Γεννήθηκα μια Τετάρτη στην πόλη Σέφιλντ και φυσικά, είμαι οπαδός της Σέφιλντ Γουένσντεϊ!
Λάτρης του αθλητισμού, παθιασμένος με το ποδόσφαιρο και με ιδιαίτερη αγάπη για τον στίβο, το 2000, εξέφρασα την επιθυμία μου, στην εταιρεία παραγωγής που εργαζόμουν, να κάνω μια ταινία για τη Βόρεια Κορέα.
Η εταιρεία αρνήθηκε την πρότασή μου και σύντομα κατάλαβα πως ο μόνος τρόπος για να κάνω τα δικά μου φιλμ, ήταν να φτιάξω τη δική μου εταιρεία παραγωγής.
Έτσι κι έγινε!
Η ιδέα για τη δημιουργία του ντοκιμαντέρ, «The Life and Trials of Oscar Pistorius», προέκυψε από το ESPN πριν τέσσερα χρόνια.
Ένα πρότζεκτ που, από το ξεκίνημά του, ήταν μια πολύ μεγάλη πρόκληση για μένα.
Πέραν της προσωπικής ιστορίας του Όσκαρ Πιστόριους, υπάρχει ένας άνθρωπος που έχει σκοτωθεί.
Μια γυναίκα που έχει σκοτωθεί: η Ρίβα Στέενκαμπ.
Κι αυτό, ήταν κάτι που έπρεπε, πάντα, να θυμάμαι!
Είχα συνειδητοποιήσει, πως από την στιγμή που αποφάσισα να κάνω το φιλμ, έπρεπε να φροντίσω να ακουστεί, μέσω του ντοκιμαντέρ, και η «δική» της φωνή.
Την περίοδο που «έπεσε στο τραπέζι» η ιδέα για το συγκεκριμένο πρότζεκτ (2016), είχα ήδη ολοκληρώσει για λογαριασμό του ESPN το φιλμ, «George Best-All by Himself», που μεταδόθηκε στο πλαίσιο της σειράς ντοκιμαντέρ του καναλιού, «30 for 30».
Ήταν η ιστορία του Βόρειο-Ιρλανδού ποδοσφαιριστή Τζορτζ Μπεστ, του πρώτου μεγάλου ποπ-σταρ του Βρετανικού ποδοσφαίρου στη δεκαετία του ’60, που πέθανε (στα μέσα της δεκαετίας του 2000) λόγω αλκοολισμού.
Όταν βρεθήκαμε εκείνη την περίοδο με τους ανθρώπους του ESPN στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο Λονδίνο για την προβολή του φιλμ, συζητήσαμε ποιο θα μπορούσε να ήταν το επόμενο πρότζεκτ μας.
Εκεί, «έπεσε» η ιδέα για τον Όσκαρ Πιστόριους. Το ίδιο διάστημα το ESPN μετέδιδε τη σειρά ντοκιμαντέρ για τον Ο. Τζέι Σίμπσον, «O.J. Simpson: Made in America», και το κανάλι έψαχνε να βρει μια ανάλογη ιστορία.
Μια υπόθεση στην οποία θα υπήρχε σύνδεση μεταξύ ενός προσώπου του αθλητισμού, κι ενός αληθινού εγκλήματος.
Η περίπτωση του Πιστόριους, ήταν η πιο πιθανή.
Στην αρχή, δεν ήμουν σίγουρος αν το συγκεκριμένο θέμα είχε τόσα στοιχεία, όσα θα ήθελα να υπάρχουν για να κάνω ένα φιλμ μεγάλου μήκους.
Δεν γνώριζα αν θα μπορούσα να αναλύσω σε βάθος την ιστορία, όπως είχε γίνει στην περίπτωση του ντοκιμαντέρ για τον O.J. Σίμπσον, όπου ο δημιουργός του, ανέλυσε κάθε πτυχή ενός θέματος, το οποίο όλοι θεωρούσαν ότι γνώριζαν, αλλά, είχε πολλές πλευρές.
Από τις ρατσιστικές διαστάσεις και την ιστορία της πόλης του Λος Άντζελες στο οποίο διαδραματίστηκε η υπόθεση, μέχρι τις ταραχές και τις αντιρατσιστικές διαδηλώσεις που γίνονταν τη δεκαετία του ’60 – είχαν αφιερώσει πολύ χρόνο και είχαν δώσει πολύ μεγάλη προσοχή στη βαθύτερη ανάλυσή του.
Το ESPN επιθυμούσε να γίνει κάτι ανάλογο και στην περίπτωση της ιστορίας του Πιστόριους. Κάτι το οποίο επιθυμούσα κι εγώ.
Ζήτησα να μου δώσουν δυο-τρεις εβδομάδες προθεσμία ώστε να κάνω εκτεταμένη έρευνα για το θέμα. Μέσα σε δύο μέρες, όμως, επικοινώνησα μαζί τους και τους είπα, “ναι, νομίζω ότι έχω αρκετά στοιχεία για να κάνω κάτι καλό και μεγάλο σε χρονική διάρκεια”.
Πριν συμβεί το τραγικό περιστατικό τον Φεβρουάριο του 2013, η ζωή και η ιστορία του Όσκαρ Πιστόριους, για πολλούς, ήταν έμπνευση.
Είχε καταφέρει να ξεπεράσει πάρα πολλά εμπόδια. Να αντιμετωπίσει μεγάλες δυσκολίες και πολλές προκλήσεις. Να τα προσπεράσει όλα και να φτάσει στο αποκορύφωμα της επαγγελματική ζωής του. Και μετά, όλα κατέρρευσαν!
Αυτό από μόνο του, ως ιστορία, ήταν δύσκολο να ειπωθεί.
Να παρουσιαστεί ό,τι συνέβη, με σεβασμό σε όλα τα γεγονότα, να διατηρηθούν οι ισορροπίες και να αναφερθεί το παρασκήνιο όπως μπορεί να ήταν. Εκτός από τη δική του ιστορία, παράλληλα, ήθελα, να παρουσιάσω και τη Νότια Αφρική.
Μεγαλώνοντας, βλέποντας τις νύχτες από την τηλεόραση του δωματίου μου τα γεγονότα που συνέβαιναν στη Νότια Αφρική, η χώρα έδειχνε ότι βρισκόταν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Σ’ αυτή τη χώρα γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Όσκαρ. Σε μια χώρα όπου το κλίμα ήταν τεταμένο και επικρατούσε η βία. Πολύ βία…
Κατάφερε, ωστόσο, να ξεπεράσει όλες τις δυσκολίες και τις προκλήσεις.
Και μετά… Μετά, ήρθε η «φρενίτιδα» των ΜΜΕ…
Στην αρχή της ιστορίας, όταν έγινε γνωστή η είδηση του πυροβολισμού και του θανάτου της Ρίβα, υπήρχαν συνεχώς φήμες. Αναλήθειες και πολλές δηλώσεις, που στην πορεία αποδείχθηκε ότι δεν ήταν αληθείς.
Αν ρωτήσετε οποιονδήποτε τι συνέβη εκείνο το βράδυ, οι περισσότεροι θα σας πουν μόνο τη μία πλευρά της ιστορίας.
Κι αυτή η πλευρά, δεν ήταν εκείνη που έγινε δεκτή από το δικαστήριο. Αυτό το βρήκα πολύ εντυπωσιακό…
Πριν από μερικά χρόνια, έκανα ένα φιλμ για την τραγωδία στο στάδιο Χίλσμπορο.
Επί σχεδόν 30 χρόνια, όσοι αφηγούνταν εκείνη την ιστορία, υποστήριζαν ότι η καταστροφή στο Χίλσμπορο που στοίχισε τη ζωή πολλών ανθρώπων, προκλήθηκε λόγω της σκληρής συμπεριφοράς των φιλάθλων.
Δεν ήταν, όμως, αυτή η υπόθεση. Δεν ήταν από την αρχή… Τα ΜΜΕ και η Αστυνομία, όμως, «τροφοδοτούσαν» το κοινό με την συγκεκριμένη αφήγηση, και το κοινό την πίστευε σε μεγάλο βαθμό.
Χρειάστηκε μια μακρά εκστρατεία από τις οικογένειες και τους επιζώντες έως ότου καταφέρουν να την ανατρέψουν.
Εντυπωσιάζομαι πάντα από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα ΜΜΕ τέτοιες καταστάσεις.
Μετά την εκτεταμένη έρευνα που έκανα για την υπόθεση του Όσκαρ, νομίζω πως το πιο απλό συμπέρασμα που μπορεί να βγάλει κάποιος για όλα όσα έγιναν εκείνη τη νύχτα, είναι πως δεν θα μάθουμε ποτέ, πώς ακριβώς διαδραματίστηκαν τα γεγονότα.
Εκείνο, όμως, που μπορούμε να ξέρουμε είναι ότι, δεν καταδικάστηκε για το φόνο της φίλης του μετά από καβγά.
Αυτό είναι μια μεγάλη παρανόηση.
Ανεξάρτητα από το τι μπορεί να αισθανόμαστε ότι συνέβη εκείνη τη νύχτα, ο Όσκαρ Πιστόριους καταδικάστηκε για τον πυροβολισμό και τη δολοφονία ενός ανθρώπου που ήταν μέσα στο μπάνιο. Πίσω από την κλειδωμένη πόρτα της τουαλέτας. Κι αυτό είναι διαφορετικό.
Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι τεχνικά ήταν φόνος. Ανεξάρτητα από το αν ο ίδιος υποστήριζε πως νόμιζε ότι είχε γίνει διάρρηξη και το συμβάν ήταν ατύχημα.
Νομίζω πως πρέπει να ρίξετε μια ματιά στα πορίσματα των δικαστηρίων. Του Ανωτάτου Δικαστηρίου και των Εφετείων. Οι περισσότεροι άνθρωποι, όμως, δεν θέλουν να δουν αυτή την πλευρά της ιστορίας. Και υπάρχει λόγος γι’ αυτό.
Βασικά, υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό…. Ωστόσο, το γεγονός, δεν αλλάζει. Μια γυναίκα έχει σκοτωθεί!
Εκείνο, πάντως, που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι πως στη διάρκεια της δίκης, ένα πολύ μεγάλο μέρος της, μεταδίδονταν απευθείας από την τηλεόραση.
Ήταν μια πρόκληση…
Αυτό που έκανε, ήταν να προσελκύσει ακόμα περισσότερο το κοινό καθώς η Eισαγγελία έφερνε όλους τους μάρτυρες της. Οι οποίοι, στην αρχή της δίκης, όταν μπήκαν να καταθέσουν, είπαν πως εκείνη την νύχτα τους φάνηκε πως άκουσαν μία γυναίκα να φωνάζει δυνατά, κι έναν καυγά.
Πολύ αργότερα, όμως, προς το τέλος της δίκης, οι δύο πλευρές συμφώνησαν στην χρονική στιγμή που συνέβη το γεγονός, όπως επίσης συμφώνησαν ότι η γυναικεία κραυγή που άκουσαν, στην πραγματικότητα ήταν τα ουρλιαχτά του Όσκαρ.
Άρα, οι γείτονες δεν άκουσαν κάποιον καβγά.
Αυτό που άκουσαν ήταν ουρλιαχτά…
Κι εκεί, σ’ αυτό το σημείο άρχισαν να δημιουργούνται απορίες για την αρχική αφήγηση της Πολιτείας (State).
Από την πλευρά του ο Όσκαρ, τώρα, εμφανίστηκε πολύ αδύναμος όταν κλήθηκε να υποστηρίξει τη δική του μαρτυρία κατά τη διάρκεια της απολογίας του, ενώ, στις υπόλοιπες κατηγορίες που αντιμετώπισε, αρνήθηκε να αναλάβει την ελάχιστη ευθύνη για τις πράξεις του.
Κι αυτή η στάση, δημιούργησε πολλά ερωτηματικά για όλα όσα είχε πει μέχρι τότε, για ό,τι συνέβη τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 14ης Φεβρουαρίου 2013.
Ακόμα κι αν κάποιος δεν πιστεύει απαραίτητα την πλευρά της Εισαγγελίας, ότι υπήρξε δηλαδή καυγάς και προμελετημένο έγκλημα, όταν δεις αυτά που είπε ο Όσκαρ, τότε δημιουργούνται πολλές απορίες.
Γι’ αυτό θεωρώ πως η συγκεκριμένη υπόθεση είναι μία από εκείνες που ποτέ δεν θα μάθουμε τί πραγματικά συνέβη.
Όπως στο ντοκιμαντέρ για τον Όσκαρ, έτσι και σε όλα όσα έχω κάνει μέχρι σήμερα, εκείνο που προσπαθώ, είναι να μην καταλήγουμε σε κρίσεις…
Το μόνο που κάνω είναι να παρουσιάζω τα σχετικά, με την κάθε ιστορία, γεγονότα, τις πληροφορίες, το παρασκήνιο, κι από εκεί και πέρα, είναι αποκλειστικά στην κρίση του καθενός να αποφασίσει ποια πλευρά, απ’ όσες έχουν παρουσιαστεί, θα επιλέξει.
Ένα από τα καλύτερα συναισθήματα που μου δημιουργούνται όταν προβάλλεται κάποιο φιλμ μου στο σινεμά, είναι όταν βλέπω τους ανθρώπους να βγαίνουν έξω από την αίθουσα. Τότε, που κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλο, συζητούν για όσα έχουν δει και διαφωνούν για τα συμπεράσματα που έχουν βγάλει.
Εκείνη την στιγμή λέω, “αυτό ήταν! Η δουλειά έγινε!”
Σίγουρα ένα από τα πιο δύσκολα κομμάτια του ντοκιμαντέρ για τη ζωή και τις δίκες του Πιστόριους, ήταν πώς θα προσεγγίσω την οικογένεια της Ρίβα Στέενκαμπ.
Τους γονείς που έχουν χάσει το παιδί τους κάτω από τραγικές συνθήκες, στους οποίους έπρεπε να πω ότι θα κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ για τον άνθρωπο που είχε σκοτώσει το αγαπημένο τους πρόσωπο.
Έπρεπε, όμως, να ενημερωθούν. Έπρεπε να ξέρουν.
Ήταν μια δύσκολη κουβέντα η οποία έχριζε μεγάλης προσοχής.
Ίσως να έχετε δει κάποιες δηλώσεις της Τζουν (μητέρα της Ρίβα Στέενκαμπ) στις οποίες ανέφερε ότι δεν θέλει να την προσεγγίζουν κινηματογραφιστές με σκοπό να κάνουν ταινία για την υπόθεση.
Αργότερα απέσυρε αυτές τις δηλώσεις, ζητώντας συγγνώμη από μένα γιατί είχε μπερδευτεί. Είχε στο μυαλό της ένα άλλο πρότζεκτ το οποίο είχαν προσπαθήσει να της πουν.
Με την Τζουν μιλούσαμε πάρα πολλές φορές και σχετικά συχνά. Η τελευταία μας επικοινωνία, ήταν τώρα, το Νοέμβριο.
Στην πρώτη μας επικοινωνία, είχα δείξει σ’ εκείνην και την οικογένεια της τις προηγούμενες δουλειές μου, έτσι ώστε να καταλάβουν τι ακριβώς κάνω και ποια είναι τα θέματα με τα οποία ασχολούμαι.
Αυτό που κάνω είναι έρευνα, κι όχι «συναισθηματικές» ταινίες.
Πραγματικά, ήθελα να ακουστεί στο ντοκιμαντέρ η «φωνή» της Ρίβα, μέσω των δικών της ανθρώπων.
Κατά τη διάρκεια της δίκης σπάνια ακουγόταν ακόμα και το όνομά της. Την ανέφεραν ως, «η αποθανούσα».
Μιλήσαμε με τους στενούς φίλους και τους συγγενείς της, με στόχο να μάς δώσουν την εικόνα του ανθρώπου που ήταν. Να καταλάβουμε μέσα από τα δικά τους λόγια ποια ήταν…
Θα ήθελα πάρα πολύ να συμμετείχαν και οι γονείς της. Όμως, δεν ήθελαν. Δεν με ενόχλησε…
Μας βοήθησαν, ωστόσο, συστήνοντάς μας σε ανθρώπους από την οικογένεια και στους φίλους της, που θα μπορούσαν να μας παρουσιάσουν την εικόνα της.
Και ο Όσκαρ, ήταν ενήμερος για το πρότζεκτ. Έπρεπε κι εκείνος να ξέρει.
Άλλωστε αν δεν το μάθαινε από εμάς, θα το μάθαινε από τα μέλη της οικογένειάς του και τους κοντινούς φίλους του, από τους οποίους ζητήσαμε να μιλήσουν στο ντοκιμαντέρ.
Με αφορμή το συγκεκριμένο πρότζεκτ είχα τη δυνατότητα να έρθω σε επαφή και με ανθρώπους από την Παραολυμπιακή κοινότητα. Αν με ρωτούσε κάποιος “ποια είναι η εικόνα που έχω για τα συναισθήματα που έχουν σήμερα τα μέλης της για τον Όσκαρ;”, θα απαντούσα, ” ίσως ανάμεικτα”.
Τουλάχιστον, γι’ αυτούς που τον γνώριζαν προσωπικά.
Το επίπεδο των αθλητικών επιτευγμάτων του ήταν τόσο υψηλό, που εμψύχωνε τους πάντες. Αν κοιτάξει κάποιος καθαρά την αθλητική του πλευρά, αποτελούσε πηγή έμπνευσης για πολλούς αθλητές. Έδειξε στους Παραολυμπιονίκες ποιες είναι οι πιθανότητες που έχουν.
Το πρόβλημα, όμως, είναι πως ανεξαρτήτως των σημαντικών επιτυχιών που είχε σημειώσει ως αθλητής, στο τέλος μένει πάντα το γεγονός της 14ης Φεβρουαρίου του 2013.
Ακόμα κι αν είχε την πλήρη συμπαράραστη της Παραολυμπιακής κοινότητας ή κάποιοι «αγόραζαν» την εξήγηση που έδωσε ο ίδιος για το τραγικό συμβάν, ότι νόμιζε πως μέσα στο μπάνιο ήταν ένας ληστής και ήταν ατύχημα, πάντα θα υπάρχει το γεγονός ότι σκότωσε έναν άνθρωπο.
Κι εκεί το θέμα τελειώνει!
Ποτέ δεν θα μπορέσεις να ξεφύγεις από αυτό γεγονός. Ακόμα και οι άνθρωποι που τον γνωρίζουν προσωπικά, πλέον δεν θα μπορούν να βλέπουν μόνο τα αθλητικά επιτεύγματά του.
Θα υπάρχει πάντα η σκιά της τραγωδίας και η λύπη γι’ αυτό που συνέβη.
Για να είμαι ειλικρινής, νομίζω πως και ο ίδιος δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεφύγει από αυτό. Όπως δεν ξεφύγει και από τη δημόσια προσοχή που έχει, λόγω της μεγάλης αναγνωρισιμότητάς του και του διεθνούς ενδιαφέροντος που είχε η δίκη του.
Είμαι δε σίγουρος, ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να συγχωρήσει τον εαυτό του γι’ αυτό που έκανε. Νομίζω πως δεν θα το ξεπεράσει…
Υποθέτω, πως ακόμα κι όταν θα βγει από τη φυλακή, όλα θα του θυμίζουν εκείνη τη νύχτα.
Σε κάθε φιλμ, αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να αφηγηθώ την ιστορία και να αναδεικνύω την ουσία της.
Σε ένα από τα πρόσφατα έργα μου, το “Australian Dream”, ο θεατής, βλέποντάς το, στο τέλος ίσως να λαμβάνει απρόβλεπτα μηνύματα.
Το συγκεκριμένο φιλμ που «γυρίστηκε» στην Αυστραλία, αφορούσε τη χώρα κι ένα ειδικό θέμα που την απασχολεί: Αυτό της συμπεριφοράς προς τους αυτόχθονες.
Το θέμα παρουσιάστηκε μέσα από μία ιστορία του ποδοσφαίρου της Αυστραλίας, κι ενός παίκτη. Του Άνταμ Γκουντς.
Όταν «γυρίσαμε» τον κόσμο για την προβολή της ταινίας σε διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ, υπήρχαν άνθρωποι, είτε στο Λονδίνο, την Αμερική, τον Καναδά ή το Άμστερνταμ, που μετά το τέλος του φιλμ, με πλησίαζαν και συζητούσαν μαζί μου, αναφέροντας τις δικές τους εμπειρίες από ρατσιστικές συμπεριφορές.
Στο πρώτο ντοκιμαντέρ που έκανα, κι αυτή τη φορά, το φιλμ είχε…ακούσιες συνέπειες.
Το θέμα αφορούσε την ποδοσφαιρική ομάδα της Βόρειας Κορέας που συμμετείχε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966 στην Αγγλία.
Η ομάδα τότε είχε νικήσει την Ιταλία, κι όλοι οι παίκτες της φάνταζαν ως ήρωες στα μάτια μου. Ήθελα να βρω τους επιζώντες.
Έκανα το “The Game Of Their Lives“. Το πρώτο, από τα συνολικά τρία φιλμ που έχω κάνει για τη Βόρεια Κορέα.
Η ιστορία του είναι πολύ ανθρώπινη και λίγο αστεία. Κοιτάζοντας, μάλιστα, πίσω τον χρόνο, σκέφτομαι πως αν κι έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τότε που έκανα το φιλμ, πάντα διατηρώ μια γλυκιά ανάμνηση.
Όταν ξεκίνησα το πρότζεκτ, εκείνο που είχα στο μυαλό μου, ήταν να φτιάξω ένα -κατά κάποιο τρόπο- «διαφωτιστικό» φιλμ.
Ένα ντοκιμαντέρ, μέσα από το οποίο θα δίναμε στη Δύση τη δυνατότητα να γνωρίσει τη Βόρεια Κορέα, ως χώρα. Να γνωρίσει τους απλούς και καθημερινούς ανθρώπους της. Μια κοινωνία που την είχαμε «δαιμονοποιήσει» και οι Βρετανοί, σκεφτήκαμε να κάνουμε πόλεμο εναντίον της.
Αναζητήσαμε και βρήκαμε κάποιους από τους παίκτες της Εθνικής ομάδας του 1966. Σε μια κίνηση καλής θέλησης τους φέραμε στην Αγγλία, και τους πήγαμε σε όλα τα μέρη που είχαν επισκεφθεί και τότε στη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου. “Τραβήξαμε” κάποια πλάνα και στη συνέχεια φτιάξαμε ένα βίντεο 4ώρης διάρκειας με τις καλύτερες στιγμές τους.
Επιστρέφοντας στη Βόρεια Κορέα, αυτό το βίντεο προβλήθηκε στη χώρα σε σειρές και χρησιμοποιήθηκε, μάλλον για να γίνει μια προπαγάνδα του τύπου, “οι ήρωές μας επέστρεψαν από την Αγγλία»” («Our Heroes Return»).
Λίγο καιρό αργότερα, στη διάρκεια της παραμονής μου στη Βόρεια Κορέα για τα γυρίσματα ενός άλλου φιλμ, μία μέρα, ενώ βρισκόμουν σ’ ένα μπαρ, ξαφνικά με πλησίασε κάποιος άγνωστος και μού είπε.
«Πρέπει να σου πω ότι είδα το «The Game of Their Lives» που προβλήθηκε στην τηλεόραση της Βόρειας Κορέας και μετά τη σειρά «Our Heroes Return», και πραγματικά εντυπωσιάστηκα από το πώς υποδέχτηκαν οι Βρετανοί τους συμπατριώτες μας το 1966 και πώς τους υποδέχθηκαν ξανά το 2002 όταν επέστρεψαν στην Αγγλία.
»Ειλικρινά μου “άλλαξε” το μυαλό.
»Μεγάλωσα πιστεύοντας ότι οι Βρετανοί είναι “σατανικοί” ιμπεριαλιστές και τελικά, διαπίστωσα ότι είναι πραγματικά πάρα πολύ καλοί άνθρωποι».
Συγκλονίστηκα όταν μου το είπε! Ο σκοπός του φιλμ δεν ήταν να περάσει τέτοια μηνύματα! Εγώ αυτό που απλά ήθελα να κάνω ήταν ένα φιλμ για τους ποδοσφαιρικούς ήρωες μου και πως είναι σήμερα.
Σύμφωνα, πάντως, με αυτά που μάς είπαν αργότερα αρκετοί Νοτιοκορεάτες, και τα τρία φιλμ που κάναμε στη Βόρεια Κορέα, λειτούργησαν θετικά.
Το δεύτερο, φιλμ που αφορούσε τη Βόρεια Κορέα, το « Α State of Mind», νομίζω ότι με δυσκόλεψε περισσότερο απ’ όλα τα πρότζεκτ που έχω κάνει μέχρι σήμερα.
Αφενός γιατί την περίοδο των γυρισμάτων ήταν ο πόλεμος στο Ιράκ και το κλίμα ήταν τεταμένο, κι αφετέρου γιατί υπήρχε επιδημία SARS.
Δεν ξέραμε καν αν θα καταφέρουμε να ολοκληρώσουμε την ταινία. Τελικά τα καταφέραμε!
Συνήθως, τα φιλμ που κάνω απαιτούν προετοιμασία από δύο έως και τέσσερα χρόνια.
Ένα από αυτά, ήταν και το «9.79*» που προβλήθηκε -κι αυτό- στο πλαίσιο της σειράς ντοκιμαντέρ του ESPN, «30 for 30».
Η ιδέα για τη δημιουργία του, μού ήρθε το 2008, όταν μια μέρα έγραφα τα πιθανά πρότζεκτ που μπορούσα να κάνω.
“Πώς θα ήταν -αναρωτήθηκα- αν κάνω ένα ντοκιμαντέρ για τον τελικό των 100μ. στους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1988 στη Σεούλ;”
Αυτή ο αγώνας ήταν καταπληκτικός! Και η ιστορία του πίσω από αυτόν, ό,τι έπρεπε για να φτιαχτεί ένα καλό φιλμ.
Ήταν η γρηγορότερη «κούρσα» της εποχής, μιας και για πρώτη φορά τέσσερις αθλητές έτρεξαν τα 100μ. σε χρόνο κάτω από 10 δευτερόλεπτα, και μετά έγινε γνωστή ως η «βρώμικη κούρσα», αφού ο νικητής της, ο Μπεν Τζόνσον, βγήκε θετικός στο ντόπινγκ κοντρόλ.
Στην πορεία δημιουργήθηκαν πολύ σοβαρά ερωτηματικά και για τους υπόλοιπους έξι, από τους επτά, αθλητές που είχαν αγωνιστεί στον τελικό.
Θεώρησα καταπληκτικό, λοιπόν, να έχω για πρώτη φορά μετά από εκείνη την «κούρσα» και τους οκτώ πρωταγωνιστές σ’ ένα φιλμ, για να αφηγηθούν οι ίδιοι την ιστορία και τη διαδρομή τους.
Από το ξεκίνημα τους, μέχρι την στιγμή που βρέθηκαν στο σημείο εκκίνησης στον τελικό της Σεούλ.
Ήξερα ότι υπήρχε μια πιθανότητα να έχω τον Μπεν Τζόνσον, και πράγματι τον είχα. Στη συνέχεια, έκανα την συνέντευξη με τον Βραζιλιάνο, Ρόμπσον Ντα Σίλβα και στην πορεία, ακολούθησαν και οι υπόλοιποι. Όλοι εκτός του Λίνφορντ Κρίστι.
Η απόφαση του πάρθηκε την τελευταία στιγμή. Στο τέλος του Μαΐου του 2012 , έναν μήνα, πριν την ολοκλήρωση του φιλμ.
Ήταν ο μοναδικός που δεν ήθελε να λάβει μέρος στο ντοκιμαντέρ.
Όμως, από την αρχή της δουλειάς, ήμουν αποφασισμένος. Ή θα είχα και τους οκτώ ή κανέναν!
Ακολουθεί η δημιουργία του νέου μου φιλμ, τoυ «STASI F.C.» σε συνεργασία μ’ έναν πολύ καλό Γερμανό σκηνοθέτη.
Η ιστορία αφορά την STASI, τη μυστική υπηρεσία της Ανατολικής Γερμανίας και πώς χρησιμοποίησε το ποδόσφαιρο στη δεκαετία του ’70.
Σίγουρα δεν υπάρχουν εύκολα ντοκιμαντέρ. Καθένα έχει τη δική του δυσκολία στη δημιουργία του.
Ενδεχομένως το «Α State of Mind» να με δυσκόλεψε περισσότερο απ’ όλα γιατί ήταν πολύπλοκο.
Τα αγαπάω, όμως, όλα!
Βέβαια, αν έπρεπε να διαλέξω το πιο αγαπημένο, θα έλεγα ότι το «Χίλσμπορο» είναι εκείνο που βρίσκεται πιο κοντά στην καρδιά μου.
Για να φτάσω, ωστόσο, στη δημιουργία του, έπρεπε πρώτα να μαζέψω την εμπειρία και την γνώση που μού πρόσφεραν όλα τα προηγούμενα.
Χωρίς αυτά πως δεν θα μπορούσα να το κάνω!
*Στις 14 Φεβρουαρίου 2013, ο Παραολυμπιονίκης του Στίβου, Όσκαρ Λέοναρντ Καρλ Πιστόριους, πυροβόλησε τέσσερις φορές πίσω από την κλειδωμένη πόρτα του μπάνιου του σπιτιού του και σκότωσε τη φίλη του, Ρίβα Στέενκαμπ. Τον Σεπτέμβριο του 2014 το Ανώτατο δικαστήριο της Πρετόρια,του επέβαλε ποινή φυλάκισης πέντε χρόνων με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, η οποία το 2015 μετατράπηκε σε ανθρωποκτονία από πρόθεση και η ποινή (το 2016) αυξήθηκε σε έξι χρόνια. Στις 24/11/2017, το SCA (Supreme Court of Appeal) «διπλασίασε» την ποινή σε 13 χρόνια και πέντε μήνες. Ο φάκελος της υπόθεσης, με αρχικό νούμερο, CC113/2013, «έκλεισε» οριστικά τον Απρίλιο του 2018, με τον Πιστόριους να παραμένει στη φυλακή.
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Βογιατζή
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Παναγιώτης Φαφούτης: «Το Στιγμιότυπο Της Δόξας»