Ο Πέτζα με βρήκε στον ΠΑΟΚ. Εγώ ήμουν στην ομάδα από το 1992 και εκείνος ήρθε δυο χρόνια μετά.
Σε μια από τις προπονήσεις που κάναμε τότε στη Θύρα 3 της Τούμπας με τον Μίλαν Μίνις εμείς ως έφηβοι, εμφανίστηκε ο Πέτζα, ο Ρέλιτς και ο Νεστέροβιτς. Ήρθαν μαζί με τον Ίβκοβιτς και μπήκαν στις προπονήσεις. Ήταν το διάστημα, κατά το οποίο και οι τρεις τους έρχονταν κρυφά για προπονήσεις. Ήταν το διάστημα που δεν είχε ολοκληρωθεί η “χαρτούρα”, για να γίνει η ελληνοποίηση. Ήταν η εποχή που τέτοιες κινήσεις γίνονταν από όλους.
Στην αρχή, κάναμε όλοι μαζί και, μετά, οι τρεις τους έκαναν ατομικές. Με εντολή Ίβκοβιτς, μπήκα και εγώ σε αυτή την ομάδα, στους τρεις που έκαναν ατομικό. Για ένα μεγάλο διάστημα, ήμασταν κάθε μέρα μαζί και, μετά, πήγαινα πολλές φορές και στο ξενοδοχείο, όπου έμεναν, στα Αστέρια, στο Πανόραμα.
Έτσι, ξεκίνησαν όλα. Και η διαδρομή του στον ΠΑΟΚ αλλά και η δική μας γνωριμία και σχέση ζωής, όπως εξελίχθηκε.
Όλοι είχαμε καταλάβει, βλέποντάς τον, πως είναι κάτι παραπάνω από αυτό που ήμασταν όλοι. Και αυτό το κέρδισε μέρα με τη μέρα. Με τη δουλειά του. Ο Πέτζα δεν ήταν αυτό που λέμε «το ταλέντο που ξεχωρίζει», δεν ήταν ο παίκτης που «παίρνει τη μπάλα και σου βάζει καλάθι με 1.000 τρόπους» που πολλές φορές λέμε, για να περιγράψουμε έναν νεαρό που ξεχωρίζει. Ο Πέτζα ήταν παιδί της δουλειάς.
Κάναμε όλη τη μέρα προπόνηση και, μόλις τελειώναμε, εμείς είχαμε το μυαλό μας να κανονίσουμε να πάμε για κανέναν καφέ ή, αν βράδιαζε, να πηγαίναμε σε κανένα μπαράκι.
Ο Πέτζα, δεν…
Ήταν κολλημένος εκεί. Γιατί; Διότι είχε στόχο.
Αυτός κατάλαβε νωρίς πως έχει φοβερό σουτ για το ύψος του. Ήταν 2.06-2.07, πόσο ήταν, και είχε χέρι από μακριά.
Αν έπαιζε “τεσσάρι” ή “πεντάρι”, θα ήταν ένας απλός παίκτης, δύσκολα θα μπορούσε να ξεχωρίσει.
Δεν ήταν ούτε γρήγορος, ούτε δυνατός. Θα ήταν ένα “τίποτα”, διότι -με αυτά τα στοιχεία- δεν θα είχε θέση. Και αυτό, για κάθε ομαδικό άθλημα, είναι το χειρότερο που μπορεί να σου “τύχει”. Να μην έχεις θέση. Αν δεν πήγαινε προς το σουτ, οι προπονητές θα τον έβαζαν “τεσσάρι” και δεν θα είχε τύχη… Ο Πέτζα το κατάλαβε αυτό και ήταν σαν να είπε «με την πολλή δουλειά, θα αλλάξω θέση». Και τα κατάφερε. Αλλά μιλάμε για δουλειά, ε… Δου-λειά!
Έχουν ακουστεί πολλά για τον Πέτζα και τα περισσότερα, να ξέρετε, είναι αλήθεια. Δεν είχε ρεπό ποτέ. Σχεδιάζαμε όλοι μαζί, η παρέα που ήμασταν, τις διακοπές μας και αρχίζαμε να ψάχνουμε για ξενοδοχείο. Συμφωνούσαμε σε ένα μέρος και αρχίζαμε το ψάξιμο. Εμείς ψάχναμε το καλύτερο ξενοδοχείο με βάση τη θάλασσα, ποιο θα είναι πιο κοντά, και εκείνος το απέρριπτε και έβρισκε ξενοδοχείο με μοναδική προϋπόθεση να έχει γυμναστήριο. Όλα αυτά στα 24-25 μας, πόσο ήμασταν τότε.
Ο Πέτζα αναγνώριζε πως δεν έχει ταλέντο και πως, για να πετύχει, έπρεπε να δουλέψει.
Δυο είναι οι παίκτες που έχω δει να πετυχαίνουν πολλά στην καριέρα τους χωρίς να έχουν ταλέντο. Ο ένας είναι ο Στογιάκοβιτς και ο άλλος είναι ο Νίκος Μπουντούρης.
Ο Νίκος ήταν βαρύς, λίγο χοντρούλης για πλέι-μέικερ, ήταν και ψηλός. Και είχε να αντιμετωπίσει κοντούς και γρήγορους, συνήθως Αμερικανούς. Ο Νίκος τα έβαζε με “σφαίρες”, δούλεψε πολύ, και όχι απλά “στάθηκε”, αλλά έκανε μεγάλη καριέρα, μέσα από τη δουλειά.
Αν διαβάζει ο Πέτζα αυτά που λέω για εκείνον, θα με πάρει και θα μου πει «εγώ έχω μεγαλύτερο ταλέντο από εσένα».
Στάνταρ αυτό… Σιγά μην το αφήσει να πέσει κάτω.
Η μεγάλη του στιγμή, η μεγάλη μας στιγμή ως ομάδα, δεν είναι άλλη από εκείνο το τρίποντο στο ΣΕΦ. Έχω μιλήσει πολλές φορές γι’ αυτό και υπάρχει λόγος. Όλο αυτό το είχε ονειρευτεί. Το ήθελε τόσο πολύ, ώστε είχε προετοιμαστεί -αγωνιστικά και ψυχολογικά- για το ενδεχόμενο να ερχόταν, κάποια στιγμή, μια τέτοια φάση. Ένα τελευταίο σουτ.
Ήταν όλα στο μυαλό του. Ο Πέτζα δεν άφηνε τίποτα στην τύχη. Και δεν μπορούσε να αφήσει στην τύχη κάτι τέτοιο, χωρίς να έχει προετοιμαστεί για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Αν είχε την τύχη να έρθει ένα παιχνίδι σε αυτή τη φάση, ήξερε ακριβώς τι θα έπρεπε να κάνει.
Και δέκα σουτ να είχε χάσει σε εκείνο το παιχνίδι, αυτό θα έκανε. Δεν θα άλλαζε τίποτα.
Δεν ξέρω αν κάποιος -απ’ έξω- τον έβλεπε ψύχραιμο, “ψυχρό εκτελεστή”. Δεν ήταν… Ήταν αγχωμένος.
Είναι η χρονιά, στην οποία είχε γίνει ντραφτ και ήξερε ότι πρέπει να δείξει ότι αξίζει να πάει στο ΝΒΑ. Δεν είχε τίποτε άλλο στο μυαλό του. Ήθελε να δουν οι Σακραμέντο Κινγκς ότι είναι έτοιμος.
Ο Πέτζα “χρησιμοποίησε” τον ΠΑΟΚ, για να φτάσει εκεί, όπου ήθελε, και αυτό το ήξεραν όλοι. Και, φυσικά, δεν είναι αρνητικό. Το λέω, διότι μπορεί κάποιος να το εκλάβει έτσι.
Ο ΠΑΟΚ είχε στη μηχανή του έναν παίκτη που ξεχώριζε, ένα σημείο αναφοράς. Όλοι το ήξεραν, όλοι το είχαν αποδεχθεί. Όταν οριστικοποιήθηκε η μετακίνηση του Πέτζα στο ΝΒΑ, κάναμε πάρτι και ο Αλεξόπουλος του έδωσε ένα άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Και εμείς προετοιμαζόμασταν για το “άλμα” του Πέτζα στο ΝΒΑ, μας βοήθησε να κερδίσουμε πράγματα και τον βοηθήσαμε να φτάσει εκεί, όπου θέλει. Μια αμφίδρομη σχέση, για την οποία κάναμε τα πάντα, ώστε να λειτουργήσει.
Είχε έναν ακόμα χρόνο συμβόλαιο στον ΠΑΟΚ, αλλά τα “καθαρόαιμα” δεν τα κρατάς, τα αφήνεις να τρέξουν…
Μιλάμε για παιδί που, αν είχαμε ρεπό, έβγαζε πρόγραμμα για προπόνηση. αν είχαμε διπλή προπόνηση, έβγαζε πρόγραμμα για μια ακόμα (ατομική), σε κάτι που ήξερε πως έπρεπε να δουλέψει.
Τι άλλο να σου πω για να το καταλάβεις; Τελείωνε η προπόνηση και δεν έκανε μπάνιο. Εμείς, στην αρχή, παραξενευόμασταν. Σκεφτόμασταν μήπως το παιδί ντρέπεται, διότι μερικοί έχουν κάποιο σημάδι στο σώμα, κάποια ελιά που δεν θέλουν να δουν οι άλλοι, και νομίζαμε ότι απέφευγε να κάνει μπάνιο με όλους τους υπόλοιπους.
Εγώ και ο Ρεντζιάς τον κοροϊδεύαμε, γιατί δεν έκανε μπάνιο μαζί μας, και αυτός πήγαινε και έκανε άλλες δυο ώρες προπόνηση στο Πανόραμα και δεν έκανε μπάνιο, διότι δεν είχε τελειώσει την προπόνηση.
Και όχι απλώς προπόνηση, έτσι. Είχε το «700 μέσα».
Η προπόνηση ξεκινούσε με το πρώτο σουτ και τελείωνε, όταν θα έβαζε 700 σουτ.
Δεν είχε σημασία το πόσα θα χρειαζόταν να κάνει, ώστε να ευστοχήσει σε 700. Θα ήταν 1.000; 1.100; 1.200; Όσα χρειαζόταν, μέχρι να βάλει 700.
Είχε, όμως, και το άλλο. Πρόσεχε πολύ το χέρι του. Όταν ένιωθε ότι το χέρι του “δεν πάει”, ότι “βάρυνε”, σταματούσε. Πίεζε τον εαυτό του και, παράλληλα, ήξερε τα όριά του.
Ήταν σε όλα του επαγγελματίας. Είχε έναν και μόνον στόχο. «Πρέπει να πάω στο ΝΒΑ»! Τέλος. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Σκεφτόταν «τι πρέπει να κάνω, για να το πετύχω»;
Αν του έλεγαν ότι πρέπει να κάνει πέντε εκατομμύρια σουτ, θα τα έκανε. Προσπαθούσε να βρει τον δρόμο, για να φτάσει στο ΝΒΑ.
Η τελευταία του χρονιά στον ΠΑΟΚ ήταν η καλύτερη. Είχε βάλει πλέον και άλλα πράγματα στο παιχνίδι του. Έβαλε ντρίμπλα, έβαλε πάσα, άρχισε να παίζει και πικ-εντ-ρολ. Και ήξερε πως, για να επιβιώσει στο ΝΒΑ, δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να είναι στάσιμος. Τα πρώτα δυο χρόνια ήταν μόνο σουτ και δουλειά σε επίπεδο βελτίωσης για να βάλει πράγματα στο παιχνίδι του. Έφτασε να είναι “All-Star” ο Πέτζα.
Και όλα αυτά, σε μια εποχή, στην οποία δεν υπήρχαν πρότυπα, για να ακολουθήσει κάποιος. Δεν υπήρχαν πολλοί Ευρωπαίοι που να πήγαν στο ΝΒΑ και να στάθηκαν.
Σε αυτό είναι που παραδέχομαι τον Πέτζα. Έψαχνε την παραμικρή λεπτομέρεια που αφορούσε στο ΝΒΑ, για να μάθει τι θα πρέπει να κάνει, ώστε να φτάσει εκεί. Για παράδειγμα, αν εγώ ήξερα πως ένας ψηλός στο ΝΒΑ δεν πασάρει καλά, θα το δούλευα. Δεν υπήρχαν άνθρωποι να μας πουν τι γίνεται εκεί, για να δούμε ποια στοιχειά θα μπορούσαμε να δουλέψουμε, να βάλουμε στο παιχνίδι μας, ώστε να δούμε αν μπορούμε να πάμε εκεί.
Ε, ο Πέτζα κυνηγούσε να τα μάθει όλα, ήθελε να ξέρει τα πάντα για το ΝΒΑ. Όταν ερχόταν έναν παίκτης από το ΝΒΑ, έκανε παρέα μαζί του. Εμείς του λέγαμε «ρε ΄συ Πέτζα, άσ’ τον αυτόν, οικογενειάρχης άνθρωπος είναι, μεγαλύτερος είναι, τι δουλειά έχεις εσύ με αυτόν;» και μας έλεγε «αυτός έχει παίξει τόσα χρόνια στο ΝΒΑ…».
Πριν πάει, είχε μάθει τα πάντα για το ΝΒΑ. Τι γίνεται, τι δεν γίνεται, συνήθειες, φαγητό, αεροπλάνα, τι να σου πω… Τα πάντα, ρε παιδί μου.
Με τον Πέτζα είμαστε, πλέον, αδέρφια. Μιλάμε για σχέση ζωής. Τον πάντρεψα, με πάντρεψε, ο ένας βάφτισε το παιδί του άλλου. Είμαστε “κλειδωμένοι” από παντού. Ο Ρεντζιάς μόνο δεν παντρεύτηκε, αλλιώς θα ήμασταν και με αυτόν “κλειδωμένοι”.
Ο Πέτζα, στην παρέα, είναι ωραίο παιδί. Ναι… «Παιδί»… Τι να πω; Παιδιά είμαστε. Όταν σοβαρέψουμε, θα το αλλάξω αυτό. Θα μας κακοφανεί, όμως…
Ακόμα και τώρα, όταν βρισκόμαστε, συζητάμε για το ποιος είναι καλύτερος παίκτης. Όχι ποιος έβαζε πιο πολλά σουτ, όχι ποιος κάρφωνε πιο καλά.
Όταν νευριάζει, μου λέει «Έλα, μικρέ, μη μιλάς άλλο, κάνε κανένα σκριν, πάρε κανένα ριμπάουντ». Για χάρη του Πέτζα, χαλούσα το σύστημα, ώστε να του βγάλω σκριν, να κάνει εκείνος το σουτ. Όταν τον έβλεπα “ζεστό”, αυτό είχα στο μυαλό μου. Να τον βοηθήσω να πάρει τη μπάλα.
Σε ένα ματς με την ΑΕΚ που είχε κριθεί, μου έβγαλε και αυτός ένα άλεϊ-ουπ.
Μια πάσα μού έχει δώσει και μου στέλνει το βίντεο από το youtube, μια φορά τον μήνα!
🗣️Γιαννούλης: Να 'δινες και καμιά πάσα🏀
🗣️Πέτζα: ….👇😂 pic.twitter.com/h5KF9GWXEI— AthleteStories (@stories_athlete) June 8, 2021
Ο Γιάννης Γιαννούλης είναι πρώην διεθνής καλαθοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αντώνης Τσακαλέας
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Ευθύμη Ρεντζιά
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Για το τώρα, το πριν και το πάντα (Μπάνε Πρέλεβιτς)
Κώστας Γιαννακίδης: Γιώργος Κούδας, ο πρώτος σούπερ ήρωας
Στέλιος Ηλιάδης: Γιατί σταμάτησα στα 28 μου
Στέλιος Μαλεζάς: Η πρώτη ημέρα της υπόλοιπης ζωής μου