Έλειπαν επτά χρόνια από μια μεγάλη διοργάνωση. Πάρα πολλά για μια ομάδα του βεληνεκούς, της παράδοσης και του ταλέντου των Ολλανδών.
Συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις να γίνεται λόγος για απαιτούμενο χρόνο, λόγω “ανανέωσης”, για “χτίσιμο από το μηδέν” και άλλα τινά. Στις μεγάλες ομάδες, στις σπουδαίες σχολές, αυτά δεν ίσχυαν ποτέ.
Η Ολλανδία, όντως, ξεκίνησε ένα καινούργιο πρότζεκτ και, πράγματι, στην πορεία χτυπήθηκε από την πανδημία. Ο αποκλεισμός από το Μουντιάλ της Ρωσίας είχε φέρει τον Ρόναλντ Κούμαν ως εκλεκτό για την ανοικοδόμηση των «Οράνιε», ο άλλοτε σπουδαίος μέσος, ωστόσο, αποδέχτηκε την πρόταση της Μπαρσελόνα κι άφησε την Εθνική της χώρας του ορφανή.
Πάνω στο καλύτερο. Οι Ολλανδοί είναι γεμάτοι ταλέντο, διαθέτουν το know how, δεν υπολείπονται κανενός. Η κατάρα αυτής της ομάδας είναι και ήταν παλαιόθεν ότι δεν υπάρχει υποψία σύμπνοιας στα αποδυτήρια. Όπως είχε πει κάποτε και ο Ντένις Μπέργκαμπ, «παίζουμε ο καθένας για την πάρτη του και δεν βρίσκω τίποτα το κακό σ’ αυτό». Άλλοι τον αποκαλούν κυνισμό, οι γνωρίζοντες έχουν γνώση πως πρόκειται για μια “νόσο” που ευδοκιμεί κατ’ εξοχήν στις κάτω χώρες. Ανέκαθεν, η μόνιμη επωδός στα ολλανδικά αποδυτήρια ήταν τα φυλετικά, οικονομικά, ακόμα και οικονομικά κριτήρια μεταξύ των διεθνών.
Αυτό πλήρωσε και ο αντικαταστάτης του Κούμαν, ο Ρόναλντ Ντε Μπουρ, ο οποίος ουδέποτε κατόρθωσε να κάνει συμπαγή ομάδα όλα αυτά τα παιδιά με το πλούσιο ταλέντο και, όταν προστέθηκε στην εξίσωση ο σοβαρός τραυματισμός του πραγματικού ηγέτη αυτής της ομάδας, του Βέρτζιλ Φαν Ντάικ, κανένας δεν υπολόγιζε την Ολλανδία.
Από το δεύτερο μισό του 2020 και μέχρι τις αρχές του 2021, η Ολλανδία απλώς αδυνατούσε να κερδίσει. Έδινε την εντύπωση ότι αρνείται να το κάνει, ότι δεν μπορεί, πιθανότατα και επειδή δεν θέλει. Οι Ολλανδοί, πριν το τουρνουά, κέρδιζαν, αλλά οι νίκες δεν ήταν ποτέ “πρώτης γραμμής”. Γιβραλτάρ, Λετονία, Γεωργία και μια ισοπαλία με τη Σκωτία.
Λίγο πριν ξεκινήσει το Euro, ανακοινώθηκε και η ασθένεια του γκολκίπερ, Σίλεσεν, ο πρώτος επιλαχών, Κρουλ, απεδείχθη λιγόψυχος (κυρίως στις εξόδους και στην -κομβικής σημασίας για το σχήμα με τρία στόπερ- διεύθυνση της άμυνας) και, αναγκαστικά, βγήκε από τη ναφθαλίνη ο Στεκέλενμπουργκ, χωρίς να το ζητήσει.
Ο Ντε Μπουρ, “φοβικός”, άτολμος, με στενοκέφαλη επιμονή στο 3-5-2. Παρά το γεγονός ότι διαθέτει έναν ζηλευτό άξονα με Ντε Λιχτ, Ντε Γιονγκ, Μάλεν, Βαϊνάλντουμ και Ντεπάι, δείχνει να εμπιστεύεται μονάχα έναν.
Ο μοναδικός ποδοσφαιριστής του με δικαίωμα στον αυτοσχεδιασμό ήταν το wonderkid του Football Manager: ο Βαϊνάλντουμ.
Το “χρυσό παιδί” των «Οράνιε», ο νέος αστέρας της Παρί Σεν Ζερμέν, ο ποδοσφαιριστής που μέσα στο ίδιο καλοκαίρι αρνήθηκε και την αγκαλιά του Γιούργκεν Κλοπ και του Ρόναλντ Κούμαν, σε Λίβερπουλ και Μπαρσελόνα αντίστοιχα, προκειμένου να κερδίσει (πολλά) περισσότερα χρήματα στο Παρίσι. Ήταν μια επιλογή που τον μετέτρεψε αφ’ εαυτής σε λιγότερο συμπαθή, του κόλλησε την ταμπέλα του φιλοχρήματου, τον κατέστησε «αργυρώνητο» στα μάτια των αντικειμενικών και μη φίλων του σπορ. Κομβική εξέλιξη για το περίεργο dna της Ολλανδίας η συγκεκριμένη εξέλιξη.
Από το πουθενά ο «Τζίνι» απέκτησε κίνητρο, βρήκε μια πρόφαση, για να βγάλει ηγετικά χαρακτηριστικά και να πάρει την ομάδα από το χέρι και να την οδηγήσει ποιος ξέρει πόσο ψηλά. Αυτό είναι το αξιοπερίεργο με τους Ολλανδούς. Πάντα είναι ικανοί για το καλύτερο και το χειρότερο. το απέδειξαν και στην πρεμιέρα, όταν κόντρα στην -πολύ καλή σημειωτέον- Ουκρανία προηγήθηκαν 2-0 και, αμέσως μετά, ισοφαρίστηκαν, για να κερδίσουν, εν τέλει, με την ψυχή στο στόμα, στο τέλος.
Group winners🔥🔥Two games, 6 points. A great start but we’ll keep our focus to improve and grow as a team💪🏾#EURO2020 #NEDAUT 🇳🇱🇦🇹 pic.twitter.com/fQBdOJy1zx
— Gini Wijnaldum (@GWijnaldum) June 17, 2021
Ο «Τζίνι», ο πιτσιρικάς από το Σουρινάμ, είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις χαρακτήρων που παιδιόθεν ρίσκαραν, πηγαίνοντας κόντρα στη λογική και το “ρεύμα”. Ήταν μόλις 6 ετών, όταν χώρισαν οι γονείς του, μετακόμισε από το Ρότερνταμ στο Άμστερνταμ με τη μητέρα του, αλλά πολύ σύντομα αποφάσισε(!) ότι θέλει να μείνει με τη γιαγιά του.
Ουδέποτε τον ένοιαξε το ποδόσφαιρο σε νεαρή ηλικία, ποτέ δεν είχε παίξει μπάλα, ποτέ δεν παρακολουθούσε αγώνες στην τηλεόραση. Το όνειρό του ήταν να γίνει ακροβάτης ή να ασχοληθεί με τη ρυθμική γυμναστική.
Πήγε “για παρέα” με τον ξάδερφό του σε ένα open day της Σπάρτα Ρότερνταμ, απ’’ εκείνα που συνηθίζουν οι ολλανδικοί σύλλογοι, μήπως ανακαλύψουν κάποιο κρυμμένο ταλέντο. Δεν εντυπωσίασε, αλλά οι ιθύνοντες της Σπάρτα “κάτι είδαν”. Ήταν γρήγορος, είχε μια σπάνια αίσθηση του χώρου για την ηλικία του, κυρίως έδειχνε το σημαντικότερο προσόν για έναν εκκολαπτόμενο ποδοσφαιριστή: δεν προσπαθούσε παραπάνω απ’ όσο έπρεπε. Αργότερα, έγινε αντιληπτό ότι δεν τον ένοιαζε, για τους scouts των μεγάλων ομάδων της Ολλανδίας ένα μικρό παιδί που δεν θέλει δέκα μπάλες μόνος του, που τρέχει, πασάρει και σουτάρει με χαρακτηριστική ευκολία ήταν raw material για σμίλεμα.
Τον άρπαξε η Φέγενορντ, απ’ τα 16, ο αδερφός του Ρόναλντ, ο Έρβιν Κούμαν, τον είχε να προπονείται με την ανδρική ομάδα στην προετοιμασία στην Τουρκία. Ντεμπούτο στην πρώτη ομάδα, 16 ετών και 148 ημερών, απαθής, με τα dreadlocks να πέφτουν στα μάτια, με αυτή τη χαρακτηριστική “αδιαφορία” στο παιχνίδι του. Ατόφιο ταλέντο, κραυγαλέο ταλέντο, εκκωφαντικό.
Έκτοτε, η διαδρομή ήταν η αναμενόμενη. Πρώτο upgrade στα 21 η PSV, επόμενο η Νιούκαστλ, η οποία δαπάνησε 14.5 εκατ. λίρες για να αποκτήσει «έναν 24χρονο Ολλανδό».
Μια σεζόν του και τα εκατομμύρια έγιναν 25 με προέλευση το Μερσεϊσάιντ. Δύσκολο να πεις αν κόλλησε ή όχι στη Λίβερπουλ. Χώρο σίγουρα βρήκε, highlights πολλά, ουσία λιγότερη. Δεν σκόραρε πολύ, δεν μονιμοποιήθηκε στην ενδεκάδα, συμμετείχε, όμως, στο ονειρικό 2019 για τους «Reds», όντας ακρογωνιαίος λίθος στο οικοδόμημα του Κλοπ.
Αποφάσισε να φύγει για την Παρί, εν μέσω προετοιμασίας για το Euro. Είναι 30, θεωρεί εαυτόν ηγέτη, αλλά είναι από εκείνες τις αλλόκοτες περιπτώσεις των ηγετών που δεν πολυνοιάζονται να ξεκολλήσουν τα καράβια από τη λάσπη.
Ο Ντε Λιχτ είναι πιο “μυαλωμένος”, ο Ντε Γιονγκ πιο ολοκληρωμένος, ο Ντεπάι πιο εντυπωσιακός, ο Ντάμφρις πιο αποτελεσματικός, ο Μάλεν η αποκάλυψη. Κι όμως, όλοι αυτοί σημείο αναφοράς έχουν έναν τύπο που δείχνει να μη νοιάζεται, λαϊκά “να μη γουστάρει”. Αυτή την εκλεπτυσμένη “αλητεία” βγάζει ο Βαϊνάλντουμ.
Ο 39χρονος Στεκέλενμπουγκ που έχει δει πολλά, δήλωσε ότι ο «Τζίνι» είναι ο κατάλληλος.
Ο Ντε Μπουρ τού έχει παραδώσει τα κλειδιά της ομάδας, τον πήρε παράμερα και του είπε «οι άλλοι κινούνται σε συγκεκριμένους χώρους, εσύ όπου θέλεις». Ο Ντε Λιχτ έκανε πέρα τον υπέρμετρο εγωισμό του, ο Ντεπάι αναγνώρισε ότι δεν είναι ακόμη η σειρά του, ο Ντε Γιονγκ είναι προσωπικότητα απ’ εκείνες που βάζουν την ομάδα πάνω απ’ τα άτομα, ο Βαν Ντάικ λείπει.
Κι ο Βαϊνάλντουμ άρχισε να γουστάρει. Μαζί του κι η Ολλανδία, παρόλο που, όπως είπε ο μεγάλος Μάρκο Φαν Μπάστεν, «δεν είναι Ολλανδία». Οι «λιγότερο Ολλανδοί», όμως, είναι ήδη στη φάση των νοκ άουτ. Κι ο «Τζίνι» δεν είναι “ηγέτης”, ήδη, όμως, έχει δυο γκολ. Τα “δύσκολα”, αυτά που άνοιξαν το σκορ στους αγώνες των «Οράνιε».
Είναι ιεροσυλία, αλλά κι ο Κρόιφ “δεν γούσταρε”. Κι ο Ρουντ “δεν γούσταρε”. Κι ο Ντένις “δεν γούσταρε”. Κι ο Ρόμπεν “δεν γούσταρε”. Αλλά η ιστορία έγραψε.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro