Ο χρόνος είναι μια διαίσθηση διασπασμένων στιγμών που συνδέονται μεταξύ τους με μια αιτιώδη σχέση αναπόφευκτης συνέχειας.
Είναι φυσικό κομμάτι της ζωής μας, πολλές φορές αυτή η συνάφεια μας διαφεύγει, γιατί συνδέουμε τον χρόνο με την τύχη ή τις συνθήκες.
Δεν είναι ξεκάθαρο εάν οι στιγμές αποτελούν απαραιτήτως συστατικά μιας αθλητικής καριέρας.
Στη σημερινή εποχή της ξέφρενης πληροφορίας, χιλιάδες στιγμές περνούν από μπροστά μας, πολλές χάνονται στο scroll ενός smartphone, σε κάποιες δίδεται περισσότερη σημασία, κάποιες άλλες υποβαθμίζονται επειδή δεν αφορούν το σωστό πρόσωπο.
Ο Άνχελ Ντι Μαρία είχε όλα τα εχέγγυα να είναι το σωστό πρόσωπο. Διέθετε το ταλέντο, την πολύ σπάνια ικανότητα να μπορεί να αντικαθιστά αυτήν τη σύγχρονη, μεταμοντέρνα δομή της «συνέχειας του χρόνου».
Το μονοπάτι της καριέρας του πέταξε με την ίδια πλευρική ταχύτητα με την οποία ταξίδεψε κι εκείνος στις πλάγιες γραμμές των γηπέδων που έπαιξε και παίζει ποδόσφαιρο. Υπήρξε το ίδιο εκθαμβωτικός και ανώνυμος, είχε τη μοναδική ικανότητα να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται από το προσκήνιο σαν να επρόκειτο για κομήτη που αναβοσβήνει στον ουρανό.
Δεν υπάρχουν πιο εκκωφαντικές παύσεις από τις δικές του, δεν υπάρχει άλλη, παρόμοια περίπτωση μεγάλου ποδοσφαιριστή με «διακεκομμένη» πορεία καριέρας.
Είναι ο πρώτος, ίσως ο μοναδικός, ποδοσφαιριστής της σύγχρονης, αλλόκοτης εποχής με «διάσπαση στιγμών».
Το προσωνύμιό του είναι Fideo, λεπτός σαν «φιδές», σαν σπάγκος. Αυτό το πολύ λεπτό αγόρι, με τα μακριά χέρια και τον ισχνό κορμό, έγινε ένας από τους ισχυρότερους και καλύτερα αμειβόμενους ποδοσφαιριστές στον κόσμο.
Ο μόνος που τον πίστευε ήταν ο πατέρας του, ο Μιγκέλ, ένας ακόμα Αργεντίνος «χαμένος» ποδοσφαιριστής, στη λίστα με τους εκατοντάδες χιλιάδες που ένας τραυματισμός τους εξαφάνισε από την ιστορία. Από αστέρι της Ρίβερ, ο Μιγκέλ έγινε ανθρακωρύχος, πάλευε για το μεροκάματο για να θρέψει τη Ντιάνα και τα τρία παιδιά.
«Όταν ο πατέρας μου έμαθε ότι με ήθελε η Μπενφίκα, κάθισε απέναντί μου στο σαλόνι και μου είπε ότι τα τραίνα περνούν απ’ το δικό μας το σταθμό μόνο μια φορά. Σε αυτά τα τραίνα ανεβαίνεις χωρίς να ρωτάς πού πηγαίνουν, κοιτάς μπροστά και δεν ξαναγυρίζεις πίσω».
Ο Ντι Μαρία ανέβηκε στο τραίνο. Δούλεψε, έκανε θυσίες, ήταν τυχερός, ήταν άτυχος, αλλά το βασικό στόχο που είχε στη ζωή του, μπορεί να ισχυριστεί ότι τον εκπλήρωσε και με το παραπάνω. Όταν ανέβηκε σε εκείνο το τραίνο, το μοναδικό πράγμα που ήταν κολλημένο στο μυαλό του ήταν να βγάλει αρκετά λεφτά, ώστε να φροντίσει τους γονείς του.
Αυτό ήταν το κίνητρο. Ταπεινό, ακόμα και κενόδοξο για τη δυτικοευρωπαϊκή σχολή θεώρησης των πραγμάτων. Έτσι είναι οι λατινοαμερικάνοι όμως. Ταπεινοί. Ξεκινούν από αγνά, απτά κίνητρα και το χρόνο τον οριοθετούν μόνοι τους, με δικούς τους εσωτερικούς διακόπτες.
Είναι και αυτή μια τακτική για να εξαπατάται ο χρόνος, αρκεί το δάχτυλο στο διακόπτη να είναι το δικό μας και να μην καθορίζουν άλλοι τη μοίρα και τις παύσεις στην καριέρα μας. Ο Ντι Μαρία στην Πορτογαλία έφτιαξε το όνομά του, στους Αετούς μετέτρεψε εαυτόν σε prospect και «υλικό» για το ανώτατο επίπεδο.
Η Ρεάλ δεν είναι περιβάλλον για διάττοντες αστέρες. Είναι ένας οργανισμός που επιτρέπει και παταγώδεις αποτυχίες και καταστροφικές μεταγραφές και ό,τι βάζει ο νους. Αλλά τη λευκή φανέλα με τα χρυσά γράμματα δεν την φορά όποιος κι όποιος.
Ο Fideo είναι από τους ποδοσφαιριστές, από τους ανθρώπους καλύτερα, που οι αναμνήσεις ξεπερνούν κατά πολύ τις φιλοδοξίες τους.
Έφτασε στο αποκορύφωμα το καλοκαίρι του 2014, μη πρεσβεύοντας το «δικό του» ποδόσφαιρο, κάνοντας αυτό που ο ίδιος θεωρούσε αδιανόητο: ήταν μέλος της ομάδας της “Decima”.
Το «δέκατο» δεν ήταν για τη Ρεάλ ένας ακόμα τίτλος, δεν είναι μια απλή «στιγμή». Το «δέκατο» είναι χαραγμένο στην ιστορία όπως όλα τα μνημεία, είναι το landmark μιας ολόκληρης εποχής, ο αόρατος μίτος της διασύνδεσης με το ένδοξο παρελθόν.
Ο Ντι Μαρία για να «χωρέσει» σε εκείνη τη Ρεάλ, είχε πάψει να αγωνίζεται στα άκρα, είχε φύγει από το comfort zone της πλάγιας γραμμής, εκεί που γνώριζε ότι είναι ο καλύτερος και δεν μπορεί να τον σταματήσει κανένας.
Ο Αντσελότι τον είχε φέρει προς τα μέσα, τον είχε πείσει να θυσιάσει τις απαράμιλλες ικανότητές του στην τρίπλα, στο ξεπέταγμα, στο ένας εναντίον ενός, προκειμένου να κερδίσει η ομάδα έναν άτυπο all midfielder ποιότητας και να αποκτήσει την ταχύτητα που της έλειπε από το νευραλγικό χώρο του κέντρου.
Η σύγχυση για τον Fideo ήταν τεράστια, έπρεπε να αποδεχθεί μια άνευ προηγουμένου αλχημεία και να καθυποτάξει το «εγώ» στο «εμείς». Δεν είναι εύκολο σε αυτό το επίπεδο, μην το θεωρείτε δεδομένο.
Ο Ντι Μαρία, πρώτα στην ομάδα του, παρόντος Κριστιάνο Ρονάλντο, και κατόπιν στην Εθνική, παρόντος Λιονέλ Μέσι, έπρεπε να βρει την εσωτερική ισορροπία να ανταπεξέλθει στο ρόλο του supporting cast. Απέδωσε μόνο όταν κατάλαβε ότι ο υποστηρικτικός ρόλος δεν είναι κομπάρσος, όταν αντιλήφθηκε ότι το σωστά εκπαιδευμένο και καταρτισμένο κοινό, γνωρίζει πως να ξεχωρίζει τους αληθινούς πρωταγωνιστές κι ας μην είναι το όνομά τους πρώτο στη μαρκίζα.
Μετά την κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ εκείνο το Μάιο στο «δικό του» Ντα Λουζ, στον ορίζοντα ήταν μόνο ο τελικός στο Μαρακανά. Ο Fideo είχε αφήσει το διακόπτη μονίμως ανοικτό, νόμιζε ότι ορίζει πάντα μόνος του τη συνέχεια του χρόνου.
Η Μπραζίλια όμως είναι μια πόλη που τον χρόνο δεν τον γνώρισε ποτέ, η λογική της βασίζεται σε μια τεχνητή ισορροπία που θεμελίωσαν οι φωτισμένες θεωρίες του Λε Κορμπυζιέ. Ο πρώιμος μοντερνισμός ήταν τόσο ξένος, τόσο απρόβλεπτος, που σόκαρε.
Το ίδιο απρόβλεπτος ήταν και ο τραυματισμός του Ντι Μαρία στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Βραζιλίας, ένα απλό επεισόδιο, μια μικρή «στιγμή» που σήμανε το τέλος της προσωπικής του κούρσας προς το πολυπόθητο τρόπαιο.
Αναλογιστείτε πόσο διαφορετική μπορούσε να είναι η ροή των πραγμάτων εάν ο Ντι Μαρία ήταν εκεί. Η Αργεντινή μετά από τον τραυματισμό του δεν ξανασκόραρε ποτέ. Ο Μέσι συνετρίβη και εξακολουθεί να τον κυνηγά η ερινύα της μη κατάκτησης ενός Μουντιάλ «όπως έκανε ο Ντιέγκο» για να θεωρείται ο καλύτερος.
Πόσες ζωές, πόσες παράλληλες ιστορίες επηρεάστηκαν από εκείνον τον τραυματισμό του Ντι Μαρία…
Το εμπόδιο των Ολλανδών ξεπεράστηκε στα πέναλτι, μετά το άχαρο και κουραστικό 0-0 κανονικής διάρκειας και παράτασης. Το γκολ του Μάριο Γκέτσε όμως ήταν μαχαιριά στην καρδιά μιας ολόκληρης χώρας.
Χρόνια μετά από εκείνον το μοιραίο τελικό, έγινε γνωστό ότι ο Άνχελ είχε κάνει τα πάντα για να παίξει. Παρακαλούσε κλαίγοντας τους γιατρούς της Ομοσπονδίας να του κάνουν οποιαδήποτε ένεση, να του δώσουν ό,τι παυσίπονο υπάρχει. Ακόμα και με κίνδυνο της καριέρας του.
Παρενέβησαν οι νομικοί της Ρεάλ, της οποίας εξακολουθούσε να αποτελεί περιουσιακό στοιχείο. Στην ανταλλαγή των email, με έντονα γράμματα ήταν σημειωμένη η σύσταση των επιστημόνων: «σοβαρός κίνδυνος για την ακεραιότητα της δομής της μυοσκελετικής μονάδας».
Ο Fideo έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να ανατρέψει την ειλημμένη απόφαση. Θα υπέγραφε οποιοδήποτε χαρτί, θα έθετε την ίδια του την καριέρα σε κίνδυνο αρκεί να έπαιζε σε εκείνον τον τελικό. Γιατί τα τραίνα περνούν μονάχα μια φορά και αν δεν ανέβεις τα χάνεις άπαξ και διά παντός.
Εκεί έσπασε και ο ομφάλιος λώρος με τη Ρεάλ. Την ίδια τη χρονιά της “Decima” την ίδια περίοδο που θεωρείτο «ο νούμερο 2». Η πλευρά του ποδοσφαιριστή εκ των υστέρων κάνει λόγο για στρατηγική απόφαση των ιθυνόντων της Ρεάλ, γιατί είχαν ξεκινήσει ήδη οι συζητήσεις για την πώλησή του.
Ο χρόνος πίεζε, ο τελικός ήταν την επόμενη ημέρα. Ο Ντι Μαρία με δάκρυα στα μάτια -δεν είναι σχήμα λόγου- στάθηκε μπροστά στον Σαμπέγια, γεμάτος αβεβαιότητα και με πολύ ασταθή ψυχολογική κατάσταση του είπε: «Εγώ είμαι. Θέλω να κερδίσω το Κύπελλο. Βάλε με να παίξω. Θα παίξω μέχρι να σπάσω».
Ξέσπασε σε λυγμούς αμέσως μετά, ο Σαμπέγια τα ‘χασε. Στα ρεπορτάζ της εποχής διαβάσαμε το στυγνό «κρίθηκε ανέτοιμος να αγωνιστεί». Είναι στιγμές που ξεπερνούν τον ίδιο μας τον εαυτό, στιγμές που δεν μπορούμε να αποφύγουμε. Στο τέλος όμως, είναι στιγμές που επαναπροσδιορίζουν τη σχέση των ανθρώπων με το περιβάλλον και την ίδια τους την ύπαρξη.
Η ιστορία μετά εκείνα τα δάκρυα είναι γνωστή. Τη θλίψη διαδέχθηκε η απρόθυμη μετακίνηση στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Η καριέρα του σκεπάστηκε με μια κουβέρτα τόσο παχιά, όσο ο αέρας της πόλης την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης.
Η κόντρα με τον φλεγματικό και «ανάποδο» Φαν Χάαλ τον έστειλε συστημένο στο χρυσοποίκιλτο παριζιάνικο καταφύγιο. Η επίπλαστη ησυχία του Παρισιού, η θλιβερή μελαγχολία του κενού πλούτου. Εξακολουθεί να προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια του εκεί, γνωρίζοντας ότι το μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου χρόνου τον έχει εγκαταλείψει.
Ο Ντι Μαρία στο Παρίσι είναι σαν το μυθιστόρημα του Χέμινγουεϊ. «Το Παρίσι είναι μια γιορτή», αρκεί να αισθάνεσαι απογοητευμένος, αρκεί να σε καθοδηγούν ονειρικές μυρωδιές και μελαγχολικές σκέψεις. Υπερνικάς το φόβο φτάνοντας στη διάσταση της αθανασίας, δημιουργώντας προσδοκίες και εντάσεις, στην ουσία όμως όλα είναι προϊόντα αυτοκατανάλωσης της αναμονής.
Αυτό έκανε ο Fideo στο Παρίσι. Έθεσε εαυτόν σε αναμονή. Ούτε άνοιξε, ούτε έκλεισε το διακόπτη. Κρατά το δάχτυλο στη μέση, σαν να περιμένει να επιστρέψει σε εκείνη τη νύχτα της Λισαβόνας και να ξαναζήσει το καλοκαίρι της Βραζιλίας από την αρχή.
Σπανίως μαθαίνουμε νέα του, βλέπουμε highlights ή θαυμάζουμε κάποιο γκολ πια. Καταφεύγουμε στο λαβύρινθο του άγνωστου και μετά συνειδητοποιούμε με πίκρα της απουσίας του. Μια απουσία διαρκείας για μας κι ακόμα δεν φτάνει ούτε κατά διάνοια τη διάρκεια της απουσίας για ένα και μόνο παιχνίδι στο μυαλό του.
Οι υψηλές του νότες ξεθώριασαν, τον σταμάτησε η παράξενη ψυχοσωματική ανισορροπία και η πεποίθηση ότι το δικό του τραίνο δεν θα ξαναπεράσει ποτέ. Ο αργός του θάνατος συνεχίστηκε, ξαναζούσε το δράμα με την Εθνική και του 2014 στο Παγκόσμιο Κύπελλο και του 2015 και του 2016, όταν η Χιλή διέλυσε και ξαναδιέλυσε την Αργεντινή στο Κόπα Αμέρικα.
Ο χρόνος πια έγινε ο μεγαλύτερος εχθρός του Ντι Μαρία, το μεγαλύτερο εμπόδιο να ολοκληρώσει όπως ξεκίνησε.
Οι υποτροφικοί του μύες δεν αντέχουν πια υψηλούς ρυθμούς και αυξανόμενη ένταση. Οι πραγματικές πληγές του δεν είναι ορατές, εξαφανίστηκαν μονάχα για να προλάβει το Κατάρ. Πρόλαβε αυτό που κυνηγούσαν κι ο ίδιος και ο Μέσι μια ζωή, σήκωσε δακρυσμένος το Παγκόσμιο Κύπελλο γιατί ήξερε ότι αυτό ήταν το μοναδικό παράθυρο στο χωροχρόνο. Στα 35 του χρόνια. Όσες οι μπάλες που κόστισε η μεταγραφή του από τη μικρή Club Atletico El Torito, στη Rosario Central. 35 μπάλες κόντρα στα 160 εκατομμύρια που ξοδεύτηκαν για τις μεταγραφές του στις κορυφαίες ευρωπαϊκές ομάδες.
Το παραμυθένιο ταξίδι του Κατάρ ήταν το όνειρο μιας ολόκληρης γενιάς που γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 στην Αργεντινή. Μια ολόκληρη γενιά που έπρεπε να ξαναγεννηθεί για να πετύχει εκεί που απέτυχαν οι προηγούμενες, ακόμα και η ίδια. Μια γενιά που περίμενε στωικά κι απεγνωσμένα να περάσει ξανά το ίδιο τραίνο για να δώσει συνέχεια στις στιγμές και να γράψει από την αρχή την ιστορία.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro