Όλα ήταν τακτοποιημένα στην εντέλεια. Ο ουρανός της Ρώμης καθαρός, το Olimpico -επιτέλους- ξανά με κόσμο στις κερκίδες του, χαμογελαστά πρόσωπα μετά από καιρό, πολύ καιρό.
Η ατμόσφαιρα τόσο φορτισμένη, τόσο εμφαντική, θαρρείς κι έπρεπε να χορέψει παρέα με την υπερβολή μιας πόλης, μιας ολόκληρης χώρας. Η Ιταλία είναι φτιαγμένη για την υπερβολή. Σε αυτό το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα έμελλε να καταρρίψει τα δόγματά της από την πρεμιέρα.
Η Τουρκία διόλου αμελητέος αντίπαλος, πολλοί ειδικοί την είχαν σημειωμένη στα μπλοκάκια τους ως δυνατό αουτσάιντερ για το τουρνουά. Τούτη τη φορά, όμως, ο Ρομπέρτο Μαντσίνι δεν έχει δημιουργήσει απλώς μια καλή ομάδα. Δεν φτάνει αυτό για την Ιταλία, δεν θα ήταν αρκετό μετά απ’ όσα πέρασε. Πρόκειται για μια καινούργια εφεύρεση, μια ελπίδα, μια αίσθηση ότι κάτι καινούργιο γεννιέται. Γι’ αυτό η «Squadra Azzurra» φόρεσε λευκά, γι’ αυτό μπήκε προσηλωμένη στο πιο περίεργο Euro όλων των εποχών, αφήνοντας πίσω κάθε τι που την συνέδεε με το παρελθόν. Αυτό που της συμβαίνει, είναι πρωτόγνωρο, μοναδικό.
Διαθέτει πολλούς αξιόλογους παίκτες, τίμιους, αθλητικούς, γυμνασμένους, ταλαντούχους. Από την παλιά φρουρά έχει απομείνει μονάχα ο Κιελίνι, η μόνη γνώριμη φάτσα στους εραστές του calcio all’ italiana, εκείνο της μαζικής άμυνας, της υπερπροσπάθειας, του κατενάτσιο που έφερε μέχρι και Παγκόσμιο Κύπελλο, το 1982. Μπαρέλα και Λοκατέλι, Μπεράρντι και Σπινατσόλα (που πήρε και το mvp της πρεμιέρας) έκαναν μεγάλο ματς, παρέα με τον απαραίτητο Ιμόμπιλε, τον Τσίρο που δεν λείπει ποτέ. Κανείς τους, όμως, δεν σήκωσε το βάρος του ηγέτη αυτής της ομάδας. είναι αμφίβολο κι αν μπορούσε.
Από τη στιγμή που η Ιταλία άλλαξε στυλ παιχνιδιού και αποφάσισε να προσφέρει sexy football, μόνον ένας γινόταν να βγει μπροστά: ο πιο «Ιταλός» απ’ όλους, ο πιο Ναπολιτάνος απ’ όλους, εκείνος που πήρε το «10», όταν ο Μαντσίνι μοίρασε τις φανέλες: ο Λορέντσο Ινσίνιε.
Βγαλμένος απ’ τη «Γη της Εργασίας», την Terra di Lavoro, γεννημένος σε μια ξεχασμένη κωμόπολη, τη Frattamaggiore, στα σπλάχνα της Νάπολι. Πιο Ιταλός δεν γίνεται. Ο μοναδικός που έχει τον ηλεκτρισμό μέσα του, ο μοναδικός που, από τότε που θυμάται τον εαυτό του, μιλάει, ακούει και ζει ποδόσφαιρο. Έχει τρία αδέρφια. και οι τρεις τους γίναν ποδοσφαιριστές. Κανείς τους δεν πρόλαβε τον Ντιέγκο στην ομάδα, ανέπνευσαν, όμως, τον αέρα της πόλης που τον λάτρεψε, περπάτησαν στα καλντερίμια, όπου -ακόμα και πριν το χαμό του- οι Ναπολιτάνοι άναβαν κεριά «για να τον έχει ο Θεός καλά». Απόψε, ο Θεός «είχε καλά» τον Λορέντσο.
«Λόλο», όπως τον φώναζαν πιτσιρικά στις ακαδημίες των «partenopei». Γρήγορος, “αλανιάρης”, βραχύσωμος, ένας ποδοσφαιριστής παλαιάς κοπής στο ποδόσφαιρο του σήμερα. Την μπάλα, τη θέση, την τακτική, τις έμαθε από έναν τρελό, παντελώς αντισυμβατικό τύπο από τη Βοημία, τον Ζντένεκ Τζέμαν. Από τον Τσέχο έμαθε τη σημασία του ανάποδου ποδιού, στη Φότζια κατάλαβε τη χρησιμότητα του κενού χώρου, στην Πεσκάρα αποδέχθηκε ότι η μπάλα κυλάει πιο γρήγορα, όταν αλλάζεις πόδια και δεν την κολλάς μονάχα στο πόδι σου.
Όταν επέστρεψε, στα 21 του, στη Νάπολι, ήταν έτοιμος παίκτης. Φόρεσε τη γαλάζια φανέλα και δεν την ξαναέβγαλε ποτέ. Εννιά σεζόν με σκαμπανεβάσματα, εννιά σεζόν με χαμόγελα, πίκρες, δάκρυα διττής σημασίας και προέλευσης. Το 2021 ήταν η χρονιά του, 19 γκολ, ακριβώς όσα έβαλε και δέκα χρόνια νεότερος στη Φότζια, τότε με τον Τζέμαν, ο οποίος, ρουφώντας το τσιγάρο του, τον έπειθε να πάψει να είναι τόσο ατομιστής.
Οι συμπαίκτες του τον πειράζουν, τον “κατηγορούν” ότι βάζει μονίμως το ίδιο γκολ. Εσωτερικό πλασέ στο πλαϊνό δίχτυ. Αυτό το γλυκό, βασανιστικό πλασέ στην απέναντι γωνία που γράφει ωραία και στις τηλεοπτικές κάμερες. Αυτό το γκολ χρειαζόταν η Ιταλία στην πρεμιέρα, για να αποκτήσει την αυτοπεποίθηση που λείπει από αυτήν την ομάδα, για να φωνάξει ότι επέστρεψε. Αυτό το γκολ είναι «Ινσίνιε».
Τέσσερεις επαφές σε πρώτο χρόνο. Η ασίστ του Τσίρο, η σπεσιαλιτέ του «Λόλο». Χαλαρός πανηγυρισμός, το δάχτυλο να δείχνει στην κερκίδα τον κόσμο, την ψυχή του ποδοσφαίρου. Ράθυμο τρέξιμο με το «10» κολλημένο στην πλάτη, περιποιημένο κούρεμα, “ιταλικό” μούσι, τατουάζ “μανίκι”, μισοκατεβασμένες κάλτσες. Η μείξη του χτες με το σήμερα. Η απαραίτητη καρδούλα για το φολκλόρ, πριν πνιγεί στις αγκαλιές των συμπαικτών του. Η Ιταλία επέστρεψε, το ποδόσφαιρο επέστρεψε.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro