Η Αμερική μού έμαθε, κυρίως, ένα πράγμα. Αν δεν μπορείς εσύ να κάνεις τη δουλειά, υπάρχει δίπλα σου ένας άλλος που προσπαθεί σκληρότερα και θα την κάνει.
Το NCAA είναι μία τεράστια «δεξαμενή» παικτών.
Τα πράγματα στο κολέγιο δεν είναι όπως στην Ελλάδα.
Δεν θα μπορούσα ποτέ να σκεφτώ κάτι σαν «εντάξει, υπάρχουν πέντε – έξι καλοί ψηλοί στη χώρα, επομένως έχω θέση».
Εκεί είναι 305 οι καλοί. Οι ομάδες απαιτούν διαρκή βελτίωση.
Εκεί διδάχθηκα ότι δεν μπορείς να επαναπαυτείς ούτε μία στιγμή.
Όταν πήγα την πρώτη χρονιά στην Αλαμπάμα, η μόνη εικόνα που είχα από την Αμερική ήταν μερικές ημέρες στη Νέα Υόρκη, σε καμπ του Μάικλ Τζόρνταν και του brand του.
Δεν περίμενα φυσικά η Αλαμπάμα να είναι σαν τη Νέα Υόρκη.
Ωστόσο, δεν περίμενα να έχει και τόση μεγάλη απόκλιση.
Έφτασα στα 17 – 18 μου σε μια πόλη, στο Μπέρμιγχαμ, όπου υπάρχουν μεν ουρανοξύστες και περισσότερο από ένα εκατομμύριο πληθυσμός, όμως ήταν μακριά από εκείνο που σκεφτόμουν.
Βεβαίως, μαθαίνεις άμεσα να προσαρμόζεσαι. Και είναι ενδιαφέρον το κομμάτι ότι κάνεις κάτι μόνος μου.
Στο κατώφλι της ενήλικης ζωής, μπαίνεις σε μία διαδικασία μίας άλλης ζωής και όλα τα αντισταθμίζεις.
Μπαίνεις στη διαδικασία να πεις στον εαυτό σου ότι «αυτό που κάνω εδώ μου αρέσει πολύ, ώστε να μην τα παρατήσω».
Υπάρχουν, πάντως, και στιγμές που απορείς «τι κάνω εγώ εδώ;».
Η μοναξιά μπορεί να είναι μεγάλη. Μου έλειπαν οι γονείς μου, η κοπέλα που άφησα τότε πίσω.
Έμενα στο campus του κολεγίου.
Όλες οι δραστηριότητες που υπήρχαν στο πρόγραμμα μπορούσαν να γίνουν με τα πόδια. Δεν ήταν ιδιαιτέρως μεγάλη εγκατάσταση.
Η αρχή ήταν δύσκολη, όμως εξαρχής είπα ότι δεν θα το βάλω κάτω, Δεν θα τα παρατήσω.
Δεν ήταν μόνο το μπασκετικό κομμάτι. Στον αθλητικό τομέα έμαθα, κυρίως, πολλά πράγματα ως προς τον τρόπο δουλειάς, στον τρόπο προσέγγισης και προετοιμασίας του παιχνιδιού και, φυσικά, πώς να σέβομαι το παιχνίδι.
Στην τακτική ή στις λεπτομέρειες δεν διδάχθηκα πολλά, γιατί στην Ευρώπη είμαστε σε πολύ καλό δρόμο σε αυτό το κομμάτι.
Η εμπειρία του NCAA σε κάνει πιο υπεύθυνο. Μαθαίνεις να ζεις μόνος σου, γίνεσαι λίγο πιο σκληρός σαν χαρακτήρας. Σε βοηθά να απογαλακτιστείς. Γίνεσαι πιο απαιτητικός από τον εαυτό σου.
Το UAB το είχα επιλέξει λόγω ενός βοηθού, του Μπομπ Ντάνγουολντ, με τον οποίο είχα ήδη έρθει σε επικοινωνία από το καλοκαίρι.
Ο κόουτς ήταν προπονητής για ψηλούς και δούλευε τα καλοκαίρια με παίκτες του ΝΒΑ, μεταξύ των οποίων και ο Κάρλος Μπούζερ. Με βοήθησε πολύ, όμως το επόμενο καλοκαίρι αποχώρησε, όπως κι εγώ.
Εργάστηκε ως ασίσταντ σε Χόρνετς και Καβαλίερς στο ΝΒΑ και σαν χεντ κόουτς στην Εθνική Κίνας. Τον Μάρτιο του 2019 ανέλαβε την Λοκομοτίβ Κουμπάν και ο πρώτος αγώνας ήταν εναντίον μου, τη σεζόν που αγωνιζόμουν στη Τσμόκι Μινσκ.
Είχα να τον συναντήσω τόσα χρόνια και όταν τον είδα αντίκρισα έναν φίλο, έναν άνθρωπο που με βοήθησε πάρα πολύ τον πρώτο καιρό μου στις Η.Π.Α..
Το Οχάιο Στέιτ δεν είχε καμία σχέση με την Αλαμπάμα.
Ήμουν τυχερός που είδα και αυτή την πλευρά. Μονάχα που, σκέφτομαι πια, πήγα από το ένα άκρο στο άλλο.
Αν μπορούσα να επιλέξω πάλι, ίσως να διάλεγα ένα πανεπιστήμιο πιο μικρό από το Οχάιο Στέιτ.
Το UAB είχε 17.000 φοιτητές και στο Οχάιο Στέιτ υπήρχαν 55.000! Από ένα γήπεδο που χωρά 7.000 θεατές, βρέθηκα σε μία αρένα που φιλοξενεί 19.000 κόσμο. Το γήπεδο φούτμπολ του σχολείου είχε 110.000 θέσεις, με 70.000 εισιτήρια διαρκείας!
Μπορούσες να δεις μία όμορφη κοπέλα στο campus και να την συναντήσεις και πάλι έπειτα από δύο μήνες.
Ο χώρος είναι τεράστιος. Υπάρχουν εντός του πανεπιστήμιου τέσσερα – πέντε λεωφορεία για τους μαθητές.
Δεν γίνεται να πας από τη μία άκρη του κολεγίου στην άλλη με τα πόδια. Δε χάθηκα ποτέ, όμως υπήρξε μέρα που βρέθηκα κάπου όπου δεν έβρισκα λεωφορείο και δεν γινόταν να επιστρέψω περπατώντας.
Το «Think-Big» των Αμερικανών σε ένα σχολείο…
Ο ανταγωνισμός, όπως γίνεται εύκολα κατανοητό, ήταν ακόμη μεγαλύτερος στο Οχάιο.
Έφτασα εκεί το 2008, δύο σεζόν μετά τον Γκρεγκ Όντεν, ο οποίος το 2007 επιλέχθηκε στο Νο1 του ντραφτ του ΝΒΑ από το Πόρτλαντ, έχοντας οδηγήσει το πανεπιστήμιο στον τελικό, στον οποίο ηττήθηκε από το πανεπιστήμιο της Φλόριντα.
Το 2007-2008, μία χρονιά πριν παίξω στους Buckeyes, στο ρόστερ ήταν ο πρώην παίκτης του Ολυμπιακού και νυν της Μακάμπι Τελ Αβίβ, Οθέλο Χάντερ, αλλά και ο Κώστας Κουφός.
Έφυγα το 2010 μαζί με τον Έβαν Τέρνερ, ο οποίος ήταν επιλογή στο Νο2 του ντραφτ από τους Σίξερς αποσύρθηκε το 2020, σε ηλικία 32 ετών και πλέον είναι βοηθός προπονητή στους Σέλτικς.
Το κολέγιο έχει παράδοση στους καλούς παίκτες. Έπειτα από εμένα πέρασε από το Οχάιο Στέιτ ο ΝτεΣον Τόμας, που πέρασε από τον Παναθηναϊκό.
Είχα συμπαίκτη τον Ουίλιαμ Μπιούφορντ, που έπαιξε στη Λιμόζ, πέρασε από το Λαύριο και πλέον φορά τη φανέλα της Νταρουσάφακα, στην Τουρκία.
Σε ένα μεγάλο πανεπιστήμιο όπως εκεί, διαπίστωνες τη φιλοσοφία του «one–and–done».
Δηλαδή, το ότι κάποιοι παίκτες παίζουν στο NCAA μόνο και μόνο λόγω του κανονισμού που απαγόρευε αθλητές από γυμνάσια να μεταπηδούν απευθείας στο ΝΒΑ.
Το 2008, αυτός ο παίκτης ήταν για εμάς ο Μπι-Τζέι Μάλενς, ένας ψηλός που αναδείχθηκε καλύτερος 6ος παίκτης στην περιφέρεια Big-10, έγινε ντραφτ στο Νο24 το καλοκαίρι του 2009 και δύο χρόνια μετά πέρασε για λίγο από τον Πανιώνιο.
Έχει πολύ ενδιαφέρον να βλέπεις σήμερα πού έφτασαν κάποιοι συμπαίκτες και αντίπαλοι που είχες εκείνη την εποχή στο κολεγιακό πρωτάθλημα…
Οι προσδοκίες στο Οχάιο Στέιτ ήταν πολύ υψηλές.
Στη δική μου διετία εκεί, φτάσαμε στον πρώτο γύρο της March Madness το 2009 και την επόμενη σεζόν αποκλειστήκαμε στους «16» του τελικού τουρνουά.
Το 2010. πριν μείνουμε εκτός από το Τενεσί, παίξαμε με το Τζόρτζια Τεκ, κόντρα στους Ιμάν Σάμπερτ και Ντέρικ Φέιβορς, οι οποίοι αγωνίζονται πλέον στο ΝΒΑ.
Αντιμετωπίσαμε το Μέμφις του μετέπειτα MVP του ΝΒΑ, Ντέρικ Ρόουζ και των Τζόι Ντόρσεϊ και Ρόμπερτ Ντόζιερ, που έπαιξαν σε Ολυμπιακό, Πανιώνιο και στον ΠΑΟΚ, αντίστοιχα. Το Μέμφις έφτασε το 2008 ως τον τελικό, χάνοντας στην παράταση από το Κάνσας του Μάριο Τσάλμερς, ο οποίος πριν παίξει στην ΑΕΚ και τον Άρη ήταν πρωταθλητής ΝΒΑ με το Μαϊάμι.
Στους Jayhawks του Κάνσας αγωνίζονταν και οι Μπράντον Ρας και Νταρνέλ Τζάκσον, που επίσης ήρθαν στην Ελλάδα, σε Λάρισα και ΠΑΟΚ αντίστοιχα.
Κάθε χρόνο, οι ανταγωνιστές μας στην περιφέρεια Big-10 ήταν η Ιντιάνα του Έρικ Γκόρντον, το Μίσιγκαν Στέιτ του Ντρέιμοντ Γκριν, το Περντιού του Ετουάν Μουρ, παικτών που διαπρέπουν στο ΝΒΑ. Παίκτες οι οποίοι είχαν προβολή και ήταν γνωστοί από την ηλικία των 15 ετών. Η παραγωγική διαδικασία είναι μεγάλη, αδιάκοπη και αποδοτική.
Το θέμα των μαθημάτων, παράλληλα με το μπάσκετ, είναι ελαφρώς περίπλοκο, σαν πρόγραμμα. Αυτό που έχεις να κάνεις είναι να είσαι συνεπής και να μένεις συγκεντρωμένος στην ομάδα.
Στο Οχάιο Στέιτ παίζαμε δύο αγώνες την εβδομάδα, κάτι που σημαίνει ότι ένας από αυτούς ήταν μεσοβδόμαδα και θα χάναμε αναπόφευκτα κάποιο μάθημα στην τάξη.
Οι περισσότερες πτήσεις ήταν τσάρτερ, δίχως την ταλαιπωρία του ελέγχου και το πούλμαν μάς άφηνε μπροστά στην πόρτα του αεροπλάνου. Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο.
Όταν το πρόγραμμα περιλάμβανε αγώνες μέσα στην εβδομάδα, μαζί μας στην πτήση ήταν και κάποιος από τους λεγόμενους tutors. Είναι οι καθηγητές που σε κάθε σχολείο προσφέρουν τρόπον τινά ιδιαίτερα μαθήματα στους αθλητές, λόγω του φορτωμένου προγράμματος αγώνων και προπονήσεων.
Κάθε εβδομάδα, είχαμε κι εμείς και οι tutors ένα τυπωμένο πρόγραμμα, το οποίο εκτός από τις ώρες των προπονήσεων, έγραφε και τις ώρες των μαθημάτων μας. Όταν ο καθηγητής ερχόταν μαζί μας, καθόμασταν μετά την προπόνηση ή το βίντεο και καλύπταμε μαζί του το μάθημα, π.χ. της στατιστικής, που είχαμε χάσει στην τάξη.
Είναι κουραστικό, όμως είναι και συγκεκριμένο. Τα πανεπιστήμια σού λένε «εμείς σου τα παρέχουμε όλα και εσύ πρέπει απλώς να φροντίσεις να είσαι συνεπής».
Στους Buckeyes είχα κόουτς τον Θαντ Μάτα.
Δάσκαλος και προπονητής που γνώριζε να παίρνει το 200% από την ενέργεια και τις ικανότητες κάθε παίκτη του.
Οι κόουτς στα κολέγια είναι εκ των πραγμάτων ιδιαίτεροι. Δεν είναι ακριβώς παιδαγωγός, όμως είναι μία πατρική φιγούρα για έναν έφηβο που ενηλικιώνεται.
Είναι εκείνος που σε «ζαλίζει» όλη μέρα. Είναι από πάνω σου, για το μπάσκετ, για τα μαθήματα, όπως ο πατέρας σου, με τα καλά και τα άσχημά του.
Ωστόσο, όσο κι αν σε πιέζει, ξέρεις ότι σε αγαπάει και ό,τι κάνει, το κάνει για το καλό σου. Θα χαρεί όταν πετύχεις, θα λυπηθεί όταν ηττηθείς. Δεν είναι μόνο η χαρά για τις νίκες της ομάδας σου.
Ο προπονητής σου θα χαμογελάσει και θα αισθανθεί περήφανος όταν πετύχεις στη συνέχεια, όταν γίνεις ντραφτ ή κατορθώσεις να σταθείς σε υψηλό επαγγελματικό επίπεδο.
Ο κάθε προπονητής ποντάρει πολύ και στο ψυχολογικό κομμάτι. Υπάρχει ένα διαφορετικό «δέσιμο».
Ο κόουτς Μάτα, όταν υπήρχαν περίοδοι που δεν παίζαμε καλά, δημιουργούσε τεχνητές κρίσεις. Αν μας έβλεπε να μπαίνουμε στο παρκέ χαλαροί ή όχι τόσο συγκεντρωμένοι, ακόμη κι αν η προπόνηση ήταν καλή και με ένταση, την «έκοβε» στα δύο.
Τις περισσότερες φορές η προπόνηση ήταν το μεσημέρι, μετά τα μαθήματα στην τάξη.
Μπορούσε, στα μισά της προπόνησης, να σταματήσει τους πάντες, να μας πει ότι είμαστε χάλια και να μας ζητήσει να επιστρέψουμε στο γήπεδο το βράδυ.
Μπορεί να μην υπήρχε καν λόγος για κάτι τέτοιο, όμως ήταν η επιθυμία του, για τους δικούς του λόγους και για να μην εφησυχάζουμε ποτέ.
Η αφοσίωση ήταν κάτι σημαντικό και στο NCAA. O ντόρος σχετικά με το θέμα του «προϊόντος» που λέγεται κολεγιακό μπάσκετ στις Η.Π.Α. δεν μας άγγιζε πολύ.
Η υποτροφία που είχα στο Οχάιο Στέιτ άξιζε περίπου 65.000 δολάρια ετησίως. Επομένως, συν κάποια έξοδα για ταξίδια ή φαγητό και το financial aid για κάποιους παίκτες με χαμηλό οικογενειακό εισόδημα, στο πανεπιστήμιο είναι σαν να πληρώνεσαι.
Το NCAA έχει μεγάλο κέρδος, κακά τα ψέματα. Από τηλεοπτικά δικαιώματα, διαφημίσεις, χορηγούς και εισιτήρια. Πολλοί αγώνες μας μεταδίδονταν όχι μόνο από το τοπικό δίκτυο, αλλά και παναμερικανικά. Ο κολεγιακός αθλητισμός έχει παράδοση στην Αμερική και έχει μεγάλη ανταπόκριση από το κοινό.
Φτάνεις στην «Τρέλα του Μαρτίου», στην «March Madness» του τελικού τουρνουά, όπου όλα είναι «μεγάλα», σαν τη νοοτροπία στις Η.Π.Α.. Παίξαμε αγώνα στο Σεντ Λούις, σε γήπεδο φούτμπολ, με 35.000 θεατές!
Το θέμα των προσωπικών συμφωνιών με εταιρίες, που για την ώρα απαγορεύονται, είναι άλλο. Αυτό που μπορώ να πω σαν μαθητής και παίκτης κολεγίου είναι ότι το NCAA έχει κέρδος, από τους αθλητές.
Ωστόσο, εγώ δεν αισθάνθηκα σαν να με εκμεταλλεύτηκε κάποιο από τα δύο σχολεία στα οποία φοίτησα και αγωνίστηκα. Κάποια πράγματα μπορούν να γίνουν διαφορετικά. Κάποιες πολιτείες ήδη σκέφτονται να επιτρέψουν σε αθλητές να συνάπτουν προσωπικές χορηγικές συμφωνίες.
Μεγάλη κουβέντα γίνεται για τους ακαδημαϊκούς κανονισμούς, οι οποίοι είναι αυστηροί. Σε εμάς, στο Οχάιο Στέιτ, δεν υπήρχαν μαθητικές διευκολύνσεις.
Για να έχεις δικαίωμα να αγωνίζεσαι στις ομάδες, οφείλεις να περνάς τις τάξεις σου. Υπάρχουν πολλές αναφορές ότι καθηγητές ανεβάζουν εικονικά τις βαθμολογίες ή «μαρτυρούν» θέματα πριν από εξετάσεις, όμως στο Οχάιο δεν έγινε ποτέ κάτι τέτοιο.
Αυτό που μπορώ να πω από την εμπειρία μου στο πανεπιστήμιο είναι πως τα κολέγια σού παρέχουν τα πάντα και αν αποτύχεις, είσαι απλώς ανόητος. Οι ώρες μελέτης ή το πόσο συγκεντρωμένος θα είσαι στην τάξη είναι φυσικά προσωπικό θέμα του καθενός. Ωστόσο, το πανεπιστήμιο σού προσφέρει πολλά. Σου προσφέρει tutors για επιπλέον διάβασμα.
Σου δίνει τη δυνατότητα να παρακολουθήσεις ένα μάθημα που έχασες. Άνθρωποι του κολεγίου έρχονταν έξω από τις τάξεις και έλεγχαν ποιοι παίκτες είναι εκεί. Αν δεν ήσουν, στην προπόνηση είχες θέμα. Αν «κοπείς» σε μάθημα, αποκλείεσαι προσωρινά από την ομάδα… Αν οι βαθμοί δεν είναι υψηλοί, το κολέγιο χάνει μέρος των χρημάτων των επιχορηγήσεων και μειώνεται ο αριθμός των υποτροφιών που έχει δικαίωμα να προσφέρει.
Στην ομάδα φούτμπολ ήταν ελαφρώς διαφορετικά τα πράγματα και γι’ αυτό και ενώ είχα επιστρέψει στην Ελλάδα, είχε ξεσπάσει ένα ακαδημαϊκό σκάνδαλο, με απολύσεις προπονητών και αποβολές παικτών.
Όσο ήμουν εκεί, όμως, δεν υπήρξε ποτέ περίπτωση αθλητή να περάσει ένα μάθημα δίχως να δώσει το «παρών» σε μία τελική εξέταση.
Επέστρεψα στην Ελλάδα το 2010, διότι στο κολέγιο δεν αγωνιζόμουν πολύ. Δεν είχα τελειώσει με το πτυχίο μου και το μόνο σχολείο στην Ελλάδα που αναγνώριζε τα μαθήματα που είχα περάσει, ήταν ένα αμερικανικό ιδιωτικό κολέγιο, στην Αθήνα.
Συνέχισα εκεί, όμως ήταν η μέρα με τη νύχτα και το σταμάτησα. Ο λόγος ήταν και μία προσωπική πικρία.
Όταν το Μαρούσι δεν κατόρθωσε να σχηματίσει ομάδα, μεταπήδησα στον Πανιώνιο και με τον κόουτς Μπαρτζώκα τερματίσαμε στην τρίτη θέση. Ο κόουτς Ζούρος με κάλεσε στην Εθνική ομάδα, για το Προ-Ολυμπιακό τουρνουά στη Βενεζουέλα.
Παράλληλα, συνέχιζα τις σπουδές μου και περνούσα σχεδόν όλα τα μαθήματα με «Α».
Η Αμερική με είχε βοηθήσει να ξέρω να διαβάζω και να συνδυάζω το μπάσκετ.
Μονάχα που όταν άρχιζαν οι εξετάσεις στο κολέγιο της Αθήνας, η Εθνική είχε ένα φιλικό τουρνουά στη Λιθουανία, το οποίο θα ήταν για μένα σημαντικό. Μίλησα με την καθηγήτρια ενός μαθήματος και εκείνη μου είπε ότι δεν γίνεται να το δώσω μερικές ημέρες αργότερα. Εκνευρίστηκα… Για ενάμιση χρόνο εκεί δεν είχα δώσει δικαίωμα, ήμουν καλός μαθητής και δεν κορόιδευα. Δεν ήθελα την εξαίρεση για να πάω στην παραλία.
Η ομοσπονδία είχε στείλει επίσημο χαρτί, όμως το αίτημά μου απορρίφθηκε, ενοχλήθηκα και αποχώρησα.
Σκέφτηκα πως, επειδή πλήρωνα από την τσέπη μου για κάθε μάθημα, θέλουν να με υποχρεώσουν να το χάσω και να το πληρώσω και πάλι. Η λέξη δεν είναι ωραία, όμως «ξενέρωσα».
Έχω πει, ωστόσο, ότι όταν τελειώσω την καριέρα μου, θα ολοκληρώσω τις σπουδές μου και θα πάρω το πτυχίο, στο Business Administration, γιατί υπάρχουν πολλά δύσκολα μαθήματα που δεν τα παρακολουθείς εύκολα online.
Έχω κρατήσει στο μυαλό μου όλες τις διδακτικές εμπειρίες από την Αμερική. Όπως και την πρώτη εμπειρία μου με τις Η.Π.Α., όταν επιλέχθηκα για το Jordan camp το 2006, στην ηλικία των 16 ετών.
Μετά το event στην Αθήνα, στο οποίο αγωνίστηκε και ο Βλάντο Γιάνκοβιτς, ακολούθησε άλλο ένα στο Μιλάνο, πριν την επιλογή μας για την κεντρική εκδήλωση στη Νέα Υόρκη.
Στην Ιταλία γνωρίσαμε για πρώτη φορά τον Μάικλ Τζόρνταν.
Εκεί αγωνίστηκε και ο Νικολό Μέλι, ο οποίος μετά τη Μπάμπεργκ και τη Φενερμπαχτσέ, συνεχίζει πια στη Νέα Ορλεάνη.
Στη Νέα Υόρκη, για την τελική εκδήλωση, ταξιδέψαμε τον Απρίλιο του 2007. Δεν μπορώ εύκολα να περιγράφω με λόγια την εμπειρία, στο «Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν». Κάθε ημέρα κάναμε και κάτι διαφορετικό. Μία προπόνηση έγινε σε ένα γήπεδο στο Μπρονξ. Γνωρίσαμε τον βραβευμένο με Όσκαρ σκηνοθέτη, Σπάικ Λι, διάσημο οπαδό των Νικς.
Μία άλλη ημέρα μάς πήγαν σε ένα κατάστημα, όπου ο καθένας σχεδίασε με τον δικό του τρόπο το παπούτσι του.
Τον Μάικλ Τζόρνταν τον είδαμε και πάλι στη Νέα Υόρκη, όμως κάθε παίκτης είχε λίγα λεπτά για να μιλήσει ιδιαιτέρως μαζί του στην Ιταλία.
Στην χειραψία μαζί του συνειδητοποίησα πόσο μεγάλη ήταν η παλάμη του και πόσο «στιβαρή» ήταν η χειραψία του!
Δεν είχα προλάβει πολύ τον Τζόρνταν, ως εν ενεργεία παίκτη.
Όμως, φρόντισα πριν τον γνωρίσω να έχω μάθει τα πάντα για την θρυλική καριέρα του.
Οι γονείς μου λατρεύουν το μπάσκετ και με βοήθησαν πολύ σ’ αυτό.
Είμαι μικρός σε ηλικία για να το πω, αλλά μάλλον θα συμφωνήσω με τους περισσότερους που θεωρούν ότι είναι ο κορυφαίος όλων των εποχών. Όταν σταθείς κοντά του, αισθάνεσαι άμεσα το δέος, την ανατριχίλα στα χέρια σου.
Η κουβέντα μαζί του, πάντως, σε κάνει να σκεφτείς λίγο μετά ότι είναι ένας απλός άνθρωπος.
Δεν είναι κάτι αδιανόητο το να κάθεσαι και να συζητάς μαζί του.
Αυτό είναι το πιο ωραίο για τον MJ.
Έχει πετύχει τα πάντα κι όμως είναι εκεί μαζί σου και σε ρωτά σε ποια ομάδα παίζεις, ποια είναι τα όνειρά σου. Με ρώτησε ποιος είναι ο αγαπημένος μου παίκτης και με συμβούλευσε να δουλεύω σκληρά.
Στα 16-17 μου, δεν προπονούμουν όπως τώρα. Το μπάσκετ είναι ευκολότερο όταν είσαι μικρός.
Ο Τζόρνταν μού επισήμανε ότι δεν πρέπει ποτέ να επαναπαυτώ.
Με ρώτησε ποιοι είναι οι σέντερ που παρατηρώ.
Του απάντησα πως θαυμάζω τον Χακίμ Ολάοζουον και αποκρίθηκε ότι «επειδή τον έχω αντιμετωπίσει τόσες φορές, έχει καταπληκτικό footwork (=«κίνηση με τα πόδια») και τρομερή ισορροπία σε όλες τις κινήσεις του».
Ομολογώ ότι δεν θυμάμαι τι ακριβώς τον ρώτησα εγώ και ακόμη και σήμερα αν καθόμουν απέναντί του, δεν ξέρω ποιο θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα τον ρωτούσα.
Με τον Μάικλ Τζόρνταν χρειάζεσαι ώρες κουβέντας. Να τον ρωτάς για όλα και να σου μεταδίδει όσα γνωρίζει και τον βοήθησαν να πετύχει σπουδαία πράγματα.
Για την αφοσίωση στο παιχνίδι…
Ο Ζήσης Σαρικόπουλος είναι διεθνής καλαθοσφαιριστής και αγωνίζεται στην Αλ Σαντ του Κατάρ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Ζήσης Σαρικόπουλος: «Σεβασμός»
Ελεάννα Χριστινάκη: «Στρατιωτική Βάση για την Επιτυχία»
Βίκη Βολονάκη: «Δικαίωση!» / Αλέξανδρος Άνθης: «Οι Δαίμονες Του Coach-G»
Μπατούλι Καμαρά: «Οι ευκαιρίες αλλάζουν τον κόσμο»
Ο Έλληνας που πέρασε ένα μήνα με τον κόουτς Σιζέφσκι
Γιώργος Παυλίδης: «Δύο καριέρες, μία ζωή» / Ανδρέας Κουτσούρης: «Ακολουθώντας Τα Όνειρά Τους»
Τάκης Καρατζουλίδης: «Εναλλακτικές προτάσεις σπουδών μέσω του αθλητισμού»
NCAA: Μυσταγωγία ή εκμετάλλευση; / Η Καλιφόρνια «πληρώνει» τους… επαγγελματίες φοιτητές!