Τέλος Ιουνίου ή αρχές Ιουλίου 1978. Παιδικές κατασκηνώσεις Δήμου Αθηναίων στον Άγιο Ανδρέα. Σε εξαιρετικές εγκαταστάσεις και -το κυριότερο- με ένα υπέροχο γήπεδο ποδοσφαίρου, με γκαζόν και προβολείς!
Ήταν η τρίτη χρονιά που πήγαινα. Πάντα είχα λαχτάρα να δω το γήπεδο, να παίξω μπάλα σε χορτάρι -πουθενά αλλού δεν είχα αυτήν την δυνατότητα. Δεν υπήρχαν βέβαια χρήματα για παπούτσια με τάπες, και τα απλά αθλητικά παπούτσια της γυμναστικής δεν βοηθούσαν πολύ, αλλά ποιος νοιαζόταν; Τρώγαμε καμιά «σούπα» παραπάνω…
Λίγες μέρες πριν, στις 20 Ιουνίου, έγινε ο μεγάλος σεισμός της Θεσσαλονίκης, τα 6,5 ρίχτερ. Το ακούγαμε πιτσιρίκια στις ειδήσεις, αλλά ήταν κάτι πολύ μακρινό μας για να ασχοληθούμε περισσότερο.
Στο πλαίσιο της αλληλεγγύης των δήμων Αθηναίων και Θεσσαλονίκης, ήρθαν μερικές δεκάδες παιδιά από την Θεσσαλονίκη να φιλοξενηθούν στις εγκαταστάσεις των κατασκηνώσεων. Τα υποδεχτήκαμε με πολύ αγάπη και προσπαθήσαμε από την πρώτη μας επαφή να τα κάνουμε να νιώσουν άνετα και όμορφα. Με μία λύπη, σαν να ερχόντουσαν από τον πόλεμο, μακριά από τους γονείς τους που κάπου πολεμούσαν… Ήταν περίπου συνομήλικά μας, εκεί γύρω στα δώδεκα, κάποια λίγο μεγαλύτερα.
Με τα αγόρια όλη τη μέρα την περνούσαμε στο γήπεδο.
Ορισμένα -τρία, τέσσερα- έπαιζαν στα παιδικά του ΠΑΟΚ. Τότε, έπεσε η ιδέα από μία ομαδάρχισσα, ενός βραδινού αγώνα -υπό το φως των προβολέων!- ανάμεσα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Αναστατωθήκαμε στο άκουσμα. Θα γινόταν σε δύο μέρες και θα τον παρακολουθούσαν όλα τα παιδιά της κατασκήνωσης.
Και τα κορίτσια! Άρα, τα πράγματα ήταν σοβαρά…
Κάναμε κάτι ψευτοπροπονήσεις, φτιάξαμε την ενδεκάδα μας και κατεβήκαμε στο γήπεδο ως γηπεδούχοι και σίγουροι για την νίκη, παρά το γεγονός πως τα παιδιά από τα παιδικά του ΠΑΟΚ ήταν δεκατετράχρονα και πραγματικά καλοί μπαλαδόροι. Θυμάμαι τον «προπονητή» τους που το είχε πάρει πιο σοβαρά από όλους -ο δικός μας ήταν ένας ομαδάρχης που είχε πολύ πλάκα, εξαιρετικά χαλαρός, δεν έδινε μία για το αποτέλεσμα, παρά μόνο για να περάσουμε καλά. Σε αυτές τις ηλικίες όμως παίζεις για να νικήσεις, τα υπόλοιπα είναι «φιλολογίες».
Πρώτο ημίχρονο -τριαντάλεπτο- το αποτέλεσμα ήταν 1-1. Δεν θυμάμαι ποιος προηγήθηκε. Παίζαμε πραγματικά καλά.
Ακούγαμε τις φωνές του «προπονητή» τους στην ανάπαυλα να φτάνουν μέχρι τον δικό μας πάγκο. Δεν ξέρω τι απωθημένα είχε ο τύπος αλλά σχεδόν τους έβριζε για το αποτέλεσμα.
Μάλλον πιάσαν τόπο οι φωνές του -ήμασταν κι εμείς που καταρρεύσαμε από την κούραση- φάγαμε τρία γκολ στο δεύτερο, χάσαμε 4-1.
Έπαιξα πολύ μπάλα από τότε, σε πρωταθλήματα γειτονιάς μέχρι τα εφηβικά του Παναθηναϊκού, αλλά εκείνος ήταν ο αγώνας που θυμάμαι πιο έντονα από όλους.
Ή μάλλον όχι ο αγώνας, το αίσθημα. Η αρχική αναστάτωση, οι βραδινές συνθήκες, το χορτάρι, η σιγουριά για την νίκη, η βαριά ήττα στο τέλος.
Θέλω να γυρίσω πίσω τον χρόνο και να φωνάξω στους συμπαίκτες μου «παίξτε και λίγο άμυνα, ρε σεις!».
Ο Οδυσσέας Ιωάννου είναι στιχουργός-συγγραφέας.
Κεντρική φωτό: Jonathan Petersson