Στο Νοτιοδυτικό Λονδίνο, ακριβώς επάνω στη νοητή γραμμή που χωρίζει τις εσωτερικές περιφέρειες Χάμερσμιθ και Φούλαμ με Κένσιγκτον και Τσέλσι, στέκει από το 1876 το Stamford Bridge.
Χάρη στην ύπαρξη αυτού του γηπέδου, μετά από μια σειρά συμπτώσεων και διαφωνιών, ιδρύθηκε η ίδια η Τσέλσι από μια παρέα ποδοσφαιρόφιλων στην παμπ «The Rising Sun». «Ανατέλλων ήλιος», έτσι λεγόταν η άκρως βρετανική παμπ στη Fulham Road, απέναντι από την κεντρική είσοδο ενός γηπέδου, στο οποίο σχεδόν επί 30 χρόνια δεν ήθελε να παίζει κανένας σύλλογος. Πάρα πολλά χρόνια αργότερα, την προτελευταία Κυριακή του Μαΐου του 2017, ο ήλιος όχι απλώς είχε ανατείλει αλλά πλημμύριζε ολόκληρο το -ανακαινισμένο πια- Stamford Bridge, το οποίο, φορώντας τα γιορτινά του, πανηγύριζε την κατάκτηση της Premiership από την ομάδα που του χρωστά την ύπαρξή της.
Ήταν η τελευταία αγωνιστική του Πρωταθλήματος, το γήπεδο ήταν κατάμεστο, το sold out είχε ανακοινωθεί μέρες πριν. Η Τσέλσι αντιμετώπιζε την ήδη υποβιβασμένη Σάντερλαντ, αλλά για τους παρευρισκόμενους δεν είχε καμία σημασία. Αφενός επίκειτο η τελετή της απονομής του τίτλου, αφετέρου ήταν το τελευταίο παιχνίδι του μεγάλου αρχηγού, του ανθρώπου ο οποίος συνέδεσε το όνομά του περισσότερο από κάθε άλλον με την αναγέννηση αυτής της ομάδας.
Από το 1995, όταν 15 χρόνων βρέθηκε στην ομάδα νέων, μέχρι το 2017 όπου πάτησε για τελευταία φορά το χορτάρι του Stamford Bridge με τις τάπες, ο ιστορικός αρχηγός συμπλήρωσε 713 συμμετοχές και θεωρήθηκε ο πιο επιτυχημένος ποδοσφαιριστής στην ιστορία του συλλόγου. Τέσσερα Πρωταθλήματα, πέντε Κύπελλα, τρία League Cup, ένα Europa League, ένα Champions League. Αυτό το τελευταίο είναι και το πλέον μονάκριβο.
🔵 John Terry. @ChelseaFC warrior 👊#TBT | @JohnTerry26 | #UCL pic.twitter.com/jlKTU3iurS
— UEFA Champions League (@ChampionsLeague) November 11, 2021
Ο αρχηγός έχει ξεκινήσει βασικός, παρά τα 36 χρόνια που τον βαραίνουν. Ο τότε προπονητής της Τσέλσι, ο Αντόνιο Κόντε, ήθελε να του κάνει δώρο μια τελευταία πασαρέλα, ο σύλλογος ήθελε να του χαρίσει ένα αξιομνημόνευτο αντίο, ο κόσμος ήθελε να τον χειροκροτήσει, να τον ευχαριστήσει, να τον αποθεώσει. Στο 26ο λεπτό σηκώνεται η πινακίδα με το νούμερο «26». Standing ovation, όλο το γήπεδο στο πόδι, συμπαίκτες και αντίπαλοι σε ένα άτυπο “pasillo” για έναν από τους καλύτερους που αποχωρεί.
Στο τέλος του ματς παίρνει μικρόφωνο, ευχαριστεί συμπαίκτες και προπονητές, αφιερώνει τον μισό λόγο στον Αμπράμοβιτς και “σπάει”, μονάχα όταν αρθρώνει το ευχαριστώ στη γυναίκα και τα παιδιά του. Κλείνει με τους φιλάθλους της ομάδας -ως όφειλε- και ολοκληρώνει με το κλασσικό «δεν είναι αντίο αυτό σήμερα, είναι το δικό μου εις το επανιδείν».
Θα ήταν το πλέον ιδανικό αντίο για κάθε ποδοσφαιριστή. Ονειρεμένο, μοναδικό, πολιτικά ορθό, “όπως πρέπει”. Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση, ο εν λόγω «μεγάλος αρχηγός», ο «καλός συμπαίκτης», ο «οικογενειάρχης», ο πολιτικά ορθός ποδοσφαιριστής ήταν ο Τζον Τέρι.
Στη ζωή μας, όσο κι αν θέλουμε να ωραιοποιούμε πράγματα και καταστάσεις, όσο κι αν ο χρόνος βοηθά να επουλωθούν οι πληγές, όσο κι αν ένα ωραίο περιτύλιγμα μπορεί να καμουφλάρει την αλήθεια, κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζουν τα γεγονότα και οι επιλογές. Πάντα από αυτά τα δύο προκύπτει η αλήθεια και μόνο γνωρίζοντάς την είναι εφικτό να συγχωρήσουμε το λάθος. Πάλι από προσωπική επιλογή.
Στην περίπτωση του Τζον Τέρι, η αλήθεια έχασε την ψυχραιμία της, πέρασε από δεκάδες κύματα, κατέληξε αμφίσημη και αμφιλεγόμενη. Όπως και ο ίδιος ο «Mr Chelsea», όπως του άρεσε να τον αποκαλούν. Άκρως ασταθής χαρακτήρας, κατά καιρούς διπολικός. Ηγέτης στο γήπεδο, σημείο αναφοράς στο κέντρο της άμυνας, κορυφαία μορφή των αποδυτηρίων, αλλά βαθύτατα προβληματικός στη διαχείριση της επαγγελματικής και της ιδιωτικής του ζωής.
Καθόλα αξιοσέβαστη καριέρα, με τις χαρές και τις απογοητεύσεις της, αλλά και πολλές, πάρα πολλές ενοχλητικές και προβληματικές καταστάσεις να την συνοδεύουν. Για τον γιο του Τεντ, ο οποίος το 2009 συνελήφθη σε ένα καταγώγι να πουλάει κόκα στις τουαλέτες, και της Σου, η οποία την ίδια χρονιά πιάστηκε (δις) να κλέβει στα σουπερμάρκετ, πιθανόν να ήταν και θέμα καταβολών και γονιδίων.
Ο Τζον όμως μεγάλωσε, πέτυχε, τα κατάφερε. Για ποιον λόγο να τα θέλει όλα; Και όχι μόνο να θέλει αλλά να κάνει τα πάντα για να τα πάρει. Ένα ζήτημα είναι οι ηθικοί κώδικες και οι αναστολές, ένα άλλο η ροπή στην προδοσία, αυτή η αδηφάγα ανάγκη να τα κατακτήσει όλα, αυτό το αίσθημα του ανικανοποίητου που τον διακατείχε, παρά το γεγονός ότι στην πραγματικότητα δεν είχε κανένα νόημα.
Ο ίδιος άνθρωπος που στο τελευταίο του ματς έδινε όρκους πίστης στην ομάδα και βούρκωνε, έναν χρόνο πριν, με το συμβόλαιο να μην έχει ανανεωθεί και τον κίνδυνο της ανεργίας, πετούσε το περιβραχιόνιο κάτω, έσκυβε το κεφάλι για να μην διακρίνονται οι ακατάσχετες ύβρεις που έβγαιναν απ’ το στόμα του και έλεγε «τελειωμένη» την ομάδα, επειδή ήταν στην ένατη θέση και είχε μια κάκιστη σεζόν.
Νεύρα θα πει κάποιος, η ένταση του αγώνα και το αίσθημα της ήττας. Θα ίσχυε, εάν δεν συμπεριφερόταν ανάλογα και στις νίκες. Και ειδικά στις μεγάλες νίκες, εκείνες που χαρακτήρισαν τον σύλλογο πανευρωπαϊκά στην «εποχή Αμπράμοβιτς». Αποδείχτηκε ένα κακομαθημένο παιδί, μια από εκείνες τις περιπτώσεις που μάθαμε να χαρακτηρίζουμε «δύσκολες», επειδή δεν υφίσταται άλλος τρόπος διατύπωσης.
Ακατανόητες συμπεριφορές, αντιστρόφως ανάλογες του status του.
Δεν υπήρχε περίπτωση να του στερήσει κανείς φερειπείν το δικαίωμα να πανηγυρίσει τις κατακτήσεις των ευρωπαϊκών τίτλων με τους «Blues» και το 2012 και το 2013. Παρά το γεγονός ότι στον πρώτο Τελικό δεν αγωνίστηκε εξαιτίας της αποβολής του και στον δεύτερο δεν ήταν στην αποστολή λόγω τραυματισμού, ήταν ο αρχηγός σε όλη τη σεζόν, συμμετείχε στο ταξίδι, έλειψε μόνο από την τελευταία πράξη. Κι όμως, ο ίδιος φόρεσε κανονικά φανέλα και σορτσάκι, έβρεξε το μαλλί για να φαίνεται “ταλαιπωρημένος” και στριμώχτηκε ανάμεσα στους συμπαίκτες του για να σηκώσει πρώτος το Κύπελλο.
Έγινε meme στη Μεγάλη Βρετανία, κολλούσαν τη μορφή του μέχρι και σε κορυφαία ιστορικά γεγονότα της ανθρωπότητας. Ο Τέρι στην πτώση του τείχους στο Βερολίνο, ο Τέρι στην απελευθέρωση του Νέλσον Μαντέλα, ο Τέρι στο Σινικό τείχος, ο Τέρι να σηκώνει τη Χρυσή Ζώνη μαζί με το Ρόκι Μπαλμπόα. Δεν τον πήρε και πολύ ελαφρά εκείνον τον διαδικτυακό διασυρμό, γέλασε, αλλά μετά πέταξε και ένα «αποκαΐδια της ζωής» για τους πιτσιρικάδες κυρίως που τον διακωμώδησαν.
Ανασκεύασε κι εκεί, ακριβώς όπως είχε κάνει και με τον Άντον Φέρντιναντ σε εκείνο το Τσέλσι-QPR, όταν τον έπιασε η κάμερα να λέει με τις φλέβες τεντωμένες «you fucking black cunt». Στην αρχή ορκιζόταν ότι δεν μίλησε ποτέ έτσι στον συμπαίκτη, στο δικαστήριο αρχικά δήλωσε αθώος, μετέπειτα, όταν του αφαιρέθηκε το περιβραχιόνιο στην Εθνική και είδε ότι το πράγμα γίνεται σοβαρό, θυμήθηκε ότι «ρώτησε τον Φέρντιναντ εάν είναι ένα γαμ…ο μαύρο μ…ί». 220.000 λίρες πρόστιμο, τέλος από την Εθνική Αγγλίας και υποχρέωση δημοσιοποίησης έγγραφης συγνώμης για «την γλώσσα που χρησιμοποίησε στο παιχνίδι, η οποία δεν είναι αποδεκτή σε γήπεδο ποδοσφαίρου και σε κανέναν τομέα της ζωής, όπως και κάθε υβριστική ή/και προσβλητική λέξη ή/και συμπεριφορά που περιλαμβάνει αναφορά σε καταγωγή, χρώμα και φυλή».
Δεν ήταν η πρώτη φορά όπου απασχόλησε τη δικαιοσύνη. Τον Σεπτέμβριο του 2001 μαζί με τρεις συμπαίκτες του είχαν υποχρεωθεί επίσης σε καταβολή προστίμου και δήλωση μετάνοιας για επίθεση σε Αμερικανούς τουρίστες στο μπαρ του αεροδρομίου του Χίθροου αμέσως μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Πολλές οι περιπτώσεις τσακωμών και τσαμπουκάδων σε νυχτερινά κέντρα, κορυφαία εκείνη του Ιανουαρίου του 2002, όταν πλακώθηκε στο ξύλο με μπράβους μαζί με τον Τζόντι Μόρις και τον Ντε Μπερν της Γουίμπλεντον.
Είπαμε, «δύσκολο παιδί». Πάντα τον παρέσυραν, δεν συγκρατούσε τα νεύρα του, δεχόταν επίθεση, «επειδή είναι ο Τζον Τέρι». Μόνο όταν παντρεύτηκε τον εφηβικό του έρωτα, Τόνι Πουλ, και γεννήθηκαν τα δίδυμά τους το 2006, έδειξε να τα βρίσκει με τον εαυτό του. Ο Αμπράμοβιτς είχε προσαρμοστεί, η ομάδα είχε αλλάξει επίπεδο, εκείνος είχε βρει τη θέση και τον ρόλο του μεταξύ των αστέρων που κατέκλυσαν το Bridge.
Μετά και το χαμένο πέναλτι στο Λουζνίκι το 2008, έγινε μέχρι και συμπαθής στα μάτια των ουδετέρων. Τα δάκρυά του, μετά το γλίστρημα και την απώλεια του πολυπόθητου Champions League στον Τελικό με τη Γιουνάιτεντ, λειτούργησαν ευεργετικά για τη δημόσια εικόνα του, καθόλου εξαγνιστικά για την ψυχοσύνθεση και τον εγωισμό του. Εάν σκόραρε στο πέναλτι, η Τσέλσι θα είχε κατακτήσει το Champions League. Με δικό του γκολ θα περνούσε στην αιωνιότητα. Τελικά κατέληξε ο μοιραίος.
Το κοινό και ειδικά τα βρετανικά tabloids λατρεύουν αυτές τις δακρύβρεχτες ιστορίες, αυτές τις αλληγορίες κισμέτ και κάρματος. Πλέον τον αποκαλούσαν «λαβωμένο Iron Man» και της Τσέλσι και της Εθνικής. Ήταν γήινος, ανθρώπινος, ένας τυπικός Άγγλος από το Μπάρκινγκ του Ανατολικού Λονδίνου, ο οποίος με την σκληρή δουλειά πέτυχε πολλά και είχε βιώσει και την απογοήτευση που θα τον οδηγούσε στο πραγματικό μεγαλείο.
Είναι εντελώς συνηθισμένο οι ποδοσφαιριστές να διέρχονται αυτές τις «φάσεις». Με δύσκολα παιδικά χρόνια, κακές επιρροές από το οικογενειακό περιβάλλον, αγώνα να καθιερωθούν, το πρώτο καλό συμβόλαιο, τις κακές συμπεριφορές λόγω καταβολών, την αυθάδεια, την απώλεια του καθαρού μυαλού και της λογικής. Όλα συγχωρούνται, είναι τρόπον τινά η άτυπη διαδρομή κάθε μεγάλου ποδοσφαιριστή, ο οποίος κατατάσσεται στην πλευρά με τα «κακά παιδιά». Σε έναν βαθμό είναι και θεμιτά όλα αυτά.
Ο Τέρι πλησίαζε πάντοτε στο όριο, άγγιζε την ολική ρήξη, πριν διεκδικήσει ξανά τη συγχώρεση, την άφεση αμαρτιών από το πολύ σκληρό και βιομηχανοποιημένο περιβάλλον του ποδοσφαίρου στην Αγγλία. Το ποδόσφαιρο πάντοτε τον αντάμειβε, ήταν γενναιόδωρο μαζί του, αλλά πάντα καρμικά φρόντιζε να του στερεί την κατάκτηση της επιτυχίας, όπως την είχε εκείνος στο μυαλό του. Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι και ο ίδιος δεν έπαψε ποτέ να τροφοδοτεί το συγκεκριμένο περιβάλλον με αρνητικά στοιχεία.
Ιανουάριος του 2010, ο Τζον Τέρι είναι 30 ετών, σημαία και αρχηγός της Τσέλσι, ο πρώτος άνθρωπος που ύψωσε κούπα στο νέο Wembley, ο πρώτος Άγγλος που σκόραρε με τη φανέλα των «Λιονταριών» στο ίδιο γήπεδο στο ματς με τη Βραζιλία. Έχει ήδη τρία Πρωταθλήματα, τέσσερα Κύπελλα, δυο League Cup, τρία Community Shields. Το ειδύλλιο με τους οπαδούς των «Blues» και τους Άγγλους αφισιονάδος είναι στο απόγειο, το όνομά του μπαίνει δίπλα σε μύθους του αγγλικού ποδοσφαίρου, έχει μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή, λατρεύει τη σύζυγό του, δίνει τα πάντα για τα παιδιά του, σε σημείο ώστε ψηφίζεται και «Πατέρας της χρονιάς».
Ακριβώς σε εκείνη την στιγμή, ακριβώς τότε ήρθε ο “τυφώνας” Βανέσα Περονσέλ. Δεν ήταν απλώς η αρραβωνιαστικιά του συμπαίκτη του, Γουέιν Μπριτζ, ήταν και φίλη της γυναίκας του. Ο Μπριτζ μόλις είχε μεταγραφεί στο Μάντσεστερ για λογαριασμό της Σίτι, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα του αγγλικού ποδοσφαίρου, απασχολούσε τα media πάντοτε για τους σωστούς λόγους. Μετά το σκάνδαλο εξαφανίστηκε.
Σχεδόν ταυτόχρονα με τη δημοσιοποίηση του θέματος, κατατίθεται στο Ανώτατο Δικαστήριο εισαγγελική παραγγελία με απαγόρευση δημοσίευσης ακόμα και ισχυρισμών ότι ο Τέρι διατηρούσε επί τέσσερεις μήνες εξωσυζυγικές σχέσεις με τη Βανέσα Περονσέλ.
Κυριολεκτικά σαν να προκαλείς την τύχη σου. Σε λιγότερο από επτά ημέρες γίνεται άρση της αστήρικτης νομικά διαταγής και τα βρετανικά tabloids ξεσαλώνουν. Δημοσιεύονται ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, η «News of the World» και η «Mail on Sunday» υπερβαίνουν τα εσκαμμένα, συνεχίζουν ακόμα και με αναληθή δημοσιεύματα, τα οποία πολύ αργότερα αίρουν.
Η υπόθεση είναι απείρως χειρότερη σε σχέση με το περίφημο «τρίγωνο» Μάξι Λόπες-Βάντα Νάρα-Μάουρο Ικάρντι και καταλήγει ακόμα και σε συζήτηση μέσα στη Βουλή των Λόρδων και αφαίρεση του περιβραχιονίου του αρχηγού της Εθνικής Αγγλίας για τον Τέρι. Ο τότε εκλέκτορας της Εθνικής Αγγλίας, Φάμπιο Καπέλο, μετά από συγκλονιστικές πιέσεις και «προς αποφυγή εσωτερικών τριγμών», όπως δικαιολογήθηκε στον Τύπο, “ξεχνά” να καλέσει τον Μπριτζ στα φιλικά και αλλάζει αρχηγό στην Εθνική Αγγλίας, γεγονός που ευχαριστεί το κοινό, αλλά οδηγεί την κατάσταση σε μη αναστρέψιμα επίπεδα.
Στο φιλικό με την Αίγυπτο, αρχές Μαρτίου του 2010, ο «JT» μπαίνει χωρίς το περιβραχιόνιο στο μπράτσο. Είναι νευρικός, ανέκφραστος, εμφανώς σε δύσκολη θέση. Είναι παραμονές του Μουντιάλ του 2010, η ηρεμία στο εσωτερικό της ομάδας κάτι περισσότερο από διαταραγμένη, ο Μπριτζ ζητά ακρόαση από τον τότε προπονητή της Σίτι, Ρομπέρτο Μαντσίνι, προκειμένου να μεσολαβήσει και να πείσει τον Καπέλο να μην ξανακληθεί στην Εθνική ομάδα, όσο καλείται και ο Τέρι. Ο Τύπος φαινομενικά δείχνει να υποχωρεί, επειδή προέχει η πρόκριση και η καλή πορεία στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Αυτή η άτυπη εκεχειρία συνοδεύει την Αγγλία σε ολόκληρο το τουρνουά, αλλά μετά το 1-4 του Μπλουμφοντέιν με τη Γερμανία, οι ασκοί του Αιόλου ξανανοίγουν και δεν κλείνουν ποτέ. Το σκηνικό χαρακτηρίζεται το λιγότερο ως «αμήχανο». Στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο βαρύ από το κίτρινο και ροζ περιεχόμενο που του προσδίδουν τα tabloids.
Διαρρέουν δικόγραφα, ο Τέρι, ο οποίος διά του δικηγόρου του επαναλάμβανε συνεχώς ότι «ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη γυναίκα του και τα παιδιά του», αποδεικνύεται ότι είχε ως κύριο μέλημα να μην χάσει τους χορηγούς του.
Το θλιβερό γεγονός επιβεβαιώνεται και από τον Ανώτατο Δικαστή Σερ Μάικλ Τάγκεντχατ, τον επονομαζόμενο και «Mr Justice» στο Νησί. Αυτό ήταν. Γεννιέται ένα από τα μεγαλύτερα sexgate στην ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου, αναλαμβάνουν δράση οι εφημερίδες, τα πρωινάδικα, οι τηλεοράσεις, τα ραδιόφωνα, το θέμα φτάνει μέχρι και στα γραφεία των μπουκ. Επί μήνες (!) το πρώτο θέμα που απασχολεί το αγγλικό ποδόσφαιρο είναι το ματς Τσέλσι-Μάντσεστερ Σίτι. Όχι για το Πρωτάθλημα ή τα γκολ αλλά για την στιγμή της χειραψίας Τέρι-Μπριτζ στο κέντρο του γηπέδου πριν την έναρξη του αγώνα.
Wayne Bridge rejecting John Terry's handshake, Never forget 😅 pic.twitter.com/7MCFgJGgz0
— Football Daily (@footballdaily) April 17, 2020
Ο Τέρι απλώνει το χέρι, ο Μπριτζ τού ρίχνει μια κλεφτή ματιά και δίνει το χέρι στο παιδάκι μπροστά από τον αρχηγό της Τσέλσι. Τελευταίος περνάει ο Κάρλος Τέβεζ, ο οποίος σκύβει στον Τέρι και λέει «αν το έκανες αυτό στην Αργεντινή, θα ήσουν ήδη νεκρός».
Το μπαλόνι φουσκώνει ακόμα περισσότερο. Για κακή τύχη τού Τέρι, το θέμα έχει σκάσει την ίδια περίοδο με το σκάνδαλο του Tiger Woods, ο οποίος, αν και παντρεμένος, ενεπλάκη σε σεξουαλικό σκάνδαλο με περισσότερες από 100 γυναίκες.
Όπως γίνεται σχεδόν πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, όσο περισσότερο αναζητείται η αλήθεια, τόσο περισσότερα στοιχεία προκύπτουν και τόσο χειρότερα γίνονται τα πράγματα.
Αποδεικνύεται ότι το συμπαθές μοντέλο, η Γαλλίδα Βανέσα Περονσέλ, είχε σχέσεις και με άλλους ποδοσφαιριστές της Τσέλσι, σε βαθμό ώστε η «Sun» δεν διστάζει να την αναφέρει σαν «το κορίτσι της Τσέλσι» στο πρωτοσέλιδο. Άντριαν Μούτου, Εϊντούρ Γκουντγιόνσεν και ένας ακόμα συμπαίκτης τους (παραμένει ανώνυμος) μπαίνουν στο τραπέζι ως εραστές. Η Περονσέλ αναδεικνύεται σε κάτι σαν Super-WAG, ως μια κυνηγός κεφαλών, μια γυναίκα που αρέσκεται να συνάπτει ιστορίες πάθους με εκατομμυριούχους αθλητές.
Τραγική φιγούρα της ιστορίας παραμένει ο Γουέιν Μπριτζ, ένας άτυχος άνθρωπος με κακές επιλογές, ο οποίος κατέστρεψε την καριέρα του. Για τον Τέρι, ο οποίος δεν έχει πει λέξη δημόσια, η κατάσταση είναι το λιγότερο δυσάρεστη.
Ο καθηγητής κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Έξετερ, Νιλ Γιούεν, κάνει λόγο για «εθνικό δράμα», για μια υπόθεση που ξεγύμνωσε ηθικούς και πολιτισμικούς κώδικες της Μεγάλης Βρετανίας, φέρνοντας στην επιφάνεια ανομολόγητα μέχρι πρότινος «ιδιωτικά ψυχοσωματικά εγκλήματα».
Στο μεταξύ, η Τόνι έχει πάρει τα παιδιά και έχει μεταφερθεί σε διαμέρισμα της οικογένειας στο κέντρο του Λονδίνου, ζητά άμεσα διαζύγιο και αρνείται πακτωλό εκατομμυρίων που της προσφέρονται για μια τηλεοπτική συνέντευξη. Ο Τέρι εξακολουθεί να τηρεί σιγήν ιχθύος, εξακολουθεί να παίζει ποδόσφαιρο, η Τσέλσι -χωρίς αυτόν στη σύνθεσή της- κατακτά το Champions League στον Τελικό του Μονάχου με τη ραψωδία του Ντρογκμπά και το καλοκαίρι συμβαίνει το αναπάντεχο. Τζον και Τόνι ταξιδεύουν στο Ντουμπάι, εκεί καταπραΰνεται ο θυμός, τίθενται επί τάπητος όλα τα ενδοοικογενειακά ζητήματα, παρατίθενται νούμερα και δεδομένα. Αποφασίζουν να μην χωρίσουν, να συνεχίσουν μαζί. Η ειρωνεία της υπόθεσης ότι το σπίτι τους βρίσκεται στο Σάρεϊ, μερικά μέτρα απόσταση από το διαμέρισμα όπου κατοικεί η Περονσέλ με τον Τζέιντον, τον γιο από τη σχέση της με τον Γουέιν Μπριτζ.
Ο «JT» το αντιπαρήλθε (και) αυτό. Φαινομενικά του δόθηκε μια ακόμα άφεση αμαρτιών.
Συνέχισε μέχρι το 2017 στην Τσέλσι, έπαιξε έναν χρόνο στην Άστον Βίλα, με την οποία δεν κατόρθωσε να γευτεί την άνοδο στην Premier League, αργότερα επέστρεψε για λίγο και στην άκρη του πάγκου, ως βοηθός του Ντιν Σμιθ.
Από τη ροή των πραγμάτων μοιάζει να έχει δικαιωθεί για την στάση ζωής και την πολιτεία του. Όλα στο όριο. Ποδοσφαιρικά, προσωπικά, συναισθηματικά, ψυχολογικά.
Το τίμημα το γνωρίζει μόνο ο άμεσα ενδιαφερόμενος, οι υπόλοιποι αρκούμαστε στο γεγονός ότι κάθε Πρωταθλητής κρύβει τους δικούς Δούρειους Ίππους και είναι άνθρωπος, έχει αδυναμίες και συγκεκριμένες πτυχές στον χαρακτήρα του, όπως όλοι μας.
Πάντοτε το ζητούμενο είναι τι επιλέγει ο καθένας να αφήσει πίσω του, πώς θέλει να τον θυμούνται, πόσο έτοιμος είναι με την πάροδο των ετών να αντιμετωπίσει τα λάθη του.
Ο χρόνος γιατρεύει, ποτέ όμως δεν συγχωρεί.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Το κρισιμότερο πέναλτι της ζωής μου
Euro 2020: Face Control: Ρομπέρτο Μαντσίνι