«Πολλές γυναίκες έχουμε εδώ… ». Δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγα κάτι τέτοιο στην καριέρα μου. Ήταν, ωστόσο, η πρώτη κουβέντα που βγήκε από τα χείλη του.
Δεν θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς. Ήταν η πρώτη φορά που συναντούσα τον κύριο Ρεχάγκελ.
Ήταν δύσπιστος. Φυσιολογική η αντίδρασή του. Απέναντί μου, μάλιστα, ήταν δύο φορές δύσπιστος.
Δεν είχε δα και προηγούμενα μαζί μου. Ήμουν μία γυναίκα, σε έναν χώρο για άνδρες. Και στα μάτια του, ήμουν (σαν) παρείσακτη. Και δεν ήμουν μόνη. Εκείνη την εποχή, ο νέος προπονητής της Εθνικής Ελλάδας ήταν περιτριγυρισμένος από γυναίκες στο επιτελείο της ομάδας.
«Μαρία, το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα που το παίζουν άνδρες και διοικείται από άνδρες», μου είπε. Και εγώ του αποκρίθηκα, με περίσσιο θράσος, πως «το οργανώνουν τέλεια οι γυναίκες».
Είχα διανύσει ήδη 23 χρόνια μέσα σε αυτό το ανδρικό άθλημα, το οποίο παίζουν άνδρες και το διοικούν άνδρες. Και ήξερα τόσο καλά τι του έλεγα…. Μία γυναίκα δίνει «εξετάσεις» κάθε ημέρα της ζωής της στο χώρο του ποδοσφαίρου. Αυτό έκανα…
Για εμένα, ήταν και θα είναι πάντα κύριος. Έτσι τον αποκαλούσα σε όλη τη διάρκεια της συνεργασίας μας, κύριο Ρεχάγκελ. Και αυτός, όποτε ήθελε κάτι, με προσφωνούσε Μαρία ή Μαίρη.
Εκείνο το αντάμωμα, το πρώτο με τον κύριο που είχε το ονοματεπώνυμο Οτο Ρεχάγκελ, έφερε στο μυαλό μου ένα προηγούμενο. Τη γνωριμία με τον αείμνηστο Αλκέτα Παναγούλια. «Τώρα εσύ τι μπορείς να καταλάβεις από αυτά που θα σου πω;», είχε αναρωτηθεί, δίχως να το συλλογιστεί, πίσω στο 1979. Τότε που η Εθνική πάσχιζε να μπει στον παγκόσμιο ποδοσφαιρικό χάρτη.
Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να χαμογελάσω και να του αποκριθώ: «Εσείς θα μου λέτε και εγώ θα προσπαθώ να καταλάβω…». Η αλήθεια είναι πως κατάλαβα αρκετά. Τόσα ώστε να μπορέσω να διαχειριστώ όσα θα έπονταν.
Ο κύριος Ρεχάγκελ ήταν αυστηρός. Αλλά και δίκαιος.
Ένας… στρατιώτης που απαιτούσε πειθαρχία από όλους όσους τον περιστοίχιζαν.
Στο πλευρό του, έζησα πολλά. Και έμαθα πολλά. Όπως το ίδιο έγινε και για τη συνάδελφό μου, την Άννα Καπάζογλου, με την οποία περάσαμε αρκετά κοινά χρόνια συνεργασίας.
Ακόμη δεν μπορώ να ξεχάσω την ημέρα που ο κύριος Ρεχάγκελ αποχώρησε από τον πάγκο της Εθνικής. Δεν θα λησμονήσω με τίποτα την απόφασή του να μη γυρίσει με την ομάδα από τη Νότιο Αφρική. Μας είπε πως επιθυμούσε να δει τα υπόλοιπα παιχνίδια του Μουντιάλ. Δεν τον πίστεψα…. Ήξερα πως δεν ήθελε με τίποτα να πατήσει στην Ελλάδα ηττημένος. Το έκανε μερικές ημέρες αργότερα. Για το επίσημο «αντίο». Την τελευταία ημέρα που τον αντίκρισα.
Ήταν ένα άνθρωπος που αρκούνταν στα λίγα. Ήταν ολιγόλογος αλλά, παρά το αυστηρό παρουσιαστικό του, μπορούσε να μαλακώσει, όταν σε μάθαινε.
Υπήρχαν φορές, την ώρα που βρισκόμασταν στο γραφείο, που τραγουδούσε! Μερικές φορές, χρησιμοποιούσε το όνομά μου, για να με καλέσει, και άλλες τραγουδούσε γερμανικούς στίχους. Είχε ωραία φωνή…
Έτρωγε ελάχιστα. Συνήθιζε να λέει πως τρώει τόσο όσο του χρειάζεται για να έχει τη δύναμη για να περπατάει.
Έπινε σκέτο γαλλικό καφέ. Και απεχθάνονταν κάθε είδους παρέμβασης.
Σε ένα επίσημο τραπέζι, με μπόλικους παράγοντες και μέλη των ποδοσφαιρικών Ενώσεων, ο κύριος Ρεχάγκελ αποχώρησε με μία απορία προς τον βοηθό του, τον κύριο Γιάννη Τοπαλίδη: «Μα, είναι όλοι τους προπονητές;».
Οι περισσότεροι φρόντισαν να του προσφέρουν τη… βοήθειά τους. Μολονότι δεν τη ζήτησε. «Να καλέσεις τον τάδε ποδοσφαιριστή, να χρησιμοποιήσεις τον δείνα», ήταν μερικά από όσα άκουσε εκείνο το βράδυ. Νομίζω πως, από εκείνο το σημείο, απέφευγε τέτοιου είδους συναθροίσεις.
Ήταν μανιακός με την πειθαρχία. Και την ακρίβεια. Ό,τι έλεγε, το εννοούσε.
Θυμάμαι, μία από τις πρώτες ημέρες που είχε έρθει στην Ελλάδα, μου ζήτησε να του κλείσω ένα αεροπορικό εισιτήριο. Τον ενημέρωσα πως θα παραδοθεί την επόμενη ημέρα, στις 11 το πρωί. Όταν η παράδοση καθυστέρησε, με πλησίασε δείχνοντας το ρολόι του: «Είναι 11:05, πού είναι το εισιτήριό μου;». Από τότε, φρόντισα να προσθέτω σχεδόν τρεις ώρες σε κάθε πιθανή συναλλαγή που τον αφορούσε.
Λάτρευε να είναι οργανωτικός. Να έχει το πλάνο του. Και να το εφαρμόζει με απόλυτη αρμονία. Αυτός ήταν ο λόγος που πέτυχε στην Ελλάδα.
Την πρώτη φορά που οι διεθνείς κατέλυσαν στο ξενοδοχείο τους, ο κύριος Ρεχάγκελ αντίκρισε τους φίλους των ποδοσφαιριστών, οι οποίοι πέρασαν για μία βόλτα. Όπως συνήθιζαν τα προηγούμενα χρόνια.
Σάστισε. Ρώτησε να μάθει ποιοι ήταν οι… παρείσακτοι και μόλις έμαθε, ενημέρωσε τον τιμ μάνατζερ πως πρέπει να φύγουν! Και, φυσικά, να μην επιστρέψουν ξανά. «Όταν οι παίκτες είναι στην Εθνική, είναι δικοί μου. Όταν τελειώσουν τις υποχρεώσεις τους, ας κάνουν ό,τι θέλουν». Αυτή η πειθαρχία χάθηκε με μιάς, όταν ήρθε ο κύριος Ρανιέρι. Δεν είναι τυχαίο πως και ο κύριος Σάντος ακολούθησε τη συνταγή του προκατόχου του. Όχι όμως και ο κύριος Ρανιέρι.
Ήταν άνθρωπος της ρουτίνας. Δεν ήθελε να τη χαλάει με τίποτα. Αυτός ήταν ο λόγος που δεν ήθελε να αλλάζει έδρα η Εθνική. Είχε επιλέξει το «Γεώργιος Καραϊσκάκης» και εκεί ήθελε να παίζει η ομάδα.
Υπήρχε μόνο μία εξαίρεση. Μία… ξένη έδρα, την οποία μπορούσε να λατρέψει. Ήταν ένα ταξίδι της Εθνικής στο Ριάντ, για ένα τουρνουά προετοιμασίας. Στη χώρα απουσίαζαν κάθε λογής πειρασμοί: οι γυναίκες ήταν εξαφανισμένες και όσες κυκλοφορούσαν, ήταν καλυμμένες με μπούργκα. Όπου και αν έπεφτε το βλέμμα υπήρχε άμμος. Ατελείωτη… «Πρόεδρε, εδώ είναι τέλειο μέρος για προετοιμασία. Μπορούμε να έρθουμε;», ήταν η ερώτηση του ομοσπονδιακού προπονητή. Μεταξύ (περισσότερο) σοβαρού) και (λιγότερο) αστείου. Όχι πως ο κύριος Ρεχάγκελ σιχαίνονταν τα… χωρατά.
Ξέρετε ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που απαίτησε από την Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, προτού συμφωνήσει; Να αποκτήσει η Εθνική το δικό της προπονητικό κέντρο. Αυτό στον Αγιο Κοσμά, «σπίτι» της Εθνικής μέχρι σήμερα, τόσα χρόνια μετά την κατάκτηση του EURO της Πορτογαλίας. Της δικής μας 4ης Ιουλίου!
Εφάρμοσε και άλλα πολλά στην Ελλάδα. Θυμάμαι, σε μία από τις πρώτες προπονήσεις, αναρωτήθηκε για την απουσία της αστυνομίας. «Πρέπει κάποιος να τους τονίσει πως η έλευση της Εθνικής ομάδας ισοδυναμεί με την έλευση του εθνόσημου. Είναι η σημαία τους. Και αυτή πρέπει να περνάει με ασφάλεια», ήταν τα λόγια του. Παρά τα συνεχόμενα αιτήματα που στέλναμε κάθε φορά, η αστυνομία ήταν απούσα. Τελικά, δεν είχε άδικο.
Για άλλους λόγους. Ένα επεισόδιο, ανάμεσα σε φίλους του Παναθηναϊκού και διεθνείς παίκτες της ομάδας των «πράσινων», σε μία προπόνηση στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, τον έκανε να το ζητήσει επιτακτικά. Τότε ήταν που αποκτήσαμε τη συνοδεία ενός περιπολικού. Έπειτα από την κατάκτηση του EURO, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι αστυνομικοί ζητούσαν από μόνοι τους να αναλάβουν το καθήκον της ασφάλειας!
Στην Πορτογαλία, και παρά την πίεση, ο κύριος Ρεχάγκελ ήταν ίδιος. Για τους αντίπαλούς μας, δεν μπορώ να πω το ίδιο. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Και όμως… Είναι σαν να το αντικρίζω μπροστά μου.
Το αυτοκίνητό μας κατευθύνονταν στο «Ντραγκάο». Γύρω μας, υπήρχαν εκατοντάδες πορτογαλικές σημαίες. Φωνές. Πανικός. Μόλις τελείωσε η αναμέτρηση, η μοναδική σημαία που υπήρχε ήταν η ελληνική. Η δική μας.
Την επόμενη ημέρα, μπροστά από το ξενοδοχείο που έμενε η Εθνική ομάδα, οι Πορτογάλοι φρόντισαν να «ντύσουν» το απέναντι κτίριο, το οποίο ορθώνονταν για επτά ορόφους, με μία τεράστια αφίσα. Σε ελεύθερη μετάφραση, ανέφερε κάτι για την τύχη του πρωτάρη. Τη δική μας τύχη, σε εκείνο το εναρκτήριο παιχνίδι του EURO.
Τον κύριο Ρεχάγκελ δεν τον πτόησε διόλου. Πίστευε στις ικανότητες των παικτών του. Και στον επαγγελματισμό τους. Συνέχεια τους έλεγε, ειδικά στο EURO της Πορτογαλίας, πως «όλοι οι ποδοσφαιριστές έχουν δύο χέρια και δύο πόδια. Και όλοι έχουν ταλέντο».
Υπάρχει και άλλη μία ιστορία. Με γαλλική χροιά. Βλέπετε, οι Γάλλοι και οι Έλληνες έμεναν στο ίδιο ξενοδοχείο. Η ομάδα του Ζακ Σαντινί είχε απαιτήσει ένα διαχωριστικό στο λόμπι του κτιρίου, προκειμένου οι παίκτες να μπορούν να αποχωρούν δίχως… ενόχληση. Επειτα από την πρόκριση της Εθνικής, ο χώρος ήταν γεμάτος από συμπατριώτες μας. Οι Γάλλοι δεν εμφανίστηκαν. Αποχώρησαν από την πίσω πόρτα και δεν τους είδαμε ξανά.
Πάμε πίσω στον κύριο Ρεχάγκελ. Δεν ήθελε ερωτήσεις, δεν έκανε ελέγχους στους ποδοσφαιριστές, αλλά δεν ήθελε και τις οικογένειές τους να τριγυρίζουν στο ξενοδοχείο.
Γι’ αυτό το λόγο έδωσε μόνο μία φορά άδεια στους παίκτες του να δουν τις οικογένειές τους. Μόλις η Ελλάδα είχε πάρει την πρόκριση στη φάση των νοκ άουτ αγώνων.
Εκείνο το EURO θα μείνει για πάντα στην ψυχή μου. Όχι μόνο για το αποτέλεσμα. Αλλά για όσα έζησα. Είδα τον κύριο Ρεχάγκελ να χοροπηδά σαν μικρό παιδί, μόλις η Ελλάδα προκρίθηκε στον τελικό. Ποιος ξέρει; Ίσως, εκείνη τη στιγμή, αφέθηκε. Και θεώρησε πως η παρουσία της «γαλανόλευκης» στον τελικό ενός Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ήταν αρκετή. Η ιστορία κατέγραψε πως δεν ήταν.
Τον ημιτελικό με την Τσεχία, τον θυμάμαι και για έναν ακόμη λόγο. Μία από τις αρμοδιότητές μου στο EURO της Πορτογαλίας ήταν η άμεση οργάνωση των μετακινήσεων της ομάδας: νέο ξενοδοχείο, νέο προπονητικό κέντρο και πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου, η… εκκένωση! Μόνο που αυτή δεν ήρθε ποτέ. Εγώ, όμως, έπρεπε να ήμουν έτοιμη.
Το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα της Πορτογαλίας ήταν εξοντωτικό. Θυμάμαι πως από την κούραση, στην αναμέτρηση με τη Γαλλία, δεν είχα κουράγιο ούτε να πανηγυρίσω το γκολ!
Το άγχος ήταν μεγάλο. Μία από τις μεγαλύτερες έγνοιες μου, ήταν η έγκαιρη άφιξη του τσάρτερ που θα παραλάμβανε άμεσα την αποστολή και θα την επέστρεφε στην Ελλάδα. Εκείνο το αεροπλάνο ετοιμάστηκε μερικές φορές. Ήρθε μόνο μία φορά. Στον ημιτελικό με την Τσεχία, ήταν η μοναδική φορά που ήταν πανέτοιμο να ταξιδέψει. Δε χρειάστηκε…
Η επικράτηση επί των Τσέχων ήταν και η ύστατη αναμέτρηση εκείνου του EURO για εμένα. Το… ψεγάδι στη συλλογή μου. Απουσίασα για καλό σκοπό. Επέστρεψα στην Ελλάδα, με αποκλειστικό σκοπό να οργανώσω τη φιέστα υποδοχής. Ναι, θα υπήρχε φιέστα, ακόμη και αν η Εθνική δεν κατακτούσε την κορυφή της Ευρώπης. Κάτι έπρεπε να γίνει για να ευχαριστήσουμε την ομάδα για την παρουσία της.
Αρκετοί με έχουν ρωτήσει αν ο Ότο Ρεχάγκελ είχε γούρια. Η αλήθεια είναι πως είχε μόνο ένα. Και αυτό για τον δικό του λόγο: ήθελε η Ελλάδα να αγωνίζεται με τη λευκή φανέλα της. Έκανε, όπως έλεγε, “τους παίκτες να φαίνονται πιο μεγάλοι”… Λάτρευε την ελληνική ιστορία και φρόντιζε να διαβάζει αρκετά πράγματα γι’ αυτήν. Σπάνια μιλούσε ελληνικά, αλλά είμαι σίγουρη πως καταλάβαινε τα πάντα. Έτσι και αλλιώς, ήταν τετραπέρατος.
Οι καιροί αλλάζουν. Το ίδιο και οι άνθρωποι. Στη θέση εκείνου του δύσπιστου βλέμματος, ήρθε μία ζεστή αγκαλιά. Με αυτόν τον τρόπο, με αποχαιρέτησε την τελευταία φορά που τον είδα, σε μία εκδήλωση της Εθνικής ομάδας, έπειτα από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010.
Του είχα πει από την αρχή: «Οι γυναίκες μπορούν να διοργανώσουν τέλεια το άθλημα που παίζουν οι άνδρες».
Η Μαίρη Τζανακάκη-Φύριου ήταν διευθύντρια των Εθνικών ομάδων μέχρι το 2012.
Επιμέλεια κειμένου: Μιχάλης Γκιουλένογλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: