είχα κουραστεί για να αντικατασταθώ.
Ήταν μια αλλαγή απλά για να γίνει. Έτσι θεώρησα εγώ. Δεν έκρυψα τη δυσαρέσκειά μου, την έδειξα βγαίνοντας, έγινε αντιληπτή και από τους ανθρώπους της ομάδας στον πάγκο και σε μέρος του κόσμου.
Δεν θέλω να πω «δικαιώθηκα», γιατί η ομάδα έχασε ένα νταμπλ. Δεν μ’ αρέσει ούτως ή άλλως καθόλου η έκφραση αυτή. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, η ομάδα δεν απείλησε ποτέ, δεν κατόρθωσε να επιτεθεί, να φτιάξει φάσεις και να πάρει το κύπελλο.
Χάσαμε τελικά 2-1, εκτιμώ ότι με διαφορετική διαχείριση θα μπορούσαμε να ανατρέψουμε την κατάσταση. Δεν έγινε, η ιστορία έγραψε. Και για μένα προσωπικά έγραψε ότι δεν έπρεπε να αντιδράσω έτσι.
Εκ των υστέρων φρονώ ότι ήταν το μεγαλύτερο λάθος που έκανα φορώντας τη φανέλα της Μπενφίκα, γιατί μου στέρησε την τελευταία χρονιά του συμβολαίου μου. Η συμπεριφορά μου δεν ήταν σωστή. Ο τεχνικός διευθυντής ήταν εκεί, αντιλήφθηκε τι συνέβη, δεν με είχε ξαναδεί να αντιδρώ με τέτοιον τρόπο και ουσιαστικά εκείνο το απόγευμα αποφασίστηκε να αποχωρήσω από την ομάδα. Σε καμία περίπτωση δεν ήθελα και δεν έπρεπε να τελειώσω έτσι από την Μπενφίκα. Είναι το μεγάλο μου παράπονο.
Η διοίκηση τότε είχε τις διαβεβαιώσεις του Τραπατόνι ότι θα παραμείνει. Έφυγε για διακοπές λέγοντας ότι θα παραμείνει στην τεχνική ηγεσία και μετά από ένα μήνα άλλαξε άποψη και αποχώρησε γιατί είχε κλείσει στη Στουτγκάρδη.
Ίσως κι αυτό να είναι ένα δείγμα της ανακολουθίας των λόγων του και μια εύγλωττη περιγραφή της συμπεριφοράς που προσπαθούσα να εξηγήσω νωρίτερα.
Η διοίκηση με ενημέρωσε να βρω ομάδα, ενώ στο μεταξύ είχε προσλάβει τον Ρόναλντ Κούμαν. Ο Ολλανδός ήταν πολύ σωστός απέναντί μου, παρά το γεγονός ότι γνώριζε πως αναζητώ τον επόμενο σταθμό της καριέρας μου, είχε δώσει εντολή να προπονούμαι κανονικά με την ομάδα για να είμαι σε καλή κατάσταση και να μην μείνω πίσω.
Όσο προπονούμουν, ο μάνατζέρ μου αναζητούσε μια λύση κατάλληλη για τη συνέχεια της καριέρας μου. Για τα χρήματα του τρίτου χρόνου του συμβολαίου μου, ούτε λόγος.
Εκείνη την εποχή οι υπό αποχώρηση ποδοσφαιριστές δεν διεκδικούσαν ποτέ όλα τα χρήματα του συμβολαίου τους. Αφ’ ενός δεν υφίστατο τέτοιο νομικό πλαίσιο, αφ’ ετέρου λόγω χαρακτήρα δεν θα το έκανα ποτέ αυτό στους ανθρώπους της Μπενφίκα.
Η πρόθεσή μου ήταν να εξαντλήσω το συμβόλαιό μου και να ανανεώσω με την ομάδα. Και οι οιωνοί αυτό έδειχναν.
Πάντοτε όμως στη ζωή και ειδικά στο ποδόσφαιρο, οι λεπτομέρειες και τα γεγονότα της μιας στιγμής καθορίζουν καριέρες.
Βρέθηκε η Χαρτς, στα 32 μου ήταν μια ενδεδειγμένη επιλογή, υπήρχε ανταγωνισμός -όχι στο επίπεδο του πορτογαλικού πρωταθλήματος- αλλά και εκεί οι συνθήκες ήταν οι ιδανικές και για μένα και για την οικογένειά μου.
Δεν είμαι άνθρωπος που επιμένει και δεν μετανιώνει για τα λάθη στη ζωή του. Πάντα ήμουν δυναμικός, μιλούσα ευθέως και ήξερα τη θέση μου στην ιεραρχία κάθε ομάδας και κάθε οργανισμού.
Δεν έπρεπε να τελειώσω έτσι από την Μπενφίκα, ασχέτως εάν μετά στο Εδιμβούργο η επιλογή αποδείχτηκε απόλυτα επιτυχημένη.
Μετανιώνω που δεν πρόλαβα για λίγο να παίξω συμπαίκτης με τον Καραγκούνη, που στέρησα από τον εαυτό μου αυτή τη χαρά. Θα ήταν τρομερό το συναίσθημα να παίζω ποδόσφαιρο στο εξωτερικό συμπαίκτης με έναν Έλληνα, πόσω μάλλον με τον «Κάρα» που είχαμε συνεργαστεί άψογα και στην εθνική ομάδα και στον Παναθηναϊκό.
Πρόλαβα ευτυχώς να παίξω έστω σαν αντίπαλος με τον καλό μου φίλο, τον Γιούρκα, για μένα τον καλύτερο δεξιό μπακ που έχω δει ποτέ και έναν σπάνιο άνθρωπο που θα είναι πάντα μέσα στη ζωή μου.
Ήταν καταπληκτικό ότι εκείνη τη χρονιά οι δυο κορυφαίες ομάδες της Πορτογαλίας είχαν βασικούς μπακ δυο Έλληνες διεθνείς ποδοσφαιριστές. Στα μεταξύ μας ντέρμπι γινόταν πανικός, ακόμα θυμόμαστε περιστατικά με τον Γιούρκα και γελάμε.
Θεωρώ ότι με την παρουσία μας, ανοίξαμε το δίαυλο μεταξύ ελληνικού και πορτογαλικού ποδοσφαίρου.
Είχε αγωνιστεί παλαιότερα ο Μαχαιρίδης στη Μπενφίκα, αλλά μετά από εμένα ήρθε ο Καραγκούνης, ο Κατσουράνης, σπουδαίοι ποδοσφαιριστές που τίμησαν τη φανέλα της Μπενφίκα και το ελληνικό ποδόσφαιρο.
Είναι πολύ τιμητικό για μένα που εξακολουθούν να επικοινωνούν μαζί μου άνθρωποι από τη Λισαβόνα, που η αγκαλιά ενός συλλόγου του μεγέθους της Μπενφίκα είναι πάντα ανοικτή.
Στην καριέρα και στη ζωή ενός ποδοσφαιριστή και ενός ανθρώπου, αξία προσδίδουν εκτός απ’ όσα πέτυχε κι όσα έζησε.
Ακόμα και τα άγνωστα και τα αθέατα.
Μόνο τότε κάποια μέρα, κοιτάζοντας πίσω, τα χρόνια θα του φαίνονται πιο ωραία.
Επιμέλεια κειμένου: Zastro