Λύκους έψαχνε στα βουνά της Βέλεμπιτ, εκεί στο τέλος της δεκαετίας του ’90, λίγο πριν την πρώτη τουφεκιά του εμφυλίου που διέλυσε την Γιουγκοσλαβία, ο Πάβλε Μπαλένοβιτς.
Τη ζωή τους στο φυσικό τους περιβάλλον ήθελε να καταγράψει ο Κροάτης ηθοποιός και σκηνοθέτης. Αφιέρωσε κοντά μια διετία, περιπλανώμενος σε βουνά, λαγκάδια και χωριά. Η δημιουργία του δεν βγήκε στις αίθουσες, ούτε και έφτασε σε τηλεοπτικούς δέκτες.
Για την ακρίβεια, χρειάστηκε να περιμένει ως το 2018 και, όταν προβλήθηκε, λίγο πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο εκείνης της χρονιάς, δεν ήταν σε κάποιο εγχώριο, αυτόνομο κροατικό πλέον, κανάλι, αλλά στο BBC. Βλέπετε, το θέμα του, το αντικείμενο του, το χάι-λάιτ της ιστορίας του είχε διαφοροποιηθεί αισθητά. Ήταν πλέον παγκόσμια αναγνωρίσιμο και όχι, δεν ήταν οι λύκοι. Αλλά ένα βοσκαδουράκι, Πέντε-έξι χρονών, ούτε ο Μπαλένοβιτς θυμόνταν ακριβώς πότε ήταν που τον είχε πιάσει με την κάμερά του να καθοδηγεί αψεγάδιαστα, παράταιρα της ηλικίας του, ένα κοπάδι με κατσίκες, μαεστρικά αποφεύγοντας τις κακοτοπιές και -κυρίως- τα όσα λημέρια λύκων ήξερε.
Του τα ‘χαν πει. Πάππου προς πάππου βοσκοί τ’ αρσενικά της φαμίλιας Μόντριτς, η οποία και ονομάτισε το βιλαέτι των Μόντριτσι, εκεί όπου γεννήθηκε ο πρωταγωνιστής του ντοκιμαντέρ, αυτός που ο Μπαλένοβιτς ορκιζόταν πως ήταν (γι’ αυτό και έγινε τελικά διάσημο), ο Λούκα Μόντριτς.
Δεν χρειάζονταν κάποια φλογέρα. Ή το ‘χεις ή δεν το ‘χεις. Είτε μιλάμε για βοσκοτόπια, είτε για γήπεδα. Ο πόλεμος τού στέρησε τα πρώτα, τον παππού (τον εκτέλεσαν σέρβικα τάγματα εφόδου), τον ξερίζωσε από το σπιτικό του, με την οικογένειά του να περνάει επτά χρόνια, μένοντας σε ξενοδοχεία στο Ζαντάρ, μα του άνοιξε τον δρόμο για τα ύστερα. Μόνο καταφύγιο του μια μπάλα, σπάζοντας -όπως θυμάται η μητέρα του, προφανώς επιδιώκοντας με την υπερβολή της να διασκεδάσει τις επώδυνες αναμνήσεις του εμφυλίου- περισσότερα τζάμια απ’ ό,τι οι βόμβες.
Όπου έπαιξε, είτε ξεκινώντας από τα τσικό της Ζαντάρ, είτε μετέπειτα στην Ντιναμό Ζάγκρεμπ, είτε την Premiership, είτε την Primera, είτε την Εθνική του ομάδα, βοσκός ήταν. Μαέστρος. Οδηγός. Να βλέπει μονοπάτια, δρόμους, εκεί όπου δεν υπάρχουν. Να οδηγεί όλους τους υπολοίπους με ασφάλεια. Και όταν χρειάζεται, να βγαίνει αυτός μπροστά.
Θα μπορούσε, στα 36 του πλέον και χωρίς να έχει να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν, να κάνει διακοπές. Ούτε καν. Ανέλαβε να προσωποποιήσει τη μετάβαση της «Hrvatska» από τη φιναλίστ του περασμένου Παγκοσμίου Κυπέλλου –που τον ανέδειξε κορυφαίο εκείνης της διοργάνωσης, χαρίζοντάς του τελικά και την Χρυσή Μπάλα– στην επόμενη του τρέχοντος Euro μέρα.
Δεν γίνονταν να το κάνει με πρώιμο αποκλεισμό. Η ισοπαλία, όμως, του ημιχρόνου με την Σκωτία αυτόν έφερνε. Στο δεύτερο, έκανε αυτό που έμαθε από τα μικρατά του. Δημιούργησε. Οδήγησε.
Πρώτα, ο Πέρισιτς τού στερεί ασίστ σε “άρρωστη” πάσα. Μετά, όμως, ποίηση. Στο ημικύκλιο της περιοχής, μοιάζει να ζητάει… για ώρες την μπάλα από τον Κόβατσιτς, έχοντας, όμως, από νωρίτερα την πορεία της στο μυαλό του. Ζυγισμένη με το εξωτερικό δοξαριά, στέλνει το τόπι συστημένο στο παραθυράκι.
Technique. Precision. Composure.
🤤 @lukamodric10👀 Goal of the Round 𝗖𝗢𝗡𝗧𝗘𝗡𝗗𝗘𝗥? @GazpromFootball | #EUROGOTR | #EURO2020 pic.twitter.com/qOjO4OaOrY
— UEFA EURO 2020 (@EURO2020) June 22, 2021
Και για να μην υπάρχουν δράματα, λίγο αργότερα, με χάδι σε εκτέλεση κόρνερ χρίζει (επιτέλους) σκόρερ τον Πέρισιτς, κλειδώνοντας νίκη και πρόκριση της Κροατίας στα νοκ-άουτ.
Όπου κοπελομάθεις, δεν γεροντοξεχνάς.
Και, για τον Λούκα Μόντριτς, υπάρχουν, εδώ και τρία χρόνια, πειστήρια για το πού, πώς και τι κοπελόμαθε και στα ποδοσφαιρικά του στερνά συνεχίζει να υπενθυμίζει, κάθε φορά που βγαίνει για βοσκή, με μια μπάλα -πλέον- στα πόδια του.
Αλίμονο στους λύκους που θα καρτερούν τα κοπάδια του…