Η άυλη κληρονομιά μιας ιδεολογίας ή η παρακαταθήκη ενός ατόμου, ο αντίκτυπός τους στην καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων, μπορεί να αναζητηθεί και να βρεθεί στο πνεύμα ενός λαού ή μιας κοινωνικής ομάδας, μέσα από μια φαινομενικά ασήμαντη κοινωνιολογική ανάλυση.
Όταν αναζητούνται όμως ίχνη για κάτι πιο συγκεκριμένο, κάτι πιο «απτό», καθίσταται σαφές ότι κάποια πράγματα στη ζωή μας μένουν ανέγγιχτα.
Αναλογιστείτε τα βαπτιστικά μας ονόματα. Πάντα υπάρχει κάποιος άλλος που αποφασίζει, καθοδηγούμενος από συγκεκριμένα κίνητρα. Ακόμα και το πιο κοινό όνομα κρύβει μέσα του μια ιστορία, μια κληρονομιά, μια παρακαταθήκη. Πολλώ δε μάλλον, όταν το όνομα δεν είναι κοινό και χρειάζεται λιγότερες εξηγήσεις.
Μια φινλανδική εφημερίδα, η HS (Helsingin Sanomat), στο πλαίσιο μιας δημόσιας διαβούλευσης, διενήργησε μια τεράστια έρευνα προσωπικών μητρώων, προκειμένου να επαληθεύσει την τοπική εμφάνιση συγκεκριμένων ονομάτων φινλανδικής προέλευσης στις Κάτω Χώρες. Η έρευνα αφορούσε σχεδόν όλες τις περιοχές από τη βόρεια μέχρι τη νότια Ολλανδία, Χάγη, Ντεν Μπόος, Μάαστριχτ, Χάαρλεμ, Αϊντχόβεν, Ζβόλε, Λέλισταντ, Άρνεμ, Άμστερνταμ.
Μέχρι το 1992, κανένας γονιός στις Κάτω Χώρες δεν είχε δώσει το συγκεκριμένο όνομα στο παιδί του. Προς τα τέλη του έτους πρωτοεμφανίστηκε σε μια χούφτα παιδιά. Τρία χρόνια μετά, τα παιδιά έγιναν διακόσια. Έκτοτε, το όνομα έγινε μέρος της κουλτούρας και δεν θα φύγει ποτέ, έμεινε στο διηνεκές. Ποιο ήταν αυτό το όνομα; Γιάρι.
Ο Γιάρι Λιτμάνεν το 1992 ήταν 21 ετών, είχε ήδη δείξει πτυχές του ταλέντου του στο πρωτάθλημα της πατρίδας του με τις φανέλες των διάφορων Reipas, HJK και MyPa, ήταν ήδη μέλος της εθνικής ομάδας από το 1989 και είχε ήδη σκοράρει σε διεθνές επίπεδο πολλάκις.
#OnThisDay in 1992…
Litmanen made his debut. The beginning of something great. ♥️ pic.twitter.com/UPJNwYRMOd
— AFC Ajax (@AFCAjax) August 23, 2019
Ήταν ένας ταλαντούχος νεαρός Σκανδιναβός, ένα μελαχρινό παιδί με σχιστά μάτια, ένας συνηθισμένος cool νεαρός τύπος. Ο πατέρας του ποδοσφαιριστής, η μητέρα του επίσης με καριέρα στο ποδόσφαιρο, αλλά εν γένει Φινλανδία και ποδόσφαιρο δεν ήταν ποτέ δυο συμβατές και αλληλένδετες έννοιες.
Ο Άγιαξ όμως είναι ένας σύλλογος, ένας οργανισμός παγκόσμιου διαμετρήματος που δεν γυρίζει το βλέμμα αλλού ούτε για ένα παιδί γεννημένο στις όχθες της λίμνης Βεσιγιάρβι, στο άγνωστο για κάθε νοτιοευρωπαίο, Λάχτι της Φινλανδίας.
Η μετακόμιση στο Άμστερνταμ για τον Γιάρι ήταν σαν ταξίδι μόνιμης παραμονής σε μια νοητή ποδοσφαιρική Disneyland. Δεν είχε αντιληφθεί ότι βρέθηκε να φοράει τη φανέλα του Άγιαξ εξυπηρετώντας σαφές σχέδιο, με αιτία και αλληλουχία. Μπροστά του, τη φανέλα με το «10» σε εκείνη την ομάδα, την είχε κάνει δεύτερο δέρμα του ο Ντένις Μπέργκαμπ.
Οι ιθύνοντες του Άγιαξ γνώριζαν πάρα πολύ καλά ότι μοναδικά «προϊόντα» όπως ο Μπέργκαμπ είναι αδύνατον να παραμείνουν στο ράφι του Ντε Μέερ. Ήταν απλώς θέμα χρόνου. Η μισή Ευρώπη παρακολουθούσε στενά και ετοίμαζε προτάσεις για το ξανθό ιδιοφυές δεκάρι, όλες οι μεγάλες ομάδες, όλος ο «καλός ο κόσμος».
Ούτε δυο χρόνια μεγαλύτερος από τον Γιάρι δεν ήταν ο Ντένις, αλλά είχε ήδη ψηφιστεί τρίτος καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο, πίσω από ιερά τέρατα όπως ο Μάρκο Φαν Μπάστεν και ο Χρίστο Στόιτσκοφ. Στο Άμστερναμ ο Μπέργκαμπ ήταν κάτι σαν θεός, σαν Κρόιφ, σαν ακριβή πορσελάνη που όλοι φρόντιζαν να αστράφτει στην εντέλεια.
Ο Γιάρι ήταν η αλλαγή της πανάκριβης πορσελάνης, αυτή την «αποστολή» του είχε αναθέσει ο Φαν Χάαλ. Όταν το pop είδωλο ακολούθησε τη διαδρομή που όλοι περίμεναν, ο Άγιαξ άνοιξε ουσιαστικά εκείνο το πακέτο από το άγνωστο Λάχτι και το έβαλε στη βιτρίνα. Του εμπιστεύτηκε τη φανέλα με το «10», το γυάλισε και το έβαλε ακριβώς στη θέση του έρωτα Ντένις.
Γιάρι ο κόσμος, κόσμε ο Γιάρι.
Η ειδοποιός διαφορά του Λιτμάνεν με τον απείρως πιο ταλαντούχο τεχνικά προκάτοχό του, είναι ότι ο Φινλανδός διέθετε μια πολύ σπάνια ικανότητα να ξαναγεννιέται. Στα τρίγωνα του περίπλοκου και δυσνόητου 3-3-1-3 του Φαν Χάαλ απέδιδε το ίδιο καλά στα άκρα, στην κορυφή, στο κέντρο. Στην πραγματικότητα ήταν ελεύθερος να κινηθεί όπου θέλει, κατόρθωνε όμως με μια έμφυτη μαεστρία να μην το κάνει ποτέ άναρχα.
“Γεννιόταν” κάθε φορά ένας άλλος παίκτης, αναλόγως των συνοδοιπόρων του. Ξωπίσω δέσποζαν ο Ράικαρντ, ο Ντάβιντς, ο Ζέεντορφ, ο Ντε Μπουρ. Στα άκρα κινούντο ο Φίνιντι με τον Όβερμαρς, μπροστά ήταν ο Κλάιφερτ.
Είναι το λιγότερο μια πανδαισία άριστων ποδοσφαιριστών, ονόματα που προκαλούν ρίγος. Κι όμως, ο μικρός Φινλανδός, στο συγκεκριμένο αμάλγαμα κατόρθωσε να είναι μονίμως ο ηγέτης. Αδιανόητο με τόσες και τέτοιες προσωπικότητες να «ξεχειλίζουν», αδύνατον σχεδόν όταν στην εξίσωση προστίθεται και η εμπειρία θρύλων όπως ο Μπλιντ ή ο Ράικαρντ.
Ο Λιτμάνεν όμως, μπόρεσε να σηκώσει αυτό το βάρος, λειτούργησε απρόσκοπτα σε αυτόν τον απίθανο ποδοσφαιρικό μηχανισμό του Φαν Χάαλ, ενός προπονητή που μην λησμονούμε, δεν ήταν ποτέ «εύκολος» και «διαχειρίσιμος» και ως προς τις ιδέες του και ως προς τη μετριοφροσύνη του.
Ο Λιτμάνεν επέζησε γιατί δεν ήταν ντροπαλός. Ήταν σεμνός, αλλά επιβλητικός. Από εκείνες τις προσωπικότητες που δεν χρειάζεται να υψώσουν τον τόνο της φωνής τους ή να χτυπήσουν με τη γροθιά το τραπέζι. Ήταν διπλωματικά ηγετικός, ένα μέλος μιας ομάδας πανίσχυρων προσωπικοτήτων, την οποία είχε αφήσει να πιστεύει ότι δεν ήθελε να είναι ο «αρχηγός», στην ουσία όμως υπήρξε ο ηγέτης της.
Δεν διακήρυττε ποτέ ότι είναι εκ των κορυφαίων επιθετικών μέσων στον πλανήτη, δεν διαφήμιζε την πραμάτεια του, δεν ήταν «επικοινωνιακός», δεν ήθελε να αρέσει σε όλους. Δεν διεκδικούσε δάφνες από τους πολλούς, γιατί τον ενδιέφεραν οι λίγοι. Όσοι έκρινε ο ίδιος.
Από το 1995 είχε κατακτήσει τη μεγάλη κούπα, ήταν ήδη κάτοχος του Champions League, αλλά έμοιαζε σαν μην τον αφορούσε το επίτευγμα. Δεν ήταν οποιοδήποτε τρόπαιο. Ήταν κόντρα στη μεγάλη Μίλαν του Καπέλο, ο οποίος σε εκείνον τον τελικό τον υπολόγιζε περισσότερο απ’ όλους και είχε ρίξει πάνω του σε λυσσαλέο man to man τον «πολύ» Μαρσέλ Ντεσαγί.
Ήταν ομηρική η μάχη με το σπουδαίο Γάλλο. Η διαφορά ωστόσο ήταν ότι ο Μαρσέλ είχε στο νου την εξουδετέρωση και την εκτέλεση των εντολών του προπονητή, ενώ ο Γιάρι προέταξε την τακτική ισορροπία και το σχέδιο της ομάδας. Δεν σκόραρε στον τελικό, το «χρυσό» γκολ το έβαλε ο Κλάιφερτ. Δεν είχε απολύτως καμία σημασία για τον Φινλανδό, από τη στιγμή που ύψωσε στον ουρανό τη μεγάλη κούπα.
Συνηθίζουμε να προτάσσουμε την υποταγή του «εγώ» στο «εμείς». Η γραμμικότητα με την οποία το έκανε ο Λιτμάνεν, έχω την αίσθηση ότι δεν έχει ξαναεμφανιστεί στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Παραμένει αδιαμφισβήτητο ως γεγονός, ότι δεν πιστώθηκε όσα του αναλογούσαν.
Δεν ήταν ποτέ δημοφιλής, δεν τον κυνηγούσαν οι φίλαθλοι για αυτόγραφα και φωτογραφίες όπως του υπόλοιπους. Δεν τον ενδιέφερε.
Σημασία είχαν οι απόψεις των επαγγελματιών του χώρου, των προπονητών, των συμπαικτών, εκείνων (των λίγων) δημοσιογράφων και οπαδών που αντιλαμβάνονται το άθλημα. Είχε μάθει να είναι σεμνός, ταπεινός, να περιμένει τη σειρά του να βγει από το κουτί.
Δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει άλλες, μοντέρνες μεθόδους, δεν προέταξε ποτέ την «ατυχία» να γεννηθεί σε μια χώρα που δεν είχε παράδοση στο σπορ, σε μια χώρα που εκ των πραγμάτων δεν επρόκειτο ποτέ να του δώσει την ευκαιρία να κατακτήσει ένα Παγκόσμιο Κύπελλο ή ένα Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Όνειρο ήταν απλώς η συμμετοχή. Μακρινό και απατηλό.
Ο Λιτμάνεν διέθετε μια σπάνια ποδοσφαιρική αυτογνωσία, όχι μόνο όσον αφορά στις αρετές του εντός αγωνιστικού χώρου. Αντιλαμβανόταν το ποδόσφαιρο ως έννοια, ως σύνολο, ως έκφραση. Είχε τα πάντα, όλα τα απαραίτητα τεχνικά χαρακτηριστικά. Μπορούσε να ελέγξει το ρυθμό, έβλεπε το όραμα του παιχνιδιού, διέκρινε τις αυξομειώσεις της πίεσης.
Αυτά τα χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με το στυλ παιχνιδιού του Άγιαξ και τα απίθανα τεχνικά προσόντα του, τον μετέτρεπαν σε φονικό όπλο σε κάθε τομέα. Τακτικά, τεχνικά, θεαματικά. Ήταν το ίδιο αποτελεσματικός στις αλλαγές παιχνιδιού, στις ασίστ, στο γκολ.
Τον διέκρινε η απόλυτη συμμετρία, ήταν θεαματικός χωρίς να αναλίσκεται σε ανούσια κοντρόλ και τρίπλες ή να διακατέχεται από τον «ονανισμό» των μεγάλων ποδοσφαιριστών που πρέπει οπωσδήποτε να προκαλέσουν ή να προσθέσουν το στοιχείο της έκπληξης στο παιχνίδι τους.
Η ποδοσφαιρική έκφραση του Γιάρι ήταν η οργανικής αισθητικής, αυστηρή εξυπηρέτηση του πλάνου που είχε εντολή να φέρει εις πέρας. Βρισκόταν τη σωστή στιγμή εκεί που έπρεπε να βρίσκεται, έκανε σωστά αυτό που έπρεπε να κάνει σωστά, βοηθούσε αθόρυβα το συμπαίκτη και πάνω απ’ όλα το τακτικό σχέδιο της ομάδας να κερδίσει αυτά που έπρεπε να κερδίσει στον αγωνιστικό χώρο.
Όσοι τον θυμούνται και τον είδαν να παίζει, αντιλαμβάνονται πλήρως αυτήν την ιδιότυπη γραμμικότητα που άπτεται και της διαφοράς της «μπάλας» από το ποδόσφαιρο. Ήταν ρομποτική η σχέση του με το ποδόσφαιρο, παρά το γεγονός ότι διέθετε μια απύθμενη ποικιλία κινήσεων και τεχνικών επιτευγμάτων.
Είναι ότι κοντινότερο σε «αθλητή ποδοσφαίρου» θα μπορούσε να παρακολουθήσει ένας επιμορφωμένος θεατής, ό,τι πιο καθαρό και ευέλικτο θα μπορούσε να ζητήσει ένας οραματιστής προπονητής για το πλάνο της ομάδας του.
Η ειδοποιός διαφορά του με τους διάφορους υπεραθλητές του σήμερα, με τους (μέσους κυρίως) ποδοσφαιριστές που «καταπίνουν» χιλιόμετρα και πρεσάρουν ακατάπαυστα, ήταν το εκλεπτυσμένο του πόδι. Για την ακρίβεια τα εκλεπτυσμένα του πόδια, καθώς ήταν αμφιδέξιος και χρησιμοποιούσε το ίδιο καλά και τα δυο πόδια.
«Ο Ντένις ήταν ένας απίθανος παίκτης, αλλά το καλύτερο δεκάρι που πέρασε από τον Άγιαξ ήταν ο Γιάρι», είναι η σχεδόν σοκαριστική παραδοχή του Φρανκ Ράικαρντ, όταν ρωτήθηκε για τους κορυφαίους όλων των εποχών.
Πιθανόν για κάποιους να εισακούεται ως ύβρις, σε μια επταετία ωστόσο στο Άμστερνταμ, ο Λιτμάνεν «ακύρωσε» μια απίθανη ποδοσφαιρική οντότητα όπως λέει ο Ράικαρντ -τον Μπέργκαμπ- και μπορεί να υπερηφανεύεται ότι είναι ο μοναδικός παίκτης που «έβγαλε» παίκτες.
Ούτε ο Κανού ούτε ο Μουσάμπα θα έκαναν την καριέρα που έκαναν, εάν δεν τους αναδείκνυε ο Λιτμάνεν. Η τακτική παιδεία των διάφορων Μακάρθι, Μπαμπαγκίντα, Αρβελάτζε θα είχε παραμείνει σε νηπιακό στάδιο δίχως το Φινλανδό. Οι «διασυνδέσεις» στο παιχνίδι του Άγιαξ ανά τις εποχές των αφαιμάξεων του έμψυχου δυναμικού του, θα είχαν οδηγήσει σε μια βέβαιη αγωνιστική κατάρρευση πολύ νωρίτερα.
Ο Λιτμάνεν κατέκτησε τα πάντα ως πρωταγωνιστής, φορώντας το μανδύα του κομπάρσου. Δεκάδες «αθόρυβα» γκολ, αμέτρητες τεχνικές και τακτικές υπερβάσεις που προσέγγισαν την τελειότητα, δίχως να φαίνονται τέτοιες. Είναι μοναδικό το φαινόμενο, από όποια πλευρά κι αν το εξετάσει ο οποιοσδήποτε εξωτερικός παρατηρητής.
Στην Ελλάδα πιθανότατα να μην τον θυμόταν κανείς εάν δεν υπήρχε ο ημιτελικός του Champions League εναντίον του Παναθηναϊκού το 1996. «Δήμιος» για τους φίλους του Παναθηναϊκού και καταστροφέας των ονείρων του ελληνικού ποδοσφαίρου για έναν μεγάλο τελικό από τη μία, «σωτήρας» για τους οπαδούς των αντιπάλων από την άλλη. Κι όμως, για τον ίδιο το Γιάρι, η συγκεκριμένη περίοδος θεωρείται από τις αποτυχημένες της διαδρομής του.
Μερικές φορές, στην οργανική και πνευματική συρρίκνωση μιας προσωπικής ήττας, κρύβονται εκείνες οι μικρές λεπτομέρειες που μας βοηθούν πάνω απ’ όλα να κατανοήσουμε. Ο Άγιαξ μετά την εμφαντική πρόκρισή του από εκείνον τον ημιτελικό με τον Παναθηναϊκό, κλήθηκε να αντιμετωπίσει τη Γιουβέντους στον τελικό.
Θεωρείτο και ήταν το φαβορί για να κατακτήσει το τρόπαιο για δεύτερη συνεχόμενη φορά, αφού ήταν κατά τεκμήριο η καλύτερη ομάδα και της διοργάνωσης και ολόκληρης της ηπείρου για εκείνη την τριετία, γενικότερα.
Ο Γιάρι σκόραρε στον τελικό της Ρώμης. Είναι αξιοσημείωτο και περίεργο συνάμα, ότι εξακολουθεί να είναι ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που έχει σκοράρει εναντίον της Γιουβέντους σε τελικό του Champions League χωρίς να έχει κατακτήσει τελικά το τρόπαιο.
H Γιούβε προηγείτο ήδη με ένα απίθανο γκολ του Ραβανέλι, ο Άγιαξ πίεζε λυσσασμένα και φυσιολογικά ισοφάρισε λίγο πριν εκπνεύσει το ημίχρονο. Ένα εκτελεσμένο στο κέντρο της εστίας φάουλ από τον Ρόναλντ Ντε Μπουρ, μια ακατανόητη απομάκρυνση του Περούτσι με τις γροθιές και μετά η κεκαλυμμένη εποποιΐα του Γιάρι.
Ο Λιτμάνεν στη συγκεκριμένη φάση που εκτυλίχθηκε με κινηματογραφική ταχύτητα, δεν έκανε εκείνο που κάνουν όλοι, ακόμα και οι πιο ταλαντούχοι επιθετικοί. Το πλέον φυσιολογικό, το απόλυτα λογικό, θα ήταν να σουτάρει προς το τέρμα πάνω στην αναμπουμπούλα, να «σουτάρει και να πάει μέσα», όπως κάθε κυνηγός μαθαίνει.
Ο Λιτμάνεν δεν έκανε κάτι που μαθαίνεται, δεν έκανε αυτό που ενστικτωδώς θα έκαναν φορ του διαμετρήματος ενός Ρομάριο ή Φαν Μπάστεν. Ανάμεσα σε χίλιους-δυο συμπαίκτες και αντιπάλους, σε λίγα δευτερόλεπτα, ο Γιάρι κοντρόλαρε, προστάτευσε τη μπάλα με το κορμί, απέφυγε την προβολή του παμπόνηρου και πολύ έμπειρου Βιέρκοβουντ, λύγισε σωστά το σώμα και πλάσαρε με το εσωτερικό.
Δεν σούταρε, δεν έκανε το κλασσικό γύρισμα που 99 φορές στις 100 θα πήγαινε κι αυτό μέσα. Ήθελε να αποκλείσει και τη μια και μοναδική πιθανότητα αντίδρασης του τερματοφύλακα, ήθελε να αποφασίσει εκείνος πού θα καταλήξει η μπάλα.
Αντέδρασε στην εξέλιξη της φάσης, υπολόγισε τις παραμέτρους και τα εκατοστά που μπορούσε να κινηθεί, σκέφτηκε και μετουσίωσε τη σκέψη του σε δυο δευτερόλεπτα. Όλα με μια ολύμπια ψυχραιμία, ένα κρύο αίμα που ζήτημα είναι αν το ξαναείδαμε από τότε. Όπως δεν έχουμε ξαναδεί τέτοια ηρεμία και επίγνωση των μέσων από έναν ποδοσφαιριστή.
Η έκρηξή του και ο πανηγυρισμός μετά από εκείνο το γκολ, είναι το μοναδικό προϊόν μη ενδελεχούς σκέψης.
Ο Άγιαξ τον έχασε εκείνον τον τελικό στην άχαρη διαδικασία των πέναλτι. Ήταν κάτι σαν το κύκνειο άσμα μιας ομάδας που όμοιά της δεν ξανάδαμε για πολλά χρόνια και μεταξύ μας, πολύ δύσκολα θα ξαναδούμε στο πανευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό στερέωμα.
Η διασπορά της ιδέας εκείνης της ομάδας σε όλα τα μεγάλα πρωταθλήματα, είναι η μεγαλύτερη απόδειξη του μεγαλείου της. Πιστός στην παράδοση της μεγάλης ομάδας του ’70, ο ίδιος ο Άγιαξ υπηρέτησε ξανά το επίπονο αλλά και άκρως γοητευτικό και φιλόδοξο σχήμα της επανεκκίνησης. Θεμελίωση, ανοικοδόμηση, επανατροφοδότηση και πάλι από την αρχή.
Το πρόσωπο που επελέγη στρατηγικά για να οδηγήσει τις νέες γενιές στη γη Χαναάν, ήταν ο Γιάρι. Όλοι οι νέοι μαθητές θα ακολουθούσαν αυτόν τον άνθρωπο, όλοι του χρωστούν κι από κάτι, διότι υπήρξε ο μοναδικός που έμεινε εκεί για να κρατηθεί ζωντανό το παραμύθι.
Μόνο το 1999 δεν κατάφερε να πει όχι και να παραμείνει στην Άμστερνταμ Αρένα (το Ντε Μέερ είχε πια κατεδαφιστεί) κι αυτό διότι στη Βαρκελώνη ο Κρόιφ είχε προσπαθήσει να αναβιώσει τον ίδιο τον Άγιαξ. Ο τεράστιος Γιόχαν επιβλέπων, προπονητής ο Φαν Χάαλ, συμπαίκτες ο Ράιζιγκερ, ο Μπογκάρντε, οι αδελφοί Ντε Μπουρ, ο Πάτρικ Κλάιφερτ, λίγο αργότερα και ο Μαρκ Όβερμαρς.
Κι αν ήταν θρίαμβος (που δεν ήταν), τίποτα δεν θύμιζε τη μαγεία της πρώτης φοράς. Οι αλχημείες σπανιότατα εφαρμόζονται στο ποδόσφαιρο, πρόκειται για έναν χώρο στον οποίο δεν λειτουργεί πάσα έννοια «μεταβατικής ιδιοκτησίας».
Κάθε ομάδα, κάθε οργανισμός έχει τη δική του κουλτούρα, δικούς του κώδικες, δικές του σταθερές. Ο Λιτμάνεν τον “οργανισμό Μπάρσα” δεν τον κατάλαβε, δεν τον αφομοίωσε ποτέ, παρά το γεγονός ότι γύρω του τα πρόσωπα ήταν γνώριμα και προσφιλή.
Ο Ζεράρ Ουγιέ τον υποδέχθηκε μετά βαΐων και κλάδων στο Λίβερπουλ, έκανε λόγο για μια από της κορυφαίες μεταγραφές στην ιστορία της ομάδας. Στο Μερσεϊσάιντ το πρόβλημα ήταν ο ίδιος ο προπονητής που ήταν πιο πολύ διαχειριστής παρά tactician.
Ο Λιτμάνεν επί ενάμιση χρόνο στο Άνφιλντ ταλαιπωρήθηκε, γιατί ήταν αδύνατον να μεταγγίσει τη θεωρία του για το σπορ σε μια ομάδα που ο καλός Φινλανδός ήταν ο Σάμι Χίπια, το κλασσικό στερεότυπο του Σκανδιναβού ποδοσφαιριστή. Ένας τίμιος κεντρικός αμυντικός, ψηλός, δυνατός, αργός, βαρύς, ένας καλόβολος ξανθός «πολεμιστής».
Ο Γιάρι αυτά δεν μπορούσε να τα κατανοήσει, δεν είχε μάθει ποτέ να υπηρετεί ούτε το «ηρωικό», ούτε το άτακτο ποδόσφαιρο. Πολύ σύντομα είδε ότι δεν υπήρχε καν το περιθώριο για mentoring στους υπόλοιπους και αποφάσισε να επιστρέψει στην ομάδα από την οποία δεν έπρεπε να είχε αποχωρήσει ποτέ.
Ακόμα και οι πιο δύσκολες προσωπικότητες, ακόμα και χαρακτήρες υπέρ το δέον ιδιαίτεροι, όπως ο Ζλάταν, δεν έκρυψαν ποτέ την ευγνωμοσύνη τους για τις συμβουλές και τη βοήθεια του Λιτμάνεν, ο οποίος και άμα τη επιστροφή του, μετά τη σύντομη τριετία στην Ισπανία και την Αγγλία, εξακολούθησε να μεταλαμπαδεύει την «ιδέα».
Έτσι είναι η φτιαξιά ορισμένων ανθρώπων. Θέλουν να αφήνουν λίγα, αλλά διακριτά ίχνη, δεν κυνηγούν την επιβεβαίωση σαν αυτοσκοπό. Πρωτεύων είναι ο τρόπος, το «σωστό» όπως το έχουν διδαχθεί και αποπνέει το μέσα τους. Σημασία έχουν η ιεραρχία, η ορθή εταιρική διακυβέρνηση, ο σεβασμός στους ρόλους.
Αποχαιρέτησε τον Άγιαξ το 2004. Ήθελε να παίξει και στη γενέτειρά του, στην ομάδα που είχε αγωνιστεί και ο πατέρας του, ο Όλαβι. Οι παρενθέσεις στη Χάνσα Ροστόκ, στη Μάλμο και στη Φούλαμ, ήταν σαν cameo μεγάλων ηθοποιών σε συμπαθητικές παραγωγές χαμηλού προϋπολογισμού για να δοθεί δημοσιότητα και περισσότερη αξία στην ταινία.
Επέστρεψε γρήγορα στη Λάχτι κι έκλεισε στην HJK, στο Ελσίνκι. Πιο πολύ επειδή ήθελε να βοηθάει την εθνική ομάδα, να συντρίψει κάθε ρεκόρ – και το κατάφερε. Πρώτη συμμετοχή έγραψε το (πολύ) μακρινό 1989, η τελευταία ήταν το 2010.
Είναι ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που έχει υπηρετήσει επαγγελματικά το σπορ σε τέσσερις δεκαετίες.
Η δόξα του περιορίστηκε σε μια λάμψη, η αντάρα του συνόλου παρέσυρε και την ίδια την ανάμνησή του στο χορτάρι. Ξεγελάει ο χρόνος, σ’ άλλους φέρεται καλά, σ’ άλλους αλλόκοτα κι έπειτα υπάρχουν κι εκείνοι που δεν τους νοιάζει. Τέτοιος είναι ο Λιτμάνεν.
Όχι γιατί είναι αλαζόνας ή αυθάδης, αλλά επειδή υπάρχουν αυτοί οι εκατοντάδες μικροί Γιάρι εκεί έξω που πήραν τ’ όνομά του κι άλλοι τόσοι που ακούν τη διδαχή των προπονητών στις ακαδημίες του Άγιαξ και φορούν τη φανέλα με το «10».
Μια φανέλα χωρίς ακόμα το όνομα τυπωμένο.
Γιατί το όνομα δεν δίνεται ποτέ τυχαία.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro