Δεν έχω ζήσει πολλές εμπειρίες με τον πατέρα μου, γιατί τον έχασα νωρίς.
Η πιο έντονη ανάμνηση είναι όταν πήγαμε μαζί και με έγραψε στον Όμιλο για να μάθω ιστιοπλοΐα και έτσι μπήκα στον χώρο.
Με έγραψε τότε, στα 13 μου, στον Ναυτικό Όμιλο της Βάρκιζας, το 1998.
Θυμάμαι συγκεκριμένα το σκηνικό, τις στιγμές που φτάσαμε στη Γραμματεία του Ομίλου και αρχικά λέγαμε να ξεκινήσουμε με την κατηγορία των optimist, η οποία αποτελεί και το βασικό “σχολείο”, το “Δημοτικό”, της ιστιοπλοΐας.
Όλα τα παιδιά που κάνουν ιστιοπλοΐα ξεκινούν από το optimist στην συντριπτική τους πλειοψηφία.
Και ήταν εκεί ο Γιώργος Ζαπάτης, Έφορος στο Δ.Σ. του Ομίλου, και, επειδή με είδε που ήμουν ψηλός για την ηλικία μου, μου πρότεινε να πάω κατευθείαν στο windsurf και όχι στα optimist! Και κάπως έτσι κατέληξα στο windsurf κατευθείαν.
Υπό μια έννοια, ό,τι έκανα και κάνω στην πορεία μου, το κάνω και για τον πατέρα μου. Έχω πολύ συχνά την σκέψη του στο μυαλό μου και πιο πολύ τα τελευταία χρόνια, όχι τόσο τα προηγούμενα, όταν ήμουν πιο μικρός. Τον έχω πιο έντονα στη σκέψη μου τον τελευταίο καιρό, όσο μεγαλώνω.
Τελικά το windsurf αποδείχτηκε το πεπρωμένο μου, ήταν αυτό που έπρεπε να γίνω στη ζωή μου.
Αυτό φάνηκε ότι έπρεπε να κάνω, μετά από πάνω από 20 χρόνια καριέρας που έχω κλείσει, με όλη την πορεία που διέγραψα και έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα.
Έτσι όπως κατάφερα να προκριθώ και στους Ολυμπιακούς Αγώνες, όπου μπόρεσα να πραγματοποιήσω αυτό το όνειρό μου.
Βέβαια, το μεγάλο μου όνειρο για την κατάκτηση μεταλλίου στους Ολυμπιακούς ακόμη δεν έχει πραγματοποιηθεί και δεν ξέρω καν αν θα μπορέσω να το πραγματοποιήσω, αλλά έφτασα πάρα πολύ κοντά.
Όλα αυτά τα χρόνια η θάλασσα, οι άνεμοι, η σανίδα ήταν οι σύμμαχοί μου, είναι τα στοιχεία που σε βοηθάνε, αλλά πρέπει να μάθεις και να τα δαμάζεις, γιατί, αν δεν ξέρεις, ειδικά με τις καιρικές συνθήκες, μπορούν να γίνουν και αντίπαλοί σου.
Θέλει πάρα πολύ προσοχή η θάλασσα. Για να τα δαμάσεις όλα αυτά, πρέπει να έχεις ταλέντο ως ένα βαθμό και χρειάζεται πάρα πολύ υπομονή, πείσμα και όρεξη για δουλειά.
Γιατί η ιστιοπλοΐα είναι ένα άθλημα που απαιτεί εμπειρία και απαιτεί πολλές ώρες προπόνησης.
Το άθλημα αυτό μου προσφέρει μια απόλυτη αίσθηση ελευθερίας, για εμένα είναι μια μορφή ψυχοθεραπείας, το να καβαλάω τη σανίδα μου και να ανοίγομαι μεσοπέλαγα.
Αυτό εμένα με ηρεμεί, ενώ άλλους μπορεί να τους τρομάζει, όπως τα μαύρα βαθιά τα νερά.
Εμένα έχει γίνει κομμάτι της ζωής μου μετά από τόσα χρόνια. Είναι και κάτι σαν αγχολυτικό, οτιδήποτε μπορεί να με απασχολεί, με την προπόνηση και το windsurf όλα διαγράφονται.
Μέσα στη θάλασσα είναι σαν να τα ξεχνάω όλα.
Και το άθλημά μου είναι αυτό που με έχει διαμορφώσει και επηρεάσει περισσότερο απ’ όλα τα άλλα στη ζωή. Έχω εμποτιστεί από αυτό και με έχει καθορίσει. Έχει καθορίσει τον χαρακτήρα μου.
Χαρακτήρα με πτυχές όπως τη συγγνώμη που ζήτησα από τους Έλληνες, από την χώρα μου, επειδή βρέθηκα εκτός βάθρου στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα RSX της Πορτογαλίας και κατέλαβα τελικά την τέταρτη θέση.
Τέτοια συγγνώμη δείχνει έναν άνθρωπο που θέλει να πετύχει όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά κυρίως για την πατρίδα του και όλους τους Έλληνες.
Αυτήν την σημαία την κουβαλάω στην πλάτη μου πολλά χρόνια, έχω περάσει από πολλά στάδια σε ό,τι αφορά στον αθλητισμό, όπως με την κρίση που χτύπησε την Ελλάδα από το 2008 και κανένας δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για τον αθλητισμό.
Παρόλ’ αυτά νιώθω ότι οφείλω πολλά πράγματα στη χώρα μου, την οποία υπεραγαπάω.
Και, επειδή έχω ταξιδέψει σε πολλά μέρη, το λέω πάντα ότι δεν υπάρχει χώρα σαν την Ελλάδα.
Οπότε το να βγαίνεις τέταρτος και να χάνεις το μετάλλιο, την τελευταία κούρσα, την τελευταία ημέρα, ενώ όλην την εβδομάδα είσαι στα μετάλλια, πονάει πάρα πολύ.
Και αυτή η συγγνώμη ήταν προς όλους τους Έλληνες, γιατί δεν κατάφερα να φέρω το μετάλλιο που είχα τόσο σίγουρο.
Γενικά πάντως ο αθλητισμός μού έχει αποδώσει αυτά που μου πρέπουν, δεν θεωρώ ότι έχω αδικηθεί σε αυτό το κομμάτι.
Και έχω παλέψει πολύ σκληρά για όλα αυτά που δικαίως έχω πετύχει.
Έχω αφιερωθεί πολύ στον πρωταθλητισμό και θυσίασα τα πάντα για να ασχοληθώ με αυτόν.
Οπότε ό,τι είμαι σήμερα το οφείλω στο άθλημά μου.
Ο Βύρωνας είναι ένας άνθρωπος που έμαθε όλα αυτά τα χρόνια να αγωνίζεται και να κυνηγάει τους στόχους του, να μην τα παρατάει.
Και χωρίς να τα παρατάω κατάφερα να πετύχω τους στόχους μου και απέδειξα στον εαυτό μου ότι μπορώ να κάνω πράγματα και να κάνω και την υπέρβαση.
Και αυτά όλα έχουν εφαρμογή σε όλους τους ανθρώπους σε κάθε πτυχή της ζωής.
Όλοι μας πρέπει να προσπαθούμε και να αγωνιζόμαστε γι’ αυτά που πιστεύουμε και για τους στόχους που έχουμε θέσει στη ζωή μας.
Σε ό,τι αφορά πάλι στους τρεις μεγάλους σταθμούς της διαδρομής μου, τους Ολυμπιακούς Αγώνες, στο Λονδίνο το 2012 ήταν η πρώτη μου ολυμπιάδα, πήγαινα χωρίς βλέψεις, χωρίς την εμπειρία, ήμουν πιο μικρός, είχα πάρα πολύ όρεξη, δεν κυνηγούσα το αποτέλεσμα, ζητούσα μόνο την εμπειρία. Τελικά βέβαια ήρθε ένα πολύ καλό αποτέλεσμα, η έκτη θέση.
Στο Ρίο, το οποίο αποτελεί έναν ιδιαίτερο σταθμό στην καριέρα μου, πήγαινα με άλλες βλέψεις, ήμουν λίγο πιο “πιεσμένος”, γιατί ήθελα να πετύχω την διάκριση, ήξερα ότι μπορούσα να το κάνω, έφτασα πάρα πολύ κοντά, άγγιξα το μετάλλιο, αλλά την τελευταία ημέρα γλίστρησε απ’ τα χέρια μου και με πόνεσε πάρα, μα πάρα πολύ, περισσότερο απ’ την ενδέκατη θέση του Τόκιο.
Το Τόκιο δεν με επηρέασε τόσο, γιατί για πολλούς και διάφορους λόγους δεν κύλησε όπως έπρεπε όλη η περίοδος πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ήταν μια πενταετία πάρα πολύ δύσκολη, πάρα πολύ πιεστική και δεν μπόρεσα να απολαύσω την πορεία μου μέχρι τους Αγώνες, κάτι που φάνηκε κιόλας από την πρώτη ημέρα τους. Ουσιαστικά έχασα την ευκαιρία να κάνω κάτι καλό στην Ιαπωνία ήδη από τις πρώτες ημέρες. Δεν πόνεσα λοιπόν τόσο στο Τόκιο, γιατί είχα πονέσει σε όλη τη διαδρομή μέχρι εκεί.
Στη πορεία μου δεν πέρασα από πολλούς προπονητές.
Στην αρχή, όταν ξεκίνησα, είχα μια γυναίκα προπονήτρια, την Όλγα Πρίφτη, και μετά ήρθε ο επόμενος προπονητής μου, με τον οποίον ήμασταν μαζί για 17 χρόνια, ο Δημήτρης Πηλιχός.
Στη συνέχεια με καθοδήγησε ο Νίκος Κακλαμανάκης. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε καταφέρει πολλά και εγώ του έκανα την πρόταση για συνεργασία. Ήθελα να δω πώς είναι να συνεργάζεσαι με έναν Ολυμπιονίκη που τώρα πλέον είναι προπονητής. Ήθελα να αποκομίσω αυτήν την εμπειρία και όπου θα κατέληγε αυτό.
Ήθελα να έχω έναν άνθρωπο δίπλα μου που το έχει ζήσει όλο αυτό έντονα και έχει πετύχει τον στόχο του, τον υπέρτατο στόχο.
Και τελικά δικαιώθηκα γι’ αυτήν μου την επιλογή.
Και οι δύο μάθαμε πάρα πολλά μέσα από αυτήν την πορεία, η οποία κατέληξε να είναι πενταετής από τετραετής..
Σκέφτομαι ότι δεν μπορείς να ολοκληρωθείς μόνο μέσα από τον πρωταθλητισμό.
Και δε νομίζω ότι θα μπορούσα να το καταλάβω αυτό, αν δεν είχα δημιουργήσει μια οικογένεια.
Το μεγαλύτερο μετάλλιο για εμένα είναι η οικογένεια. Αυτήν την χαρά που μου δίνουν και μου δείχνουν τα δυο παιδιά μου, αυτό το συναίσθημα που νιώθω, κάθε φορά όταν γυρίζω πίσω στην πατρίδα μετά από μέρες απουσίας και βλέπω τα παιδιά μου και τον τρόπο που με κοιτάνε (ειδικά η κόρη μου, γιατί είναι πιο μεγάλη και έχει πλέον προσωπικότητα κι εκδηλώνεται), δεν τα ανταλλάσσω με τίποτα, με τίποτα.
Δεν τα ανταλλάσσω με κανένα μετάλλιο, ειλικρινά.
Πάνω απ’ όλα είμαι ευγνώμων, γιατί ασχολήθηκα με τον αθλητισμό.
Ξέρουμε ότι στις ηλικίες της εφηβείας κρίνονται πάρα πολλά, είναι εκεί όπου αποφασίζει ο καθένας τι πορεία θα διαλέξει.
Ο αθλητισμός λοιπόν με κράτησε στον σωστό δρόμο, με έμαθε πάρα πολλά και διαμόρφωσε τον χαρακτήρα μου μέχρι σήμερα.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Παύλος Καγιαλής: Τέλος Και Αρχή