Μετά από πέντε χρόνια παραμονής στην επαρχία Χατάι, στην Αντάκια (Αντιόχεια), μια πόλη κοντά στα σύνορα με τη Συρία, το φθινόπωρο του 2020 με βρήκε στην Ελλάδα αποφασισμένη να παραμείνω στην Αθήνα.
Αν και αρχικά η επιθυμία μου ήταν να συνεχίσω να εργάζομαι στο εξωτερικό, η πρόταση που είχα από την Ελευθερία Μοσχάτου, οι προοπτικές που υπήρχαν στην ομάδα, καθώς και κάποιοι προσωπικοί λόγοι, ήταν αρκετά για να με κρατήσουν στη χώρα.
Μόνο που τα πράγματα δεν έρχονται πάντα όπως τα υπολογίζουμε.
Λίγες εβδομάδες αφότου ξεκίνησε το πρωτάθλημα, μετά την 3η αγωνιστική, αποφασίστηκε η προσωρινή διακοπή του λόγω του κορονοϊού.
Και ξαφνικά, από εκεί που η καθημερινότητά μου ήταν γεμάτη με προπονήσεις και παιχνίδια, βρέθηκα κλεισμένη μέσα στο σπίτι μου να περνάω ατελείωτες ώρες μπροστά στην οθόνη ενός κομπιούτερ βλέποντας τους αγώνες των άλλων.
Όταν είσαι προπονητής κι έχεις το «μικρόβιο» μέσα σου, δεν είναι εύκολο να συμβιβαστείς με τέτοιες καταστάσεις. «Τρώγεσαι»! Σκεφτόμουν ότι έπρεπε να κάνω κάτι. Ήταν αδύνατον να μένω αδρανής!
Μέχρι την στιγμή που δέχτηκα ένα τηλεφώνημα.
«Θέλουν προπονήτρια σε μια ομάδα στο Ιράν (Μαχράμ). Πώς το βλέπεις; Σε ενδιαφέρει;», με ρώτησε ένας γνωστός μου μάνατζερ, επισημαίνοντας πως και ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά τις ιδιαιτερότητες που υπήρχαν.
Το σχετικά χαμηλό επίπεδο του μπάσκετ γυναικών στη χώρα, οι ιδιαίτερες συνθήκες στις οποίες ζουν οι γυναίκες στο Ιράν και όλα όσα ακούγονται για την περιοχή, σε βάζουν σε σκέψεις. Στο τέλος, όμως, της κουβέντας μας και οι δυο συμφωνήσαμε λέγοντας, «γιατί όχι;».
Άλλωστε, τι είχα να χάσω; «Καλύτερα -σκέφτηκα- να δοκιμάσω την τύχη μου, παρά να κάθομαι στο σπίτι μου και να τρώγομαι».
Γενικότερα, είμαι της άποψης πως είναι καλύτερα να μετανιώνεις για κάτι που έκανες, παρά για κάτι που δεν έκανες.
Έτσι, αποφάσισα να ρισκάρω!
Η τύχη εξάλλου, έχει βάλει «το χέρι της» πολλές φορές στη διάρκεια της επαγγελματικής πορείας μου.
Βέβαια, πριν πάρω την τελική απόφαση, φρόντισα να μάθω τα πάντα για τη χώρα. ‘Η σχεδόν τα πάντα.
Κακά τα ψέματα. Στο μυαλό μου, όπως και του περισσότερου κόσμου, το Ιράν φάνταζε ως ένα πολύ «σκληρό» μουσουλμανικό κράτος στο οποίο οι γυναίκες δεν περνάνε και τόσο καλά.
Σύντομα, όμως, ανακάλυψα, πως η εικόνα που είχα για τη χώρα, δεν ήταν ακριβώς αυτή που συνήθως παρουσιάζεται στην τηλεόραση ή ακούς στις ειδήσεις. Έψαξα, ρώτησα και οι απαντήσεις που πήρα ήταν αρκετά πειστικές ώστε να με κάνουν στο τέλος να πω, «θα πάω»!
Στην τελική απόφαση μέτρησε και το γεγονός ότι τα προηγούμενα χρόνια είχα ζήσει για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα σε μια μουσουλμανική χώρα (Τουρκία). Επομένως, θεωρούσα πως η νοοτροπία που είχαν οι άνθρωποι σε εκείνην, δε θα διέφερε σε πολλά από αυτήν που έχουν οι άνθρωποι που ζουν στο Ιράν.
Μπαίνοντας το Δεκέμβριο του 2020 στο αεροπλάνο, ήμουν απόλυτα προετοιμασμένη για όσα θα έβρισκα μπροστά μου στην Τεχεράνη. Το μόνο που υπήρχε, ήταν ο προβληματισμός μου για κάποιο συγκεκριμένο θέμα: αυτό της μαντίλας. Το Χιτζάμπ.
Σέβομαι και κατανοώ απόλυτα τους λόγους για τους οποίους το φορούν οι γυναίκες στις μουσουλμανικές χώρες, αλλά στο δικό μου μυαλό, η υποχρεωτική χρήση της μαντίλας είναι μία μορφή καταπίεσης.
Όσο εξοικιωμένη και να ήμουν με την εικόνα από την περίοδο που εργαζόμουν στην Τουρκία, ήταν δύσκολο να συμβιβαστώ με αυτήν. Επαναλαμβάνω, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κατανοώ ή δεν σέβομαι τους θρησκευτικούς ή άλλους λόγους για τους οποίους γίνεται.
Ένα από τα γεγονότα που θυμάμαι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού στο Ιράν, ήταν αυτό που παρατήρησα μέσα στο αεροπλάνο, στην πτήση από το Κατάρ προς την Τεχεράνη.
Μεταξύ των επιβατών ήταν πολλές γυναίκες και θυμάμαι πόσο μεγάλη εντύπωση μου έκανε το γεγονός ότι καμία δεν φορούσε μαντίλα. Η έκπληξή μου έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν, λίγο πριν προσγειωθούμε στο αεροδρόμιο της Τεχεράνης, ξαφνικά, σχεδόν αυτόματα, όλες φόρεσαν τις μαντίλες τους! Κοιτούσα με απορία και αναρωτιόμουν, «τι έγινε τώρα;».
Αυτό, ήταν ενδεικτικό για ό,τι θα έβλεπα στη συνέχεια.
Στην Τουρκία, το μεγαλύτερο ποσοστό των γυναικών που κάνουν χρήση της μαντίλας το κάνει επειδή το θέλει ή λόγω της θρησκείας τους. Στο Ιράν, όμως, το 90% τη φοράει γιατί δεν έχει άλλη επιλογή. Είναι νόμος του Κράτους, άρα και υποχρεωτικό. Κι αυτό έχει πολύ μεγάλη διαφορά από το να κάνεις κάτι οικειοθελώς.
Το κατάλαβα αμέσως. Όπως επίσης κατάλαβα πως το συγκεκριμένο θέμα απασχολεί έντονα τις γυναίκες στη χώρα.
Προσωπικά, βέβαια, από την στιγμή που είχα πάρει την απόφαση να ζήσω στο Ιράν, όφειλα να ακολουθήσω και να σεβαστώ τους κανόνες του. Ανεξαρτήτως των διαφορετικών αντιλήψεων που έχω στο θέμα της μαντίλας.
Στις προπονήσεις πάντως, δεν ήταν υποχρεωτικό να τη φοράμε. Εκτός φυσικά αν υπήρχε άνδρας μέσα στο γήπεδο. Τότε, έπρεπε να τη φορέσεις. Ήταν από τα πράγματα που γνώριζα από πρώτη μέρα και το περίμενα.
Εκείνο που μάλλον δεν περίμενα, ήταν η οργάνωση που υπήρχε στην ομάδα, οι εξαιρετικές εγκαταστάσεις και η αντίληψη που υπάρχει γενικότερα για το μπάσκετ γυναικών.
Η Μαχράμ, είναι από τις πιο γνωστές ομάδες στο Ιράν, η οποία χρηματοδοτείται από έναν πολύ ισχυρό οικονομικά όμιλο και είναι μόνιμη πρωταθλήτρια στην κατηγορία των Ανδρών. Ο ιδιοκτήτης της, ο κ. Αμίρ Μοχάμαντ Γκανζίι, είναι τόσο προοδευτικός και «ανοιχτόμυαλος», που όχι μόνο δημιούργησε (το 2020) τη γυναικεία ομάδα, αλλά «τόλμησε» να προσλάβει για πρώτη φορά μια ξένη προπονήτρια.
Είμαι η πρώτη ξένη γυναίκα που εργάστηκε σε γυναικεία ομάδα μπάσκετ της χώρας, κι αυτό ήταν ένα μεγάλο άνοιγμα για τα δεδομένα του Ιράν. Όπως επίσης κι ένα μεγάλο ρίσκο για τη Μαχράμ.
Ας μη γελιόμαστε. Ήταν μία κίνηση που κανείς δεν γνώριζε αν θα έβγαινε. Τόσο στην ομάδα, όσο και σε μένα.
Πήγε, όμως, καλά. Αν και νεοσύστατη, η Μαχράμ έφτασε μέχρι τους τελικούς του πρωταθλήματος όπου αντιμετωπίσαμε την πιο έμπειρη και σαφώς πιο έτοιμη, Μπαχμάν.
Μπορεί να χάσαμε τον τίτλο, αλλά, αυτό που έμεινε είναι ότι έγινε ένα σημαντικό βήμα προόδου.
Το επίπεδο του μπάσκετ γυναικών στο Ιράν δεν είναι υψηλό, όμως, εν μέρει αυτό είναι λογικό, διότι, ενώ υπάρχουν ταλαντούχες παίκτριες, πολλές εκ των οποίων θέλουν να δουλέψουν και φιλοδοξούν να κάνουν καριέρα ως επαγγελματίες μπασκετμπολίστριες, δεν υπάρχει η γνώση πώς θα καταφέρουν να εξελιχθούν.
Για να υπάρχει γνώση, πρέπει να υπάρχει και εύκολη πρόσβαση στην πληροφορία.
Προσωπικά, ό,τι έμαθα, το έμαθα (και συνεχίζω να μαθαίνω) μέσα από τη συνεργασία μου με άλλους προπονητές, από την παρακολούθηση σεμιναρίων, ακόμη και από βίντεο στο You Tube.
Είχα και έχω ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε πληροφορία θέλω. Στο Ιράν, όμως, οι γυναίκες προπονήτριες δεν έχουν αυτό το προνόμιο.
Διέκρινα, ωστόσο, ότι πλέον υπάρχει πολύ μεγάλη διάθεση για μάθηση και οι Ιρανοί θέλουν να κάνουν ό,τι χρειάζεται για την ανάπτυξη του αθλήματος στην κατηγορία των γυναικών.
Το διαπίστωσα και από την συμπεριφορά τους προς εμένα. Φρόντισαν από την πρώτη μέρα να μου παρέχουν όλα τα μέσα που χρειάζεται ένας προπονητής για να δημιουργήσει μία καλή ομάδα.
Οι άνθρωποι αγαπούν πάρα πολύ το άθλημα και στηρίζουν το μπάσκετ γυναικών. Αυτό φάνηκε και απ’ τον μεγάλο αριθμό των θεατών που παρακολούθησαν τους αγώνες των τελικών μέσω του Instagram και του ίντερνετ, μια και λόγω του COVID -19, δεν επιτρεπόταν η παρουσία φιλάθλων στο γήπεδο.
Τον δεύτερο αγώνα τον παρακολούθησαν συνολικά 17.000 άνθρωποι, αριθμός που ίσως να ξεπερνάει ακόμη κι αυτόν των θεατών που παρακολουθούν έναν αγώνα του πρωταθλήματος της Ευρωλίγκα γυναικών.
Είναι σχεδόν σίγουρο ότι θέλουν να στηρίξουν το γυναικείο μπάσκετ, όπως επίσης είναι σχεδόν βέβαιο ότι θέλουν να βοηθήσουν περισσότερο τις γυναίκες που ασχολούνται με τον αθλητισμό.
Μπορεί να ακούγεται περίεργο, αλλά, αυτή την στιγμή ένα από τα πιο δημοφιλή αθλήματα στο Ιράν είναι το ποδόσφαιρο γυναικών, με την εθνική ομάδα να θεωρείται μία από τις καλύτερες στην Ασία. Είναι πραγματικότητα.
Όπως επίσης και το γεγονός, ότι ο γυναικείος αθλητισμός χαίρει μεγάλης εκτίμησης απ’ όλους. Η θέση της γυναίκας δεν είναι υποτιμημένη, όπως πιστεύει πολύς κόσμος.
Θα αναφέρω ενδεικτικά δύο στοιχεία.
Το πρώτο είναι ότι στην Ομοσπονδία μπάσκετ της χώρας, το διοικητικό συμβούλιο έχει είκοσι μέλη εκ των οποίων τουλάχιστον οι μισές είναι γυναίκες. Παράλληλα, υπάρχει μια Επιτροπή Πρωταθλήματος Γυναικών, της οποίας φυσικά ηγείται γυναίκα, που ασχολείται μόνο με τα θέματα που αφορούν αυτό.
Στην Ελλάδα, την ίδια ώρα, όχι μόνο δεν υπάρχει καμία γυναίκα στο διοικητικό συμβούλιο της Ομοσπονδίας, αλλά ούτε καν Επιτροπή για το πρωτάθλημα γυναικών!
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι την στιγμή που στην Ελλάδα το πρωτάθλημα της Α1 (γυναικών) επί τρεις μήνες ήταν «παγωμένο» χωρίς κανείς να γνωρίζει αν θα ξεκινούσε ξανά, στο Ιράν είχαν φροντίσει να συνεχίσουν κανονικά τη διοργάνωση, με μορφή «φούσκας». Τη διεξαγωγή, δηλαδή, όλων των αγώνων στο ίδιο γήπεδο τηρώντας κατά γράμμα το Υγειονομικό Πρωτόκολλο. Τεστ Covid στους αθλητές τους προπονητές και τους παράγοντες σχεδόν σε καθημερινή βάση, τήρηση των αποστάσεων, χρήση μασκών…
Δεν κάνω αυτές τις αναφορές για να συγκρίνω την Ελλάδα με το Ιράν. Δεν τίθεται θέμα σύγκρισης. Αναφέρω αυτά τα στοιχεία προκειμένου να γίνει κατανοητό, πόσο σοβαρά αντιμετωπίζουν στο Ιράν τις γυναίκες που ασχολούνται με τον αθλητισμό.
Πάντως, για να πω την αλήθεια, πληγώθηκα πολύ παρατηρώντας αυτές τις τις διαφορές.
Ήταν δύσκολο να βλέπω να λειτουργεί άκρως επαγγελματικά μια χώρα που το μπάσκετ της είναι ακόμα σε επίπεδο Νεανίδων ή Κορασίδων, και στην Ελλάδα να μην δίνει κανείς σημασία για την κατηγορία των γυναικών!
Την στιγμή, μάλιστα, που η χώρα μας έχει στο ενεργητικό της έναν σύλλογο (Αθηναϊκός) που έχει πάρει Ευρωπαϊκό τίτλο (Eurocup), ομάδες που έχουν αγωνιστεί στην Ευρωλίγκα και το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Πρωταθλητριών παλιότερα, και την Εθνική ομάδα, να φτάνει το 2017 μια ανάσα από την κατάκτηση ενός μεταλλίου και το 2021 να έχει εξασφαλίσει την συμμετοχή της στο Ευρωμπάσκετ!
Με ενοχλούσε και με ενοχλεί ακόμα αυτή η αντίθεση που υπάρχει.
Εκεί (στο Ιράν) δείχνουν την αγάπη τους για το μπάσκετ γυναικών με πράξεις. Εδώ, έχουμε μείνει στα λόγια…
Το παράξενο είναι πως η φήμη του Ιράν είναι τέτοια, που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τις προσπάθειες που γίνονται στο εσωτερικό της χώρας για την ανάπτυξη του γυναικείου αθλητισμού.
Κάτι το οποίο γνωρίζουν και οι ίδιοι.
Μία από τις πιο συχνές ερωτήσεις που μου έκαναν στη διάρκεια της παραμονής μου στην Τεχεράνη, ήταν πως μου φαίνεται η ζωή στο Ιράν.
Νομίζω πως απασχολεί αρκετά τους ντόπιους η εικόνα που έχει διαμορφώσει ο Δυτικός κόσμος για το λαό, γιατί έχει δοθεί η εντύπωση ότι είναι μια χώρα με τρομοκράτες, με πολύ αυστηρούς κανόνες, και πως δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις στο δρόμο αν δεν συνοδεύεσαι από κάποιον. Ίσως και να ενοχλούνται από το γεγονός ότι η χώρα τους είναι τόσο παρεξηγημένη.
Προσωπικά, οφείλω να πω ότι ένιωθα μεγάλη ασφάλεια στην πόλη, γιατί γνώριζα πως οι παραβατικές συμπεριφορές τιμωρούνται πολύ αυστηρά. Η εγκληματικότητα είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Σχεδόν μηδενικά, θα έλεγα.
Αντιθέτα, στην Τουρκία τα πράγματα ήταν διαφορετικά.
Κι εκεί, από τύχη βρέθηκα!
Ήταν το 2015, τότε που ο προπονητής της Χατάι Εκίν Μπας με τον οποίο γνωριζόμασταν, πριν ακόμη υπογράψει το συμβόλαιό του, με ενημέρωσε ότι θα συνεργαζόταν με την ομάδα και ήθελε να ενισχύσει το τεχνικό τιμ με κάποιους συνεργάτες. Με ρώτησε αν με ενδιέφερε αυτή η προοπτική, αλλά, στην αρχή δεν είχα δώσει μεγάλη σημασία.
Ίσως, γιατί η ερώτηση είχε γίνει εν μέσω μιας επικοινωνίας στα social media. Ίσως, γιατί είχα κάποιες αμφιβολίες. «Τι θα πάω να κάνω στην Τουρκία;», σκεφτόμουν.
Όταν, όμως, έκλεισε κι επίσημα την συμφωνία του με την ομάδα, επανήλθε ρωτώντας με ξανά: «Θα έρθεις;». Κι έτσι, βρέθηκα στη Χατάι και την Αντιόχεια.
Μια πόλη η οποία βρίσκεται πολύ κοντά στα σύνορα με τη Συρία, έχει εμφανή τα σημάδια της φτώχειας και που εκείνη την περίοδο, η κατάσταση ήταν λίγο δύσκολη γιατί μόλις είχε ξεσπάει η μεγάλη προσφυγική κρίση. Ωστόσο, στην πόλη υπήρχε ησυχία και ηρεμία.
Όσο αγαπούν το μπάσκετ γυναικών στο Ιράν, τόσο κι άλλο τόσο, το αγαπούν και στην Τουρκία. Φυσικά το επίπεδο του πρωταθλήματος εκεί, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί με το Ιράν. Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές καταστάσεις.
Η τουρκική Σούπερ Λιγκ, είναι ένα από τα πιο δυνατά πρωταθλήματα μπάσκετ γυναικών στην Ευρώπη. Υπάρχουν τα χρήματα, η προβολή, τα γήπεδα, η οργάνωση, και γενικότερα όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν ένα πρωτάθλημα ισχυρό. Γι’ αυτό και προτιμάται από αρκετές Αμερικανίδες παίκτριες που έχουν αγωνιστεί στο WNBA.
Στα παιχνίδια της Χατάι, το γήπεδο ήταν σχεδόν πάντα γεμάτο. Ειδικά στους αγώνες με τη Φενέρμπαχτσε ή με τη Γαλατάσαραϊ που είναι οι μεγάλες ομάδες, δεν «έπεφτε καρφίτσα».
Για μία γυναίκα, είτε είναι παίκτρια είτε προπονήτρια, η παρουσία της σ’ ένα γεμάτο γήπεδο είναι κάτι που δεν το ζει συχνά.
Το κακό ήταν πως κάποια στιγμή άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους τα οικονομικά προβλήματα και η Χατάι άρχισε να επηρεάζεται από αυτά.
Ειδικά τον τελευταίο χρόνο που ήμουν στην ομάδα, τα προβλήματα έγιναν εντονότερα για δύο λόγους. Πρώτον γιατί ο σύλλογος αποφάσισε να ενισχύσει περισσότερο το ποδοσφαιρικό τμήμα του και δεύτερον γιατί είχε αρχίσει να κλονίζεται η τουρκική οικονομία.
Η ομάδα ανήκει στον Δήμο ο οποίος έπαιρνε χρηματοδότηση από το Κράτος. Όταν, όμως, έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα προβλήματα στην τουρκική οικονομία, το Κράτος αδυνατούσε να δώσει τα χρήματα στην ώρα του με αποτέλεσμα να μην πληρώνει στην ώρα της και η ομάδα. Σύντομα ξεκίνησε η γκρίνια, κι έτσι, ό,τι είχαμε χτίσει από το 2015, το 2020 άρχισε σιγά-σιγά να καταρρέει.
Η πενταετής παραμονή μου στη χώρα, πάντως, με δίδαξε πολλά πράγματα και μου άφησε ακόμα περισσότερα. Κυρίως τις ανθρώπινες σχέσεις που δημιούργησα. Επαγγελματικές και φιλικές.
Δεν κρύβω πως στην αρχή, πηγαίνοντας στη Χατάι, είχα την απορία αν ως Ελληνίδα θα μπορούσα να συνεργαστώ καλά με τους Τούρκους. Δεν ήμουν και τόσο αισιόδοξη ότι θα τα… βρίσκαμε. Κι όμως! Όχι μόνο τα «βρήκαμε», αλλά ανέπτυξα σχέσεις και φιλίες που, για πάντα, θα είναι εφόδιο στη ζωή μου.
Η αγάπη που εισέπραξα στα πέντε χρόνια που δούλεψα στην ομάδα, δεν περιγράφεται εύκολα με λόγια.
Για μένα, η ζωή δεν είναι μόνο μπάσκετ. Είναι και οι σχέσεις που αναπτύσσεις με τους ανθρώπους. Αυτές μένουν στο τέλος.
Όσα λεφτά και να βγάλεις, όσες επιτυχίες και να σημειώσεις, στο τέλος αυτό που μένει είναι οι άνθρωποι και πως σε κάνουν να αισθάνεσαι. Τολμώ να πω, ότι σ’ αυτή την πόλη, δημιούργησα μία νέα οικογένεια.
Αυτό ήταν το μεγαλύτερο κέρδος. Όπως φυσικά και το γεγονός ότι συνεργάστηκα με πολλές παίκτριες με εμπειρία, οι οποίες με βοήθησαν στην εξέλιξή μου όχι μόνο ως προπονήτρια, αλλά και ως άνθρωπος.
Είναι μεγάλο προσόν για έναν προπονητή να μπορεί να επικοινωνεί με ανθρώπους που ο καθένας έχει τη δική του προσωπικότητα.
Δεν έχω κανένα παράπονο. Πέρασα υπέροχα και εξακολουθώ να περνάω πολύ καλά, γιατί συνεχίζω να κάνω αυτό που αγαπώ.
Το μπάσκετ, μπήκε (και αυτό) τυχαία στη ζωή μου. Κάπου στην ηλικία των 12 ετών, όταν ο πατέρας μου ο οποίος εργαζόταν ως οδηγός σε πούλμαν, μια μέρα με ρώτησε αν ήθελε να πάω μαζί του που θα μετέφερε μια ομάδα στο γήπεδο για κάποιο παιχνίδι. Η ομάδα αυτή ήταν ο Α.Ο. Δήμητρα. Ένας σύλλογος της Ελευσίνας.
Κάθισα να παρακολουθήσω το ματς και μόλις είδα τα κορίτσια να παίζουν μπάσκετ, «τρελάθηκα». Ήθελα να γραφτώ στην ομάδα. Όπως κι έγινε.
Ως παίκτρια ήμουν μέτρια. Δεν ήμουν της προπόνησης. Δεν μου άρεσε και κάποιες φορές έβρισκα τις πιο απίθανες δικαιολογίες για να την αποφύγω. Θυμάμαι, μέχρι και σπαστική κολίτιδα είχα πει ότι είχα! Φυσικά, δεν είχα ιδέα τι ήταν αυτό!
Όταν, όμως, μου ζήτησαν από τον σύλλογο να προπονήσω την ομάδα των κοριτσιών κάτω των 14 ετών, «κόλλησα». Αμέσως κατάλαβα ότι ήταν αυτό που ήθελα να κάνω! Ένιωσα πως θα ήταν το επάγγελμά μου. Επτά χρόνια αργότερα, έγινα προπονήτρια της γυναικείας ομάδας, κι από ‘κεί και πέρα, τα πράγματα πήραν το δρόμο τους.
Ακολούθησαν αρκετές συνεργασίες ώσπου, κάπου στη διαδρομή, συνάντησα τη Γιασεμή Σαμαντούρα.
Με τη Γιασεμή δουλέψαμε, εκείνη ως χεντ κόουτς κι εγώ ως ασίσταντ, αρχικά στον Κτησιφώντα Παιανίας, στη συνέχεια στον Αθηναϊκό και μετά στον Παναθηναϊκό, με τον οποίο κατακτήσαμε το πρωτάθλημα (2013).
Ήταν μεγάλο σχολείο η συνεργασία μαζί της! Κάθε μέρα ήταν κι ένα μάθημα. Από το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται μία προπονήτρια στην προπόνηση και πώς να διαχειρίζεται τις παίκτριές της στους αγώνες παίρνοντας από αυτές το 100%, μέχρι τις σχέσεις που πρέπει να έχει με τη διοίκηση.
Της οφείλω πολλά γι’ αυτό που είμαι σήμερα ως προπονήτρια.
Όπως οφείλω πολλά και στην καλή μου τύχη.
Άλλωστε, δεν ήταν λίγες οι φορές που πήγα στο… άγνωστο με βάρκα την ελπίδα!
Η Κατερίνα Χατζηδάκη είναι προπονήτρια μπάσκετ.
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Βογιατζή
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τζώρτζης Δικαιουλάκος: Σκοπιά στο Σεράγεβο
Βίκη Βολονάκη: «Δικαίωση!» / Μπατούλι Καμαρά: «Οι ευκαιρίες αλλάζουν τον κόσμο»
Η Λιζ Μιλς άνοιξε διάπλατα μία ακόμη πόρτα για τις γυναίκες
Ο Γκρεγκ Πόποβιτς ξέρει ότι το μονοπάτι της Μπέκι Χάμον είναι (απλώς) ξεχωριστό
Η «εκρηκτική» Τερίσα Ουέδερσπουν «γεννά» μία «λάβα» του καλύτερου εαυτού της
ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡ / ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΠΑΣΚΕΤ ΓΥΝΑΙΚΩΝ