Τα φώτα του σταδίου «Αρένα Κορίνθιανς» έχουν σβήσει, αλλά η Μιράιλδες Μασιέλ Μότα, η τελευταία εν ενεργεία παίκτρια της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου γυναικών της Βραζιλίας που γεννήθηκε τη δεκαετία του ‘70, παραμένει σκεπτική στα αποδυτήρια.
Είκοσι ένα χρόνια μετά την πρώτη της εμφάνιση με το εθνόσημο στο στήθος (το 1995), για πρώτη φορά στην καριέρα της έδειχνε αποφασισμένη να αφήσει τη φανέλα της κρεμασμένη για πάντα μέσα σ΄αυτά.
«Ήθελα να ανοίξω χώρο στα νέα κορίτσια που παίζουν ποδόσφαιρο», είπε μερικά χρόνια αργότερα αναφερόμενη στον λόγο για τον οποίο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 2016 στο Ρίο ντε Τζανέιρο και τον χαμένο μικρό τελικό με αντίπαλο τον Καναδά στο Σάο Πάουλο, ήταν έτοιμη να βγει από τα αποδυτήρια και να μην μπει ξανά σ’ αυτά ως παίκτρια της Εθνικής ομάδας.
Όπως αποδείχθηκε στην πορεία, όμως, η «ψυχή» της ομάδας της Βραζιλίας, η θρυλική Φορμίγκα, (η κατά κόσμον Μιράιλδες Μασιέλ Μότα), δεν ήταν εκατό τοις εκατό σίγουρη για την απόφασή της.
Το συνειδητοποίησε λίγο καιρό αργότερα σε μια συζήτηση που είχε το 2017 με τον Βαντάο, όταν ο Βραζιλιάνος προπονητής ανέλαβε ξανά την τεχνική ηγεσία της ομάδας.
«Μου ζήτησε να ξανασκεφτώ τους λόγους για τους οποίους έπαιζα ποδόσφαιρο επισημαίνοντας ταυτόχρονα πως ήμουν ένα από τα βασικά στελέχη της ομάδας.
»Θεωρούσε πως με την παρουσία μου σ΄αυτήν, θα βοηθούσα όχι μόνο το σύνολο, αλλά και τις νεότερες παίκτριες γιατί θα ένιωθαν πολύ πιο ασφαλείς έχοντας στο πλευρό τους μια έμπειρη συμπαίκτρια που θα τις καθοδηγούσε».
Τα επιχειρήματα του Βαντάο, σαφώς και ήταν ισχυρά για να πείσουν την έμπειρη μέσο να παραμείνει στην Εθνική ομάδα. Ωστόσο, το ισχυρότερο κίνητρο που την οδήγησε στην τελική απόφαση να φορέσει ξανά τη φανέλα της Βραζιλίας, ήταν η θέληση και η επιθυμία της να συνεχίσει την προσπάθεια που είχε ξεκινήσει για την ανάπτυξη και την εξέλιξη του ποδοσφαίρου γυναικών στη χώρα.
Μια χώρα, στην οποία από το 1941 έως το 1979 απαγορευόταν η ενασχόληση των γυναικών με το ποδόσφαιρο, καθώς, το Εθνικό Συμβούλιο Αθλητισμού της Βραζιλίας δεν τους επέτρεπε να κάνουν αθλήματα «ασυμβίβαστα» -όπως ανέφερε χαρακτηριστικά- με τις συνθήκες της φύσης τους.
Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά την άρση της απαγόρευσης, οι παίκτριες ξεκίνησαν μια μάχη διαρκείας για να κερδίσουν την αναγνώριση, τον σεβασμό αλλά και το μερίδιο που δικαιούνται στην ποδοσφαιρική κοινότητα.
«Είχα αγωνιστεί πολύ σκληρά στο παρελθόν για την αναγνώριση του ποδοσφαίρου γυναικών στην Βραζιλία και ήθελα να βελτιωθούν ακόμη περισσότερο οι συνθήκες για εμάς. Να υπάρχει σεβασμός απέναντι στις γυναίκες που ασχολούνταν με το άθλημα», είχε πει μεταξύ άλλων η Φορμίγκα το 2019, όταν ανακοίνωσε την επιστροφή της στην Εθνική ομάδα για να ενισχύσει την Βραζιλία στο Παγκόσμιο Κύπελλο, στη Γαλλία.
Η γεννημένη στις 3 Μαρτίου 1978 Μιράιλδες, συνήθιζε να παίζει μπάλα στις αλάνες του Σαλβαδόρ στη Μπαΐα, παρά τις αντιρρήσεις και τις παρατηρήσεις που της έκαναν τα τέσσερα αδέρφια της -όλα αγόρια.
«Είχα πολλά θέματα στο σπίτι», θυμάται. «Τα αδέρφια μου με μάλωναν κάθε μέρα. Μάλλον με ζήλευαν γιατί ήμουν καλύτερη από αυτούς στο ποδόσφαιρο και οι συμμαθητές τους στο σχολείο τους πείραζαν συνέχεια. Μού έλεγαν ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι για τις γυναίκες. Όμως εγώ δεν το ‘βαζα κάτω! Σκούπιζα τα δάκρυά μου και την επόμενη μέρα πήγαινα ξανά στην αλάνα».
Σ’ εκείνη την αλάνα όπου έπαιζε με τα αγόρια της ηλικίας της «τράβηξε» και την προσοχή μιας προπονήτριας, της Ντίλμα Μέντες, η οποία την πήρε και την έβαλε σε μια ομάδα φούτσαλ που προπονούσε εκείνη την εποχή. «Ο Θεός μου έστειλε έναν άγγελο κι αυτός ήταν η Ντίλμα. Μου άνοιξε την πόρτα στον κόσμο του ποδοσφαίρου γυναικών», είχε πει στο παρελθόν αναφερόμενη στην Βραζιλιάνα προπονήτρια.
Λίγο καιρό αργότερα, στην εφηβεία, την εντόπισε ένας σκάουτερ και την προέτρεψε να μετακομίσει στο Σάο Πάουλο να ξεκινήσει προπονήσεις σε μια ποδοσφαιρική Ακαδημία. Ήταν 15 ετών.
Μέσα σε δύο χρόνια, η Μιράιλδες κατάφερε όχι μόνο να κερδίσει την εμπιστοσύνη των προπονητών με τους οποίους συνεργάστηκε, αλλά παράλληλα, προσέλκυσε το ενδιαφέρον και του τότε ομοσπονδιακού προπονητή, Αντεμάρ Φονσέκα Τζούνιορ. Το 1995 την κάλεσε στην Εθνική ομάδα Γυναικών και, την ίδια χρονιά, την συμπεριέλαβε στην αποστολή της Βραζιλίας για τον Παγκόσμιο Κύπελλο που διεξήχθη στη Σουηδία.
Τότε, «γεννήθηκε» η Φορμίγκα.
«Στην αρχή δεν μου άρεσε που με φώναζαν έτσι», θα σχολιάσει η ίδια για το προσωνύμιο που της απέδωσε όπως λέγεται μία συμπαίκτριά της, η Μάρσια Ταφαρέλ, όταν παρατήρησε πόσο σκληρά, μεθοδικά και αθόρυβα εργαζόταν η νεαρή παίκτρια για την ομάδα. Λειτουργούσε σαν ένα μυρμήγκι (Formiga στα πορτογαλικά).
«Ήταν λίγο περίεργο να με φωνάζουν έτσι. Ξέρετε… Δεν είχα κεραίες. Όσο, όμως, έλεγα ότι δεν μου άρεσε που με φώναζαν «μυρμήγκι», άλλο τόσο μου το έλεγαν! Ε, κάποια στιγμή, τα παράτησα. Ας είναι είπα! Το αποδέχθηκα και στην πορεία διαπίστωσα ότι ήταν το τέλειο παρατσούκλι γιατί ταίριαζε στον τρόπο με τον οποίο έπαιζα.
»Κανείς δεν ξέρει το όνομά μου. Μόνο η οικογένειά μου με φωνάζει Μίρα. Όλος ο υπόλοιπος κόσμος με λέει Φορμίγκα».
Ένα χρόνο μετά την πρώτη συμμετοχή της στο Παγκόσμιο Κύπελλο Γυναικών, ακολούθησε και η παρθενική της εμφάνιση στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ήταν το 1996 στην Ατλάντα, τότε που Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, έβαλε στο πρόγραμμα των Αγώνων και το ποδοσφαιρικό τουρνουά των γυναικών. H Βραζιλία κατέλαβε την τέταρτη θέση.
Έκτοτε η Φορμίγκα ήταν παρούσα σε κάθε μεγάλη διοργάνωση. Σε όλα τα Παγκόσμια Κύπελλα.
Σε όλους τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Από το Σίδνεϊ μέχρι την Αθήνα και το Πεκίνο όπου κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο, κι από το Λονδίνο μέχρι το Ρίο ντε Τζανέιρο.
Με την παρουσία της το 2021 στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Τόκιο, σημείωσε ένα μοναδικό ρεκόρ. Έγινε η πρώτη παίκτρια ομαδικού αθλήματος που έχει συμμετάσχει σε επτά διοργανώσεις και η πρώτη αθλήτρια από την Βραζιλία με πάνω από έξι συμμετοχές.
Το ιδανικότερο σενάριο για την 43άχρονη σήμερα παίκτρια, που έχει αναφέρει ότι μετά το Τόκιο θα κλείσει οριστικά το κεφάλαιο της Εθνικής ομάδας, θα ήταν να ολοκληρώσει την τεράστια πορεία της με την Βραζιλία κατακτώντας ένα χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο. Αυτό, όμως, είναι μια άλλη ιστορία.
Η ίδια, πάντως, δεν θα σταματήσει να αγωνίζεται.
Ανεξάρτητα από την απόφαση που έχει πάρει για την Εθνική ομάδα, τα επόμενα δύο χρόνια θα φοράει τη φανέλα της Σάο Πάουλο, καθώς, μετά την ολοκλήρωση της συνεργασίας της με την Παρί Σεν Ζερμέν (στην οποία αγωνίστηκε τέσσερα χρόνια και τον τελευταίο πήρε το γαλλικό πρωτάθλημα) αποφάσισε να επιστρέψει στη γενέτειρα πατρίδα της.
Όχι για να κατακτήσει κύπελλα και πρωταθλήματα. Ούτε για να πάρει μετάλλια. Θέλει απλώς να κάνει αυτό που αγαπάει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Να παίζει ποδόσφαιρο!
CHECK IT OUT:
Μιχάλης Ξημεράκης: «Η ώρα των γυναικών» / Ελένη Μάρκου: My way: Καστοριά – Έσσεν
Ιωάννα Χαμαλίδου: Μόνη στην Πόλη / Βεατρίκη Σαρρή: Τόλμα Να Ονειρευτείς
Μάριος Χρήστος Σφαντός: Για ένα όμορφο και, κυρίως, ισότιμο ποδόσφαιρο
Από πρόσφυγας, σταρ στο γήπεδο, η Νάντια Ναντίμ παίζει για την ισότητα
Μακαρένα Σάντσες, Επαγγελματίας Επαναστάτρια / Η βουβή… κραυγή της Μέγκαν Ραπίνο
Η γοητεία της διαφορετικότητας της Κάρσον Πίκετ / Άντα Χέγκερμπεργκ: Άκου τη φωνή σου!
Ο ρατσισμός δεν είναι «αόρατος εχθρός» για την Ενιόλα Αλούκο
Η Μισέλ Έικερς γνώριζε πάντα ότι οι γυναίκες μπορούν να κλωτσήσουν
Τακεφούσα Κούμπο: Ο «Ιάπωνας Μέσι» με το «Clasico» παρελθόν και μία χώρα στις πλάτες του
ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡ / ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΓΥΝΑΙΚΩΝ