Όταν το 2017 άνοιξε ξανά η πόρτα των αποδυτηρίων της ΑΕΚ, πίσω της εμφανίστηκαν κάποια γνώριμα πρόσωπα. Σε μία γωνιά, καθόταν και ένα ψηλόλιγνο πιτσιρίκι.
Τον Νίκο Ρογκαβόπουλο, αν και τον ήξερα ως παίκτη, τον γνώρισα όταν τότε εντάχθηκα και πάλι στο προπονητικό τιμ της ομάδας, με χεντ κόουτς τον Σωτήρη Μανωλόπουλο.
Δεν κρύβω ότι πριν δουλέψω μαζί του, είχα επικεντρωθεί στο σωματότυπό του, καθώς είναι ένα παιδί με μεγάλα άκρα.
Ήταν εμφανές πως ξεχώριζε από τους παίκτες της ηλικίας του. Σε ιντριγκάρει πάντα η ιδέα να βοηθήσεις έναν τέτοιο παιδί να φτάσει όσο ψηλότερα μπορεί. Ξεχώριζε για την έφεση στο σκοράρισμα, ήταν ήδη σε καλό επίπεδο και περιμέναμε την εξέλιξή του μέσω και των «μικρών» εθνικών.
Ο Μανωλόπουλος ήταν εκείνος που τον ενέταξε στο πλαίσιο των προπονήσεων της πρώτης ομάδας, είτε ήταν στη 12αδα των αγώνων είτε όχι.
Προγραμματίζαμε ατομικές προπονήσεις μαζί με τον Νίκο, τον Δημήτρη Μωραΐτη, τον Γιάννη Αγραβάνη και τον Γιώργο Τσαλμπούρη, πριν ή μετά το πρόγραμμα της ομάδας.
Μετά τις δύο πρώτες συναντήσεις -στις οποίες καλά-καλά δεν ξέραμε τα ο ένας το όνομα του άλλου- και παρότι τα παιδιά δεν γνώριζαν τον τρόπο δουλειάς μου, υπήρξε απόλυτη συνεννόηση.
Δεν μου πήρε περισσότερες από τρεις προπονήσεις μαζί του για να κατανοήσω ποια ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματά του και με κάνουν να πιστέψω στον Ρογκαβόπουλο.
Κάτι που δεν ήταν εύκολο να κατανοήσει ένας κόουτς που δεν είχε δουλέψει μαζί του είναι πως πρόκειται για ένα παιδί που ακόμη ψήλωνε και συνεχώς έπρεπε να προσαρμόζεται σε ένα νέο κέντρο βάρους.
Καθώς το έκανε απότομα σε τρεις διαφορετικές περιόδους, σε διάστημα δύο ετών, ήταν λογικό να μην έχει την απαιτούμενη συναρμογή στην κίνηση, όπως άλλοι συνομήλικοί του.
Αυτό ήταν φυσιολογικό, αφού ψήλωσε οκτώ πόντους και χρειάστηκε ένα εύλογο χρονικό διάστημα να το συνηθίσει. Αλλά σε πέντε μήνες κέρδισε άλλους οκτώ πόντους ύψος και απαιτήθηκε επιπλέον χρόνος προσαρμογής στα νέα δεδομένα των 202-203 εκατοστών.
Ήταν πολύ δύσκολο για τον Νίκο, διότι κάποιες φορές λόγω της ανάπτυξης έδειχνε ελαφρώς «άτσαλος» στις κινήσεις του…
Ένα γνώρισμα-πλεονέκτημά του είναι πως δεν θέλει ποτέ να σταματά να κάνει προπόνηση. Μπορεί να είχαμε δίωρο πρόγραμμα με την ΑΕΚ και να κάναμε ατομικό άλλης μίας ώρας, ωστόσο δεν ήθελε να φύγει από το γήπεδο!
Μου ζητούσε να του δείξω πάλι κάποια συγκεκριμένη κίνηση ή να ολοκληρώσει την ατομική με 100 εύστοχα σουτ.
Ένα χαρακτηριστικό του, το οποίο είναι έμφυτο, είναι η πολύ καλή αίσθηση που έχει με το καλάθι, ανεξάρτητα αν από τεχνικής άποψης είχε το 2017 ακόμη κάποιες ατέλειες.
Παρακολουθώντας ένα παιδί που δεν θέλει να βγει από το γήπεδο, του αρέσει η προπόνηση, έχει μπασκετικό IQ και έφεση στο σκοράρισμα, κάθε προπονητής πιστεύει πως έχει μέλλον. Το ταβάνι του δεν μπορεί να το προκαθορίσει κανένας.
Έχει ακόμη ατέλειες και θα εξακολουθήσει να τις έχει μέχρι το τέλος της καριέρας του. Δεν υπάρχει παίκτης υψηλού επιπέδου που δεν έχει κάτι τέτοιο να τον ακολουθεί.
Ακόμη και ο Βασίλης Σπανούλης, στα 38 του, προπονείται πιο σκληρά από 20αρηδες για να βελτιώσει το παιχνίδι του. Το παράδειγμά του πρέπει να το ακολουθεί κάθε νεαρός που φιλοδοξεί να κάνει καριέρα.
Το θετικό και ενθαρρυντικό με τον Ρογκαβόπουλο είναι πως είναι εξαιρετικός δέκτης και τα μυαλά του δεν έχουν «πάρει αέρα». Παρότι αυτό είναι δύσκολο για νεαρά παιδιά που έχουν από μικρή ηλικία τα φώτα της δημοσιότητας στραμμένα πάνω τους.
Λαμβάνουν τον τίτλο «μεγάλο ταλέντο» ή «υψηλό πρότζεκτ» ιδιαιτέρως νωρίς και συχνά αυτό το γεγονός επιφέρει τα αντίθετα αποτελέσματα.
Άλλωστε, εμείς οι Έλληνες είμαστε ως λαός άνθρωποι των άκρων και μας αρέσει να επιχειρούμε να εφευρίσκουμε τον «νέο Γκάλη», τον «νέο Διαμαντίδη, Παπαλουκά, Σπανούλη ή Ζήση». Όμως, από την άλλη, είμαστε επίσης οι πρώτοι οι οποίοι στην πρώτη «στραβή» θα τους «χαντακώσουμε»…
Δίχως να θέλω να χαϊδέψω τα αυτιά στο συνάφι των Ελλήνων προπονητών, οι κόουτς δεν βλέπουμε απαραίτητα στο πρόσωπο του κάθε Ρογκαβόπουλου τον νέο μεγάλο σταρ. Πάντως, επειδή υπάρχουν αξιόλογοι προπονητές σε κάθε κλίμακα του ελληνικού μπάσκετ και όχι μόνο στην Α1, υπάρχει έντονο το αισθητήριο να ανακαλύψουμε και να προβλέψουμε τα παιδιά που έχουν το ταλέντο να φτάσουν σε υψηλό επίπεδο.
Ένα από τα μεγάλα προτερήματα του Ρογκαβόπουλου είναι ότι ακούει. Όταν του εξηγείς κάτι με εικόνα από αγώνες του και του επισημαίνεις το λόγο που πρέπει να αλλάξει κάποια στοιχεία του, δεν φέρνει αντιρρήσεις.
Δεν θα σου πει, για παράδειγμα, «μα, καλά, δεν ξέρω να κάνω “σταυρωτή” ντρίμπλα;». Δεν θα θεωρήσει ότι τα κάνει όλα τέλεια και έχει διάθεση να βελτιώνεται.
Όταν στοιχειοθετείς με επιχειρήματα όσα του εξηγείς -και γιατί με έναν νέο τρόπο θα γίνει καλύτερος-, δεν χρειάζεται χρόνος να καταλάβει ότι κάτι δεν το κάνει καλά και κατανοεί το λάθος του.
Η σεζόν 2019-2020 δεν ολοκληρώθηκε λόγω κορονοϊού και ουσιαστικά είχαμε από τον Μάρτιο ένα μεγάλο «καλοκαίρι» μπροστά μας. Ο Νίκος, το ίδιο βράδυ που ανακοινώθηκε το λοκντάουν της άνοιξης του 2020, μου τηλεφώνησε. Με ρώτησε αν μπορούμε να βρούμε ένα κλειστό γήπεδο, ώστε να προπονηθούμε ατομικά.
Του εξήγησα πως αυτό είναι αδύνατο και σκέφτηκε αμέσως τη λύση του ανοικτού. Του θύμισα πως είναι επαγγελματίας παίκτης και όχι παιδί των ακαδημιών, όπως έκανα για παράδειγμα με την προπόνηση της κόρης μου.
«Εσύ και ο πατέρας μου πού μεγαλώσατε; Δεν παίζατε σε ανοικτά γήπεδα; Γιατί για μένα να υπάρχει διαφορά;», με ρώτησε πάλι, αφοπλιστικά. Του απάντησα ότι είχε απόλυτο δίκιο και «απαίτησε» να ξεκινήσουμε από την επόμενη ημέρα!
Το επόμενο βήμα μας, καθώς στα περισσότερα ανοικτά είτε οι πόρτες ήταν κλειδωμένες είτε οι δήμοι είχαν κατεβάσει τα στεφάνια, ήταν να βρούμε δύο-τρία ήσυχα και απόμερα γήπεδα.
Να βρούμε χώρους που να έχουν μεν λουκέτα, αλλά να μπορούμε να πηδήξουμε τις μάντρες! Και, επίσης, να μην είναι σε κάποιο πέρασμα, ώστε να αποφύγουμε τις καταγγελίες. Υπήρξαν δύο-τρεις φορές που οι περίοικοι μάς έκαναν παρατήρηση.
Στο πρώτο λοκντάουν δεν γνωρίζαμε και πολλά πράγματα για τις μετακινήσεις από δήμο σε δήμο και ψάξαμε γήπεδα προφυλαγμένα από τα μάτια. Για να μην συναντάμε κόσμο, για να γίνεται απερίσπαστα η προπόνηση.
Για να το πετύχουμε αυτό, διαμορφώσαμε ένα πρόγραμμα προκειμένου να πηγαίνουμε είτε πολύ πρωινές ώρες είτε κάποια μεσημέρια, σε χώρους χωρίς πολλά σπίτια στη γειτονιά.
Κάναμε δύο με τρεις ώρες προπόνηση και για περίπου ένα τρίμηνο ο Νίκος δεν πήρε ούτε ένα ρεπό! Είναι ένα παιδί που δεν θέλει να βγει από το γήπεδο.
Ειδικά όταν του δείξεις κάτι καινούριο και θεωρεί ότι δεν το καταφέρνει, θέλει να επιμείνει. Του έλεγα «αγόρι μου και αύριο μέρα είναι», όμως ήθελε να φύγει από εκεί και να αισθάνεται πως ένα μειονέκτημα το βελτίωσε ή το άλλαξε.
Εκείνο το διάστημα ξεκινήσαμε με το σκεπτικό -και το επισημάναμε από την πρώτη μέρα- ότι η διακοπή λόγω Covid-19 δεν είναι ανασταλτικός παράγοντας για την εξέλιξή του.
Στην αρχή… χτυπιόταν και έλεγε «τι είναι αυτό που μου συνέβη, τώρα που σκεφτόμουν και το ντραφτ του ΝΒΑ;». Όμως κατάλαβε πως το να μπορείς για ένα τρίμηνο να κάνεις τρεις ώρες προπόνηση και να βελτιώσεις όλα τα κακώς κείμενα του παιχνιδιού σου, ήταν κάτι σαν «ευλογία».
Δεν θεωρώ ότι τελειοποιήσαμε κάθε στοιχείο του, όμως φεύγαμε από την προπόνηση ξέροντας πως μερικά από αυτά τα δούλεψε σκληρά και τα έκανε καλύτερα.
Βάλαμε κομμάτια στο παιχνίδι του που ούτε μπορούσε να φανταστεί ότι θα έχει αρκετό χρόνο -μέσα σε μία απαιτητική σεζόν- να τα προσθέσει στο ρεπερτόριό του. Ασχολήθηκε και με το κορμί του και με την τεχνική του και έπειτα από συνολικά πέντε μήνες σκληρής δουλειάς πήγε το παιχνίδι του τουλάχιστον τρία βήματα πιο μπροστά.
Βρήκε πιο σταθερό ρόλο στην ΑΕΚ και έφτασε τον Νοέμβριο του 2020 μέχρι και στην πόρτα της Εθνικής Ανδρών!
Την πρώτη μέρα των προπονήσεών μας, του εξήγησα ότι θα πρέπει να πει στον εαυτό του ότι είναι σαν μην ξέρει να κάνει ούτε μία ντρίμπλα. Σαν να μην του έχει δείξει ποτέ κανένας τίποτα και σαν να μην γνωρίζει πώς να τρέχει, πώς να πατάει και πώς να σταματάει στο γήπεδο.
Πολλά παιδιά ακόμη δεν τα ξέρουν, γιατί και πολλές ακαδημίες μπάσκετ έχουν σταματήσει να δίνουν βάση σε αυτά τα χαρακτηριστικά.
Χάσαμε την ουσία του μπάσκετ, που είναι η εκμάθηση των βασικών του αθλήματος και μετά να μάθεις στο παιδί να κάνει σκριν ή να λειτουργεί σε ένα σύστημα…
Πρέπει να προσπαθήσουμε πρώτα να μάθουμε το κάθε παιδί πώς τρέχει, πώς σταματά και πώς προσγειώνεται μετά το άλμα. Για παράδειγμα, σε μία απλή «σταυρωτή» ντρίμπλα, υπάρχουν παιδιά που δεν ξέρουν ότι η προσποίηση δεν έχει να κάνει μόνο με τη μπάλα, αλλά κυρίως με τα μάτια και το σώμα.
Με τον Νίκο δουλέψαμε σε τέτοια κομμάτια από την αρχή και κυριολεκτικά βήμα-βήμα. Δεν ήταν εύκολο.
Κάναμε τζαμπ-στοπ και θέλαμε να δούμε αν το πόδι προσγειώνεται με τις μύτες, με όλο το πέλμα ή με τη φτέρνα. Το κάναμε 200 φορές και δεν είναι συνηθισμένο για έναν παίκτη επιπέδου της ΑΕΚ να του δείξεις πάλι πώς να κάνει τζαμπ-στοπ.
Όταν ξεκινάς τον άλλον από το «Α», ενώ θεωρεί πως είναι στο «Ζ» και πηγαίνει προς το «Ω», είναι σημαντικό να έχεις τη συνεργασία και την κατανόηση αυτού του παίκτη.
Ο Ρογκαβόπουλος είναι επίσης τυχερός που έχει συμπαίκτη στην ΑΕΚ έναν παίκτη-παράδειγμα όπως ο Νίκος Ζήσης. Έναν καταξιωμένο αθλητή που δουλεύει όπως όταν ήταν έφηβος.
Ο Ζήσης είναι πρότυπο γιατί συγκαταλέγεται σε αθλητές που έχουν πάρει τίτλους, έχουν λύσει το οικονομικό πρόβλημα της ζωής τους κι όμως συνεχίζουν και κάθε μέρα μαθαίνουν κάτι νέο.
Πλάι σε τόσους έμπειρους παίκτες όπως εκείνοι που απαρτίζουν το ρόστερ της ΑΕΚ, ο Νίκος μαθαίνει δύο απλά, αλλά ταυτόχρονα πολύτιμα πράγματα.
Αρχικά, ότι μέχρι να τελειώσεις την καριέρα σου διδάσκεσαι κάθε μέρα κάτι καινούριο. Και μεγαλώνοντας οφείλεις να προπονείσαι πιο σκληρά από όσο όταν ήσουν νέος και ξεκινούσες το μπάσκετ. Το δεύτερο είναι η υπομονή που πρέπει να έχεις μέχρι να φτάσεις στο σημείο να θεωρείς τον εαυτό σου έτοιμο για να παίξει στο υψηλότερο και πιο ανταγωνιστικό επίπεδο.
Κανένας δεν χαρίστηκε στους τέσσερις-πέντε πρωτοκλασάτους παίκτες που πέρασαν από το ελληνικό μπάσκετ τα τελευταία 15-20 χρόνια και δεν υπάρχει μεγαλύτερο σχολείο από αυτό.
Η γενιά των Ζήση, Παπαλουκά, Σπανούλη και Διαμαντίδη μάς δίδαξε και το «σεμνά και ταπεινά». Παρακολουθήσαμε τέσσερις σπουδαίους αθλητές, που παράλληλα ήταν πανέξυπνα παιδιά για να καταλάβουν αυτό που δεν είναι χαρακτηριστικό της φυλής μας.
Αυτές οι μεγάλες προσωπικότητες συνυπήρξαν, επιβεβαίωσαν το «ισχύς εν τη ενώσει», το οποίο όταν το καταφέρνεις σε φτάνει στο Έβερεστ και όταν όχι, σε κάνει να δείχνεις πιο μικρός από τον μικρό…
Δίχως να θέλω να μειώσω την εμπειρία και τη διάθεση για συνεισφορά άλλων παικτών της ΑΕΚ, όπως για παράδειγμα ο Κιθ Λάνγκφορντ, αλλά ο Νίκος Ζήσης με τον Γιόνας Ματσιούλις είναι συνεχώς δίπλα στον Ρογκαβόπουλο.
Είναι δύο παίκτες που από πολύ μικρή ηλικία λειτουργούσαν στον αγώνα ως «προπονητές μέσα στο παρκέ». Δεν είναι τυχαία η πορεία τους.
Είναι, την ίδια στιγμή, οι πιο σκληροί κριτές του Ρογκαβόπουλου και ξέρουν πως μόνο αν υιοθετήσεις αυστηρή κριτική σε έναν νέο ταλαντούχο συμπαίκτη, θα τον βοηθήσεις. Και αν ένας νεαρός δεν το καταλάβει αυτό, μόνο θα χάσει. Ο Νίκος είναι τυχερός που έχει τόσο σπουδαίους συμπαίκτες δίπλα του.
Και αν και δεν είχα την ευτυχία να προλάβω και να συνεργαστώ με τον Ζήση, δούλεψα παρέα με τον Ματσιούλις και αυτό που φαίνεται από τις κάμερες, πολλαπλασιάζεται επί δέκα στη λειτουργία της ομάδας και τη συνεισφορά και τις συμβουλές προς τους νεότερους.
Ο Λιθουανός φόργουορντ είναι ένας κύριος, τρομερός αθλητής, μεγάλος παίκτης και καταπληκτικός άνθρωπος, ειδικά όταν τον ζεις από κοντά και δουλεύεις μαζί του. Συχνά, είναι σαν δεύτερος πατέρας για έναν πιτσιρικά στην ομάδα.
Οι γονείς, και ειδικά οι Έλληνες γονείς -και βάζω και τον εαυτό μου μέσα- συχνά βιαζόμαστε, σε ό,τι αφορά στα παιδιά μας.
Εγώ, πάντως, ίσως και λόγω ιδιότητας, ήμουν πάντα αυστηρός κριτής των παιδιών μου και δεν είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι έχουν ανακαλύψει τη μεγάλη «ταλεντάρα» στον γιο ή την κόρη τους.
Οι περισσότεροι γονείς, όμως, έχουν αυτή την τάση και ενδεχομένως να είναι γνώρισμα των μεσογειακών λαών και όχι των βόρειων χωρών.
Πολλές φορές, τα δικά μας απωθημένα, όσα δεν καταφέραμε εμείς στα σπορ είτε γιατί δεν είχαμε το ταλέντο είτε μας «κυνηγούσαν» οι δικοί μας γονείς με το σχολείο, τα μεταφέρουμε στα παιδιά μας.
Ίσως γιατί στα δικά μας χρόνια μάς έλεγαν ότι «το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ δεν θα σας ταΐσει».
Αυτή την τάση να μεγιστοποιούμε πολύ νωρίς τα καλά χαρακτηριστικά κάποιων νεαρών αθλητών την έχουμε ενίοτε και εμείς οι προπονητές. Διότι θέλουμε να βγάλουμε τον νέο μεγάλο παίκτη, να γίνουμε μέντορες. Όμως χάνουμε την ουσία.
Ξεχνάμε ότι το πρώτο πράγμα, πέρα από τα βασικά και την τεχνική -και πρέπει να θυμόμαστε ότι είμαστε εκπαιδευτικοί, δάσκαλοι– είναι πως οφείλουμε να βλέπουμε το σύνολο και μετά ξεχωριστά έναν αθλητή.
Γνωρίζουμε πως σε κάθε 100 παιδιά με τα οποία δουλεύεις, θα είσαι τυχερός αν το ένα κατορθώσει να παίξει σε ανδρική ή γυναικεία ομάδα. Τα υπόλοιπα 99 πρέπει να αποκτήσουν το σωστό υπόβαθρο, ώστε να λειτουργήσουν στην κοινωνία και να γίνουν στο μέλλον καλός φίλαθλος και καλός παράγοντας σε μία τοπική ομάδα.
Το ένα παιδί που ξεχωρίζει, θα πρέπει να διαπιστώσουμε περίπου στα 17 του αν έχει το ταλέντο και την προσωπικότητα να εξελιχθεί και να παίξει.
Επίσης, παρότι ο καλός γυμναστής, ο καλός διατροφολόγος και ο καλός κόουτς σαφώς βοηθούν, είναι πρόωρο να τους αναζητούν οι γονείς για παιδιά 12-13 ετών.
Το να ασχοληθείς τόσο επισταμένως από τόσο νωρίς είναι υπερβολικό. Βιαζόμαστε όλοι μας, με πρώτους απ’ όλους τους γονείς. Έχουμε την τάση να κάνουμε πρόωρα τα παιδιά επαγγελματίες, ενώ δεν είναι έτοιμα.
Λησμονούμε ότι τα σπορ είναι πάνω απ’ όλα παιχνίδι και αυτή τη χαρά δεν πρέπει να την στερούμε από τα πιτσιρίκια, με την υπερβολική πίεση.
Στην Ελλάδα, επιπλέον, εμείς οι προπονητές έχουμε ένα μεγάλο μειονέκτημα. Κρινόμαστε αυστηρά σε κάθε αρνητικό αποτέλεσμα. Τη μία μέρα μάς σηκώνουν στα χέρια και την επόμενη εβδομάδα, σε μία ήττα, γινόμαστε αυτομάτως οι χειρότεροι…
Σαφώς και οι Έλληνες προπονητές δεν βρίσκονται τυχαία σε ομάδες όπως η ΤΣΣΚΑ Μόσχας, η Μακάμπι Τελ Αβίβ, ο Ολυμπιακός, ο Παναθηναϊκός, η Ούνικς Καζάν, γιατί είναι «σκακιστές».
Παλαιότερα όλοι μιλούσαν για τη γιουγκοσλαβική σχολή προπονητών και στις μέρες μας λένε για την ελληνική. Αξιόλογοι κόουτς υπάρχουν και στις μικρότερες κατηγορίες.
Αν στον Έλληνα προπονητή πρόσφερες τη σιγουριά ενός πλάνου τετραετίας ή πενταετίας, όπως για παράδειγμα στο πανεπιστημιακό πρωτάθλημα των Η.Π.Α., χωρίς κρίση από την πρώτη σεζόν, θα βλέπαμε δέκα φορές καλύτερους κόουτς.
Δίχως τον άμεσο φόβο της απόλυσης, θα έπαιρναν πολύ πιο εύκολα το ρίσκο να δώσουν ευκαιρίες σε νέα παιδιά.
Είδαμε δύο μεγάλες μορφές του αμερικανικού μπάσκετ, όπως ο Ρικ Πιτίνο ή ο Λάρι Μπράουν, πώς κατακρίθηκαν και πώς έφυγαν από την Ελλάδα και την Ιταλία, αντίστοιχα…
Με συνθήκες όπως το κολεγιακό μπάσκετ, θα ήταν ευκολότερο να παίξει από νωρίς ο κάθε Ρογκαβόπουλος και όχι στον πρώτο, αλλά στον τρίτο χρόνο να τον κρίνεις. Και να κριθείς κι εσύ…
Ποιος Έλληνας κόουτς θα ακούσει «μπράβο» στα μέρη μας, όταν ρισκάρει να δώσει χρόνο σε νεαρά παιδιά, τα οποία μπορούν έτσι να ετοιμαστούν για την επόμενη δεκαετία;
Παρατηρούμε πως σε διαφορετικά περιβάλλοντα, όπως π.χ. στην Ισπανία, ότι πλαισιώνουν έναν Λούκα Ντόντσιτς από τα 17 του με έμπειρους παίκτες και του δίνουν ευκαιρίες και περιθώριο ακόμη και στο λάθος.
Πάντως, ο Σλοβένος γκαρντ των Ντάλας Μάβερικς πια, είναι μία περίπτωση ταλέντου «ένα στο εκατομμύριο», όπως παλαιότερα ο Ντέγιαν Μποντίρογκα.
Στην Ελλάδα καλώς κάνουν και επενδύουν στο μέλλον, όταν αποφασίζουν κάποιο «παιδομάζωμα», ακόμη και με στόχο να τον αποκτήσουν πριν τον «κλέψει» ένας ανταγωνιστής. Το λάθος δεν είναι πρωταρχικά, ή βασικά, των ομάδων.
Το σφάλμα, κατά την άποψή μου, είναι των ίδιων των παικτών και των οικογενειών τους, οι οποίοι μόλις ακούσουν για το ενδιαφέρον των μεγάλων συλλόγων, επαναπαύονται στο χρονικό σκέλος και την οικονομική εξασφάλιση.
Αρνούνται το ενδεχόμενο μίας μικρότερης ομάδας και μίας χαμηλότερης αμοιβής, αν και εκεί το παιδί μπορεί να αγωνίζεται και 25-30 λεπτά.
Ίσως να έκανα κι εγώ το ίδιο λάθος ως γονέας, αν δεν ήμουν προπονητής. Ίσως κι εγώ να επέλεγα την εύκολη λύση, που σε κάνει να βλέπεις το δέντρο και να χάνεις το δάσος.
Πολλοί προτιμούν ένα μεγάλο συμβόλαιο και ακούν την άποψη του ατζέντη, ο οποίος βεβαίως και θέλει να κάνει το καλύτερο για τον πελάτη του.
Γι’ αυτό και επιμένω πως η απόφαση πρέπει να είναι του παιδιού και της οικογένειας, αν και συνήθως οι συμβουλάτορες είναι πολλοί…
Τα παιδιά πρέπει να μάθουν να κερδίζουν όσα αξίζουν. Να διδάσκονται να έχουν υπομονή, όπως έκανε και ο Νίκος Ρογκαβόπουλος.
Αυτό που δουλεύει ο Νίκος, προς τιμήν του, είναι η υπομονή. Δουλεύει ξανά και ξανά τα βασικά και σημασία έχει να μείνει με τα πόδια στο πάτωμα και πρώτα να δείχνει όσα μπορεί στο παρκέ.
Είναι ένα παιδί που κάνει τα πάντα για να πετύχει βήματα προς τα πάνω και να βελτιώνει διαρκώς τις ατέλειές του. Σημασία έχει να πιστεύεις στον εαυτό σου, με στόχο να αποδεικνύεις κάθε μέρα τις ικανότητές σου.
Ο Βαγγέλης Μάγειρας είναι προπονητής μπάσκετ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Νίκος Ντούγιας: «Η επιβράβευση του Μαντζούκα» / Βαγγέλης Τζόλος: Ο ξεχωριστός Αλεκσέι Ποκουσέφσκι
Ανδρέας Γλυνιαδάκης: Κυνήγησε το όνειρό σου
Γιάννης Σιούτης: Ο πρώτος μου κόουτς» / Ανδρέας Κουτσούρης: Ακολουθώντας Τα Όνειρά Τους