Ακόμη και σήμερα, θυμάμαι όλους τους αγώνες που έχω παίξει. Τα πάντα.
Στο γήπεδο, δεν είχα το νου μου μόνο στη μπάλα.
Τον είχα και σε αυτόν που θα ερχόταν πάνω μου.
Κοίταγα κάτω αλλά, όταν σήκωνα το κεφάλι, έλεγαν πως έβλεπα όλο το γήπεδο.
Γι’ αυτό, με λέγανε «Στρατηγό»…
Λειτουργούσα, κυρίως, με το ένστικτο. Δούλευα πολύ, όμως, όλην την εβδομάδα. Προετοιμαζόμουν για τους παίκτες που θα αντιμετωπίσω. Περνούσαν όλα από μένα. Ήθελα να δώσω γκολ και να βάλω γκολ. Ήθελα να ξέρω τι θα κάνω, πριν συμβούν οι φάσεις. Επαγγελματίας, πριν τον επαγγελματισμό. Κι ας μη φορούσα επικαλαμίδες…
Δούλευα πολύ με το μυαλό. Σε κάθε αγώνα, έχανα… τέσσερα κιλά από τον ιδρώτα και, γυρίζοντας σπίτι, χρειαζόμουν μία ώρα για να ηρεμήσει το μυαλό μου.
Δεν κοίταγα να ευχαριστηθώ τη μπάλα. Κοίταγα να κερδίσω τον αντίπαλο. Μπαίνοντας στο γήπεδο, είχα στο μυαλό μου να βοηθήσω τους συμπαίκτες μου, να κερδίσουμε και να είμαι ο πρώτος.
Κλώτσαγα τους συμπαίκτες μου, γιατί δεν ήθελα να χάνω! Όταν έχανα, δεν έβγαινα από το σπίτι μου για τρεις ημέρες. Δεν άντεχα την καζούρα…
Αμφισβήτηση δεν ένιωσα ποτέ. Σχεδόν ποτέ, για να είμαι απόλυτα ακριβής. Με την Εθνική Νέων, μόνο, υπήρξε ένα περιστατικό, πριν εξήντα χρόνια!
Το θυμάμαι, σαν τώρα…
Μας είχαν δώσει κάτι κουστούμια από την Εθνική Νέων. Το λάτρευα το δικό μου. «Φέρ΄το πίσω, αλλιώς δεν θα πας στην Βουλγαρία», μου έλεγαν από τον Παναθηναϊκό. Έπαιζα στην Άμυνα Αμπελοκήπων, τότε.
Πήγα στην Βουλγαρία, τελικά, και δεν έπαιξα κανένα παιχνίδι, εκείνου του τουρνουά. Δεν με έβαλαν. Παίξαμε στον τελικό με τους Ιταλούς, χάσαμε 1-0. Ο προπονητής, ένας Γάλλος, ο Μπαρόν, γυρίζοντας πίσω, είπε για δύο παίκτες. Ο δεύτερος ήμουν εγώ. «Ο μικρός, ο Δομάζος, δεν ξέρει μπάλα», είπε.
Η μπάλα, όμως, τιμωρεί!
Μετά από δύο μήνες, έγινε το καθιερωμένο Κύπελλο Χριστουγέννων. Σταματούσε το πρωτάθλημα και έπαιζαν μεταξύ τους ο Παναθηναϊκός, ο Ολυμπιακός και η ΑΕΚ. Είχα παίξει το πρωί αγώνα με την Άμυνα κόντρα στον Ηλυσιακό.
Στον Παναθηναϊκό ήταν προπονητές οι Μηγιάκης, Σούτσος και Σίμος. Λέει, λοιπόν, το απόγευμα, στο μπαρ της Λεωφόρου, ο πρόεδρος της Άμυνας του Σίμου, για μένα: «δεν βάζετε και τον μικρό στο φιλικό;».
«Να πάω να το πω στον Μηγιάκη», απάντησε εκείνος.
Όντως, με καλεί μέσα. «Έπαιξες;», με ρωτάει και μου δείχνει το χτυπημένο πόδι μου.
«Όχι, με είχαν κλωτσήσει και δεν έπαιξα», λέω, αν και είχα παίξει 90λεπτο.
Δεν ήθελα να χάσω με τίποτα την ευκαιρία. «Ωραία, θα παίξεις εξτρέμ, στο δεύτερο ημίχρονο».
Το αριστερό μπακ της ΑΕΚ, τον γνώριζα από την Εθνική. Στις προπονήσεις, τον έκανα ό,τι ήθελα. Όταν με είδε, με ρώτησε «τι θες εσύ εδώ;» και έπιασε το κεφάλι του, αμέσως. Με ρώτησε, γιατί δεν ήξερε πως έπαιζα με «υποσχετική» στον Παναθηναϊκό.
Ξεκίνησα δυνατά στο ματς και μετά από λίγο μια σέντρα μου κατέληξε στα δίχτυα του Σεραφείδη. Ίδια φάση, λίγο αργότερα, και σκόραρε από σέντρα μου ο Αγγελόπουλος. Κερδίσαμε 3-1.
Στο τέλος, επειδή ήμουν χτυπημένος από το πρωί, μου έπλενε την πληγή ο μασέρ της ομάδας. Ανοίγει η πόρτα των αποδυτηρίων και μπαίνει ο Μπαρόν. Ήταν ακόμη προπονητής της Εθνικής και ήρθε να με συγχαρεί.
Αυτός που είχε δηλώσει πως δεν ξέρω μπάλα!
Δεν μπορώ να σας πω τι του είπα. Έφυγε τρέχοντας, πάντως!
Τα χρόνια εκείνα, στο δωμάτιο μου, είχα αφίσα τον Θανάση Μπέμπη. Μου άρεσε το στιλ του. Μου άρεσε που κορόιδευε τους αντιπάλους και τον είχα μέσα στο μυαλό μου. Όταν παίξαμε Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός, λοιπόν, ο Μηγιάκης μου ανέθεσε να τον μαρκάρω. «Μα, κύριε Μηγιάκη, εγώ τον Μπέμπη τον έχω εικόνισμα», του είπα. Αλλά, επειδή, τον είχα μελετήσει, εκείνη την ημέρα, του έπαιρνα συνέχεια τη μπάλα. Του έκανα πράγματα που δεν του είχε κάνει κανείς άλλος, ως τότε. Όταν τελείωσε ο αγώνας, έβγαλε το σταυρουδάκι του και μου είπε: «Εσύ, θα είσαι ο διάδοχός μου».
Ακούγεται περίεργο, αλλά από την πρώτη μέρα, το 1960, είχα μεγάλη αυτοπεποίθηση. Έπαιζα δεξί εξτρέμ και, πολλές φορές, δεν μου έδιναν τη μπάλα. Στα 16 μου, μια φορά, με μεγάλους συμπαίκτες, έφυγα από το γήπεδο, για το λόγο αυτό!
Είχα σιγουριά. Από τη μέρα που αισθάνθηκα ποδοσφαιριστής, κανείς δεν μπορούσε να μου κόψει τη μπάλα.
Είχα φίλους δημοσιογράφους και με περίμεναν στη γωνία για να γράψουν κάτι αρνητικό. «Μια φορά δεν θα παίξεις άσχημα;», με ρώταγαν. «Δεν θα σας κάνω το χατήρι», απαντούσα. Κάθε Κυριακή, έπαιζα για το «10». Όχι για το «8», για το «10»! Το «8» ήταν το κακό μου παιχνίδι. Ποτέ μου «3», ποτέ μου «0». Σε όποιο γήπεδο και να έπαιζα.
Και, όπου πήγαινα, με έβριζαν. Νόμιζαν πως έτσι θα με ρίξουν, όμως έτσι με ανέβαζαν. Έκαναν λάθος. Όταν νευρίαζα, έπαιζα καλύτερα!
Εγωιστής ήμουν στο γήπεδο. Έξω από αυτό, είχα άλλο χαρακτήρα. Βέβαια, και σε πολλά ζητήματα εκτός γηπέδου είμαι εγωιστής και έχω κάνει κακό στον εαυτό μου. Πάντα, όμως, αυτό που θέλω να πω, θα το πω…
Δεν με νοιάζει αν θα στεναχωρήσω κάποιον. Πριν μιλήσω για κάτι, το έχω σκεφτεί.
Φυσικά και έχω σκεφτεί αν θα μπορούσα να έχω προλάβει κάποια λάθη μου.
Οι παλιότεροι ξέρουν την ιστορία με τη μπλούζα που μου στέρησε τη δυνατότητα να παλέψω για την πρόκριση στο Μουντιάλ. Στο ξενοδοχείο, οι φροντιστές είχαν ξεχάσει να μου φέρουν το πάνω μέρος της φόρμας και εμφανίστηκα μπροστά στον προπονητή με μια απλή φανέλα.
Ακολούθησε ο εξής διάλογος με τον Νταν Γεωργιάδη:
-Γιατί, κύριε, δεν φοράτε τη φόρμα σας;
-Δεν μου την έφερε ο φροντιστής, κύριε.
-Να πάτε να βρείτε τον φροντιστή να σας δώσει τα ρούχα σας, κύριε.
-Όπως έφερε και στους άλλους, να τα φέρει και σε μένα.
-Τότε, να φύγετε, κύριε.
Μετά από αυτό, ακολούθησε ο αποκλεισμός μου από τον κρίσιμο αγώνα με την Ρουμανία.
Φυσικά, έχω σκεφτεί πως μπορεί να έπαιζα με τους Ρουμάνους και να χάναμε. Ήμουν, όμως, καλό «γρανάζι» της ομάδας και κάτι θα προσέφερα… Για μια φανέλα, δεν πήγαμε στο Μουντιάλ, το 1970.
Και είχαμε εξαιρετική ομάδα. Είχαμε κάνει μόνο μια ήττα, στο ξεκίνημα, στην Ελβετία.
Εκεί, στη Βασιλεία, πηγαίνοντας προς το πούλμαν της ομάδας, για να αποχωρήσουμε από το γήπεδο, ο προπονητής μας, ο Κώστας Καραπατής, είχε δει μέσα τη γυναίκα του Ασλανίδη, υπουργού εκείνης της περιόδου, και τη γυναίκα του Δέδε, προέδρου τότε της ΕΠΟ, να καπνίζουν μαζί με μια φίλη τους.
«Τι κάνετε; Εδώ, είναι ιερός χώρος. Κατεβείτε, αμέσως, κάτω», τους είπε και τις έβγαλε από το πούλμαν.
Αυτό ήταν, απολύθηκε, την επόμενη στιγμή, και έφεραν τον Νταν. Αν τον άφηναν, θα πηγαίναμε στο Μεξικό, το 1970.
Ένα χρόνο μετά, πήγαμε στο Ουέμπλεϊ με τον Παναθηναϊκό.
Με τον Αντωνιάδη, είχαμε κάνει καλό δίδυμο. Δεν του έδινα ποτέ τη μπάλα όταν ήταν «πλάτη» στο τέρμα. Τον έψαχνα να του τη στρώσω, στη μία-δύο επαφές. Κουραζόμουν πνευματικά. Και όταν έπαιζαν καλά οι αντίπαλοι, αναλάμβανα να χαλάσω το παιχνίδι. Με τσακωμούς, με οτιδήποτε…
Την αξιοπρέπεια που δεν είχαμε, μας την είχε δώσει ο Φέρεντς Πούσκας. Τι να πρωτοθυμηθώ γι ‘αυτόν… Μας είχε πει: «έντεκα αυτοί, έντεκα κι εσείς. Αν χάσετε δεν θα σας ακούσει κανείς, αν κερδίσετε, όμως, θα σας ακούσει όλος ο κόσμος». Παρά το μεγάλο όνομά του, έπαιζε μαζί μας. Είχε απίστευτο αριστερό πόδι. Πηγαίναμε στο κλειστό της Λεωφόρου, έστηνε τη μπάλα στο έδαφος και έβαζε καλάθια με το πόδι. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος.
Πάντα, είχα ξεχωριστή σχέση με τους προπονητές. Από τη Δευτέρα, προετοιμαζόμουν για τους προσωπικούς μου αντιπάλους. Πότε ένας, πότε δύο. Οι προπονητές μου, όλα αυτά τα χρόνια, απλά, μου έλεγαν: «κοίτα, τι θα τους κάνεις», ενώ στους υπόλοιπους έδιναν πιο ξεκάθαρες οδηγίες. Κάθε προπονητής, και δούλεψα με πολλούς σπουδαίους, ήξερε πως προετοιμαζόμουν από μόνος μου. Στον πάγκο ήταν εκείνος και στο γήπεδο εγώ ο προπονητής.
Στην καριέρα μου, πέτυχα αρκετά. Έχω 536 συμμετοχές και μακάρι, μια μέρα, ένας Έλληνας να με περάσει. Έχω πάρει ένα αήττητο πρωτάθλημα. Και έχω παίξει έναν τελικό Πρωταθλητριών.
Μου δίνει, επίσης, μεγάλη χαρά να βοηθάω νέα παιδιά.
Γι ’αυτό, έχω και την Ακαδημία μου. Κατά καιρούς, έχω εντοπίσει και έχω φέρει αρκετούς παίκτες στον Παναθηναϊκό. Και τον Γιώργο Δώνη, ο οποίος επέστρεψε στο προσκήνιο της ομάδας, εγώ τον είχα δοκιμάσει. Έπαιζε, μάλιστα, με πολύ μικρότερο νούμερο παπούτσι, τότε, αλλά ξεχώριζε.
Έχω κάνει τα πάντα, λοιπόν; Όχι!
Στο βιβλίο μου, λέω: «δεν μετάνιωσα για ό,τι έκανα αλλά μόνο για όσα ήθελα αλλά δεν μπόρεσα να κάνω».
Το μόνο που δεν κατάφερα είναι να αγωνιστώ σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. Το μπορούσαμε, αλλά για μια φανέλα, που λέγαμε πριν…
Ίσως, αν την είχε φέρει ο φροντιστής, να πηγαίναμε. Και αν τα κατάφερνε, εκείνη η Εθνική, πολλά παιδιά από μας θα έπαιρναν μεταγραφή στο εξωτερικό, αν και ερασιτέχνες.
Άλλες εποχές…
Αν δεν έπαιζα μπάλα, θα γινόμουν τορναδόρος. Πήγαινα στη Σεβαστοπούλου. Τεχνική σχολή, δίπλα από το γήπεδο, δίπλα από το Γυμνάσιο. Αλλά ζούσα μόνο για το ποδόσφαιρο. Στο σχολείο, ποτέ δεν διάβαζα. «Να τον κάνεις λούστρο», έλεγε ο διευθυντής στη μάνα μου.
Εκείνη δεν ήθελε να με δει ποδοσφαιριστή. Δεν ήρθε ποτέ στο γήπεδο. Στο πρώτο δελτίο που υπέγραψα, μου έβαλαν μεγαλύτερη ηλικία και η μάνα μου δεν ήξερε τίποτα.
Όταν είχα αρχίσει να έχω όνομα και πριν καθιερωθούν οι αποστολές στα ξενοδοχεία, έπαιζα την Κυριακή, το πρωί, στην αλάνα με τους φίλους μου, με τα πολιτικά.
Το έβλεπα αλλιώς το ποδόσφαιρο. Το αγαπούσα τόσο. Για μένα, είναι ο έρωτας, η αγάπη και η ζωή μαζί. Αυτά τα δύο έχω. Την οικογένειά μου και το ποδόσφαιρο.
Από το ποδόσφαιρο, με λέγανε «Στρατηγό».
Ακόμη έτσι με φωνάζουν.
Ο Μίμης Δομάζος είναι πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Λουκάς Μαστροδήμος