«Καλώς ήρθες, μικρέ».
Ήταν η πρώτη φορά, οπότε πήγα φοβισμένος σε ένα επαγγελματικό ραντεβού. Περισσότερο, γιατί δεν ήξερα τι θα συναντήσω.
«Καλώς ήρθες, μικρέ».
Μπήκα σε ένα γραφείο. Εκεί με περίμενε ο Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς. Μου μίλησε ελάχιστα. Για την ακρίβεια, μου απευθύνθηκε μόνο για τα απαραίτητα μιας τυπικής γνωριμίας. Και την έναρξη μίας επαγγελματικής συνεργασίας.
«Καλώς ήρθες, μικρέ».
Αυτές οι τρεις λέξεις… κουδουνίζουν ακόμη στο κεφάλι μου. Ήταν το προϋπάντημα ενός ανθρώπου που έμελλε να μπει στη ρουτίνα της ζωής μου για τα επόμενα 7 και κάτι χρόνια.
Δίπλα του έζησα πολλά. Και έμαθα περισσότερα.
Αν αυτό δεν ονομάζεται (μπασκετικό) σχολείο, τότε τι ονομάζεται;
Ήμουν φοβισμένος. Ήμουν μόλις 29 ετών. Άνηκα, πια, σε έναν άκρως επαγγελματικό χώρο. Στο υψηλότερο επίπεδο. Από τη Β΄ Εθνική και την Α2, στον Παναθηναϊκό της Ευρωλίγκας και του πρωταθλητισμού. Ξάφνου, οι προηγούμενες προπονητικές εμπειρίες μου ήταν σαν να μην είχαν συμβεί.
Ήταν περίεργο. Τη μία ημέρα, διάβαζα για τα μπασκετικά… καμώματα του Φραγκίσκου Αλβέρτη, του Κώστα Τσαρτσαρή, του Ντέγιαν Μποντίρογκα και, την άλλη, βρισκόμουν στην προπόνησή τους.
Με ένα κίνητρο: να τους δείξω ότι αξίζω να βρίσκομαι εκεί. Πως είμαι χρήσιμος να βρίσκομαι στο πλευρό ενός από τους κορυφαίους προπονητές.
Από το… τζάμπολ της συνεργασίας μας, κατάλαβα πως η προσέγγιση και η αντίληψη που διέθετα για το αντικείμενο -το αγαπημένο μου μπάσκετ- ήταν διαφορετική.
Ο Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς μού έδειξε πώς να προσεγγίζω και να διαχειρίζομαι σωστά καταστάσεις και ιδιοσυγκρασίες. Δεν μιλούσε πολύ. Η κορμοστασιά του, η παρουσία του έδειχνε έναν άνθρωπο σίγουρο. Υπερβολικά σίγουρο.
Την πρώτη φορά, όταν τον αντάμωσα στην προπόνηση, περίμενα να μου απευθυνθεί πρώτος. Έτσι και αλλιώς, δεν μπορούσα να αρθρώσω καμία λέξη. Δεν έβγαινε η μιλιά. Στεκόμουν μπροστά σε ένα άνθρωπο που είχε κατακτήσει τα πάντα. Και ήξερε έναν… τόνο μπάσκετ.
Αυτό ήταν και το πρώτο, σύντομα, μάθημά μου κοντά του.
Λένε πως ο «Ζοτς» διαθέτει έναν… διακόπτη. Μόλις πάει στο «ΟΝ», αρχίζει να ουρλιάζει. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Δεν έφτασε εύκολα στα άκρα. Ήξερε τι να κάνει. Ήταν τόσο οξυδερκής, ώστε είχε έτοιμη τη λύση για ένα πρόβλημα, προτού αυτό γίνει… πρόβλημα. Προτού “σκάσει” στο πρόσωπό του και σε αυτό του Παναθηναϊκού.
Γνώριζε πως θα μπορούσε να κοντρολάρει τα συναισθήματά του. Τον θυμό του. Τη στεναχώρια του. Τα παρατηρούσες, αλλά σε μικρότερο βαθμό. Ήταν επαγγελματίας και απαιτούσε από όλους να φέρονται με τον ίδιο τρόπο. Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να παραβιάσει τους κανόνες τους. Κανείς! Αυτοί ήταν και όποιος θέλει τους ακολουθεί.
Ήταν το απόλυτο αφεντικό, ουδείς δεν επενέβαινε. Ούτε καν οι πρόεδροι. Όλα ξεκινούσαν από αυτόν. Και σε αυτόν τελείωναν. Η ιεραρχία πάνω απ’ όλα και όλους.
Υπήρχαν στιγμές, όταν συνειδητοποιούσα πως μπορούσε να δημιουργήσει μία κατάσταση πανικού, μόνο και μόνο για να πάρει κάτι παραπάνω από τους παίκτες του. Μία αγαπημένη… συνήθειά του ήταν να βάζει σε ένα παιχνίδι παίκτες που δεν το περίμεναν. Παίκτες που μπορεί να είχαν παραπονεθεί για τον χρόνο συμμετοχής τους. Αν ο αθλητής δεν ήταν συγκεντρωμένος κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του, ο Ομπράντοβιτς το χρησιμοποιούσε. Ουχί για να τον βλάψει, αλλά για να του υποδείξει το λάθος που έχει γίνει.
Ο Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς δεν είναι μόνο προπονητής. Είναι και άνθρωπος. Δύο… ταυτότητες διαφορετικές. Όποιος έχει τη χαρά να τον γνωρίζει μακριά από το παρκέ, ξέρει τι εννοώ.
Θυμάμαι, σε κάθε Final Four έκανε το τραπέζι στο επιτελείο του.
Επέλεγε ο ίδιος το εστιατόριο. Ένα από τα αγαπημένα του στην πόλη, όπου μέναμε. Ήταν κοσμογυρισμένος και ήξερε τόσο πολλά σε κάθε διαφορετική πόλη. Συνήθως, δεν σταματούσαμε σε ένα μαγαζί. Το φαγητό ήταν υπέροχο. Το συνόδευε καλό κρασί. Και ύστερα, πάμε για άλλα. Μπορεί να γυρίζαμε σε τρία ή τέσσερα διαφορετικά μαγαζιά το ίδιο βράδυ. Χωρίς ακρότητες, με μπόλικο γέλιο. Και πάντα με καλή διάθεση.
Είχε έναν κανόνα: δεν μιλάμε για το παιχνίδι που έρχεται την ώρα της διασκέδασης. Όρος απαράβατος. Μας μιλούσε για τη ζωή. Για τη δίκη του και τη δική μας. Η κουβέντα είχε και μπάσκετ. Μπόλικο. Αλλά όχι για τον επικείμενο αντίπαλο. Ο «Ζοτς» συνήθιζε να μας μιλά για το παρελθόν του. Για το μπάσκετ στη Γιουγκοσλαβία και όσα απίθανα είχε ζήσει εκεί.
Όμοια τακτική ακολουθούσε και με τους παίκτες. Τους έλεγε συνεχώς «δεν παίζουμε για κάτι ξεχωριστό». Στις συναντήσεις της ομάδας συνήθιζε να σταματά την ανάλυσή του και να επιχειρεί να τους αποφορτίσει.
Να τους πει πως «πάμε να παίξουμε ακόμη ένα ματς, όπως όλα τα άλλα», πως «έχουμε ήδη πετύχει, γιατί βρισκόμαστε εδώ» και ότι «δεν πρέπει να νιώθετε βάρος».
Και το φινάλε, γνωστό.
Στην κορυφή της Ευρώπης.
Η ομάδα έπρεπε να είναι έτοιμη από την Αθήνα. Στον τελικό προορισμό μας υπήρχε μία χαλαρή προπόνηση και η παρακολούθηση τού τελευταίου βίντεο. Είχαμε τη ρητή εντολή να μην αλλάζουμε τη ρουτίνα μας. Ό,τι θα κάναμε πριν από ένα δύσκολο παιχνίδι της Ευρωλίγκας, θα κάναμε και πριν το Final Four.
Ο Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς είχε αυτό το ταλέντο. Γνώριζε πώς να αποφορτίσει τους παίκτες του. Και τους συνεργάτες του.
Όπως έκανε το τραπέζι στους συνεργάτες του, το έκανε και στους παίκτες. Σε πιο νορμάλ ώρες, φυσικά. Οι αθλητές λάμβαναν την παρότρυνση του να πάνε να πιουν έναν καφέ. Για μία βόλτα σε μέρη κοντά στο ξενοδοχείο. Και να μιλήσουν. Όχι για τον αγώνα. Για ό,τι άλλο επιθυμούν.
«Δείτε την οικογένειά σας, παίξτε με τα παιδιά σας, χαλαρώστε», συνήθιζε να τους λέει.
Ποιος είναι ο αγαπημένος τίτλους του; Η πιο… λατρευτή Ευρωλίγκα;
Δίχως αμφιβολία, εκείνη η βραδιά στη Μπολόνια.
Νομίζω πως το χάρηκε περισσότερο απ’ όλα -όσα κατέκτησε με τον Παναθηναϊκό, τουλάχιστον-, γιατί δεν πήγαμε σε εκείνο το Final Four ως φαβορί. Αγωνιστήκαμε σε ένα μη οικείο περιβάλλον και κόντρα στην πανίσχυρη, ζάμπλουτη και γηπεδούχο Κίντερ. Κανείς δεν περίμενε, όσα θα ακολουθούσαν. Ήταν η απόλυτη δικαίωση του μπάσκετ και της προσέγγισής του. Αν τον ρωτήσει κανείς, νομίζω ότι την Μπολόνια θα την τοποθετήσει πολύ ψηλά στις προτιμήσεις του.
Είχε ακολουθήσει μία διαφορετική τακτική. Κάτι που δεν είχε κάνει πριν. Ο Αλβέρτης στο «4», ο Μποντιρόγκα πλέι μέικερ, αλλά να παίζει από το «1» μέχρι το «4», αλλαγές στα μαρκαρίσματα. Και να κατευθύνει τη μπάλα στα αργά πόδια του Ρασάρντ Γκρίφιν ή να… χτυπάει δίχως έλεος τον Μανού Τζινόμπιλι. Ο «Φράγκι» δεν είχε παίξει πιο πριν στη θέση του πάουερ φόργουορντ. Το έκανε στη Μπολόνια για πρώτη φορά. Ο «Ζοτς» το είχε ετοιμάσει από πριν. Ένα… σατανικό σχέδιο, με φινάλε αγγελικό!
Σε εμάς δεν το είχε αποκαλύψει, παρά μόνο όταν το είδαμε στο παρκέ. Μας είχε εκμυστηρευτεί πως θα επιχειρήσει να ανοίξει το γήπεδο. Με ένα χαμηλό σχήμα. Με τον Φραγκίσκο και τον Ντέγιαν, μόνο κοντό δεν ήταν. Και όμως…
Αυτό είχε στο μυαλό του από την αρχή. Να βάλει το παιχνίδι στη λογική του. Στη λογική του Παναθηναϊκού. Να ρισκάρει για να το κάνει δικό του. Και αν το πετύχαινε, ο Τελικός θα ήταν (όπως και έγινε) δικός του.
Η εικόνα του πρόσφερε ηρεμία. Ήταν τόσο σίγουρος. Δεν άλλαζε το παραμικρό στη συμπεριφορά του. Έτσι και αλλιώς, ήταν απαιτητικός. Πριν το Final Four, η… αύρα του “μαρτυρούσε” πως είναι έτοιμος να πάρει την κούπα στο σπίτι του.
Δεν θα αρκούνταν μόνο να παλέψει γι’ αυτήν. Το έλεγε και στα αποδυτήρια. Ξέρετε, δε συνήθιζε τους επικούς λόγους. Έλεγε μόνο όσα έπρεπε. Πριν την έναρξη των ημιτελικών, εξηγούσε πως «το ποσοστό που μας αναλογεί είναι 25%, όπως και των υπολοίπων. Θα το κάνουμε 75%».
Είχε πίστη στον κάματό του, πίστη στους παίκτες του.
Το φινάλε ενός Τελικού, τον έβρισκε ξανά ήρεμο. Προτιμούσε να μην μπει στα αποδυτήρια. Μόνο για τις απαραίτητες φωτογραφίες. Δεν είχε ανάγκη να κάνει κάτι άλλο. Ήταν μαζί με την οικογένειά του. Φυσικά, χαρούμενος. Αυτό που δεν πρόκειται να λησμονήσω, ήταν όσα ακολουθούσαν. Όλοι μαζί, σε ένα μαγαζί. Η μέρα άλλαζε και εμείς ακόμα εκεί. Και ο «Ζοτς» δεν σταματούσε να κάνει μοναχά ένα πράγμα: να ανοίγει σαμπάνιες!
Οι παίκτες τον σεβόντουσαν. Σχεδόν κανείς δεν του μιλούσε απευθείας. Μόνο ο Αλβέρτης είχε το ελεύθερο, επειδή ήταν ο αρχηγός της ομάδας, αλλά και αυτός είχε ελάχιστο χρόνο.
Εξαίρεση αποτελούσαν και οι Μποντιρόγκα, Ρότζερς.
Η αλήθεια είναι πως ο Ομπράντοβιτς μιλούσε περισσότερο, πάντα για τη… δουλειά μας, με τους πλέι μέικερ. Τους παίκτες που είχαν την περισσότερη ώρα τη μπάλα στα χέρια τους. Ποιος ξέρει; Ίσως μετράει το γεγονός πως και ο ίδιος ήταν πόιντ γκαρντ στα νιάτα του.
Η προπόνηση έβγαινε από εμάς. Τους συνεργάτες του. Συνήθιζε να μας αφήνει χώρο να δημιουργήσουμε. Δεν μας έβλεπε ως βοηθούς, αλλά ως συνεργάτες του. Και επιχειρούσε σε κάθε πιθανή ευκαιρία να (μας) το δείχνει. Μόλις διαπίστωνε πως κάποιος γνώριζε το άθλημα, του έδινε χώρο.
Από την πρώτη ημέρα που βρέθηκα στο τεχνικό επιτελείο, ήμουν ο πρώτος που πήγαινε στο γήπεδο και ο τελευταίος που έφευγε. Μπορεί να μοιάζει με κλισέ. Ακόμη και με υπερβολή. Αλλά έτσι ήταν.
Έπρεπε να του δείξω πως ήμουν εκεί, για να προσφέρω. Είχα αντιληφθεί πως με αναζητούσε. Όπως έκανε και με τους άλλους συνεργάτες του. Ήθελε να παρατηρεί τι κάνουμε. Πώς το κάνουμε. Και απαιτούσε να είμαστε σε εγρήγορση να απαντήσουμε στις ερωτήσεις του. Αυτός ήταν ο τρόπος του να διαπιστώσει αν καταλαβαίναμε το άθλημα. Ήθελε να τσεκάρει τις γνώσεις μας.
Μερικές φορές, ζητούσε και την άποψή μας. Αν και η τελευταία απόφαση ήταν πάντα δική του, το αποτέλεσμα έμοιαζε κολακευτικό.
Σε αυτό το μπασκετικό σχολείο, είχα τον καλύτερο δάσκαλο.
Ο Δημήτρης Παπαδόπουλος είναι επαγγελματίας προπονητής.
Επιμέλεια κειμένου: Μιχάλης Γκιουλένογλου
CHECK IT OUT: Ζέλικο Ομπράντοβιτς: Πέντε σπάνια κλικ στα 90’s
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Γιώργος Καλαϊτζής: Η ζωή με τον Ζέλικο