Δεν είναι υπερβολή. Όλοι οι Ισλανδοί -λένε πως- γνωρίζονται μεταξύ τους.
Κάτι περισσότερο από 350.000 ψυχές είναι όλοι κι όλοι, άλλωστε.
Ακόμα και ο τρόπος, με τον οποίον παίρνουν τα ονοματεπώνυμά τους, είναι ενδεικτικός. Δεν υπάρχει οικογενειακό επίθετο. Αυτό το παίρνει ο γιος ως σύνθεση του πατρικού ονόματος και της περίφημης κατάληξης «-son».
«Άρον Γκούναρσον»: σημαίνει, κοινώς, «ο Άρον (το όνομά του), ο γιος του Γκούναρ».
Το επίθετο του δικού του γιου θα είναι «Άρονσον». Δεν έχει σημασία, βέβαια, το γεγονός ότι δεν θα είναι κοινό. Όλοι στην Ισλανδία θα τον γνωρίζουν. Και όχι. το γεγονός ότι μιλάμε για τον πλέον εμβληματικό ποδοσφαιριστή της χώρας, αυτόν που προσωποποίησε την “χρυσή” της γενιά, λίγο παίζει ρόλο γι’ αυτό. Αυτό απλώς επηρέασε στην παγκόσμια αναγνωρισιμότητά του. Στην Ισλανδία, τα είπαμε, όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους.
Χειμώνας και χάντμπολ
«Δεν κατάγομαι από το τουριστικό κομμάτι (σ.σ. υπάρχει και τέτοιο, προφανώς) της Ισλανδίας. Αλλά από το βόρειο κομμάτι της». Προφανώς, υπάρχει και πιο… βόρειο σε αυτήν την βραχώδη κουκίδα στεριάς καταμεσής του Ατλαντικού.
Το χωριό, όπου γεννήθηκε, ένα ψαροχώρι, σε μια μπασιά της γης από τους αιώνες της μάχης της με τη θάλασσα, λέγεται Ακουρέιρι. Στους παλιούς χάρτες, το απαντούσες ως (σε ελεύθερη απόδοση) «Ο τόπος των Δράκων». Μάλλον ενδεικτικό. Στα δικά του χρόνια, πάντως, πιο δύσκολο ήταν να απαντήσεις αθλητές. Ή, καλύτερα, ποδοσφαιριστές.
«Το όνειρο μου ήταν να γίνω ποδοσφαιριστής. Υπήρχαν, όμως, δύο προβλήματα. Το πρώτο ήταν πως μπορούσα να παίξω μόνο το καλοκαίρι. Ο χειμώνας εδώ είναι αυτός που εμπνεύστηκαν στο «Game of Thrones»».
Μόνο καλοκαίρι, λοιπόν. Στους υπόλοιπους εννιά-δέκα μήνες της βαρυχειμωνιάς, χάντμπολ. Το εθνικό, δηλαδή, σπορ της Ισλανδίας μέχρι την… ποδοσφαιρική άνοιξη.
Η πρώτη φορά, άλλωστε, όταν η χώρα μπήκε στον (οποιονδήποτε…) αθλητικό χάρτη, ήταν με την παρουσία της Εθνικής της ομάδας χάντμπολ στον Τελικό των Ολυμπιακών Αγώνων του 2008 στο Πεκίνο, όπου και ηττήθηκε από τη Γαλλία (κρατούμενο για τη συνέχεια).
Το άθλημα που ο πατέρας του Γκούναρσον, o Γκούναρ Γκούναρσον, για χρόνια υπηρέτησε και τον ανέδειξε ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του. Το άθλημα που, τόσο ο ίδιος όσο και ο μεγαλύτερος αδερφός του, Άρνορ, μοιράστηκαν με το ποδόσφαιρο ως τα μέσα της εφηβείας τους, διαλέγοντας έκτοτε διαφορετικές τροχιές. Ο Άρον το ποδόσφαιρο, ο Άρνορ, το χάντμπολ.
«Η δεύτερη δυσκολία ήταν πως, ακόμα και το καλοκαίρι, γήπεδα ποδοσφαίρου δεν υπήρχαν. Οπότε αναγκαστικά παίζαμε σε τσιμεντένια. Και δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου, εύκολο».
Η… μυθολογία του τόπου, του άγριου (και ταιριαστού) παρουσιαστικού, με το οποίο έγινε καθολικά αναγνωρίσιμος, η κουλτούρα των βόρειων, ακόμα και συμπαντικά δηλώνονται από το ξεκίνημα της σταδιοδρομίας του: η πρώτη-πρώτη του ομάδα λεγόταν «Θορ», αφιερωμένη στον Θεό των Βίκινγκς, τον Θεό της βροντής.
«Περνούσα ώρες δουλεύοντας. Δεν σταματούσα. Γυμναζόμουν σαν τρελός. Όπου και όπως μπορούσα. Είτε παίζοντας χάντμπολ, είτε κομματιάζοντας τα πόδια μου στο τσιμέντο, είτε σηκώνοντας βάρη και τρέχοντας σαν τρελός στο γυμναστήριο. Το μόνο που ήθελα, το μόνο που ονειρευόμουν, ήταν να γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Ίσως για να μην απαντώ στις ερωτήσεις που μου έφερναν στο μυαλό οι συνθήκες του περιβάλλοντος, όπου μεγάλωνα. Γιατί ήταν ερωτήσεις, των οποίων δεν μου άρεσαν οι απαντήσεις».
Απαραίτητη η υπενθύμιση: στην Ισλανδία, γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους. Και κανείς δεν γνωρίζει κάποιον που να έγινε, λοιπόν, επαγγελματίας ποδοσφαιριστής από το Ακουρέιρι. Όπως και κανείς, μέχρι τουλάχιστον τις μέρες, κατά τις οποίες ο ίδιος ονειρεύονταν να το πράξει, δεν έφτασε να δηλώνει επαγγελματίας, παίζοντας μόνο τα καλοκαίρια και μόνο σε τσιμεντένια γήπεδα.
«Τα πάντα άλλαξαν, όμως, όταν η ποδοσφαιρική ομοσπονδία της χώρας αποφάσισε να επενδύσει στην κατασκευή κλειστών γηπέδων με τεχνητό χορτάρι. Και, έτσι, από το πουθενά, όλοι μας μπορούσαμε να παίξουμε ποδόσφαιρο ανά πάσα ώρα και στιγμή, δώδεκα μήνες τον χρόνο. Μετά από αυτό, δεν έβρισκες παιδί σε όλη τη χώρα που δεν ασχολούνταν με το ποδόσφαιρο».
Και πάλι, όμως, ανέκδοτο ακουγόταν. Ποδοσφαιριστής από την Ισλανδία.
Σοβαροί να είμαστε. Ποιος, εκεί στις αρχές του 21ου αιώνα (και πολλοί ακόμα και τώρα, μετά τα όσα έχουν μεσολαβήσει), άκουγε τις συγκεκριμένες λέξεις και αντιμετώπιζε αυτόν που χαρακτήριζαν, σοβαρά; Και, σίγουρα, δεν ήταν ίδιον μόνο των όσων άκουγαν τον συγκεκριμένο συνδυασμό λέξεων, αλλά και όσων -καλή ώρα- φιλοδοξούσαν να τον δηλώσουν ως επαγγελματική απασχόληση.
Ξενιτιά, κλάματα και σκούτερ
«Το σκεφτόμουν πολλές φορές. Είσαι από την Ισλανδία, πώς θα κάνεις καριέρα ποδοσφαιριστή»; Τι πιο φυσιολογικό, λοιπόν, να… φύγει από την Ισλανδία! Πάλι με την υποστήριξη της εγχώριας ομοσπονδίας, η οποία, αναγνωρίζοντας τα εγγενή μειονεκτήματα -ακόμα και με τόση επένδυση- της δημιουργίας μιας ανταγωνιστικής φουρνιάς ποδοσφαιριστών, ώθησε τους πλέον ταλαντούχους να φύγουν από το νησί και να πάνε στην (πιο) ανεπτυγμένη ποδοσφαιρικά Ευρώπη, προκειμένου να εκπαιδευτούν κατάλληλα.
Από τα πρώτα “καταφύγια” Ισλανδών ποδοσφαιριστών, από τις πρώτες ομάδες της Ηπείρου που τους εμπιστεύτηκαν, ήταν το Άλκμααρ και η τοπική ΑΖ, στις ακαδημίες της οποίας εντάχθηκε ο 17χρονος Άρον Γκούναρσον. Άλλο επίπεδο. Άλλη, διαφορετικού τύπου, προσγείωση.
«Στην πρώτη μου προπόνηση, τέσσερεις φορές με έριξαν στο χορτάρι με προσποιήσεις και ντρίμπλες. Ντράπηκα τόσο, ώστε σκέφτηκα να πάρω το αεροπλάνο και να επιστρέψω σπίτι μου. Και μου έλειπε πραγματικά πολύ. Ήταν η πρώτη φορά που έφευγα από την οικογένειά μου, η πρώτη φορά που έμενα σε ξενοδοχείο. Τηλεφωνούσα στους δικούς μου και έκλαιγα κάθε μέρα τους πρώτους δύο-τρεις μήνες».
Δεν τον… λυπήθηκαν. Δεν χρειάστηκε κιόλας. Είχε προσαρμοστεί σε χειρότερα, θα το άντεχε το Άλκμααρ. Και το άντεξε. Ενάμιση χρόνο αργότερα, χωρίς καλά-καλά να έχει παίξει στην ΑΖ, λίγο μετά την ενηλικίωσή του, καλείται για πρώτη φορά στην Εθνική ομάδα της Ισλανδίας.
«Ήταν για ένα φιλικό τουρνουά στη Μάλτα, σ’ ένα παιχνίδι με τη Λευκορωσία. Τότε, δεν είχα δίπλωμα οδήγησης. Με ποδήλατο πήγαινα, όπου χρειαζόταν, ωστόσο η μητέρα μου θεώρησε χρησιμότερο να μου αγοράσει ένα σκούτερ. Ένα κατακόκκινο σκούτερ που -στα μάτια μου- με έκανε να δείχνω πολύ άγριος. Και μου άρεσε. Πάω, λοιπόν, στο αεροδρόμιο, για να φύγω για τη Μάλτα. Το αφήνω στο πάρκινγκ. Επιστρέφοντας, πετάω από τη χαρά μου. Δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω πως έγινα διεθνής. Διπλή η προσγείωση, όμως, αφού, με το που πήγα στο πάρκινγκ, διαπίστωσα πως το μόνο που κρατούσε από το σκούτερ η αλυσίδα, με την οποία -νόμιζα πως- το είχα ασφαλίσει, ήταν η μία ρόδα του. Το υπόλοιπο είχε κλαπεί». Μικρό το κακό. Πρόσκαιρο. Το σκουτεράκι μπορεί να μην τον πήγαινε πλέον, όλα τα υπόλοιπα, όμως, τον οδηγούσαν εκεί, όπου ονειρεύονταν.
Δεκαεννιά χρονών, μετακομίζει στην Κόβεντρι, ξεκινώντας μια ενδεκαετή θητεία στο Νησί.
Το πλάνο της Ισλανδικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας αρχίζει να αποδίδει καρπούς, αφού η Ελπίδων της Ισλανδίας, αποτελούμενη από πιτσιρικάδες με ανάλογο background και ποδοσφαιρική εξέλιξη, φτάνει στα Τελικά του Euro U21. Επιτυχία ανεπανάληπτη στην ιστορία της χώρας, επιτυχία, όμως, που αποτέλεσε απλώς την αρχή των ιστορικών επιτευγμάτων της επόμενης δεκαετίας.
«Viking Clap»
Η βάση της, εκείνη η φουρνιά των Ελπίδων των «Strákarnir okkar», των «Δικών μας παιδιών», δηλαδή, όπως έφτασαν να αποκαλούνται οι διεθνείς Ισλανδοί ποδοσφαιριστές από τους συμπατριώτες τους, δίνοντας στην Εθνική τους ομάδα αυτό ακριβώς το παρατσούκλι, το οποίο ποτέ -μέχρι τότε- δεν είχαν φροντίσει, δεν είχαν παρακινηθεί να ασχοληθούν, για να γεννήσουν.
«Διαπιστώναμε, βλέπαμε πως προοδεύουμε. Έπρεπε, όμως, να αντισταθμίσουμε την ποσότητα που δεν είχαμε, με εξυπνάδα. Να βρούμε έναν τρόπο παιχνιδιού που θα κάλυπτε -γρηγορότερα- την απόσταση που μας χώριζε. Και αυτό, το βρήκε ο Λαρς, ο οποίος ήρθε ακριβώς την κατάλληλη στιγμή».
Ο Λαρς είναι ο Λαρς Λάγκερπακ, ο Σουηδός εκλέκτορας, ο οποίος ανέλαβε τους νησιώτες το 2011. Από τις πρώτες του κινήσεις ήταν να χρίσει αρχηγό τον (23χρονο τότε) Γκούναρσον. Από τις επόμενες, να αρχίσει να… κουράζει τους παίκτες του.
«Δεν είναι κάποιος που σε θάμπωνε με τις γνώσεις, τη μεταδοτικότητά του. Ήξερε, όμως, τι έπρεπε να κάνουμε. Πώς έπρεπε να το κάνουμε. Μας μιλούσε για ώρες, μας ανέλυε για ώρες το πώς πρέπει να αμυνόμαστε, το πώς πρέπει να παίρνουμε τις θέσεις μας στο γήπεδο, τόσο όταν είχαμε την μπάλα, όσο και χωρίς να την έχουμε. Πώς να εκτελούμε κόρνερ, φάουλ, ακόμα και πλάγια. Βαρετά όλα. Αλλά σταμάτησαν να είναι, όταν συνειδητοποιήσαμε πως ήταν απόλυτα αποτελεσματικά».
Από το πουθενά, η Ισλανδία φτάνει να διεκδικεί σε μπαράζ με την Κροατία την πρόκρισή της στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2014. Για λίγο αποτυγχάνει. «Μετά τον αποκλεισμό, τα αποδυτήρια θύμιζαν νεκροταφείο. Η ατμόσφαιρα άλλαξε, όταν κάποιος -δεν θυμάμαι ποιος- ξεστόμισε το “απλό”: «Ας πάμε στο Euro»».
“Απλό”. Προσοχή, μιλάμε για μια ομάδα, για μια χώρα μαθημένη στο να αρκείται να ψάχνει τις καλύτερες θέσεις, για να… παρακολουθεί τα μεγάλα τουρνουά, όχι να διεκδικεί συμμετοχή. Πλέον, όμως, το αισθητήριο, η αύρα, το μομέντουμ, όλα υπήρχαν. Ακόμα-ακόμα και ηχητική υπόκρουση.
«Η ομάδα γινόταν συνεχώς καλύτερη. Παίζαμε στο Ρέικιαβικ με την Ολλανδία. Προηγούμαστε. Και ξαφνικά στο στάδιο επικρατεί σιγή. Απόλυτη, απόκοσμη σιγή. Ξαφνικά, όμως… «BOOM, BOOM, HÚH»! Γυρίζω στην εξέδρα, προσπαθώντας να καταλάβω τι ακούστηκε. Ήταν σαν βροντή. «BOOM, BOOM, HÚH»! Ξανά. Ανατριχιάζω σύγκορμος. «BOOM, BOOM, HÚH»! Τρίτη φορά. Και η πρώτη, η επίσημη παρουσίαση, κατά την οποία οι οπαδοί μας έκαναν το περίφημο (όπως αποκλήθηκε) «Viking Clap». Μπορεί να το έκαναν λιγότεροι από 5.000 άνθρωποι, αλλά αντηχούσε, το ένιωθες, λες και γίνονταν από 100».
Με το «Viking Clap» συνοδό, η Ισλανδία φτάνει στο φινάλε της προκριματικής φάσης, θέλοντας έναν βαθμό κόντρα στο Καζακστάν για να προκριθεί. Μετά κόπων και βασάνων -και τον Γκούναρσον μάλιστα να αποβάλλεται στο συγκεκριμένο παιχνίδι-, τον κατακτά (0-0) και γράφει ιστορία, αφού έγινε η μικρότερη χώρα που φτάνει σε τελικά Euro.
«Δεν το πιστεύαμε. Αλλά δεν θέλαμε να μείνουμε σε αυτό. Νιώθαμε πως μπορούμε να πετύχουμε περισσότερα. Η μεγαλύτερη επιβεβαίωση για μένα ήταν, όταν -παραμονές των τελικών της Γαλλίας- η… μεγαλειότητα του ισλανδικού ποδοσφαίρου, ο Εϊντούρ Γκούντγιονσεν, μου είπε -απολύτως σοβαρά- πως δεν θα ήθελε με τίποτα να είναι αντίπαλος της ομάδας μας. Και αυτό το έλεγε ένας ποδοσφαιριστής που είχε συνυπάρξει με τον Ροναλντίνιο και τον Μέσι».
Ο Κριστιάνο το διαπιστώνει με το… καλημέρα της διοργάνωσης. Πορτογαλία-Ισλανδία 1-1. Ισοπαλία και στο δεύτερο παιχνίδι των ομίλων με την Ουγγαρία. Και, έτσι, στην τελευταία αγωνιστική, μια ακόμα αρκούσε κόντρα στην Αυστρία για την πρόκριση στους «16». Την πρόκριση στους «16». Της Ισλανδίας. Τα ανέκδοτα συνεχίζονταν… Και διανθίζονταν.
Νίκη, με γκολ στο 94′ του μετέπειτα «Κιτρινόμαυρου» –για λίγο- Άρνορ Τρόιστασον, νίκη που έγινε viral -εκτός όλων των υπολοίπων- από την φοβερή και τρομερή περιγραφή του νικητήριου τέρματος από τον σπίκερ της ισλανδικής τηλεόρασης, ο οποίος απλώς εξέφραζε -κλαίγοντας, ουρλιάζοντας, χάνοντας τη φωνή του, όλα σε διάστημα δευτερολέπτων- ό,τι και όσα όλοι του οι συμπατριώτες εκείνη την στιγμή ένιωθαν.
«Όλοι τρελαθήκαμε. Ήξερα τον συντονιστή του «Viking Clap», αυτόν που έδινε τον τόνο, χτυπώντας το τύμπανο. Μέσα στον πανικό, τον βρήκα στην εξέδρα και του έδωσα το σύνθημα. Τότε, για πρώτη φορά, συμμετείχαμε όλοι οι παίκτες, όλοι στον αγωνιστικό χώρο, στο τελετουργικό. «BOOM, BOOM, HÚH»»!
Ακολουθούσε η Αγγλία. Χώρα -ποδοσφαιρικά- μύθος για τους Ισλανδούς. Ακόμα περισσότερο για τη συγκεκριμένη γενιά. «Δεν υπάρχει παιχνίδι της Premiership που δεν μεταδίδεται στην τηλεόραση. Παιδιά μαζευόμασταν σε καφετέριες, σε σινεμά, σε μπαρ, οπουδήποτε, για να παρακολουθήσουμε τα παιχνίδια του αγγλικού πρωταθλήματος. Και μπορεί αρκετοί από εμάς να αγωνιζόμαστε πλέον σε αυτό, ήταν, όμως, ξεχωριστό, ιδιαίτερο να αντιμετωπίζουμε την Αγγλία με την Εθνική μας ομάδα».
Πιο ξεχωριστή η πρόκριση. Πριν το εικοσάλεπτο, οι Ισλανδοί είχαν ανατρέψει το γρήγορο προβάδισμα των «Λιονταριών» και, έκτοτε, απλώς επιβεβαίωσαν αυτό που ο Γκούντγιονσεν είχε αναγνωρίσει, είχε παραδεχτεί στον αρχηγό τους: πως κανείς δεν θα τους ήθελε για αντιπάλους.
«Όλοι λένε για το πόσο κακή ήταν στο συγκεκριμένο παιχνίδι η Αγγλία. Ξαναδείτε το. Ο τρόπος, με τον οποίον αμυνθήκαμε, ο τρόπος με τον οποίον καλύψαμε χώρους, με τον οποίον διατηρήσαμε το προβάδισμα, είναι υποδειγματικός. Δεν έχασε η Αγγλία, λοιπόν. Εμείς, οι Ισλανδοί, κερδίσαμε»!
Από την παγωνιά στην κάψα
Συνέχεια δεν είχε. Τουλάχιστον… νικηφόρα. Η Γαλλία, όπως το 2008 είχε στερήσει στην Ολυμπιακή ομάδα χάντμπολ της Ισλανδίας το χρυσό μετάλλιο, έτσι σταμάτησε την καλύτερη στιγμή της ιστορίας της ποδοσφαιρικής Εθνικής ομάδας. Και πάλι, όμως, μικρό το κακό. Αλήθεια, θυμάται κανείς το τελικό 5-2 των «Τρικολόρ» στον προημιτελικό του Euro 2016; Μάλλον όχι. Ότι η Ισλανδία, όμως, έφτασε ως εκεί, κανείς δεν το ξεχνάει.
Πέραν της “γαλλικής” συγκυρίας, ο ίδιος ο Γκούναρσον προσωποποίησε και τη σύνδεση αυτών των δύο επιτυχιών. Δύο από τα γκολ της Ισλανδίας στη διοργάνωση προήλθαν από εκτελέσεις δικών του πλαγίων. Όχι συνηθισμένο, όχι τυχαίο. Δουλεμένο -κυριολεκτικά, όμως- στην προπόνηση, αφού ήταν απόρροια της τεχνικής που είχε διδαχτεί στην πρότερη σταδιοδρομία του στο χάντμπολ, και ο πανούργος Λάγκερπακ υιοθέτησε ως επιθετικό -ποδοσφαιρικό- όπλο.
«Μας πήρε κάποιο διάστημα να κατέβουμε από τα σύννεφα. Ο Λαρς έφυγε και ανέλαβε ο βοηθός του, ο Χέιμιρ Χάλγκριμσον. Το πρώτο πράγμα που μας είπε, ήταν πως ποτέ η Ισλανδία δεν είχε βρεθεί σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου. Τόσο απλό, τόσο ξεκάθαρο και τόσο εύκολο να μας κινητοποιήσει όλους».
Έγινε και αυτό. Πλέον, σαφές και ξεκάθαρο στον πλανήτη πως τα στερεότυπα, τα ανέκδοτα είχαν διαλυθεί. Όπως και η… πλάτη του Γκούναρσον, ο οποίος φρόντισε να την “χτίσει”, να την γεμίσει με ένα απολύτως ενδεικτικό τατουάζ (από τα αναρίθμητα που έχει στο κορμί του), στο οποίο κυριαρχεί η σημαία της πατρίδας του.
«Χρειάστηκαν συνολικά τέσσερεις επισκέψεις ενός tattoo artist. Η τελευταία επίσκεψη, για να ολοκληρωθεί το τατουάζ, με κράτησε 7 ώρες ακίνητο και μπρούμυτα. Μου είχε ξεκαθαρίσει πως αυτό που ήθελα, θα πονούσε. Και δεν είπε ψέματα».
Στη Ρωσία, οι Ισλανδοί δεν είχαν ανάλογη επιτυχία, αφού δεν ξεπέρασαν τον όμιλο. Μόνο και μόνο, όμως, το γεγονός ότι έφτασε αυτή να κρίνεται από τη συνέχειά τους στα νοκ-άουτ του Παγκοσμίου Κυπέλλου, αναδεικνύει την εκκωφαντική πρόοδό τους, η οποία και σαφώς δεν ακυρώνεται από την αποτυχία τους να προκριθούν στα τελικά του Euro 2020.
Στα 32 του, ο Γκούναρσον βρέθηκε μόλις έξι συμμετοχές από το να φτάσει μια κατοστάδα διεθνών (το 90% αυτών, με το περιβραχιόνιο στο μπράτσο του), και 11 από το να γίνει ρέκορντμαν συμμετοχών στην ιστορία της Ισλανδίας, την οποία και ως αρχηγός οδήγησε στα τελικά διαδοχικών μεγάλων διοργανώσεων.
Οικογενειάρχης πλέον και επιχειρηματίας (με τη σύζυγό του λανσάρουν προϊόντα περιποίησης δέρματος), έχει αφήσει την Αγγλία, ακολουθώντας τον πρώην του προπονητή, Λάγκερπακ, στην αραβική χερσόνησο και παίζοντας με την Αλ Αραμπί του Κατάρ. Ο «Βόρειος», αυτός που γεννήθηκε στον χειμώνα, γαλουχήθηκε από το χιόνι και μεγάλωσε στην παγωνιά, έφτασε να παίζει στους 30 βαθμούς υπό σκιά. Και να το γουστάρει κιόλας.
Αν σκεφτεί κανείς την όλη του πορεία, ζωής και επαγγελματική, ταιριάζει. Καθ’ όλη τη διάρκειά της, φρόντιζε να πηγαίνει κατευθείαν πάνω σε ό,τι φάνταζε αδύνατο, πρωτάκουστο, σε οτιδήποτε κόντρα στις καταβολές, τις πεποιθήσεις, το περιβάλλον, σε δομημένες αντιλήψεις. Ο τύπος γουστάρει να ακούει ανέκδοτα και να πηγαίνει να τα διαψεύδει.
Τέρμα τ’ αστεία, λοιπόν…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Εϊντούρ Γκούντγιονσεν: Call me by my name
Σάρα Μπιόρκ Γκούναρσντοτιρ: Το Ράγκναροκ μιας “ασταμάτητης” μαμάς-ποδοσφαιρίστριας
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη