Ήταν η πρώτη, άτυπη, συμφωνία ενηλικίωσης. Ή, έστω, της γονεϊκής αποδοχής πως αυτή έπεται.
Καλοκαίρι ’94, Παγκόσμιο Κύπελλο στις ΗΠΑ, με τις ώρες μετάδοσης αρκετών παιχνιδιών να είναι απαγορευτικές για την ηρεμία, την κανονικότητα του οικογενειακού προγράμματος ενός σπιτιού.
Δεν είχα κλείσει ακόμη τα 16 τότε, η μανία με το ποδόσφαιρο άρχιζε να γίνεται εμφανής -σε μένα αλλά και τους γύρω μου- και δεν ήθελα να χάσω λεπτό. Σχολείο την επομένη δεν προβλεπόταν (μέσα Ιουνίου με μέσα Ιουλίου, πραγματοποιήθηκε η διοργάνωση), οπότε οι συμβιβασμένοι γονείς επέτρεψαν στον έφηβο κανακάρη τους να ξημερώνεται, παρακολουθώντας τα παιχνίδια. Στο τέλος-τέλος, σπίτι θα έμενε…
Η συμφωνία περιλάμβανε απόλυτη ησυχία. Καλά-καλά, ούτε η ένταση δεν έπρεπε να αυξηθεί. Ο πατέρας, άλλωστε, ακόμη δούλευε και έπρεπε κάθε μέρα, πριν χαράξει, να ξεκινήσει. Δεν γινόταν οτιδήποτε να του χαλάει τον βραδινό ύπνο. Έτσι, για να ακούω τις μεταδόσεις, καθόμουν σε λιγότερο από μέτρο απόσταση από την τηλεόραση, η οποία, τόσο κοντά, έκανε μια απλή 32 ιντσών να μοιάζει με κινηματογραφική οθόνη.
Ένα από τα παιχνίδια που θυμάμαι να βλέπω στο σκοτάδι, με μόνο φως την τηλεοπτική εικόνα, καρφωμένος μπροστά από το σκρίνιο και ψιθύρους ίσα-ίσα να φτάνουν στ’ αφτιά μου, ήταν της Εθνικής Βουλγαρίας.
Ακόμη και τώρα, δεν μπορώ να θυμηθώ ποιο ήταν. Τότε, ο κόσμος δεν είχε ίντερνετ. Ό,τι ήξερες ή νόμιζες πως γνωρίζεις για το ποδόσφαιρο, ερχόταν από τα καθημερινά αθλητικά ένθετα των πολιτικών εφημερίδων, τις ελάχιστες αθλητικές και τις ακόμα σπανιότερες τηλεοπτικές μεταδόσεις και σχετικές εκπομπές με τα ολιγόλεπτα αφιερώματα στο διεθνές ποδόσφαιρο.
Τα ονόματα, λοιπόν, των ποδοσφαιριστών ήταν γνωστά, ναι. Σπάνια, όμως, ήταν και συνδυασμένα με φυσιογνωμίες, με πρόσωπα. Τον Στόιτσκοφ τον αναγνώριζα. Τον Μπάλακοφ, επίσης. Άλλους δεν νομίζω, δεν θυμάμαι να είχα ταυτοπροσωπήσει. Σίγουρα, δεν το είχα κάνει για το Νο285 του άλμπουμ της Panini, με τα αυτοκόλλητα με τα προφίλ των ποδοσφαιριστών, αφιερωμένο σε εκείνο το Παγκόσμιο Κύπελλο. Δεν ήξερα ποιος είναι, δεν είχε όνομα, απλώς μόνο ότι είναι Βούλγαρος και, λογικά, αφού ήταν από τους πρώτους, ότι πρόκειται για αμυντικό.
Και σπάνιο και πολυπόθητο το εν λόγω “χαρτάκι”, όπως πιτσιρικάδες τα λέγαμε. Σήμερα, κοστίζει γύρω στα 5 ευρώ σε ηλεκτρονικά ανταλλακτήρια. Σκεφτείτε πως το κόστος του ενός που βρισκόταν στα φακελάκια (έξι νομίζω είχε το κάθε ένα), ζήτημα να αντιστοιχούσε σε κόστος τα 5 λεπτά.
Εκείνο το βράδυ, όμως, στο σαλόνι του σπιτιού μου, στους πόντους μακριά από την τηλεόραση, ένιωσα, αισθάνθηκα ποιος ήταν αυτός ο τύπος που κόλλαγε στο 285 του άλμπουμ. Τότε, βλέποντας την παραδοσιακή περατζάδα της κάμερας μπροστά από τους 11 παίκτες της κάθε ομάδας, την ώρα της ανάκρουσης των Εθνικών ύμνων, ορκιζόμουν πως σε έναν συγκεκριμένο ποδοσφαιριστή η γωνία λήψης άλλαξε.
Ανεπαίσθητα αλλά εμφανώς, για κλάσματα του δευτερολέπτου, φάνηκε η κάμερα να πηγαίνει πιο πίσω. Σαν ο κάμεραμαν να τρόμαξε. Ο ποδοσφαιριστής που είχε έρθει η σειρά του να καδράρει, κοιτούσε το άπειρο, αλλά, όταν η κάμερα πέρασε μπροστά του, κοίταξε καταμεσής το φακό. Και ορκιζόμουν τότε πως τρόμαξε τον εικονολήπτη, εξ ου και η αλλαγή λήψης. Μαλλιαρός και αναμαλλιασμένος, αξύριστος, με τσιρότο στη μύτη, με μάτια θολά, μισόκλειστα, μάτια μεθυσμένου, μάτια μελαγχολικά, μα και κατακόκκινα από την πίεση, από την τρέλα.
Πώς να μην φοβηθεί ο εικονολήπτης, περνώντας από μπροστά του; Χρόνια αργότερα, πιθανώς και τώρα που γράφω τούτες τις αράδες, τείνω να συνειδητοποιήσω πως εκείνος που είχε φοβηθεί, δεν ήταν ο καμεραμάν. Εκείνος που είχε οπισθοχωρήσει, όταν ξαφνικά η οθόνη, στην οποία ήταν κολλημένος, γέμισε ολάκερη από το σκιαχτικό πρόσωπο του Τρίφον Ιβάνοφ, μάλλον ήμουν εγώ…
«Αλλαγή ή βγαίνω μόνος μου»
Τότε, στα γήπεδα του Νέου Κόσμου, όχι απλώς έγινε γνωστός, αλλά πέρασε στην αιωνιότητα. Τόσο ως μια cult φιγούρα (ακόμη και σήμερα “πουλάει” τρελά) μα και ως ποδοσφαιριστής. Μέλος της “χρυσής γενιάς” του βουλγαρικού ποδοσφαίρου που σε εκείνο το Παγκόσμιο Κύπελλο έφτασε ως την τετράδα του, αποκλείοντας στα προημιτελικά την -μέχρι τότε Πρωταθλήτρια Κόσμου- Γερμανία, μένοντας εκτός Τελικού από την Ιταλία και χάνοντας την 3η θέση στον μικρό Τελικό από τη Σουηδία.
Σε εκείνο το τουρνουά, έχτισε τον μύθο του. Στο κάθε τι. Από την όψη, μέχρι την αγωνιστική του αξία. Δεν τρόμαζε μόνο εικονολήπτες και εφήβους, μα και αντιπάλους. Και όχι μόνο με το παρουσιαστικό του. Μα και με ό,τι ακριβώς αυτό υποδήλωνε. Όποιος ήταν απέναντί του, όποιος αναγνωρίσιμος επιθετικός, τον ήθελε. Μπατιστούστα, Φέλερ και Κλίνσμαν, κατά σειρά τους “έσβησε”.
Στον ημιτελικό με την Ιταλία, είχε προηγούμενα που δεν μπόρεσε ποτέ να ξορκίσει. Σ’ ένα φιλικό με την «Squadra Azzurra», πέντε χρόνια νωρίτερα στη Σόφια, είχε φτύσει τον Τζιανλούκα Βιάλι, ανταποδίδοντας μια εκτός φάσης αγκωνιά του, και είχε καταλήξει (μαζί με τον Ιταλό) στ’ αποδυτήρια. Και εκείνο το μεσημέρι, στο Νιού Τζέρσεϊ, τον Ρομπέρτο Μπάτζο δεν κατάφερε να τον συναντήσει ποτέ.
Στον μικρό Τελικό, μετά το 4-0 μόλις στο 40′ για τη Σουηδία, απευθυνόμενος έξαλλος στον πάγκο της Βουλγαρίας, ζήτησε άμεσα αλλαγή, «αλλιώς θα βγω μόνος μου». Είχε αγανακτήσει, γιατί όλοι οι συμπαίκτες του πάσχιζαν να βγάλουν τον Χρίστο Στόιτσκοφ μόνο πρώτο σκόρερ (ήθελε ένα γκολ, για να φτάσει τα 7 και να ξεκολλήσει από την παρέα του Ρώσου Όλεγκ Σαλένκο), αδιαφορώντας τελείως και για το παιχνίδι αλλά και για την άμυνα.
Το πάρτι των Σκανδιναβών προφανές, δεν το άντεξε άλλο και, μετά την προσταγή του για αντικατάσταση, βγήκε από το γήπεδο, πετώντας τη φανέλα του στο χορτάρι. Αυτά όλα, στην καλύτερη στιγμή της ιστορίας της ποδοσφαιρικής Βουλγαρίας.
Ατίθασος από κούνια
Το εθνόσημο το φορούσε ήδη οκτώ χρόνια. Από τα 20 του. Πριν καν μετακομίσει στην ΤΣΣΚΑ Σόφιας, τότε, απόδειξη ποιότητας. Μόνο οι καλύτεροι απ’ ολάκερη τη χώρα, μόνο οι καλύτεροι σε κάθε θέση επιλέγονταν να στελεχώσουν το καμάρι του κουμμουνιστικού καθεστώτος. Όταν ντεμπούταρε, αγωνιζόταν στην Έταρ του Βέλικο Τάρνοβο. Εκεί, είχε μετακομίσει τεσσάρων χρονών με την οικογένεια του από το γειτονικό χωριουδάκι, 500 ψυχές όλες κι όλες, της Γκόρνα Λίπνιτσα.
Μοναχογιός και στερνοπαίδι πενταμελούς οικογένειας, έδειξε στους γονείς του από τότε που ξεκίνησε να περπατάει, πώς είναι η ανατροφή ενός ατίθασου αγοριού. Οι δύο μεγαλύτερες αδερφές του, η Τότκα και Παβλίνα, διόλου ζόρικες στο μεγάλωμα. Ο ίδιος το αντίθετο. Όσο δεν ήταν καβάλα σε… οτιδήποτε (τρίτροχο ποδήλατο, το μουλάρι του παππού, την σακαράκα βέσπα του μπαμπά Μάρτιν, ο οποίος, ειδικά όταν μεγάλωσε και μπορούσε να την βάλει και μπροστά, αναγκαζόταν να του κρύβει τα κλειδιά), ήταν με μια μπάλα στα πόδια.
Η μετακόμιση στην πόλη, το Βέλικο Τάρνοβο, απαραίτητη για να πάει σχολείο. Σε κατάλληλο σχολείο. Κατάλληλο, για να τον τιθασεύσει και να τον βοηθήσει να καταλάβει και να δουλέψει τις κλίσεις του. Σε αθλητικό, λοιπόν. Μπορεί να μιλάμε για βουλγαρική επαρχία των αρχών της δεκαετίας του ’80, αλλά στην περιοχή υπήρχαν 11 συνολικά. Είναι χαρακτηριστικό πως έξι από τους 22 Βούλγαρους διεθνείς που έφτασαν στην τετράδα του Παγκοσμίου Κυπέλλου του ’94, είχαν θητεύσει σε αυτά. Με τον Ίλιαν Κιριάκοφ, συντοπίτη, συμπαίκτη του στην Έταρ και “δωμάτιό” του στην Εθνική, ήταν συμμαθητές.
Στα 11 του χρόνια, λίγο πριν τη μεταπήδηση στο Γυμνάσιο, έχει ξεχωρίσει τόσο, ώστε επιλέγεται ακόμα μεγαλύτερη αθλητική ειδίκευση. Ποδόσφαιρο. Αποκλειστικά. Και ήταν τόσο καλός με την μπάλα στα πόδια, ώστε ως επιθετικό τον χρησιμοποιούσαν οι προπονητές του. Ποτέ, όμως, δεν τα πήγε καλά με δύο πράγματα. Την προπόνηση και την αρχή.
Όχι, δεν ήταν τεμπέλης. Βαριόταν. Δεν την γούσταρε. Ούτε προετοιμαζόμενος για επαγγελματίας, ούτε όταν έφτασε να δηλώνει ποδοσφαιριστής. Γι’ αυτό, άλλωστε, ένα διπλό κάταγμα που είχε ως παιδί στο πόδι του, ήταν το μόνιμο άλλοθι και αποκούμπι του. Είτε για να μην δουλέψει τα -όπως κατάντησαν- ασθενικά του ποδάρια, είτε για να ισχυρίζεται από πολύ μικρός -και έτσι να είναι- πως σε όλα είναι καλός, όχι, όμως, και στο τρέξιμο. Τρέξιμο στα δάση και τα λαγκάδια, στο πλαίσιο μιας προετοιμασίας, ή στον αγωνιστικό χώρο. Οποιοδήποτε τρέξιμο, οπουδήποτε.
Από κεφάλι γουλί, χαιτάς
Και έτσι, σιγά-σιγά, ολοένα και οπισθοχωρούσε στο γήπεδο. Πιο πίσω από την άμυνα δεν γινόταν να πάει, του ταίριαξε, οπότε και καθιερώθηκε εκεί. Λίγο μετά την ενηλικίωσή του, πρωτόπαιξε στην ομάδα της πόλης, την Έταρ. Για πέντε χρόνια. Η πρώτη του διεθνής κλήση ήταν σε ένα καμπ στο Μπουργκάς. Ο πατέρας του δεν του έδωσε το αυτοκίνητο και, έτσι, ταξίδεψε με τρένο. Φτάνοντας στα αποδυτήρια, οι παλιοί τον υποδέχτηκαν, όπως αναμενόταν. Και βάσει εμφάνισης και βάσει προέλευσης.
Λες και ήταν ο τσοπάνης που είχε καλοκαιρέψει στο μιτάτο και κατέβαινε χειμώνα από το βουνό για να πέσει -και αυτός- στη νάρκη του, προτού επιστρέψει, με το φευγιό των κρύων, στα βοσκοτόπια του. Αγροίκος, από τότε. Χαιτάς, με… λασπωτήρα -όπως λένε όσοι ζήσανε τη συγκεκριμένη κώμη- στο μαλλί. Δεν ήταν, όμως, στιλιστική επιλογή. Αντίδραση ήταν. Στη Βουλγαρία, όπου μεγάλωσε, στο εκπαιδευτικό σύστημα, στο οποίο εντάχθηκε, μια από τις μεθόδους τιμωρίας για τα παραβατικά παιδιά ήταν το ξύρισμα του κεφαλιού. Γουλί. Και το δικό του, τις περισσότερες φορές, έτσι ήταν.
Εκεί, του βγήκε το παρατσούκλι. «Λύκος». Ταιριαστό. Κάποια στιγμή, βέβαια, χρόνια μετά, αρκούσε η εκφορά και μόνο του επωνύμου του, ώστε να κατηγοριοποιηθούν χαρακτηριστικά, αντιδράσεις, προσωπικότητες. Όχι δικές του. Των άλλων. Το «είσαι Ιβάνοφ» από νηπιακή γκρίνια, προσβολή, βρισιά -όπως θέλετε, πάρτε το-, κόντεψε να γίνει λήμμα στο σλάβικο λεξιλόγιο. Δεν τον πείραξε. Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Ποτέ δεν πάλεψε να τα δικαιολογήσει, ποτέ, όμως, και να τα αναιρέσει.
Η απάντησή του σε εκείνα τα καψόνια νεοσύλλεκτου, στα οποία τον υποχρέωσαν τα παλιοσείρια της Εθνικής Βουλγαρίας, ήταν γκολ στο ντεμπούτο του, σ’ ένα φιλικό με την Ανατολική Γερμανία. Στατική φάση, κάνει να προωθηθεί και όλοι οι συμπαίκτες στο διάβα του ως την αντίπαλη περιοχή τού φωνάζουν, κοντά τού απαιτούν, να μείνει πίσω στην άμυνα και να αφήσει τα όνειρα. Δεν ακούει κανέναν, στην εκτέλεση παίρνει παραμάζωμα τους πάντες και τα πάντα, σκοράρει και τότε μόνο επιστρέφει. Στην άμυνά. Του. Χωρίς, έκτοτε, ποτέ και κανείς να του ξαναμιλήσει για τίποτα.
Βοήθησε, σίγουρα, το τακίμιασμά του με τον Χρίστο Στόιτσκοφ. Για τον Ιβάνοφ, ήταν ο «Ίτζο». Για τον Στόιτσκοφ, ο «Τούνιο». Δέσανε, από την πρώτη στιγμή. Τόσο στην Εθνική, όσο και τη συνύπαρξή τους στην ΤΣΣΚΑ Σόφιας. Συμπαίκτες στα πάντα. Ακόμα και στα χαρτιά. Παρέα, ανίκητοι. Όταν κάθονταν αντίκρυ ο ένας στον άλλον, κρύβονταν τα γυναικόπαιδα.
Ο Στόιτσκοφ, ο Κούμαν, ο Ρου και ο Όσιμ
Ο Στόιτσκοφ ήταν αυτός που έφυγε πρώτος. Στην Βουλγαρία τού επί 35ετίας κομμουνιστικού ηγέτη, Τόντορ Ζίβκοφ, δεν επιτρεπόταν -και αυτό παρά στα τελειώματα της πρακτικής υπόστασης του παραπετάσματος…- κανείς γηγενής ποδοσφαιριστής να φύγει για το εξωτερικό, πριν συμπληρώσει τα 28 του χρόνια. Με το που γκρεμίστηκε, όμως, το Τείχος του Βερολίνου και τερματίστηκε η ηγεμονία του Ζίβκοφ, τα σύνορα άνοιξαν και οι καλύτεροι Βούλγαροι έφυγαν από τα πολύ στενά για το ταλέντο τους όρια της πατρίδας τους.
Πρώτος ξενιτεύτηκε ο Λιούμποσλαβ Πένεφ για τη Βαλένθια. Ακολούθησαν ο Νάσκο Σιράκοφ για τη Σαραγόσα, ο Εμίλ Κοσταντίνοφ για την Πόρτο και, φυσικά, ο κορυφαίος όλων, ο Χρίστο Στόιτσκοφ, ο οποίος κίνησε για Βαρκελώνη μεριά, προκειμένου να αποτελέσει δομικό κομμάτι της dream team της Μπαρτσελόνα των αρχών της δεκαετίας του ’90. Δεν γινόταν, φυσικά, να ξεχάσει τον κολλητό του.
Έξι μήνες μετά τη δική του φυγή, μαθαίνει πως η Μπέτις ψάχνει για κεντρικό αμυντικό. Ουσιαστικά, τον προτείνει και, όταν οι Ανδαλουσιάνοι έρχονται πάνω του, για να ρωτήσουν την γνώμη του, τους πείθει πανεύκολα. Και, έτσι, ο «Τούνιο» καταφτάνει στη Σεβίλλη, βγαίνοντας, για πρώτη φορά στα 26 του, από την πατρίδα του.
Καλά πήγε, αλλά ποτέ δεν τα “έσπασε”. Τρία χρόνια στους «Verdiblancos», λίγα περισσότερα από 50 παιχνίδια έκανε, παίρνοντας, μάλιστα, το ένα εξ αυτών δις δανεικός στις προηγούμενες ομάδες του (Έταρ ένα εξάμηνο και ΤΣΣΚΑ το δεύτερο). Η ευκαιρία του είχε έρθει, λίγο μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών από την Μπαρτσελόνα το ’92.
Ο Ρόναλντ Κούμαν έχει τραυματιστεί και οι «blaugrana» αναζητούν αντικαταστάτη του. Ο Γιόχαν Κρόιφ τον επιλέγει -χωρίς την παραμικρή μεσολάβηση εδώ του Στόιτσκοφ, ο οποίος έχει ξεκαθαρίσει πως ούτε ρωτήθηκε, αλλά ούτε και έκανε το παραμικρό, αφού με τον Ολλανδό στο κουμάντο κανείς δεν μπορούσε να τον επηρεάσει, ούτε θετικά, ούτε αρνητικά – και ξεκινάει συζητήσεις με την Μπέτις.
Ο Πρόεδρος, Μανουέλ Λουίς ντε Λοπέρα, όμως, είναι κάθετος. Δεν υποκύπτει ούτε στο κύρος του Κρόιφ και της Μπαρτσελόνα, ούτε στα παρακάλια του Ιβάνοφ, ο οποίος, ουσιαστικά, μετά την άρνηση για να μετακομίσει στο «Camp Nou», τα παρατάει, δεν ανανεώνει το συμβόλαιό του και φεύγει από την Ισπανία, αφού πλέον δεν υπήρχε καταλανικό ενδιαφέρον, μετακομίζοντας στην Ελβετία και τη Νοσατέλ Ξαμάξ.
Νωρίτερα, δύο άλλοι εμβληματικοί προπονητές τον είχαν ζητήσει. Ο Γκι Ρου τον είχε δοκιμάσει στην Οσέρ. «Δεν έχω συναντήσει στη ζωή μου αμυντικό με τέτοια αποφασιστικότητα να πάει, όπου βρίσκεται η μπάλα», το σχόλιό του, δεν καταφέρνει, ωστόσο, να συμφωνήσει στα οικονομικά. Ο δεύτερος, ο Ίβιτσα Όσιμ, ο οποίος τον ήθελε στην Στουρμ Γκρατς, η σύζυγος, όμως, του Βούλγαρου, περί άλλων, πιο κοσμοπολίτικων, τύρβαζε και ούτε ν’ ακούσει δεν ήθελε για το γραφικό χωριουδάκι της Αυστρίας με μια άσημη -τότε- ομάδα, η οποία, όμως, λίγα χρόνια αργότερα, θα έπαιζε στο Champions League.
Το κάμπριο, ο Τελικός, ο πετρελαιάς και ο Καντονά
Εκεί, στην Ξαμάξ, ξεκίνησε μια ακόμη σχέση ζωής. Αυτή με τον μεγιστάνα του πετρελαίου, Χάνες Νούζα. Αυστριακός στην καταγωγή, μα η σκούφια του μπολιασμένη με κάθε γονίδιο dna του πλανήτη. Τότε, χορηγός της Νοσατέλ. Γνωρίζεται με τον Ιβάνοφ και τον… λατρεύει. Όχι και ο προπονητής του club, Ζιλμπέρ Γκρες. Ο ένας δεν άντεχε τον άλλον.
Απαγόρευε στους παίκτες να πηγαίνουν στην προπόνηση με καμπριολέ αυτοκίνητα ο Γάλλος τεχνικός, την επομένη ο Ιβάνοφ εμφανίζονταν μ’ ένα τσίλικο Lancia Delta. Ζητούσε συγκεκριμένη προθέρμανση, πριν τα παιχνίδια, ο Βούλγαρος ανέβαινε στο καφέ του γηπέδου της Ξαμάξ, έπινε το καφεδάκι του, έκανε το τσιγαράκι του και, μετά, κατέβαινε στο γήπεδο.
Δεν μακροημέρεψε εκεί, μα ο Νούζα, τον λάτρεψε. Ήταν ιδιοκτήτης της Ραπίντ και, όταν ο Ιβάνοφ έφυγε από την Ελβετία, έστειλε το ιδιωτικό του αεροπλάνο στη Σόφια, προκειμένου να τον πάρει στη Βιέννη και να υπογράψει στην ομάδα του. Δύο χρόνια όλα κι όλα με τους «Πρασίνους», μα ίσως να ήταν τα καλύτερα της καριέρας του.
Παίρνει Πρωτάθλημα, παίζει Τελικό Κυπέλλου Κυπελλούχων (1996, κόντρα στην Παρί), τον χάνει με 1-0 και, μετά από καιρό, παραδέχεται πως το μόνο που θα ήθελε να αλλάξει στην καριέρα του, ήταν την πορεία της μπάλας από μια προσπάθεια του στο τέλος εκείνου του τελικού που για εκατοστά κατέληξε εκτός εστίας και έτσι δεν έστειλε τη διεκδίκηση του τροπαίου στην παράταση.
Αρκούν, όμως, όλα τούτα, για να του χαρίσουν τον τίτλο του κορυφαίου Βούλγαρου ποδοσφαιριστή εκείνης της χρονιάς. Τίτλος τιμής, τίτλος αναγνώρισης, κορυφή καριέρας μα και ζωής.
Για εκείνον μεγαλύτερος πως την επόμενη σεζόν (κατά την οποία δεν αγωνίστηκε τόσο), στην επίσκεψη της Ραπίντ στο Old Trafford για ένα ματς με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο Champions League, μπορεί να μην έπαιξε, αλλά όλοι οι συμπαίκτες του, μετά το τέλος της αναμέτρησης, τον έψαχναν για να του πουν πως ο Ερίκ Καντονά αρνήθηκε να ανταλλάξει φανέλες, ενημερώνοντάς τους πως τη δική του τη φύλαγε, για να την δώσει στον Ιβάνοφ.
Γερασμένος «Λύκος», πλέον, μα χούγια δεν άλλαζε. Προκαλεί, μετακομίζοντας για ένα φεγγάρι στην αιώνια αντίπαλο της Ραπίντ, Αούστρια (1997), χωρίς να αλλάξει το στάτους του. Παίζει ελάχιστα και κυρίως εστιάζει στην Εθνική του. Αρχηγός, πλέον, και με δικό του γκολ -το θεωρεί το κορυφαίο που σημείωσε ποτέ, παρότι το πιο όμορφο, μια βολίδα από τα 30 μέτρα, το είχε σημειώσει στα προκριματικά του Euro 1996 κόντρα στην Ουαλία– η Βουλγαρία κερδίζει στη Ρωσία την «Αρκούδα», τον Σεπτέμβριο του ’97, και, έτσι, προκρίνεται πρώτη στον όμιλό της για τα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1998. Εκεί, όμως, οι Βαλκάνιοι απογοητεύουν και ο ίδιος ανακοινώνει την απόσυρσή του, μετά το τέλος της διοργάνωσης.
Τράπεζα, βυτία και καρδιά
Το τόπι συνεχίζει να το κλωτσάει για τρία χρόνια ακόμα, σε μια ομάδα Τρίτης Εθνικής στην Αυστρία, την Φλόρισντορφερ, ιδιοκτησίας επίσης του Χάνες Νούζα, ο οποίος και φροντίζει για την αποκατάστασή του και μετά το ποδόσφαιρο. Τον διορίζει διευθυντή σε υποκατάστημα δικής του τράπεζας -τα ύστερα του κόσμου- στη Σόφια, μα το dress code που επιβάλλει η θέση, δεν ταιριάζει στον Ιβάνοφ και, έτσι, αλλάζει ρότα και γίνεται ο αντιπρόσωπος της εταιρείας προμήθειας βενζίνης που είχε ο Νούζα στη Βουλγαρία.
Συχνά πυκνά, μάλιστα, ο ίδιος οδηγεί και τα βυτιοφόρα, με τα οποία τροφοδοτούσε τα βενζινάδικα. Πιο ταιριαστό σίγουρα με το background και την όψη, παρότι, σιγά-σιγά, το μαλλί το περιορίζει και η μπάκα που μοιραία φτιάχνει, κάπως “γλυκαίνει” το παρουσιαστικό του.
Ζει μόνιμα στη γενέτειρά του και, εκεί, απηυδυσμένος από την εγκατάλειψη του κεντρικού κράτους, ζητάει να γίνει υπεύθυνος των αναπτυξιακών ποδοσφαιρικών δομών της περιοχής. Του γίνεται το χατίρι, αλλά δεν το διατυμπανίζει. Καλά-καλά κρύβει πως δουλεύει σε γραφείο, πως πλέον πατάει πλήκτρα σ’ ένα πληκτρολόγιο, χωρίς, όμως, να ξέρει ή και ν’ αντιλαμβάνεται την χρησιμότητα ενός προσωπικού e-mail.
Τα απομεινάρια της ζήσης του σιγά-σιγά βγαίνουν στην υγεία του. Τα παραπανίσια κιλά, το λιγότερο. Τσιγάρο από την εφηβεία, χωρίς ποτέ κιόλας να το αρνηθεί. Κάπνιζε, ακόμα και πριν βγει στο γήπεδο, έτσι για να χαλαρώσει. Το ουίσκι, δωδεκάχρονο με τον «Γιάννη περιπατητή» αγαπημένο του, το είχε για νερό. Ούτε και αυτό το έκρυψε. Ίσα-ίσα, σαν με καμάρι έλεγε πως ποτέ του δεν δοκίμασε βότκα ή μπράντι. Παρά μόνο, έτσι γι’ αλλαγή, μπύρα έμαθε να κατεβάζει από τα χρόνια του στην Αυστρία.
Το πρώτο καρδιακό επεισόδιο, καμπανάκι. Κόβει το τσιγάρο και προσπαθεί να αλλάξει τρόπο ζωής, επιδιώκοντας να επιστρέψει όσο πιο κοντά, όσο πιο μέσα γίνεται και μπορεί στη φύση. Το κυνήγι και το ψάρεμα γίνονται η καθημερινότητά του. Όχι για πολύ. Η πορεία που είχε πάρει το σώμα του δεν είχε αναστροφή. Στις 13 Φεβρουαρίου του 2016, υφίσταται δεύτερο καρδιακό επεισόδιο. Μοιραίο. Χωρίς να έχει κλείσει τα 51 του χρόνια.
Έξι μέρες νωρίτερα, είχε δώσει την τελευταία του τηλεοπτική συνέντευξη. «Όσα είχα να ζήσω, τα έζησα στο ποδόσφαιρο. Ποτέ δεν θυμάμαι τον εαυτό μου να μην απαντάει, να μην ανταποκρίνεται σε μια πρόκληση, να μην κάνει θόρυβο, να μην τον επιδιώκει. Τώρα, πλέον, θέλω να ζήσω ήρεμα».
Αυτό και αν ήταν πρόκληση. Ο Τρίφον Ιβάνοφ, ήρεμα; Δεν γίνονται αυτά.
Εκείνο το άλμπουμ της Panini από το Παγκόσμιο Κύπελλο που μου τον σύστησε, μια από τις δεκάδες συλλογές που μάταια βάλθηκα να ολοκληρώσω, κολλώντας πορτρέτα, μπούστα και φάτσες χιλιάδων ποδοσφαιριστών, είναι και το μόνο άλμπουμ που έχει επιβιώσει ακόμη.
Το Νο285 παραμένει κενό, ασυμπλήρωτο.
Η φωτογραφία του στο “χαρτάκι” ξέρω εδώ και καιρό ποια και πώς είναι. Ίδια και απαράλλαχτη με εκείνη που μου προκάλεσε τρομάρα και δέος, κολλημένος στην τηλεόραση, ερχόμενος μούρη με μούρη με το χτικιό εκείνης της βραδιάς, θαρρώντας πως έρχεται για μένα, πως κοιτάει εμένα, πως θέλει εμένα.
Πλέον, αυτή η φωτογραφία έχει γίνει πόστερ, στάμπα σε μπλούζα ιερή, αφόρετη ακόμη, για να θυμίζει πως εκείνη η όψη, εκείνο το βλέμμα, εκείνος ο «λύκος» δεν λογάριασε ποτέ τ’ αχνάρια του. Γι’ αυτό και ποτέ δεν έπεσε, μα ούτε και πέθανε…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
17/11/1993, το τελευταίο βράδυ του ποδοσφαιρικού ρομαντισμού
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη