Η προπονητική για μένα, δεν ήταν απλά ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου. Ήταν η μεγάλη μου αγάπη. Πίστευα, όμως, και εξακολουθώ να πιστεύω, ότι για να ακολουθήσεις την προπονητική πρέπει να είσαι αξιοπρεπής κι ελεύθερος.
Αυτή την αξιοπρέπεια, την ελευθερία και τη δυνατότητα να μπορείς ανά πάσα στιγμή να παίρνεις το «καπελάκι» σου και να φεύγεις, στη δίνει μόνον η οικονομική σου ανεξαρτησία!
Όταν εξαρτάσαι από έναν μισθό, δύσκολα θα κάνεις αυτό που πραγματικά θέλεις.
Υποχρεωτικά, θα κάνεις συμβιβασμούς…
Εγώ είχα την ελευθερία και την υπερηφάνεια, που την περνούσα και στους άλλους, χάρη στην επαγγελματική ιδιότητα που διατηρώ μέχρι σήμερα.
Η ιστορία ξεκινάει το 1969. Τότε, που η οικογένειά μου δημιούργησε στα βόρεια προάστια μια Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωμένων Ατόμων.
Είναι η περίοδος της Χούντας. Δύσκολη εποχή, κι εγώ το 1971 δίνω εξετάσεις για να μπω στην Ιατρική Αθηνών. Τα μόρια δεν έφτασαν για την είσοδό μου στην Σχολή, όμως, η μητέρα μου με πιέζει πάρα πολύ! Ήθελε γιο γιατρό! Πρέπει πάση θυσία να γίνω γιατρός!
Έφυγα, λοιπόν, για την Ιταλία. Έδωσα εξετάσεις και πέρασα στην Ιατρική στο Πανεπιστήμιο στην Παβία, κοντά στο Μιλάνο.
Όταν λιποθύμησα, μόλις αντίκρισα το αίμα για πρώτη φορά, τότε κατάλαβα τί «πίεση» τραβούσα.
Έφτασα στην Ιταλία με πολύ μακριά μαλλιά, αμπέχονα και τα φοιτητικά κόμματα της χώρας να με τραβούν από το… μανίκι. Με τρόμαξε αυτή η κατάσταση! Από τον απόλυτο φόβο της ελληνικής πραγματικότητας, ήμουν κάπου όπου υπήρχαν τρεις οργανώσεις: το ΠΑΜ το ΠΑΚ και η Lega (Λέγκα), οι οποίες έδιναν αντισταθμιστικά οφέλη προκειμένου να ενταχθείς σ΄αυτές.
Την ίδια στιγμή επειδή η «παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος», εκείνο το 500άρικο δηλαδή που υπήρχε μέσα στον φάκελο μαζί με τα γράμματα που έστελνε η οικογένειά μου από την Ελλάδα, δεν έφτανε, άρχισα να παίζω βόλεϊ με την ομάδα της Πυροσβεστικής για να έχω κάποια έξτρα χρήματα.
Ώσπου το 1972, στην Ελλάδα, ο εφοπλιστής Νίκος Γουλανδρής, τότε πρόεδρος της ομάδας ποδοσφαίρου του Ολυμπιακού, αποφάσισε να ασχοληθεί με τον Ερασιτέχνη και να ενισχύσει την ομάδα βόλεϊ του συλλόγου.
Εκείνη την περίοδο εγώ είχα ακόμα το δελτίο μου στην ομάδα βόλεϊ του Παραδείσου Αμαρουσίου. Ο οποίος, παρά το γεγονός ότι κάθε χρόνο είχε πρόταση από τον Παναθηναϊκό να με παραχωρήσει και κάθε φορά την απέρριπτε -προφανώς γιατί θεωρούσε λίγα τα ανταλλάγματα που τού πρόσφεραν- όταν ήρθε εκείνη από τον Ολυμπιακό, είπε αμέσως «ναι»!
Μάλλον έπαιξαν ρόλο το γεγονός ότι εγώ ήμουν… χαμένος κάπου στην Ιταλία, ενώ, τα ανταλλάγματα που έδινε ο Ολυμπιακός, ήταν άκρως ικανοποιητικά: Έναν προπονητή για δύο χρόνια, έξι αθλητές του από την εφηβική ομάδα, και δωρεάν φόρμες για κάποιο χρονικό διάστημα!
Φυσικά μ’ αυτή την πρόταση βρήκα κι εγώ την ευκαιρία να γυρίσω στην Ελλάδα για να κάνω αυτό που πραγματικά ήθελα: Να δώσω εξετάσεις και μπω στην Σχολή Φυσικοθεραπείας της Αθήνας. Μια Σχολή που δεν είχε πίεση και κυρίως δεν είχε…αίματα!
Οι σπουδές μου στην Φυσικοθεραπεία, στην πορεία βοήθησαν ώστε να δημιουργηθεί το μοντέλο της σημερινής Μονάδας Ηλικιωμένων που έχει η δεύτερη γενιά της οικογένειάς μου.
Μία μονάδα που έχει συνδυάζει την παραμονή ηλικιωμένων ανθρώπων με την φυσικοθεραπευτική τους αποκατάσταση και που πήρε το όνομά της, ΙΑΣΩ, από τον αείμνηστο, Γιάννη Τσαρούχη.
Επειδή πιστεύω πολύ στην αρχή της τυχαιότητας, μέσα στα τυχαία γεγονότα που συνέβησαν στη ζωή μου ήταν και το γεγονός ότι η μονοκατοικία στην οποία έμενα, ήταν δίπλα στη μονοκατοικία που έμενε ο Γιάννης Τσαρούχης. Κι έτσι, μέσα από ένα εντελώς τυχαίο γεγονός, προέκυψε μία σχέση που σφράγισε δώδεκα από τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου.
Στα δώδεκα χρόνια που διήρκησε η φιλία μας, περάσαμε μαζί γιορτές, ταξιδέψαμε δύο φορές στη Γαλλία, βρεθήκαμε στο Άγιον Όρος, όμως, αυτό που μου έλειψε περισσότερο απ’ όλα όταν έφυγε από τη ζωή, ήταν η καθημερινότητά μας.
Ως φυσικοθεραπευτής τον βοηθούσα στην αγωγή που ακολουθούσε για να αντιμετωπίσει τη νόσο Πάρκινσον από την οποία υπέφερε, ενώ κάθε μέρα, πήγαινα νωρίς το πρωί στο σπίτι του και τού έκανα ένεση ινσουλίνης.
Σ΄αυτό το διάστημα, που συνήθως διαρκούσε μία ώρα, είχαμε τη δυνατότητα να συζητάμε διάφορα θέματα, υπό του ήχους, θυμάμαι, ενός γραμμοφώνου που έπαιζε δίσκους της Μαρίας Κάλλας.
Ήταν μία ώρα απόλαυσης που κάποιες φορές συνεχιζόταν και το μεσημέρι σ’ ένα εστιατόριο του Κεφαλαρίου όπου γευματίζαμε. Εκείνος έτρωγε τις vegan τροφές του, κι εγώ ο… σαρκοφάγος, τις δικές μου. Το ημερήσιο πρόγραμμά του, έκλεινε συνήθως με μια επίσκεψη σε κάποια γκαλερί και μια βραδινή έξοδο.
Μέσα από τη φιλία μου με τον Γιάννη Τσαρούχη, είχα τη χαρά και την τιμή να γνωρίζω πολύ σημαντικούς ανθρώπους της Τέχνης και του Πολιτισμού.
Την Μελίνα (Μερκούρη) τον Μάνο (Χατζιδάκι)…
Κάναμε πολλές και ενδιαφέρουσες συζητήσεις, οι οποίες μου άφησαν μια διαφορετική κουλτούρα.
Μια κουλτούρα που είχε θετική επίδραση πάνω μου και στην πορεία μου ως προπονητής.
Η δουλειά, ωστόσο, που είχα, με βοήθησε ώστε να μην έχω κανέναν ανάγκη στη διάρκεια της προπονητικής θητείας μου.
Να φεύγω όποτε έκρινα πως έπρεπε να αποχωρήσω, και να μην μπαίνω καν στη διαδικασία να διεκδικώ σε αίθουσες δικαστηρίων τα χρήματα των συμβολαίων που υπέγραφα.
Από τις ομάδες στις οποίες εργάστηκα, μόνο δύο ήταν συνεπείς στις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Ο Ιωνικός Νέας Φιλαδέλφειας, για τον οποίο κάθε φορά που το αναφέρω ο πρόεδρός του, ο κ. Μαυριτσάκης, χαίρεται που το ακούει, και η εθνική ομάδα Ανδρών.
Όλες οι υπόλοιπες μου ‘χαν αφήσει… φέσια. Όμως, δεν με πειράζει! Ποτέ δεν με πείραξε!
Ξέρετε γιατί; Γιατί μέσα από εκείνες τις συνεργασίες πήρα πολλά και κέρδισα ακόμα περισσότερα!
Μετά από πολλά χρόνια παρουσίας στον ελληνικό αθλητισμό, το 2005, διαπίστωσα ότι ο χώρος των Μονάδων Φροντίδας Ηλικιωμένων Ατόμων, πιεζόταν πάρα πολύ.
Βλέποντας οι συνάδελφοί μου την κατάσταση, μού ζήτησαν να αναλάβω τα ηνία και να δημιουργήσω ξανά την Πανελλήνια Ένωση Μονάδων Φροντίδας Ηλικιωμένων, που είχε σχεδόν «πεθάνει».
Μπήκα στο χώρο, κι έβαλα σ΄αυτόν ό,τι είχα μάθει από τη θητεία μου στον αθλητισμό, θέτοντας ως στόχο να φτάσω τις ελληνικές Μονάδες, όσο πιο ψηλά γίνεται. Να αφήσω παρακαταθήκη στα νέα παιδιά κάτι για το οποίο θα νιώθουν περήφανα, και θα τους βοηθήσει μελλοντικά να τύχουν μεγαλύτερης κοινωνικής αναγνώρισης.
Η θέση του προέδρου της ΠΕΜΦΗ που κατέχω αυτή την στιγμή, μού επιτρέπει να «ανοίξω» περισσότερες πόρτες.
Προσπαθώ να τις «ανοίξω» όλες με την ελπίδα ότι θα παραδώσω στον κλάδο έναν αξιοπρεπή χώρο που σε σύντομο χρονικό διάστημα θα καταφέρει να πλησιάσει τις ευρωπαϊκές μονάδες και θα ξεφύγει από τους κακόηχους χαρακτηρισμούς του παρελθόντος.
Στις Μονάδες Φροντίδας υπάρχουν δύο κατηγορίες φιλοξενουμένων. Εκείνων που έχουν ανάγκη νοσηλευτικής φροντίδας που δεν μπορεί να προσφέρει η οικογένεια τους, κι αυτών που ζουν μόνοι τους και δεν έχουν κανέναν στον κόσμο.
Στο εξωτερικό υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που επιθυμούν να μπουν σε μια μονάδα φιλοξενίας και βρίσκονται σε λίστα αναμονής. Κάποιοι, μάλιστα, βάζουν ακόμα και μέσον για να βρουν μία θέση, γιατί γνωρίζουν πως την ασφάλεια που μπορεί να τους παρέχει μια σύγχρονη μονάδα, δεν μπορεί να την παράσχει κανένα σπίτι.
Υπάρχουν ειδικά προγράμματα, νοσηλευτικό προσωπικό, διατροφολόγοι, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, φυσικοθεραπευτές, άνθρωποι που φροντίζουν τους ηλικιωμένους 24 ώρες το 24ωρο.
Όσοι δε μένουν μόνοι τους, γνωρίζουν πως η διαμονή τους σε κάποια δομή θα τους βοηθήσει να «ανθίσουν» γιατί θα αποκτήσουν κοινωνικές επαφές με άλλους ανθρώπους.
Στην Ελλάδα, το σοβαρότερο πρόβλημα που υπάρχει με τους ηλικιωμένους, είναι το γεγονός ότι ένα μεγάλο ποσοστό δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να απολαύσει τις παροχές μιας σύγχρονης μονάδας.
Δεν έχει την υποστήριξη των ασφαλιστικών οργανισμών. Τόσο των ιδιωτικών όσο και των δημοσίων.
Επομένως αυτά που πρέπει να γίνουν είναι αφενός, να βοηθήσουμε εκείνους που πραγματικά επιθυμούν να φιλοξενηθούν σε μία δομή, κι αφετέρου, να προσπαθήσουμε όλοι ώστε να έχουμε εκτός μονάδων όσο το δυνατόν περισσότερο ανθρώπους.
Αλίμονο αν βάζουμε με το παραμικρό έναν ηλικιωμένο σε μια κλειστή δομή!
Σ’ αυτήν θα πρέπει να φιλοξενείται το 6%, κι όσοι δεν έχουν άλλη επιλογή. Το υπόλοιπο 94% των ηλικιωμένων, οφείλουμε όλοι να φροντίσουμε να είναι ενεργός πληθυσμός που θα του κάνουμε τη ζωή εύκολη.
Να τον βοηθήσουμε να κυκλοφορεί. Να του παρέχουμε καλά προγράμματα για βοήθεια στο σπίτι, εθελοντική εργασία, ιατρική φροντίδα, ακόμα και για γυμναστική σε πάρκα.
Θέλω να ελπίζω ότι η σημερινή υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Δόμνα Μιχαηλίδου, στο τέλος της θητείας της, θα αφήσει το όνομά της σε πράγματα για τα οποία θα την ευγνωμονούν τα γεροντάκια. Το ‘χω πει και στην ίδια…
Φυσικά, εκτός απ’ όλα όσα πρέπει να γίνουν από την πλευρά της Πολιτείας, θα πρέπει να κλείσουν και κάποιες παράνομες μονάδες, όπως επίσης κι εκείνες που είναι πολύ χαμηλού επιπέδου, για να σταματήσει επιτέλους και η δυσφήμιση του κλάδου.
Διανύουμε μία από τις χειρότερες στιγμές της ανθρωπότητας.
Η πανδημία και ο COVID-19 έχει δημιουργήσει τεράστια κρίση σε όλα τα επαγγέλματα. Πολύ περισσότερο στο δικό μας, το οποίο υφίσταται δυσφήμιση.
Πρόσφατα, άκουσα να λέγεται πως αν μία δομή μολυνθεί, τότε πρέπει να κλείνει. Λες και μπορεί να καθοριστεί πότε ένας υπάλληλος, που δεν είχε εμφανίσει κανένα σύμπτωμα, είχε μολυνθεί, την στιγμή που αυτό ανακαλύπτεται μόνο αν κάνεις πολύ συχνά rapid test και ανά 4ωρο μέτρηση της θερμοκρασίας του.
Αυτό βέβαια είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα που καλούμαστε όλοι να αντιμετωπίσουμε!
Πριν από μερικές εβδομάδες, ένα πανεπιστήμιο στην Βρετανία ανακοίνωσε ότι το 86% των θετικών κρουσμάτων στη χώρα είναι ασυμπτωματικά!
Με λίγα λόγια, κυνηγάμε φαντάσματα!
Το θέμα είναι πως μέσα από την επαφή μου με τους ηλικιωμένους, που έχουν αντίληψη και καταλαβαίνουν τί συμβαίνει, διαπιστώνω πως αυτό που τους προβληματίζει και τους φοβίζει περισσότερο απ’ όλα, είναι το άγνωστο!
Έζησαν την πρώτη καραντίνα για τρεις μήνες, και τώρα ζουν τη δεύτερη, χωρίς να γνωρίζουν αν και πότε θα «ανοίξουν» ξανά οι δομές.
Αυτό έχει αρχίσει να τους κουράζει! Όσο κι αν έχουν ως «παρέα» τα ηλεκτρονικά μέσα, ένα κινητό δηλαδή ή ένα τάμπλετ μέσω του οποίου μπορούν να επικοινωνούν με τον «έξω» κόσμο, η φυσική επαφή δεν αντικαθιστάται!
Κι αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό προς τους ανθρώπους της Πολιτικής Προστασίας και του ΕΟΔΥ, που φοβούνται για τη διασπορά του ιού.
Πρέπει, εκτός από την ασφάλεια και την υγεία των ηλικιωμένων, να σκεφτούμε και την αξιοπρέπεια τους.
Οφείλουμε να εξετάσουμε το ενδεχόμενο δημιουργίας εδικών χώρων-επισκεπτηρίων στις Μονάδες, τηρώντας φυσικά όλα τα μέτρα ασφάλειας. Η πλήρης απαγόρευση που υπάρχει αυτή την στιγμή, αν και εμένα με «βολεύει» γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο έχω μια πολύ πιο ασφαλή δομή, δεν μπορεί να «τραβήξει» επ’ αόριστον.
Πριν από κάποιο διάστημα, ήρθε να μου μιλήσει ένας σχετικά νέος άνθρωπος, ο οποίος δεν έχει κανέναν συγγενή και φιλοξενείται στη Μονάδα. Είχε τα φιλαράκια του που, πριν τη λήψη των μέτρων, τον έπαιρναν κάθε πρωί και τον πήγαιναν να κάνει μία βόλτα.
«Δεν με νοιάζει αν κολλήσω», μού είπε. «Θέλω να πάω στο καφενείο να δω κόσμο». Φυσικά, του εξηγήσαμε ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει.
Το ίδιο λέμε και στους ανθρώπους που βρίσκονται στα ηλεκτρικά αμαξίδια, οι οποίοι μπορούσαν να μετακινηθούν κάνοντας μία μικρή βόλτα. Τώρα δεν μπορούν να κάνουν ούτε αυτήν. Περιορίζονται στη βεράντα και τη θέα που βλέπουν από ‘κει.
Δεν έχουν άλλη επιλογή…
Επίσης, εκτός από τους ηλικιωμένους, που έχουν πλήρη αντίληψη, υπάρχουν και οι άνθρωποι που πάσχουν από Αλτσχάιμερ. Μπορεί οι ίδιοι να μην έχουν έχουν πρόβλημα από την στιγμή που δεν αναγνωρίζουν τα οικεία τους πρόσωπα, έχουν όμως τα παιδιά τους που θέλουν να διατηρούν τη φυσική επαφή μαζί τους και λόγω της κατάστασης δεν μπορούν.
Είναι μια περίεργη και δύσκολη περίοδος για όλους μας.
Το μόνο βέβαιο είναι πως σε κάθε περίπτωση, οι άνθρωποι καθοδηγούνται από τα βασικά τους ένστικτα.
Κι ένα από αυτά, είναι της αυτοσυντήρησης.
Αυτό που λέει, «θα ζήσω!».
Άρα υπομένεις και λες, «προέχει η ασφάλεια της ζωής. Θα ζήσω!».
*Συνεχίζεται…
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Βογιατζή
Photo Credits: Ανδρέας Παπακωνσταντίνου