«Είχε ωραίο καιρό εκείνη τη μέρα, αυτό το θυμάμαι.
Κοιτούσα έξω από το παράθυρο του δωματίου και θυμάμαι να σκέφτομαι “άραγε πόσες τέτοιες όμορφες μέρες θα καταφέρω να δω”; Έπειτα έχασα την φωνή μου. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Ήταν τρομακτικό. Θυμάμαι να πέφτω και μετά δεν θυμάμαι τίποτα. Ξαφνικά όλα σταμάτησαν. Ήμουν στο πουθενά. Εκείνη την ημέρα είχαν πεθάνει τρεις άνθρωποι από εγκεφαλική αιμορραγία. Από τους πέντε που το έπαθαν διασώθηκαν οι δύο και εγώ ήμουν ο ένας απ’ αυτούς τους δυο. Περνούσαν χιλιάδες σκέψεις από το μυαλό μου. Σκεφτόμουν αν θα καταφέρω να μιλήσω ξανά. Μισούσα την σκέψη ότι μπορεί να έχανα την μνήμη μου. Θα ήταν απαίσιο για την οικογένεια μου να κάθομαι στο σπίτι και να μην ξέρω ποιος είμαι. Όλη μας η ζωή είναι οι μνήμες».
Ευτυχία δεν είναι μονάχα αυτό που βιώνεις. Ευτυχία είναι αυτά που θυμάσαι, όλα όσα χωρούν καλά κρυμμένα στον ιππόκαμπο του εγκεφάλου.
Ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον είναι από εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις των ανθρώπων που δεν μπορεί, δεν πρέπει να ξεχάσουν. Το σπίτι που γεννήθηκε στη Shelton Road, η ημερομηνία του γάμου του με την Κάθι, οι τρεις γιοι του, οι μυρωδιές του Ibrox στην Γλασκώβη, το thrill της πόλης από γρανίτη, του Αμπερντίν.
Όταν βρέθηκε σε εκείνο το σκοτεινό τούνελ της ζωής του τον Μάιο του 2018, άνοιγε σιγά-σιγά τα μάτια και κοιτούσε το φως. Όσο πλησίαζε το φως, όσο αισθανόταν πιο κοντά στη λιακάδα, καταλάβαινε ότι περισσότερο από το μισό φως είναι Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Ο πιο επιτυχημένος προπονητής στην ιστορία στη Μεγάλη Βρετανία. Ανταγωνιστικός, διχαστικός, μεγαλοφυής, ξεροκέφαλος. Για μισό αιώνα στην κορυφή, 50 ολόκληρα χρόνια στο ποδόσφαιρο. Σχέση ζωής, σχέση που πέρασε από όλες τις βαθμίδες, όλες τις συνθήκες.
Όταν ξύπνησε σε εκείνο το αποστειρωμένο δωμάτιο στο Salford Royal, ήταν μια υπέροχη μέρα, κι ας έβρεχε καταρρακτωδώς. Δεν είχε χαθεί η μνήμη του, έφερε ακόμη ακέραιο το δικαίωμα στη νοσταλγία.
Μια βόλτα στα ναυπηγεία στην Γλασκώβη
Ο αέρας από τον ποταμό Κλάιντ λυσσομανούσε πάντα τρομακτικά βίαια. Ο νεαρός Αλεξάντερ Φέργκιουσον έσφιγγε το χέρι της μητέρας του για να βρει το χαμένο θάρρος του. Στα ναυπηγεία εκεί κοντά δούλευε ο πατέρας του. Περισσότερο από 40 χρόνια σε εκείνα τα πλοία, με εκείνον τον αναθεματισμένο άνεμο να σκίζει το πρόσωπο.
Σκληρός άνθρωπος, λιγομίλητος, τραχύς, πολύ μακριά από τα σύγχρονα πατρικά μοντέλα. Πολλά χρόνια αργότερα έγινε αντιληπτό για ποιον λόγο εκφωνούσε εκείνους τους ακατανόητους φιλιππικούς με τους ανθρακωρύχους, τους εργάτες, τους ηλεκτροσυγκολλητές, τους εργαλειοποιούς. Λόγοι δυσνόητοι για παιδιά που έγιναν νωρίς εκατομμυριούχοι, ταιριαστοί μονάχα σε ανθρώπους που προέρχονταν από φτωχικά περιβάλλοντα.
Ο Αλεξάντερ είχε κρατήσει πολύ καλά φυλαγμένη μέσα του εκείνη την αίσθηση του ανέμου στο ποτάμι. Περίμενε τον πατέρα του, πιο σωστά αδημονούσε μήπως εκείνη τη φορά θα βγει και θα του απευθύνει μια φιλοφρόνηση, ένα χάδι, μια γκριμάτσα επιδοκιμασίας.
Ο πατέρας, ο παππούς, η γιαγιά. Όλα είναι κομμάτι μας. Δεν έχει σημασία πού βρισκόμαστε, τι έχουμε απογίνει, τι καταφέραμε. Κουβαλάμε πάντα το συναίσθημα της παρακαταθήκης τους υποσυνείδητα, έστω ασυνείδητα. Πετάξτε τα υλικά αγαθά, τις προαγωγές, τις εφήμερες επιτυχίες. Στη ζωή σημασία έχει η ταυτότητα, γι’ αυτό η καταγωγή, η μήτρα του καθενός καθορίζει και πολλά από τα μονοπάτια της διαδρομής του.
Ο Αλεξάντερ Φέργκιουσον είναι παιδί του Γκόβαν, τότε προαστίου στα βορειοδυτικά της Γλασκώβης. Εργατική συνοικία, ναυπηγεία, καπηλειά, οι μανάβηδες περνούσαν από τις γειτονιές με τα καρότσια και τα πιτσιρίκια έκλεβαν τα φρούτα. Ζωντανός τόπος. Δύσκολος, αλλά έσφυζε από ζωή. Ο «Άλεκ», όπως τον φώναζαν τότε, περπατούσε ώρες ολόκληρες σε εκείνους τους υγρούς δρόμους. Παρατηρούσε τους μεθυσμένους εργάτες, απορούσε με τις παστρικές, υπερασπιζόταν τον μικρότερο αδελφό του, τον Μάρτιν, όταν του έκαναν μπούλινγκ τα χαμίνια κοντά στο πορθμείο. Από μικρός ήθελε να ηγείται, δεν δείλιαζε πουθενά.
Υπό αυτές τις συνθήκες ένα παιδί διαμορφώνει νωρίς προσωπικότητα, ειδάλλως θα το καταπιεί η καθημερινότητα, θα το συνθλίψουν τα προβλήματα. Ο «Άλεκ» αντιλήφθηκε νωρίς ότι δεν αρκεί να απομακρυνθείς από το πρόβλημα, πρέπει να το αντιμετωπίσεις. Το Γκόβαν εκείνης της εποχής, πρώτα το νικούσες και μετά το εγκατέλειπες.
Ο μόνος τρόπος που βρήκε για να το κερδίσει, ήταν το ποδόσφαιρο. Ήταν τυχερός, βρήκε τις ευκαιρίες, εκμεταλλεύτηκε την πρόοδό του, έπεισε τον σκληρό πατέρα να τον ακολουθήσει παντού. Είναι σπουδαίο πράγμα να μοιράζεται ο γονιός το όνειρο του παιδιού του, να το εμψυχώνει, να προσαρμόζει το πρόγραμμά του, να εφευρίσκει τον απαραίτητο χρόνο για να βοηθήσει. Ο πατέρας του «Άλεκ» κατάλαβε νωρίς. Πίστεψε στο παιδί, το βοήθησε στο μέτρο που του αναλογούσε ψυχολογικά, βεβαιωνόταν ότι κοιμόταν νωρίς τη νύχτα πριν το ματς, φρόντιζε να κάνει όλα εκείνα τα μικρά πράγματα που καταλήγουν μεγάλα.
Βεβαιώθηκε ότι είχε δίκιο, όταν τον προσέγγισαν οι πρώτοι scouts για τον γιο του. Ο μικρός επέμενε. Ρέιντζερς. Πουθενά αλλού. Ήταν πραγματικά φανατικός οπαδός των Ρέιντζερς, μεγάλωσε πίσω από το Ibrox, ανατρίχιαζε στις ιαχές, έκλεινε τα μάτια και ονειρευόταν ότι σκοράρει φορώντας εκείνο το βαθύ μπλε στη μάλλινη φανέλα της.
Η πρώτη “ρήξη” ήλθε, όταν ο πατέρας αρνήθηκε ένα είδος προ-επαγγελματικού συμβολαίου. Επέμενε ότι προέχουν οι σπουδές, ότι ο μικρός πρέπει να τελειώσει το σχολείο, γιατί στη δουλειά έχει δεκάδες συναδέλφους που δεν τα κατάφεραν, επειδή «τραυματίστηκαν», επειδή «ήταν άτυχοι», επειδή «τους αδίκησαν».
Τον δικό του γιο δεν έπρεπε να τον αδικήσει κανείς, πολλώ δε ο ίδιος του ο πατέρας. Ο «Άλεκ» δεν ήταν καλός μαθητής, τότε τα παιδιά που δεν είχαν κλίση στα γράμματα, τα έστελναν να μάθουν μια τέχνη. Ο μικρός έγινε εργαλειοποιός, έκανε τη μαθητεία του στα ναυπηγεία, εκεί προσπάθησε για πρώτη φορά να κατανοήσει τους ανθρώπους.
«Καμία τιμή από το καθεστώς δεν συγκρίνεται με το προνόμιο να ανήκεις στη σκωτσέζικη εργατική τάξη», ήταν το πρώτο τσιτάτο που κατάλαβε. Είναι πολύ περήφανοι άνθρωποι οι Σκωτσέζοι, στριφνοί, απόλυτοι, δύσκολοι αλλά δίκαιοι και ερωτευμένοι με τον τόπο τους.
Η μάνα του ήταν πολύ περήφανη που τα κατάφερε στα ναυπηγεία. Κι εκείνη δυνατός άνθρωπος, με αντοχές που δεν έβαζε ο νους. Τον έσπρωξε να συνδικαλιστεί, είχε διακρίνει από τα παιδικά του χρόνια τη ροπή στην ηγεσία, την ικανότητα να μην ικανοποιείται με τα λίγα και να απαιτεί όσα του αναλογούν. Ο «Άλεκ» είχε γίνει ο εκπρόσωπος των δόκιμων εργαλειοποιών, όλοι οι μαθητευόμενοι υπό την σκέπη του, ομόφωνα τον είχαν χρίσει άτυπο αρχηγό τους. Τον Απρίλιο του 1960, στη μεγάλη απεργία, ο «Άλεκ» ήταν 19 χρονών. Τη θυμάται ακόμη εκείνη την απεργία. Δεν αφορούσε το «εγώ», αλλά το «εμείς». Η σημασία της ενότητας, η έννοια της ομάδας, το συναίσθημα να μην υποκύπτεις παρά τις δυσκολίες.
Τότε έπαιζε ποδόσφαιρο ερασιτεχνικά στη Σεντ Τζόνσον, 15 μίλια ταξίδι, τρεις φορές την εβδομάδα, δίχως αυτοκίνητο. Επέστρεφε κατάκοπος πρωινές ώρες στο σπίτι, αναρωτιόταν αν έχει νόημα να συνεχίσει να κυνηγάει ένα όνειρο που είχε ξεκινήσει να ξεθωριάζει. Πονούσαν ακόμη τα πόδια του, όταν σηκωνόταν στις 06:00 για να πάει στα ναυπηγεία. Είχε αποκαρδιωθεί με το ποδόσφαιρο, δεν ήταν καν βασικός, η καριέρα του ένιωθε ότι είχε τελειώσει, πριν καν ξεκινήσει.
Τα έβαλε με τον πατέρα, ξέφευγε, η νεανική ορμή τον έσπρωχνε σε άλλες διεξόδους. Ξεκίνησε να βγαίνει στην πόλη. Σχεδόν σε καθημερινή βάση. Έβγαινε ακόμα και τις Παρασκευές, την άλλοτε άγια μέρα πριν τα παιχνίδια. Την πολλοστή Παρασκευή που ετοιμάστηκε να βγει, βρήκε τον πατέρα στην εξώπορτα:
«Πού νομίζεις ότι πας»;
«Πάω έξω, να πιώ και να χορέψω».
«Έχεις ματς αύριο, δεν μπορείς να πιείς και να χορέψεις, όταν έχεις ματς την επομένη».
«Είναι με τη Β’ ομάδα, τι σημασία έχει»;
«Σημαίνει τα πάντα».
Τον αγνόησε και έκλεισε την πόρτα πίσω του με δύναμη. Ο πατέρας του δεν του ξαναμίλησε. Έκαναν δυο χρόνια να ανταλλάξουν ξανά κουβέντα. Από το 1961 μέχρι το 1963 δεν είπαν ούτε καλημέρα.
Ο «Άλεκ» συνέχιζε το ίδιο τροπάριο. Σχεδόν κάθε βράδυ έξω, αλκοόλ, γυναίκες, καυγάδες. Μετά από ένα πολύ σκληρό μεθύσι βρέθηκε στο κρατητήριο, πέρασε αυτόφωρο, καταδικάστηκε στο δικαστήριο. Δεν τον ένοιαζαν οι 3 λίρες που υποχρεώθηκε να πληρώσει. Ήταν η ντροπή, η αίσθηση για πρώτη φορά στη ζωή του, ότι από ηγέτης είχε μετατραπεί σε μαύρο πρόβατο. Κι αυτό το θυμάται, θα ήθελε να το ξεχάσει, αλλά είναι πάντα εκεί, στο πίσω μέρος του μυαλού του, και του τρώει τα σωθικά, του υπενθυμίζει πως ό,τι κι αν καταφέρουμε, όπου κι αν φτάσουμε, όσα κι αν πετύχουμε, πάντοτε θα υπάρχουν στιγμές και επιλογές για τις οποίες μετανιώνουμε.
Δεν είχε ακόμα τη σοφία να τον συγκρατήσει ο «Άλεκ». Για την ανατροφή και το ιστορικό του, το ατόπημα ήταν μεγάλο. Παραδόθηκε, δίχως στηρίγματα από το οικογενειακό περιβάλλον, με το ποδόσφαιρο να μην βγάζει πουθενά στο μυαλό του, αποφάσισε να φύγει.
Εκείνα τα χρόνια η μεταναστευτική έκρηξη στο Νησί άγγιζε ιστορικά υψηλά. Από το Χίθροου και το Πρέστγουικ 25.000 άνθρωποι, στην πλειοψηφία τους νέοι άνδρες, επρόκειτο να πετάξουν μακριά για μια νέα ζωή. Ο «Άλεκ» έκανε τα χαρτιά του για τον Καναδά. Προσωρινή άδεια παραμονής, σφραγίδες, ήταν όλα έτοιμα. Ήταν Δεκέμβριος του 1963.
Δεν είχε ενημερώσει κανέναν στην ομάδα. Το τελευταίο ματς θα ήταν (και πάλι) με την αναπληρωματική ομάδα στο Περθ. Δεν ήθελε να πάει, έβαλε το κορίτσι τού Μάρτιν να πάρει τηλέφωνο τον προπονητή και να κάνει πως είναι η μάνα του, να του πει ότι έχει βαριά γρίπη και δεν μπορεί να παίξει.
Γύρισε σπίτι και βρήκε τη μάνα του πιο πολύ έξαλλη παρά απογοητευμένη. Της είχε στείλει τηλεγράφημα ο προπονητής του, είχε γράψει μονάχα επτά λέξεις: «Ξέρω ότι δεν ήσασταν εσείς στο τηλέφωνο». Κοκκινισμένη από θυμό και ντροπή, η μάνα του τον έβαλε να τηλεφωνήσει και να ζητήσει συγνώμη από εκείνον τον άνθρωπο. Έβαλε ένα μαντήλι στο ακουστικό, προσποιήθηκε ότι είχε κρυώσει.
Ο προπονητής τού είπε μόνο ότι τον περιμένει την επόμενη μέρα στο ξενοδοχείο στη Buchanan Street στο κέντρο της πόλης, γιατί θα παίξει στο αυριανό παιχνίδι με τη Ρέιντζερς. Σάστισε. Ψέλλισε απλώς ένα «εντάξει» και την επόμενη μέρα μπήκε στο Ibrox χωρίς την παραμικρή αίσθηση κινδύνου. Έκανε χατ-τρικ. Ο πρώτος ποδοσφαιριστής που έκανε χατ-τρικ στο Ibrox.
Η μοίρα, τα επεισόδια που καθορίζουν τη ζωή μας και δεν εξαρτώνται από εμάς, οι ανώτερες δυνάμεις που παρεμβαίνουν εν αγνοία μας, το “γραμμένο” του καθενός.
Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον
Η μοίρα είναι το σφυρί και το καλέμι της μνήμης. Ένα τυχαίο γεγονός, μια τυφλή στροφή, μια απρόσμενη επιλογή μπορούν να τ’ αλλάξουν όλα.
Ο «Άλεκ» μετά από εκείνο το χατ-τρικ επέστρεψε στο σπίτι, ξέχασε μονομιάς τον Καναδά, έριξε τον εγωισμό του και γύρεψε το βλέμμα και τη φωνή του πατέρα του. Συζήτησαν για το ματς, στην αρχή όλα έμοιαζαν άβολα, μια συζήτηση δυο αγνώστων για ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι. Σε μια αποστροφή του λόγου του, ο πατέρας του είπε ότι έτσι είχε ονειρευτεί τον γιο του. Τόσο δική του είχε κάνει την επιθυμία του, τόσο πολύ πίστευε σε εκείνον.
Ο «Άλεκ» ξανάγινε παιδί. Ένιωσε ξανά το συναίσθημα που είχε θάψει ο εγωισμός του, κατάλαβε ότι η παραβολή του πατέρα του για «σουτ σε κάθε ευκαιρία» είναι η στάση ζωής που πρέπει να ακολουθήσει σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Στις μεγάλες ευκαιρίες οφείλουμε να είμαστε παρόντες. Ας είμαστε εκεί, κι ας αποτύχουμε. Ελάχιστες φορές μας παρουσιάζεται δεύτερη.
Ο Αλεξάντερ Φέργκιουσον δεν έχασε τη μοναδική μεγάλη ευκαιρία του και από ευγνωμοσύνη ορκίστηκε να μην ξανακοιτάξει πίσω. Στο εξής θα έμενε αφοσιωμένος, θα πάλευε για το όνειρό του, θα ζούσε για το ποδόσφαιρο.
Το μυαλό ελέγχει τις αντιδράσεις, τα συναισθήματα, την πορεία του καθενός. Το μυαλό ερμηνεύει τις καταστάσεις και προτεραιοποιεί τις ευκαιρίες. Άλλοι τις αφήνουν να περνούν, άλλοι τις πιάνουν και δεν τις αφήνουν ποτέ. Οι εμπειρίες αποθηκεύονται στο μυαλό, στις αναμνήσεις, διαπλάθουν την ταυτότητα του ατόμου. Η παιδική ηλικία, η εφηβεία, η νιότη. Σαν πρώτα πολεμοφόδια διαμορφώνουν τον χαρακτήρα, μας κάνουν αυτό που είμαστε.
Ο «Άλεκ» θυμόταν μόνο να πέφτει. Μετά τίποτα, μαύρο. Ήταν στα χαμένα. σταμάτησε, γιατί φοβήθηκε. έμεινε αδρανής, για να μην αναγκαστεί να δειλιάσει.
Υπάρχουν στιγμές στη ζωή όπου μένουμε απαθείς από φόβο για το άγνωστο, υπάρχουν καταστάσεις που δεν ξέρουμε πώς να διαχειριστούμε και φαντάζουν βουνό, γιατί είναι πρωτόγνωρες. Είναι δύσκολο να εκτιμήσεις καταστάσεις, όταν είσαι νέος. Νομίζεις ότι τα ελέγχεις όλα, ότι είσαι αήττητος. Μέχρι που δειλιάζεις. Ακριβώς σε εκείνο το σημείο κάνουν οι άνθρωποι το λεγόμενο step up, εκεί ξεχωρίζουν οι πραγματικά δυνατοί από εκείνους που αρκούνται στα λίγα.
Καλωδιωμένος στο κρεβάτι, έτοιμος για την εγχείρηση στον εγκέφαλο, ο «Άλεκ» δεν θα θυμόταν τίποτα απ’ αυτά. Ο νους του θα έτρεχε στο αγχωμένο ταξίδι στο άγνωστο. Στον αδιόρατο φόβο της πρώτης φοράς που πάτησε το πόδι του στον Καναδά, στη ζωή που θα έφτιαχνε εκεί, στα πρόσωπα που δεν γνώρισε ποτέ, γιατί επέλεξε να διεκδικήσει την ευκαιρία.
Δεν θα υπήρχε η Κάθι στη ζωή του. Η ίδια που τρομαγμένη περίμενε έξω από την εντατική για να μάθει αν επέζησε, πώς επέζησε, αν θα είναι λειτουργικός, ακόμα-ακόμα κι αν θα τη θυμάται. Την γνώρισε στα 22 του. Ήταν ένα νέο, όμορφο κορίτσι που τρόμαξε, όταν τον είδε για πρώτη φορά. Είχε τραυματιστεί σε έναν αγώνα και είχε γάζες στο πρόσωπό του, έμοιαζε με πυγμάχο, σε καμία περίπτωση με ποδοσφαιριστή. Η Κάθι, άμαθη και παντελώς ξένη με τον χώρο, νόμιζε ότι είναι κακοποιός. Την πλησίασε με πολύ ωραίο τρόπο, πήγαν στον κινηματογράφο, της αγόρασε ένα σακουλάκι γλυκόριζες και εκείνος πήρε μια τοπική εφημερίδα για να δείξει σοβαρός. Ό,τι εγγύτερο σε ρομαντικό ραντεβού στο σύμπαν του Άλεξ.
Ναι, Άλεξ ήταν πια, ένιωθε ότι είχε μεγαλώσει, είχε άποψη για πολύ περισσότερα πράγματα πλην ποδοσφαίρου.
Μίλησαν για ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που απασχολούσε και απασχολεί την Σκωτία, την θρησκευτική διαίρεση. Η Κάθι ήταν Καθολική, ο Άλεξ είχε ανατραφεί ως Προτεστάντης.
Εκείνη την εποχή το πρόβλημα ήταν κεφαλαιώδες και η Γλασκώβη χωρισμένη στα δυο. Ο διχασμός ήταν διαχρονικός, το μίσος δεν το οσμιζόσουν απλώς στον αέρα, ήταν εκεί, υπήρχε. Ακόμα και στο ποδόσφαιρο επικρατεί αυτό το χάος. Το «Old Firm», Ρέιντζερς VS Σέλτικ, Prods VS Papes.
Το ζευγάρι ήταν άλικο, προσπέρασε τον σκόπελο αποφασίζοντας να κάνει πολιτικό γάμο. Παντρεύτηκαν το 1966 στο Δημαρχείο της Γλασκώβης, έτσι ξεκίνησαν όλα. Τρεις γιοι, μια ολόκληρη ζωή μαζί και μια βαθιά αγάπη απ’ εκείνες τις παλιομοδίτικες που μας συγκινούν στις ταινίες. Το μυστικό τους ήταν ότι είχαν την προνοητικότητα να αξιολογήσουν σωστά τις προτεραιότητες. Όταν κλείνει η πόρτα του σπιτιού οικογένεια, έξω απ’ αυτήν αυτόνομες οντότητες. Εκείνη κοιτούσε τη δουλειά της κι εκείνος το ποδόσφαιρο.
Πολιορκητικός Κριός
Ήταν καλός επιθετικός ο Φέργκιουσον. Από εκείνους τους φορ παλαιάς κοπής που είχαν τους τρόπους να την πετάνε μέσα. Είχε καλό σουτ, δυνατό κεφάλι, είχε κάνει ήδη το αγροτικό του σε Κουίνς Παρκ και Σεντ Τζόνσον, με την Ντανφέρμλιν στην οποία είχε μεταγραφεί από το 1964, είχε 66 γκολ σε 89 παιχνίδια.
Όταν ενδιαφέρθηκε η Ρέιντζερς το ’67, πέταξε την σκούφια του. Ήταν 26, φτασμένος στο μεσαίο επίπεδο, στην καλύτερη και πιο παραγωγική ηλικία του και είχε μόλις κληθεί να φορέσει και το εθνόσημο στους τιμημένους «Tartan Terriers», την Εθνική ομάδα της Σκωτίας.
Ήταν όνειρό του από παιδί να παίξει στη Ρέιντζερς. Ήταν η ομάδα που υποστήριζε από μικρός, καλά-καλά ο λόγος για τον οποίον λάτρεψε το ποδόσφαιρο. Τον Ιούλιο του 1967 φόρεσε το καλό του κοστούμι και πέρασε τη σιδερένια πόρτα του Ibrox. Δέος. Περπάτησε στη μεγάλη μαρμάρινη αίθουσα και τον έπιασε ρίγος. Ένα αγόρι από το Γκόβαν βασικός φορ στη Ρέιντζερς. Η μεταγραφή του έσπασε κάθε ρεκόρ για την εποχή, ήταν ακριβότερη στην ιστορία του σκωτσέζικου ποδοσφαίρου.
Ξεκίνησε σκοράροντας κατά ριπάς. Όμορφα, σκληρά, διαδικαστικά, περίτεχνα, σπάνια γκολ. Το Πρωτάθλημα όμως στην παρθενική του σεζόν το κατέκτησαν «οι άλλοι». Είναι τεράστια πληγή για έναν οπαδό της Ρέιντζερς να κερδίζει τον τίτλο η Σέλτικ. Κάθε σεζόν χωρίς κατά κράτος επικράτηση επί της μισητής αντιπάλου είναι μια χαμένη σεζόν και ξεκινά ένα ατέρμονο κυνήγι ευθυνών.
Το πρόβλημα με τον Φέργκιουσον ήταν η γυναίκα του. Η Κάθι, η Καθολική. Απ’ όταν είχε υπογράψει, του είχε γίνει η άβολη ερώτηση. Είναι η δεύτερη ανάμνηση που θα ήθελε να διαγράψει ο Φέργκιουσον. Δεν είχε βρει το σθένος να στείλει στον Διάβολο τον παράγοντα της Ρέιντζερς που τον ανέκρινε για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της γυναίκας του και ξεδιάντροπα τον ρώτησε αν είχε παντρευτεί με θρησκευτικό γάμο «ειδάλλως…».
Έπρεπε να το ακούσει εκείνο το «ειδάλλως…», έπρεπε να αφήσει τον παράγοντα να ολοκληρώσει την φράση και να μην βιαστεί να απαντήσει ότι παντρεύτηκαν στο Δημαρχείο. Όταν ρωτήθηκε πολλά χρόνια αργότερα, στο ντοκιμαντέρ για τη ζωή του που γύρισε ο γιος του, σήκωσε το βλέμμα, κοίταξε ευθεία την κάμερα και αποκρίθηκε με θυμό στα μάτια: «έπρεπε να του πω να πάει να γ…θεί».
Τότε το είχε ανεχθεί, γιατί θα έθετε σε κίνδυνο το όνειρό του. Σκέφτηκε κοντόφθαλμα. Απογοήτευσε τον εαυτό του, απογοήτευσε και την Κάθι. Αυτό τον έκαιγε περισσότερο, γιατί ήταν αφοσιωμένη Καθολική και ουδέποτε τον είχε εγκαλέσει για τη δική του πίστη.
Ήταν πολύ σκοτεινά τα χρόνια στη Ρέιντζερς, πολύ μακριά από όλα όσα ονειρεύτηκε. Οι χαρούμενες στιγμές λίγες, οι ψίθυροι και το “πρόβλημα” με την Κάθι πάντα παρόντα.
Το 1969, Τελικός Κυπέλλου με τη Σέλτικ, στο Hampden Park. 132.870 άνθρωποι ούρλιαζαν από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό. Οι περισσότεροι που ήταν ποτέ παρόντες στο «Old Firm». Ένα ιστορικό παιχνίδι από κάθε άποψη. Ο Άλεξ ήταν στο χορτάρι, φορούσε το «9».
Μόλις στο τρίτο λεπτό η Σέλτικ κερδίζει κόρνερ. Ο Φέργκιουσον δεν σηκώθηκε να πιέσει τον Μπίλι ΜακΝίλ, ο οποίος με το κεφάλι τη στέλνει στη γωνία του τερματοφύλακα. Στο replay η κάμερα τον συλλαμβάνει να πιάνει το κεφάλι του σαν να έχει δει από πριν την καταστροφή. Το γκολ ξεκλειδώνει το ματς για τη Σέλτικ, ακολουθεί σφυροκόπημα, η Ρέιντζερς παραπαίει και διαλύεται.
Το τελικό 0-4 είναι από τα μεγαλύτερα σοκ στην ιστορία των «Old Firms». Έπρεπε πάση θυσία να βρεθεί ένας αποδιοπομπαίος τράγος, ένας υπεύθυνος για να ξεπλυθεί η ντροπή της ατίμωσης. Φυσικά και ήταν «εκείνος με την Καθολική». Το να συνέχιζε στην ομάδα θα ήταν σαν κυνήγι Μαγισσών. Ούτε μπορούσε ούτε επρόκειτο να πείσει κανέναν.
Αυτός ο Τελικός ήταν το τελευταίο του παιχνίδι. Ξεχάστηκαν τα 25 γκολ σε 41 παιχνίδια, το παρελθόν του, όλα. Έμενε εκτός αποστολής, τον είχαν βάλει να προπονείται μόνος του το χάραμα, μερικές φορές πριν καν ανοίξει ο φροντιστής το λουκέτο στην πόρτα του προπονητικού.
Όλα, επειδή η Κάθι ήταν Καθολική. Δεν του το είπαν ποτέ, τον άφησαν να υποθέτει, ώστε να είναι χειρότερο και να τον τρώει η αμφιβολία.
Από το σούρουπο ως την αυγή
Έφυγε άρον-άρον το καλοκαίρι. Άδειος, ανέκφραστος, έχοντας επίγνωση ότι τον πήρε η κατηφόρα.
Κατέληξε στη Φόλκερκ, έριξε το επίπεδο γιατί μόνο εκεί θα μπορούσαν να ανεχτούν τις μεταπτώσεις στην απόδοσή του. Ήταν αναστατωμένος, θυμωμένος, προδομένος.
Νόμισε ότι το μόνο κίνητρο ήταν να αποδείξει την αξία του. Στην πραγματικότητα, τότε ξεκίνησε να αμφισβητεί τους προπονητές, να απορρίπτει τον τρόπο διαχείρισής τους. Ανομολόγητα, τότε αποφάσισε ότι θα κάνει αυτήν τη δουλειά, όταν σταματήσει. Γι’ αυτήν τη δουλειά είχε γεννηθεί στην πραγματικότητα. Όλα του τα προτερήματα συνέκλιναν στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να γίνει προπονητής.
Ήθελε να έχει τον έλεγχο και τον έλεγχο σε μια ομάδα ανθρώπων, σε ένα σπορ όπως το ποδόσφαιρο, τον έχει μόνο ο προπονητής. Ο ποδοσφαιριστής ελέγχει μόνο ένα κομμάτι της ομάδας, μόνο έναν συγκεκριμένο χώρο στο γήπεδο. Ο προπονητής σχεδιάζει και έχει τον έλεγχο ολόκληρου του παιχνιδιού υπό την ευρεία έννοια. Όχι μόνο στο χορτάρι. Με τον καιρό μαθαίνει να ελέγχει το μέλλον της ομάδας, αντιμετωπίζει τον Τύπο, τους διαιτητές, τους αντιπάλους. Καλείται να λάβει τις αποφάσεις, τις περισσότερες φορές δύσκολες αποφάσεις, ποτέ όμως απάνθρωπες, όπως εκείνη που είχαν λάβει για εκείνον.
Δεν γίνεται να μην το θυμάται αυτό, δεν το φοβόταν ποτέ, δεν κοίταξε ποτέ πίσω έκτοτε. Έμαθε να κοιτάζει πάντα το αύριο, αντιλήφθηκε ότι, είτε χάνεις είτε κερδίζεις, στη ζωή υπάρχει πάντα το αύριο. Σε κάθε περίπτωση, το αύριο σου επιτρέπει να γίνεις καλύτερος, σε βοηθά να στοχαστείς, να αναζητήσεις λύσεις, να βελτιώσεις τις υπάρχουσες, να κάνεις κριτική και την αυτοκριτική σου. Στην ουσία, ψαχουλεύεις τις μνήμες και, αναπροσαρμόζοντας εμπειρίες, καταλήγεις στα συμπεράσματα.
Έπαιξε έναν ακόμη χρόνο στην Έιρ Γιουνάιτεντ και το 1974 ανέλαβε part time την Στέρλινγκσιρ. Η αμοιβή του ήταν 40 λίρες την εβδομάδα, η ομάδα ήταν σε αθλία κατάσταση, δεν διέθετε καν τερματοφύλακα στο ρόστερ.
Δεν είχε κλείσει τα 33 και ήταν πρώτος προπονητής. Με τη φήμη του να εξελίσσεται πολύ γρήγορα και να θεωρείται σχεδόν αμέσως δύστροπος και «δυνάστης».
Τον πρόσεξε ένας προπονητής-μύθος, όχι μόνο για την Βρετανία αλλά για ολόκληρη την υφήλιο, ο Τζοκ Στάιν. Ο δημιουργός της Σέλτικ, της μοναδικής ομάδας που σε μία σεζόν κατέκτησε τέσσερεις τίτλους (Πρωτάθλημα, Κύπελλο, Πρωταθλητριών, League Cup). Ο θρυλικός Τζοκ είχε φτιάξει ένα θαύμα, με ποδοσφαιριστές που είχαν γεννηθεί στην Γλασκώβη, άπαντες σε ακτίνα 15 χιλιομέτρων από το γήπεδο της ομάδας, πλην ενός που είχε γεννηθεί 30 χιλιόμετρα πιο μακριά.
Διέγνωσε αμέσως το ταλέντο του Φέργκιουσον στους πάγκους και τον συμβούλεψε να αφήσει την Στέρλινγκσιρ για τη Σεντ Μίρεν, η οποία είχε πιο βαριά φανέλα. Εκεί ξεκίνησε να γράφεται το παραμύθι του Άλεξ Φέργκιουσον, επί τριάμισι χρόνια έχτισε ένα μοναδικό οικοδόμημα μιας νεανικής ομάδας που απέδιδε σχεδόν αποκλειστικά επιθετικό ποδόσφαιρο, με μέσο όρο ηλικίας τα 19 χρόνια και αρχηγό έναν 20χρονο. Παρέλαβε την ομάδα στον πάτο της τρίτης κατηγορίας και την παρέδωσε Πρωταθλήτρια της δεύτερης κατηγορίας.
Οι μέθοδοί του αμφισβητήθηκαν, κατηγορήθηκε για κρυφά πριμ σε ποδοσφαιριστές, για «αλλοίωση του ερασιτεχνικού χαρακτήρα» των κατηγοριών. Μέσες άκρες γι’ αυτόν τον λόγο απολύθηκε, παρόλο που οι φήμες για συμφωνία να αναλάβει την Αμπερντίν ήδη κυκλοφορούσαν στη Σκωτία.
Η Πόλη του Γρανίτη
Ο «Φέργκι» προτιμά να την αποκαλεί «η ασημένια πόλη στη θάλασσα».
Όταν του πρότειναν τη δουλειά στην Αμπερντίν, δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσει την ευκαιρία να πάει χαμένη. Η μοναδική απαίτηση που έθεσε στη διοίκηση της ομάδας, όταν συζήτησαν τους όρους συνεργασίας, ήταν να εφαρμόσει τη δική του φιλοσοφία. Δέχτηκαν. Είχε πολλές δικές του καινούργιες ιδέες. Είχε υπομονή, μέχρι να μεταδοθούν στους παίκτες.
Στην Αμπερντίν ούτως ή άλλως θα ήταν ικανοποιημένοι με ένα καλό πλασάρισμα στη βαθμολογία, δυο-τρεις μεγάλες νίκες, ένα τρόπαιο κάθε 10 χρόνια, συνήθως το υποβαθμισμένο League Cup. Αυτό σήμαινε επιτυχία, όταν ανέλαβε την ομάδα. Βρήκε μια παρέα παικτών που μοχθούσε για τα προς το ζην, οι περισσότεροι το έβλεπαν βιοποριστικά το ποδόσφαιρο. Δεν είχαν καιρό να σκεφτούν Πρωταθλήματα, διακρίσεις, ευρωπαϊκές επιτυχίες. Δεν βοηθούσε και το club, το οποίο δεν διέθετε καν προπονητικό κέντρο στην πόλη, οπότε η Αμπερντίν κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μια ομάδα «της χαράς της συμμετοχής».
Ο «Φέργκι» τούς πήγε στο πάρκο απέναντι από το γήπεδο. Αργότερα στην παραλία. Σταματούσαν μόνο το σούρουπο και όταν η παλίρροια ανέβαινε και κάλυπτε τη μια εστία.
Το πρώτο πράγμα που τους είπε μετά τους πρώτους μήνες είναι ότι πρέπει να κερδίσουν τη Σέλτικ και τη Ρέιντζερς. «Αν δεν κερδίσετε αυτούς, δεν παίρνετε ποτέ το Πρωτάθλημα». Ο Στράχαν και οι άλλοι τον κοιτούσαν απορημένοι. Τους αφόπλιζε: «Είναι απλό αυτό που σας λέω». Ο «Φέργκι» είχε στο μυαλό του μονάχα εκείνα τα παιχνίδια. Στα υπόλοιπα ήξερε ότι με κάποιον τρόπο θα τα καταφέρει. Χωρίς να το εξωτερικεύει, μέσα σου θέριευε η σκέψη να κερδίσει τη Ρέιντζερς. Ήθελε να την κονιορτοποιήσει. Απεγνωσμένα.
Στο πρώτο μεταξύ τους παιχνίδι η Αμπερντίν απέσπασε μια ισοπαλία στο τέλος. Οι παίκτες χοροπηδούσαν, οι οπαδοί τραγουδούσαν. Μπήκε θυμωμένος στα αποδυτήρια, τους επανέφερε στην τάξη. «Γιατί γιορτάζετε; Τι καταφέρατε; Αυτή είναι η φιλοδοξία σας; Μια ισοπαλία»; Μίλησε σκληρά, με μια απίστευτη ένταση που έμεινε εντυπωμένη στους εγκεφάλους των παικτών. Με την ασφάλεια της απόστασης των ετών, άπαντες παραδέχονται ότι εκείνο το ταρακούνημα, εκείνος ο σπάνιος τσακωμός, ήταν τα πάντα.
Στον θυμό του Φέργκιουσον κρυβόταν η φιλοδοξία, το κίνητρο, η στοχοθεσία. «Ξέχνα ό,τι έκανες. Σκέψου πού θέλεις να πας, τι θέλεις να κάνεις στη ζωή σου». Το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο η τεχνική κατάρτιση, η σωστή πάσα, το σουτ. Εκείνο που μετράει είναι η νοοτροπία του νικητή. Ειδάλλως πρόκειται για χάσιμο χρόνου.
Κάθε άτομο που διαχειρίζεται ο προπονητής πρέπει να βγάλει αυτόν τον συγκεκριμένο ξεχωριστό χαρακτήρα. Δεν υπάρχει λιποψυχία, δεν πρυτανεύει η λογική. Ο Φέργκιουσον στην Αμπερντίν ήταν το πληγωμένο θηρίο που είχε ξανά την ευκαιρία να αντεπιτεθεί. Το ζητούμενο ήταν να μεταδώσει αυτήν τη δίψα και στους ποδοσφαιριστές του, προετοιμάζοντάς τους κατάλληλα και σε τεχνικό και σε τακτικό και σε φυσικό και σε διανοητικό επίπεδο. Το τρίπτυχό του ήταν η σκληρή προπόνηση, η αυξημένη ένταση κατά τη διάρκεια του αγώνα και η συγκέντρωση. Αυτό το τελευταίο είναι και το δυσκολότερο κομμάτι, εκείνο που αναπτύσσει πιο γρήγορα και τις ανάγκες για μια καλύτερη νοοτροπία. Βαθιά μέσα μας υπάρχει και ένα δαιμόνιο. Ο Φέργκιουσον κατά κάποιον τρόπο ξύπνησε αυτό το δαιμόνιο και το έκανε να εμφανίζεται σε κάθε αγώνα της Αμπερντίν, λίγο παραπάνω, όταν ο αντίπαλος στο χορτάρι ήταν η Ρέιντζερς.
Την “καθάρισε” μέσα-έξω, οι ποδοσφαιριστές από το άνετο 3-1 της πέμπτης αγωνιστικής το είχαν πιστέψει, μετά το διπλό και μέσα στο Ibrox με το γκολ του σπουδαίου Στιβ Άρτσιμπαλντ το πίστεψαν.
Η Αμπερντίν κυνηγούσε το Πρωτάθλημα! Κανένα μέλος της ομάδας δεν είχε κερδίσει Πρωτάθλημα, δεν είχε ιδέα για την αίσθηση, την πίεση, το άγχος μιας τέτοιας μάχης μέχρι τελικής πτώσεως. Ούτε ο ίδιος ο Φέργκιουσον ήξερε πώς είναι, κι ας το έκρυβε για να μην αγχώσει τους παίκτες του.
Η Σέλτικ ήταν το τελευταίο εμπόδιο, η μάχη αδυσώπητη.
Τα πάντα περιστρέφονταν γύρω από τον «Φέργκι». Απορροφούσε την πίεση, όλοι στρέφονταν σε εκείνον για την καθοδήγηση. Η πίστη και η αποφασιστικότητα χτίζονται με τον χρόνο, είναι προϊόντα δουλειάς, πάνω απ’ όλα εμπιστοσύνης. Το είχε από τα πρώτα του βήματα αυτό το χάρισμα ο Άλεξ Φέργκιουσον, απλώς το εμφάνισε στην ολότητά του για πρώτη φορά στην Αμπερντίν. Τα παιδιά που κλωτσούσαν μια μπάλα απλώς για να βιοποριστούν και να τους κεράσουν δυο μπύρες παραπάνω στην pub, έμπαιναν στο Celtic Park και στο Ibrox με το μαχαίρι στα δόντια. Είχαν χαρακτήρα, πειθαρχία, πίστη ότι θα τα καταφέρουν.
Easter Road, 3 Μαΐου του 1980. Άρτσιμπαλντ, Σκάνιον, ΜακΓκί, Γουότσον, ξανά Σκάνιον. Χιμπέρνιαν-Αμπερντίν 0-5, η ομάδα της Πόλης από Γρανίτη Πρωταθλήτρια Σκωτίας. Πανηγύριζε σαν μωρό παιδί, τον σήκωσαν στα χέρια, τον πετούσαν στον αέρα.
Η πρώτη φορά είναι πάντοτε ξεχωριστή, μένει βαθιά χαραγμένη στην ψυχή και την μνήμη.
Οι σχέσεις ζωής οδηγούν στα θαύματα
Ο βοηθός και καλός του φίλος, Άρτσι Νοξ, με δάκρυα στα μάτια τού φώναζε «τα καταφέραμε». Τρομερή η σχέση των δυο τους, απ’ αυτές που λέμε σχέσεις ζωής. Ο Άρτσι συμπλήρωσε με τον πιο κατάλληλο τρόπο τον δύστροπο Άλεξ. Ήταν ένας δεύτερος «Φέργκι», αλλά σε στιγμές αλλοφροσύνης η φωνή της παράνοιας, όταν έπρεπε να επανέλθουν τα ύψιστα επίπεδα συγκέντρωσης στην ομάδα. Ο Άρτσι ήταν ο πρώτος που έκλεισε το κεφάλαιο Πρωτάθλημα. Ακριβώς μετά από εκείνη την αγκαλιά με τα μάτια βουρκωμένα. «Τέλος, το πήραμε, πάμε για κάτι παραπάνω». Ποτέ δεν θα ήταν ίδιος ο Άλεξ χωρίς τον Άρτσι, ποτέ δεν θα ξυπνούσαν μέσα του εκείνα τα αδηφάγα ένστικτα, η λεγόμενη διαρκής πείνα για τίτλους.
Η ζωή τους ήταν βουτηγμένη στο ποδόσφαιρο. Εις βάρος των οικογενειών τους, δίχως κοινωνική ζωή, χωρίς ερείσματα μακριά από τις τέσσερεις γραμμές. Σκληρό αλλά αληθές. Ευτυχώς υπήρχε η Κάθι, η υπέροχη Κάθι, η οποία είχε αποδεχθεί τον διπλό ρόλο. Πολλές φορές ήταν και μάνα και πατέρας. Γιατί ο Άλεξ ήταν αφοσιωμένος στο ποδόσφαιρο, σκεπτόταν, ζούσε και ανέπνεε μόνο για αυτό. Δεν είναι βέβαιο ότι έχει μετανιώσει και γι’ αυτό. Σίγουρα τον ενοχλεί που έχασε στιγμές των παιδιών του, σίγουρα δεν είναι περήφανος που στο θυμικό των γιων του είναι απών.
Το τίμημα αυτό είναι, πάντοτε η αθέατη πλευρά ενός μεγάλου ανδρός έχει τις κηλίδες και μια μεγάλη, τεράστια ερινύα. Συνήθως είναι προσωπικού χαρακτήρα. Δεν ήταν παρών. Σχεδόν ποτέ. Και όταν ήταν, σκεπτόταν τη δουλειά. Εργασιομανής, τελειομανής, “δύσκολος”. Από μικρός ήταν δύσκολος, εγωιστής και πολύ περήφανος για να παραδεχτεί τα λάθη του. Ήταν η φύση της δουλειάς τέτοια, έτσι το δικαιολογούσε στην Κάθι. Ήταν έντονη, τον απορροφούσε, του αποσπούσε την προσοχή απ’ όλα τα άλλα.
Τρεις συνεχόμενες κατακτήσεις Κυπέλλων από το 1982 μέχρι το 1984, σεζόν κατά την οποία κατέκτησε ξανά και το Πρωτάθλημα. Ξανά Πρωτάθλημα το 1985, στο «Pittodrie» όμως δεν θα ξεχάσουν ποτέ το μεγαλύτερο από τα θαύματα του Άλεξ: την κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης.
Στον προκριματικό η Αμπερντίν διέλυσε με 7-0 τη Σιόν στη Σκωτία. Η ρεβάνς στην Ελβετία διαδικαστικού χαρακτήρα, και εκεί όμως το τελικό 1-4 ήταν δείγμα της καταιγίδας που ερχόταν.
Στον πρώτο γύρο οι Σκωτσέζοι αποκλείουν μετά από δυο πολύ κλειστά ματς τη Δυναμό Τιράνων.
Στον προημιτελικό όμως έρχεται η Μπάγερν. Μια Μπάγερν που είχε μόλις αποκλείσει την Τότεναμ, διαλύοντάς την με 4-1, και ήταν φόβος και τρόμος στο Νησί. Η “ταπεινή” Αμπερντίν εναντίον της Μπάγερν Μονάχου. Έμοιαζε σαν ψέμα.
Η ομάδα αντέχει στο Olympiastadion. Αποσπά μια πολύτιμη λευκή ισοπαλία που αφήνει ελπίδες για τη ρεβάνς.
Ήταν 16 Μαρτίου του 1983 στο Pittodrie. 20.000 αλαλάζοντες Σκωτσέζοι στις εξέδρες, η σημαία της Αμπερντίν να κυματίζει δίπλα σε εκείνες της UEFA και της Μπάγερν. Ακόμα ένα “αδιανόητο”.
Ρουμενίγκε, Μπράιτνερ, Ντίτερ Χένες, Ντρέμλερ, Μέλερ, Πφλούγκλερ. Ένας γαλαξίας αστέρων, μια ομάδα “ανίκητων”.
Η Μπάγερν προηγείται πολύ νωρίς με τον Κλάους Αουγκεντάλερ. Το παιχνίδι μετατρέπεται σε αγώνα επιβίωσης στην άγρια ζούγκλα. Ο Σίμπσον ισοφαρίζει, αλλά ο Πφλούγκλερ με τη συμπλήρωση μιας ώρα φέρει τη χαριστική βολή. Είναι η πρώτη φορά που ο Άλεξ αισθάνθηκε ολομόναχος στον πάγκο. Δεν είχε πού να στρέψει το βλέμμα, δεν ήθελε κανέναν δίπλα του, ούτε τον Άρτσι. Δυο γκολ σε μισή ώρα. Δυο γκολ. Αυτό τριβέλιζε το μυαλό του, εκείνα τα δυο γκολ.
Το ήθελε τόσο πολύ, ώστε σχεδόν το έκανε να συμβεί. Όλα έγιναν μέσα σε ένα δίλεπτο, με την αδρεναλίνη εκτός φυσιολογικών ορίων, με ένα ολόκληρο γήπεδο σε έκσταση και τους παλμούς της καρδιάς σε δυσθεώρητα ύψη.
Στο 77′ ισοφαρίζει ο ΜακΚλίς, στο 78′ ο Χιούιτ βάζει την Αμπερντίν μπροστά. Είναι η πρώτη φορά που τον είδαν να χορεύει σε γήπεδο. Η πρώτη φορά που ένιωσε ότι του ανήκει ο κόσμος όλος. Είναι η μεγαλύτερη, η επικότερη νίκη στην ιστορία της Αμπερντίν εκείνη η ανατροπή δεδομένων κόντρα στην Μπάγερν. Ένα μνημειώδες παιχνίδι, απ’ αυτά που μέσα σε 90 λεπτά κάνουν τα παιδιά άντρες.
Η βελγική Βάτερσεϊ στον ημιτελικό ήταν τυπική διαδικασία. Η ομάδα είχε την ορμή του προημιτελικού, είχε υψώσει το ανάστημά της στην Μπάγερν, δεν την φόβιζε πλέον κανείς.
Ο Tελικός με τη Ρεάλ στο Ούλεβι αντιμετωπίστηκε απ’ όλους σαν ευκαιρία ζωής, σαν ρωγμή για να σκαλιστούν τα ονόματα στο μάρμαρο του χρόνου.
Ο Άλεξ ήξερε ότι αυτή ήταν η ευκαιρία της Αμπερντίν, αυτή είναι η μοναδική της ευκαιρία, όμοια με τη δική του τότε το 1964, όταν δέχτηκε εκείνο το τηλεφώνημα για να παίξει στο «Ibrox».
Για όλους τους υπολοίπους ίσχυαν όλα τα κλισέ. Τελικός με την πιο επιτυχημένη ομάδα του πλανήτη, μια «Σταχτοπούτα» εναντίον της «Βασίλισσας», μια “μικρή” ομάδα από μια μικρή πόλη απέναντι στο μεγαθήριο.
Σημάδεψε τις ζωές των ανθρώπων εκείνος ο Τελικός. Τον συζητούν ακόμη στο Αμπερντίν, η ιστορία εκείνου του ματς ανάγεται πια στη σφαίρα της μυθολογίας. Όλοι οι παππούδες “ήταν εκεί”, κι ας μην ταξίδεψαν στη Σουηδία. Οι πατεράδες σφίγγουν το χέρι στα μικρά παιδιά, όταν τα συνοδεύουν για πρώτη φορά στο Pittodrie, διηγούνται με δάκρυα στα μάτια την πιο μεγάλη στιγμή της νιότης τους, μια στιγμή ανεπανάληπτη, μοναδική, αξέχαστη. Χιλιάδες άνθρωποι στους δρόμους και τα μπαρ γύρω από το Ullevi. Το Γκέτεμποργκ είχε γίνει Αμπερντίν. Στα μπαρ είχαν τελειώσει οι προμήθειες, επιστρατεύτηκαν καροτσάκια με πλανώδιους, όπως γινόταν τη δεκαετία του ’50.
Ο Άλεξ στεκόταν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μπροστά στο παράθυρο και χαμογελούσε. Αισθανόταν τόσο όμορφα για αυτήν την σχέση ζωής που έχτισε με την Αμπερντίν, δεν τον ένοιαζε η έκβαση του αγώνα, γιατί μέσα του ήξερε. Του αρκούσε ότι ήξερε. Δεν γινόταν να μην τα καταφέρει η Αμπερντίν.
Μερικές φορές αρκεί το κλίμα, η αύρα, η “φούρια”, η συνειδητοποίηση πως οι πλανήτες είναι μαζί μας. Το βιώσαμε κι εμείς το 2004 με την Εθνική ομάδα. Όλοι το ξέραμε, το είχαμε νιώσει, το είχαμε δει να γίνεται, πριν γίνει.
Οι Σκωτσέζοι ήταν μεθυσμένοι πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος του Τελικού. Γιόρταζαν όλη μέρα, βίωναν τη δική τους νιρβάνα.
Οι παίκτες για πρώτη φορά ύψωσαν ανάστημα στον Άλεξ: «Θα τα καταφέρουμε για σένα. Το αποψινό είναι για σένα». Δεν χρειάστηκε να βγάλει ούτε λόγο. Είναι από τα παιχνίδια όπου οι ποδοσφαιριστές ξέρουν από μόνοι τους τι πρέπει να κάνουν και πώς πρέπει να το κάνουν. Υπερέβαλαν εαυτούς όλοι. Ήταν υπέροχοι, φανταστικοί. Προηγήθηκαν νωρίς, ισοφαρίστηκαν με ένα πέναλτι του Χουανίτο, το ματς πήγε στην παράταση και ο Τζον Χιούιτ στο 112′ έκανε τη νύχτα μέρα.
Η χειραψία του Ντι Στέφανο ήταν πιο μεγάλη τιμή κι από το τηλεγράφημα των Ανακτόρων. Η Αμπερντίν είχε γίνει το καμάρι του Νησιού, το παραμύθι που διηγούνται οι Σκωτσέζοι στα παιδιά τους. Εικόνες πρωτόγνωρες, βαθιά χαραγμένες στην μνήμη. Το γκρι της Πόλης του Γρανίτη μεταμορφώθηκε σε ένα απέραντο λευκό φως.
Στην επιστροφή, μετά τις αγκαλιές και τη χαρά με την οικογένεια, το τηλεφώνημα του Μπομπ Πέισλι: «Μας έκανες περήφανους, Άλεκ».
Πέρα από τον ορίζοντα
Όταν καταλάγιασαν οι πανηγυρισμοί, ο Άλεξ έφερε στον νου του τις διδαχές του πατέρα του. Είχε καταλάβει ότι ο ορίζοντάς του ήταν πιο μακρύς από εκείνον της Αμπερντίν. Αυτό που όλοι αντιμετώπιζαν ως μοναδικό θαύμα, ως κάτι ανεπανάληπτο, στο δικό του μυαλό έπρεπε να είναι μόνο η απαρχή μιας μακράς και επαναληπτικής καριέρας θριάμβων. Δεν χάρηκε ποτέ τους επόμενους τίτλους με την ίδια θέρμη. Δεν τον ενδιέφερε απλώς να κερδίζει. Ήθελε να κερδίζει “σωστά”, με το ποδόσφαιρο που είχε στο μυαλό του, με διαρκή βελτίωση, ανεβάζοντας διαρκώς τον πήχη.
Αυτό η Αμπερντίν δεν μπορούσε ποτέ να του το προσφέρει, διότι για όλους ήταν ανέγγιχτος, είχε πετύχει το ακατόρθωτο. Έτσι όμως δεν θα βελτιωνόταν ποτέ. Στο δικό του σύμπαν, η Αμπερντίν έπρεπε να γίνει η μεγαλύτερη ομάδα που έβγαλε ποτέ η Σκωτία, έπρεπε να σπάσει το δίπολο του «Old Firm», έπρεπε να γίνει πανευρωπαϊκή δύναμη. Δεν γινόταν παραπάνω. Τους είχε κερδίσει όλους, τους είχε ξανακερδίσει, είχε κατακτήσει κύπελλα, πρωταθλήματα, ακόμα και το Κυπελλούχων, αλλά τον έπνιγαν οι φιλοδοξίες. Τις οποίες ο οργανισμός δεν συμμεριζόταν, δεν είχε τη δυνατότητα να το κάνει.
Μετά τον ξαφνικό χαμό του Τζοκ, είχε χρηματίσει και προπονητής στην Εθνική Σκωτίας, ανέλαβε για περίπου έναν χρόνο με στόχο την πρόκριση στο Μουντιάλ του 1986 στο Μεξικό. Ήταν πολύ νέος για να αφοσιωθεί σε μια Εθνική ομάδα, ήθελε την καθημερινή τριβή, του έλειπαν η μυρωδιά των αποδυτηρίων, οι τσακωμοί με τους διαιτητές, οι ρήξεις με τους ποδοσφαιριστές.
Δεν βιάστηκε. Περίμενε υπομονετικά τη στιγμή του “κλικ”. Είχε αρνηθεί τις προτάσεις από την Τότεναμ για να αναλάβει μετά την απόλυση του Πίτερ Σριβς και πριν προσληφθεί ο Ντέιβιντ Πλιτ. Αρνήθηκε και τη θέση του Ντον Χάου στην Άρσεναλ.
Όταν απολύθηκε ο Ρον Άτκινσον από τον πάγκο της Γιουνάιτεντ, ένιωσε εκείνο το σκίρτημα μέσα του.
Η είδηση τού είχε εξάψει αμέσως την περιέργεια. Κάτι τον έτρωγε και επιβεβαιώθηκε, αμέσως μόλις δέχτηκε το τηλεφώνημα. Στις 6 Νοεμβρίου του 1986 ανακοινώθηκε στο «Old Trafford», όχι ακριβώς μετά βαΐων και κλάδων.
Η Γιουνάιτεντ εκείνον τον καιρό ήταν μια ομάδα σε βαθιά κατάθλιψη. Υπήρχαν φήμες ότι βασικά στελέχη της ομάδας, θρύλοι όπως ο Ρόμπσον, ο ΜακΓκράθ, ο Γουαϊσάιντ, έπιναν και “διέλυαν” τα αποδυτήρια. Βρήκε μια κατάσταση μη αναστρέψιμη. Το 1986 είναι η σεζόν όπου η Γιουνάιτεντ είχε κάνει το χειρότερο ξεκίνημα στη σεζόν από τις εποχές του Πολέμου. Ένιωθε σαν να πάτησε στο φεγγάρι και του ζητούσαν να βρει νερό και να τα χτίσει όλα από την αρχή. Σκωτσέζος, “δύσκολος”, με εντελώς στρατιωτικές μεθόδους δουλειάς. Το αγγλικό πρωτάθλημα δεν είναι σκωτσέζικο, η Γιουνάιτεντ δεν ήταν αουτσάιντερ, όπως η Αμπερντίν. Η ομάδα ήταν στη 19η θέση, κινδύνευε με υποβιβασμό και ο κόσμος της απογοητευμένος είχε χάσει την πίστη του. Είκοσι ολόκληρα χρόνια χωρίς Πρωτάθλημα, 20 χρόνια «underachievers».
Για οποιονδήποτε άλλον θα ήταν αποστολή αυτοκτονίας. Μπήκε στο Old Trafford, περπάτησε στο γρασίδι και ένιωσε την ψυχή του. Το γήπεδο ήταν άδειο, αλλά του μίλησε. Είναι το ίδιο συναίσθημα όπως όταν συναντάς τη γυναίκα της ζωής σου και την ερωτεύεσαι κεραυνοβόλα, αλλά φαντάζει πολύ κοινότυπο. Στην προκειμένη περίπτωση ήταν σαν θέατρο με φαντάσματα να περπατούν. Πάλι μνήμες. Όχι δικές του. Για πρώτη φορά ένιωθε σαν θεατής σε μια παράσταση που είχαν γράψει άλλοι. Ο Ματ Μπάσμπι, ο μαέστρος της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ο αναμορφωτής, η φυσιογνωμία που μετέτρεψε τους ανθρώπους σε θεούς. Ρίγος.
Ολόκληρη η προσέγγιση στο αγγλικό ποδόσφαιρο άλλαξε μετά τον Μπάσμπι. Το βάρος στις ακαδημίες, η αφοσίωση στο πλάνο, το σύστημα scouting με τους κυνηγούς ταλέντων σε όλο το Νησί. Μια αέναη αναζήτηση νέων, υποσχόμενων παιδιών, αγοριών που έχουν όνειρα, φιλοδοξίες, σεβασμό και αγάπη για αυτό το σπορ.
Η Γιουνάιτεντ εξακολουθεί να είναι η σπουδαιότερη Πρωταθλήτρια Ευρώπης, ο Σερ Ματ Μπάσμπι είχε χαράξει το μονοπάτι, ο Άλεξ ήξερε ότι μονάχα εκεί έπρεπε να πατήσει. Το πίστευε, είχε εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, δεν τον κατάπιε η σύγκριση. Δεν είναι καθόλου εύκολο το έργο “αναγέννησης”και αφύπνισης ενός κοιμώμενου γίγαντα. Ούτε ένα σύστημα ακαδημιών που δουλεύει στην εντέλεια γίνεται από τη μια ημέρα στην άλλη. Ο Φέργκιουσον όμως στόχευσε πολύ μακριά, δεν δίστασε ούτε λεπτό, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμα και την ίδια τη δουλειά του, τη φήμη του, την επαγγελματική του σταδιοδρομία.
Η νέα ψυχή
Η εικόνα στις προπονήσεις και τους αγώνες της Β’ ομάδας ήταν σοκαριστική. Ο Άλεξ συναντήθηκε με τον Μπράιαν Γουάιτχαουζ, τότε προπονητή στις ρεζέρβες, μαζί του ήταν και ο Έρικ Χάρισον. Δεν είχε κλείσει καν 20 μέρες στο τιμόνι του club. Αμφότεροι ήταν άνθρωποι του Άτκινσον, ο Έρικ δεν είχε δει ποτέ τον προπονητή της πρώτης ομάδας να μπλέκεται στα πόδια τους. Ο καθένας είχε τη δουλειά του, το πρόγραμμά του, τις μεθόδους του. Ο «Φέργκι» τού εξήγησε, ο Χάρισον κατάλαβε.
Το πρώτο πράγμα ήταν η οργάνωση του δικτύου των scouts. Βρήκε ένα “τμήμα” απαρτιζόμενο από δυο άτομα. Σε λίγο καιρό το Μάντσεστερ είχε γεμίσει με κυνηγούς ταλέντων της Γιουνάιτεντ. Μόνιμη επωδός των ανθρώπων αυτών, προκειμένου να πείσουν γονείς και παιδιά, ήταν το προοίμιο του οράματος του «Φέργκι»: ήθελε να χτίσει μια ομάδα από το μηδέν, μια ομάδα ει δυνατόν αποκλειστικά με δικά της παιδιά. Όργωσαν ολόκληρο το Μάντσεστερ και τα περίχωρα. Σταματούσαν σε αλάνες, έψαχναν στα σοκάκια, ξόδευαν ατέλειωτες ώρες στα βρεγμένα καλντερίμια στις όχθες του Μέντλοκ και του Ίργουελ. Ο ίδιος ο «Φέργκι» τσέκαρε και το παραμικρό, δεν άφηνε την παραμικρή πληροφορία να πάει χαμένη.
Μια από τις πρώτες ημέρες στο «Cliff», τον πλησίασε ένας υπάλληλος, του μίλησε για ένα παιδί που προπονείται με τη Σίτι, «αλλά το παιδί είναι δικό μας, αφεντικό, είναι φανταστικός παίκτης και οπαδός της ManU». Πήγε να τον δει. Παρατηρούσε σχεδόν αποκλειστικά αυτό το παιδί καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα των πιτσιρικάδων, με τους γύρω του να αναρωτιούνται τι δουλειά έχει ο καινούργιος προπονητής της Γιουνάιτεντ στην εξέδρα ενός αδιάφορου αγώνα νέων.
Ο Άλεξ είχε μαγευτεί. «Έτρεχε στο χορτάρι σαν αγγλικό Κόκερ Σπάνιελ που κυνηγάει ένα κομμάτι χαρτί που το παίρνει ο άνεμος». Λεπτά, ψηλά πόδια, στενοί ώμοι, λεπτός κορμός, απίθανη ισορροπία, φανταστική ταχύτητα. Το παιδί ήταν 13 ετών, το έλεγαν Ράιαν Γουίλσον και απασχολούσε ήδη πολλούς scouts.
Ο «Φέργκι» πήγε στο σπίτι του, μίλησε με τη μητέρα του, μετά πήγε στο παιδί, του χάιδεψε το κεφάλι και του υποσχέθηκε ότι στη Γιουνάιτεντ δεν θα βρει μόνο προπονητές ικανούς να αξιοποιήσουν το ταλέντο του αλλά ανθρώπους που θα φροντίσουν να τον βοηθούν πάντα σε οτιδήποτε τον απασχολεί στη ζωή του. Εκείνο το παιδί ήταν το μέλλον. Ο τρόπος που γούρλωσε τα μάτια, όταν του μίλησε ο Φέργκιουσον, ο σεβασμός που επέδειξε, το δέος που αισθανόταν για την παραπαίουσα Γιουνάιτεντ. Αυτό έψαχνε ο Άλεξ, με κάθε κόστος, ακόμα και εις βάρος των πρόσκαιρων αποτελεσμάτων της πρώτης ομάδας. Εκείνο το παιδί αργότερα, στα 16 του, άλλαξε το επώνυμό του και από Γουίλσον έγινε Γκιγκς.
Η Σονάτα του Σεληνόφωτος
5 Μαΐου 1988. Μια ακόμα αποκαρδιωτική εμφάνιση, ήττα με 1-0 από τη Νόριτς, η ομάδα στον πάτο του βαρελιού. Την επομένη κάλεσε τους παίκτες να τους μιλήσει. Δεν διέκρινε ούτε ψήγμα αυτοπεποίθησης, όλα έμοιαζαν με ένα διαρκές νεκρολόγιο. Ήττες, συνεχείς ήττες. Δεν είχαν σημασία οι εμφανίσεις, οι ήττες έφεραν ακόμα ένα τραύμα στο ήδη πληγωμένο κορμί της ομάδας.
Είχε επηρεαστεί ακόμα και ο ίδιος. Δεν έβγαινε τίποτα, ένιωθε μόνο πίεση, αβάσταχτη πίεση. Δεν είχε προπονήσει ποτέ τόσο αποκρουστική ομάδα, ούτε καν εκείνη στην Σκωτία χωρίς τερματοφύλακα δεν ήταν τόσο παραιτημένη. Δεινοπαθούσε να βρει ένα προσωρινό γιατρικό, είχε απελπιστεί. Η σεζόν ήταν καταστροφική, είχαν αρχίσει ήδη οι ψίθυροι για πιθανή απόλυσή του.
Ακριβώς ίδιο τροπάριο και στο ξεκίνημα της επομένης, τέλη Σεπτεμβρίου έρχεται και η απόλυτη ταπείνωση στο ντέρμπι με τη Σίτι. Συντριβή, 1-5, η Γιουνάιτεντ στα χαμένα, ο Άλεξ στα πρόθυρα της απόγνωσης.
Πήγε στο σπίτι. Ξάπλωσε στο κρεβάτι, απλώς ξάπλωσε και κοιτούσε στο ταβάνι. Μυριάδες σκέψεις στο μυαλό του, ήταν ήδη τρία χρόνια στο «Old Trafford» και δεν είχε πετύχει απολύτως τίποτα. Είναι απ’ εκείνες τις φορές που αμφισβητείς ακόμα και την ευθυκρισία του εαυτού σου. Στ’ αφτιά του οι φωνές των οπαδών που ζητούσαν την κεφαλή του επί πίνακι, στα μάτια του τα πρωτοσέλιδα του Τύπου «Διώξτε τον».
Δεν άργησαν τα τηλεφωνήματα από οπαδούς, του ζητούσαν να τα μαζέψει και να επιστρέψει στην Σκωτία, τον έβριζαν, οι πιο ήπιοι τόνιζαν ότι το ποδόσφαιρό του είναι βαρετό μέχρι θανάτου. Άκουγε υπομονετικά και ανέκφραστος τις ύβρεις, η Κάθι είχε τρομάξει με την ψυχραιμία και την αδιατάρακτη συμπεριφορά του. Ήταν βασανιστικό, σαν να ξεβιδώνεις αδιάκοπα μια σκουριασμένη βίδα και να μην μετακινείται χιλιοστό. Η Κάθι ήταν τόσο ταραγμένη, ώστε έβαλε τα παιδιά να τον πείσουν να τα παρατήσει και να επιστρέψουν στην Σκωτία. Δεν άντεχαν άλλο τόση θλίψη, τους σκότωνε η σιωπή και το κενό βλέμμα του. Τα ίδια του τα παιδιά τον εκλιπαρούσαν να τα παρατήσει, να παραιτηθεί και να ζήσει ξανά κανονικά τη ζωή του.
Επέμενε ότι θα πετύχει. Μόνο στην Κάθι και στα παιδιά το ομολογούσε. Και του απαντούσαν ότι θρέφει αυταπάτες. Δεν τον πίστευε κανείς, ακόμα κι εκείνοι που τον αγάπησαν ανιδιοτελώς.
Κανένας από το οικογενειακό του περιβάλλον δεν είναι σε θέση να μεταφέρει τις σκέψεις του εκείνη την περίοδο. Είναι ίσως η πιο καλά κρυμμένη μνήμη στο κεφάλι του. Δεν μιλούσε, έγνεφε. Και πάντοτε έκανε με το χέρι εκείνη την χαρακτηριστική κίνηση της υπομονής. Το πίστευε, αληθινά το πίστευε.
Την Πρωτοχρονιά στο FA Cup ήξερε ότι θα έδινε την τελευταία μάχη του. Όλες οι εφημερίδες είχαν προεξοφλήσει την απόλυσή του πριν το παιχνίδι με τη Φόρεστ.
Τον κάλεσε ο Μάρτιν Έντουαρντς στο γραφείο του μια μέρα πριν το ματς, του εγγυήθηκε ότι ανεξαρτήτως αποτελέσματος δεν θα αποσύρει την εμπιστοσύνη του. Όταν ο Πρόεδρος φτάνει στο σημείο να ανακοινώνει προσωπικά ότι στηρίζει τον προπονητή, ξεκινάς να μετράς αντίστροφα. Οι οπαδοί ήταν στα κάγκελα, ο Έντουαρντς έπρεπε να δείξει σφυγμό, μια αντίδραση, κάτι.
Μπήκε στο γήπεδο για το ματς με τη Φόρεστ λίγες μέρες μετά τη συμπλήρωση των 48ων γενεθλίων του, ένιωθε όμως ότι τους τελευταίους μήνες είχε γεράσει πολύ περισσότερο.
Το γκολ του Μαρκ Ρόμπινς ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα γκολ πρόκρισης. Είναι το γκολ που σηματοδότησε την αρχή της βασιλείας του Άλεξ Φέργκιουσον στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Στο Πρωτάθλημα είχε μείνει πάρα πολύ πίσω, η σανίδα σωτηρίας ήταν το FA Cup. Η προοπτική του «Wembley» ένωσε τους πάντες, ο Άλεξ ήξερε ότι εκείνος ο Τελικός είναι η πρώτη σελίδα σε ένα βιβλίο με χιλιάδες λευκές, άγραφες επί μια τριετία.
Είχε φέρει στην ομάδα τον Λέιτον, πιστό του στρατιώτη από τα χρόνια της Αμπερντίν, αλλά ο Τζιμ παρέπαιε. Η κάκιστη φόρμα του τερματοφύλακα είχε κοστίσει πολλούς βαθμούς, τα λάθη του σε αρκετές περιπτώσεις ήταν ασυγχώρητα, αλλά ο «Φέργκι» επέμενε να τον χρησιμοποιεί για να τον βοηθήσει να μην “πεθάνει” ποδοσφαιρικά.
Στον Τελικό με την Κρίσταλ Πάλας, το δίλημμα ήταν τεράστιο, αλλά ο «Φέργκι» διατηρεί το Λέιτον στην ενδεκάδα. Καταστροφική επιλογή. Η Γιουνάιτεντ διασώζεται χάρη στην κλάση του Μαρκ Χιουζ και “κλέβει” την ισοπαλία στην παράταση. Δεν υπήρχαν πέναλτι, ο Τελικός θα επαναλαμβανόταν μια εβδομάδα αργότερα.
Σκέφτηκε τι θα είχε κάνει ο Άρτσι στη θέση του. Μάλλον κι εκείνος θα εμπιστευόταν τον Τζιμ, δεν θα ήταν αντρίκειο να σκοτώσει έτσι την καριέρα ενός τόσο μεγάλου ποδοσφαιριστή, ενός θρύλου του σκωτσέζικου ποδοσφαίρου. Η ζωή μας όμως είναι γεμάτη δύσκολες επιλογές, οι οποίες μερικές φορές στενοχωρούν τους ανθρώπους που αγαπάμε και μας αγαπούν. Άπαξ και υπάρχει αμφιβολία, σημαίνει ότι δεν υπάρχει αμφιβολία. Κάποια πράγματα είναι αυταπόδεικτα. Ανακοίνωσε στον Λέιτον ότι τον “τελειώνει”. Ένα 32χρονο “βουνό” έβαλε τα κλάματα, έμεινε κλεισμένο στο δωμάτιό του προσπαθώντας να κατανοήσει την απόφαση του ποδοσφαιρικού πατέρα του.
Εκείνη η απόφαση είναι η τομή στην ποδοσφαιρική κοσμοθεωρία του Άλεξ Φέργκιουσον.
Ταξίδι στο Κέντρο της Γης
Ο «Φέργκι» το επόμενο πρωινό καλεί στο γραφείο του τον Λες Σίλι. Ο Λες δεν πλησίαζε καν την ποδοσφαιρική ποιότητα του Λέιτον, δεν ήταν ποτέ σπουδαίος τερματοφύλακας. Εκείνη την περίοδο αρκούσε ότι πίστευε πως ήταν. Η κλήση εκτός από το βάρος της ευθύνης συνοδευόταν και από κίνητρο. Αυτό ο Άλεξ ξέρει ότι είναι κινητήριος δύναμη για πολλά από τα αθλητικά ανδραγαθήματα της ιστορίας.
Στις 17 Μαΐου του 1990 η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ μπαίνει στο Wembley και πίσω από τον αρχηγό Μαρκ Ρόμπινς ξεπροβάλλει η φιγούρα του Λες Σίλι.
Στην πρώτη σέντρα ο Λες ανταπεξέρχεται. Στο πρώτο σουτ μπλοκάρει. Στην πρώτη κεφαλιά αποκρούει με τα πόδια. Αποκτά ψυχολογία, η άμυνα ξεκινά να τον εμπιστεύεται, ο Στιβ Μπρους τού φωνάζει «Πάμε Λες». Οι ακραίοι μπακ αρχίζουν να ξεθαρρεύουν, δεν φοβούνται πια να αφήσουν την άμυνα, «πίσω είναι ο Λες στη μέρα του». Ένας από τους δυο μπακ, ο Λι Μάρτιν, κάνει ένα συγκλονιστικό σπριντ, την στρώνει με το στήθος, την βρίσκει με το μυτάκι με το κακό πόδι, το δεξί, και την στέλνει στα δίχτυα.
Γκολ. Ένα γκολ τίτλος, ένα γκολ που ήταν η πρώτη αχτίδα φωτός μετά από μια νεροποντή διαρκείας.
Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ κατακτά το Κύπελλο Αγγλίας, το πρώτο της μέχρι τότε καταστροφικής εποχής του Άλεξ Φέργκιουσον.
Στη συνέντευξη Τύπου ο Άλεξ φαίνεται καταβεβλημένος. Μετά από μια σεζόν δοκιμασιών και μαρτυρίων, μετά από την πρώτη μεγάλη απόφαση που επηρέασε την καριέρα ενός εκ των αγαπημένων του παιδιών, μετά από μια εφιαλτική περίοδο αμφισβήτησης ακόμα και από την οικογένειά του, ο Άλεξ στέκει μπροστά στο μικρόφωνο, πίνει λίγο νερό και λέει «προχωράμε».
Δεν ξαναμίλησαν με τον Τζιμ μετά από εκείνον τον Τελικό. Ο Λέιτον έφυγε δανεικός, μέχρι να λήξει το συμβόλαιό του, και κατέληξε πίσω στην Σκωτία. Ο Άλεξ έχασε έναν φίλο, έναν άνθρωπο στον οποίον είχε δώσει την πρώτη του ευκαιρία στη ζωή, όταν στα 19 τον επέλεξε βασικό στην Αμπερντίν και έπρεπε να “τελειώσει” σε ένα απόγευμα. Όλη του η καριέρα μετά ήταν γεμάτη τέτοιες αποφάσεις. Καμία δεν συγκρίνεται με εκείνη που πήρε βασανισμένος για τον Λέιτον. Δεν το ξέχασε ποτέ. Και εκεί η μνήμη χόρευε στους ρυθμούς που ήθελε εκείνος και όχι η μοίρα.
Είναι απίθανο πόσα πράγματα συσσωρεύονται μέσα μας, πόσα είναι της ψυχής τ’ αφανέρωτα. Έρχονται όλα ένα-ένα στην επιφάνεια κάποια στιγμή προς το τέλος. Όταν ο εαυτός κάνει τη δική του διαλογή και καταλήγει στα σημαντικά και τ’ ασήμαντα. Σε κάθε δύσκολη απόφαση είμαστε μόνοι. Και κάθε που μένουμε πραγματικά μόνοι, νιώθουμε φόβο και μια περίεργη μοναξιά. Στιγμιαίες σκέψεις περνούν απ’ το μυαλό, διλήμματα, σταυροδρόμια, παράλληλες διαδρομές και πραγματικότητες.
Όταν ύψωσε το πρώτο Κύπελλο στον ουρανό του (παλιού) Wembley, o Άλεξ δεν μπορούσε καν να φανταστεί ότι το ένα τρίτο ολόκληρης της ζωής του θα ήταν συνδεδεμένο με τη Γιουνάιτεντ.
Το δημιούργημά του. Ή μήπως τον δημιούργησε εκείνη; Εξαρτάται αν η προσέγγιση διέπεται ή μη από μακροπρόθεσμη διάθεση. Όταν το βίωνε, ήταν μια άγνωστη κατάσταση για τον εαυτό του.
Σίγουρα θαύμασε, επί παραδείγματι, εκείνο το παιδί με τα λεπτά πόδια που ντρίπλαρε σαν άνεμος, αλλά, όταν μιλούσε στη μητέρα του, δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα γίνει ο «Ράιαν Γκιγκς». Έτσι έγινε με όλα τα παιδιά εκείνης της παρέας του Μάντσεστερ. Ο Άλεξ τους βρήκε πολύ νέους, σε τρυφερή ηλικία, όταν ήταν έτοιμοι να δεχθούν τα πάντα.
Εμφύσησε σημαντικές αξίες, τους έδωσε να κατανοήσουν τι προσπαθούσε να πετύχει μαζί τους, έκανε τα παιδιά κοινωνούς του οράματός του και τα παιδιά ανταπέδωσαν κάνοντάς τον καθοδηγητή των ονείρων τους. Θέλει πολύ μεγάλο ταλέντο η διαχείριση των παιδιών, των εφήβων, των νεαρών ανδρών. Στενοκεφαλιές, εγωισμοί, πειρασμοί, φθόνος, παραστρατήματα. Αντιμετωπίζουν μια πλειάδα “ενήλικων” προβλημάτων πολύ νωρίς στη ζωή τους. Έπρεπε να είναι πάρα πολύ σκληρός μαζί τους. Τα ΜΜΕ τούς χάιδευαν όλους, το φρέσκο πουλάει πάντοτε καλύτερα. Έπρεπε, την ώρα που άπαντες τους εξυμνούσαν, ο Άλεξ να τους προσγειώνει. Έπρεπε να κάνει τον νταή, τον παιδονόμο, τον καλό και τον κακό αστυνομικό την ίδια στιγμή.
Ο Γκιγκς το παραδέχεται μετά από τόσα χρόνια χωρίς περιστροφές: «Εμένα ο πατέρας μου έφυγε, όταν ήμουν 14. Δυο ανθρώπους είχα στη ζωή μου, δυο στηρίγματα. Τον παππού μου και τον προπονητή μου, τον Άλεξ Φέργκιουσον». Σίγουρα ήταν πατρική η σχέση τους. Σχεδόν με όλα τα μέλη της nouvelle vague της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ο Άλεξ είχε αυτή την ιδιότυπη σχέση πατέρα-γιου. Του κάλυπτε το κενό, μετρίαζε την ερινύα της εγκατάλειψης των δικών του αγοριών.
Πολλές φορές υπερέβαινε τα εσκαμμένα στις σχέσεις του με τους παίκτες. Ούρλιαζε, τους εξευτέλιζε, έφερνε το πρόσωπό του στα μούτρα τους και τους προκαλούσε ακόμα και να χειροδικήσουν. Για πολλά παιδιά ήταν τρομακτικός χαρακτήρας. Για τον ίδιο ήταν ένα ακόμα βάρος που έπρεπε να σηκώσει. Πολλές φορές αναρωτήθηκε αν το παρατράβηξε, ακόμα περισσότερες ήθελε να γυρίσει τον χρόνο πίσω και να συμπεριφερθεί διαφορετικά.
Πάντοτε όμως ήταν θιασώτης του δόγματος ότι είναι σωστό να χάνεις την ψυχραιμία σου εάν υπάρχει λόγος. Είχε τεράστιες προσδοκίες από εκείνα τα παιδιά. Δοκίμαζε τα όριά τους, τέσταρε την αφοσίωση και την ψυχική τους κατάσταση, τα πίεζε. Εάν αντιδρούσαν, εάν έδειχναν ασέβεια, τους πέταγε έξω, ακόμα κι αν επρόκειτο για ημιτελικό του Champions League και η παρουσία του “επαναστάτη” στον αγωνιστικό χώρο ήταν επιβεβλημένη. Μόνο με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να διατηρεί τον έλεγχο, μόνο έτσι δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία για το ποιος είναι το αφεντικό.
Η μπαλάντα των αισθήσεων και των παραισθήσεων
Αυτός ήταν ο τρόπος του. Αψύς, άγριος, άδικος. Μερικές φορές δεν ξεστόμιζε λέξη, άλλες τους μάζευε όλους μαζί μετά από ένα κακό αποτέλεσμα και συζητούσαν. Όλα ανάγοντο στο state of mind το δικό του. Δεν αντιμιλούσε κανείς, δεν τολμούσε για την ακρίβεια.
Τους είχε κερδίσει όλους, διότι έξω από το ποδόσφαιρο, μακριά από το χορτάρι του γηπέδου, πάντοτε εντόπιζε ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά και έσπευδε να βοηθήσει. Οι κοπέλες, οι γονείς, το σπίτι, οι φίλοι. Όποιο πρόβλημα κι αν είχαν οι παίκτες, ήταν εκεί. Μερικές φορές ήταν αρκετό ότι είχε διάθεση να τους ακούσει, κάποιες άλλες προσέφερε τη συμβουλή του, νουθετούσε προς τη σωστή, την ώριμη κατεύθυνση.
Ανήκει στην κεντρική κοσμοθεωρία του (και) αυτός ο ρόλος του προπονητή. Στην πραγματικότητα κάνει προβολή του εαυτού του ως παιδαγωγό. Μια πολύ ειδική περίπτωση παιδαγωγού ποδοσφαίρου. Διαφορετικοί άνθρωποι, διαφορετικές ιστορίες. Είναι πολύ δύσκολη η διαχείριση αυτού του εκρηκτικού μάγματος, ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για νεαρούς ταλαντούχους εκατομμυριούχους.
Ακόμα και με τους πιο δύσκολους χαρακτήρες, όπως ο Καντονά, βρήκε τον τρόπο.
Πολύ δύσκολος χαρακτήρας ο Γάλλος. “Αποκλεισμένος” από παντού, είχε κηρύξει τον πόλεμο στους πάντες. “Κακό παιδί” εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου, παρίας στη Λιντς, ανεπιθύμητος στο Νησί σχεδόν όσο και στην πατρίδα του, τη Γαλλία.
Όταν ασχολήθηκε με την περίπτωσή του, ο Ερίκ είχε χάσει το πάθος για το παιχνίδι. Ο Άλεξ αμφιταλαντεύοταν, το συζήτησε με τον Πλατινί ένα βράδυ στο Παρίσι. Ο Μισέλ τον διαβεβαίωσε ότι είναι σπουδαίος παίκτης, αλλά δεν έχει βρει ακόμη τον προπονητή να τον καταλάβει. Όχι ποδοσφαιρικά, ως προσωπικότητα.
Πιθανόν ο Φέργκιουσον να διέκρινε τον εαυτό του στον επαναστάτη χωρίς αιτία Καντονά. Ένας εκρηκτικός Γάλλος μαζί με έναν εκρηκτικό Σκωτσέζο. Ωρολογιακή βόμβα.
Ο Φέργκιουσον, όταν τον έφερε στο Μάντσεστερ (με ένα τρομερό deal του ευτελούς ποσού του 1 εκατ. στερλίνων), αποφάσισε να διαγράψει το παρελθόν του και να τα οικοδομήσει όλα από την αρχή. Δούλεψε πολύ για να τον εντάξει στη φιλοσοφία της Γιουνάιτεντ, το έκανε μαεστρικά, κάνοντάς τον να αισθανθεί πιο ελεύθερος από ποτέ. Ήταν σαν να ήξερε τι χρειαζόταν ο Καντονά τη συγκεκριμένη στιγμή της ζωής και της καριέρας του.
Τον αντιμετώπιζε διαφορετικά απ’ όλους τους άλλους, ως ξεχωριστή προσωπικότητα, σαν “ευγενή”. Όποια τρέλα κι αν έκανε ο Καντονά, όσο κι αν προσπαθούσε να ανατινάξει τα αποδυτήρια, ο Άλεξ ήταν εκεί και αποδραματοποιούσε. Άφηνε ο Μπέκαμ ένα κουμπί στο πουκάμισο ξεκούμπωτο, ο Άλεξ του φώναζε να το κουμπώσει γιατί εκπροσωπεί τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Έμπαινε ο Καντονά με εκείνα τα φαρδιά λευκά λινά κοστούμια κι ο «Φέργκι» χαμογελούσε και του έλεγε «αυτό είναι στιλ, δείξε και στους άλλους να μαθαίνουν».
Ο Καντονά είχε την απόλυτη ελευθερία να εκφραστεί. Πίστευε ότι το άξιζε, στην πραγματικότητα αυτή την ελευθερία την είχε παραχωρήσει ο Άλεξ Φέργκιουσον. Σπουδαίος ψυχολόγος, ποδοσφαιρικός ψυχολόγος. Απορροφούσε τους κραδασμούς και οι στρατιώτες του ήταν έτοιμοι να πεθάνουν γι’ αυτόν. Ο Καντονά έκανε καταπληκτικές σεζόν υπό τις οδηγίες του, επί της ουσίας με τον Φέργκιουσον έχτισε τον μύθο του. Ούτε ήταν παιδί του Μάντσεστερ ούτε τον είχε μαζί του από την εφηβεία για να τον πλάσει όπως ήθελε εκείνος. Ήξερε πώς να τον διαχειριστεί, έβγαλε στην επιφάνεια τον καλύτερο εαυτό του εντός τερέν.
Για τον Καντονά ήταν το ποδόσφαιρο ακριβώς όπως το είχε ονειρευτεί στα μικράτα του στη Μασσαλία. Η ατμόσφαιρα, ο τρόπος παιχνιδιού, ο οργανισμός, η προπόνηση, η προστασία της ιδιωτικότητας, η ελευθερία. Είχε αυτήν την σπάνια ικανότητα ο Άλεξ να κάνει τους παίκτες να αισθάνονται ότι ανήκουν εκεί, ότι το Old Trafford είναι το σπίτι τους.
Ο Ερίκ ήταν το κερασάκι που έλειπε για να ολοκληρωθεί το γλυκό. Το τελευταίο συστατικό για να έρθει το πολυπόθητο Πρωτάθλημα. Και ήρθε. Μετά από μια ματωμένη 25ετία, περνώντας από την Σκύλλα και τη Χάρυβδη, με το άστρο του Άλεξ Φέργκιουσον να ανατέλλει, συνεπικουρούμενο από το φως του Μπεστ, του Λο και του Τσάρλτον που έφεγγε ακόμα.
Ο Άλεξ ήξερε ότι μόλις είχε ξεκινήσει μια πανέμορφη μπαλάντα, μια μελωδία που επρόκειτο να συντροφεύει αυτήν την ομάδα σε ολόκληρη την καμπή της. Απλώς είναι πολύ όμορφο όταν ξεκινάει κάτι τόσο μεγάλο, είναι υπέροχο το συναίσθημα της χαράς και της βεβαιότητας ότι αυτή η αίσθηση ευφορίας θα είναι παρατεταμένη.
Η Έβδομη Ακτίνα
Ο Φέργκιουσον είχε βάλει τα θεμέλια τόσο στιβαρά, τόσο κραταιά, ώστε φίλοι και αντίπαλοι είχαν τη βεβαιότητα ότι έρχεται μια νέα εποχή. Νταμπλ, ευτυχία, sold out παραστάσεις στο «Θέατρο των Ονείρων». Πια δεν περπατούσαν φαντάσματα στο χορτάρι, περπατούσαν τα παιδιά του Άλεξ Φέργκιουσον. Ξανά νταμπλ, το λεγόμενο «διπλό Νταμπλ» δεν είχε συμβεί ποτέ ξανά.
Όσο κι αν είναι αδόκιμο, η φιλοσοφία του «Φέργκι» βασίζεται στην προσέγγιση της αποτυχίας. Η ιστορία απέδειξε ότι η ήττα ήταν μέρος της προόδου, πυροδοτούσε αλυσιδωτά γεγονότα και οδηγούσε στην κατάκτηση των στόχων. Ως ανθρώπινα όντα, οι αντιξοότητες είναι μέρος της ζωής μας, όταν συμβαίνουν, τότε βρίσκουμε πραγματικά τον εαυτό μας. Η αγάπη, το δέσιμο αφορά και στις επιτυχίες και στις αποτυχίες, σ’ εκείνες τις στιγμές όπου έχουμε ανάγκη πιο πολύ τους ανθρώπους που μας σημάδεψαν.
Η Γιουνάιτεντ κατόρθωσε να το βιώσει όλο αυτό σε μερικά λεπτά. Ξεπρόβαλε αυτό το ποτάμι συναισθημάτων σε ένα ανεπαίσθητο διάστημα στον χωροχρόνο, στο τρίλεπτο της απόλυτης έκστασης το 1999 στη Βαρκελώνη.
Η ομάδα είχε κατακτήσει και πάλι το Νταμπλ. Για τον Άλεξ όμως ο στόχος ήταν εξαρχής διακριτός: όλα ήταν η Ευρώπη. Το μεγάλο Κύπελλο, η ανάγκη να χαραχθεί το όνομα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο πιο βαρύτιμο ποδοσφαιρικό τρόπαιο της Γηραιάς Ηπείρου. Είχαν φτάσει με φόρα στη Βαρκελώνη. Για τον Φέργκιουσον «η κούπα με τα μεγάλα αφτιά» ήταν κάτι σαν ανταμοιβή για όλα εκείνα στα οποία επέμεινε και πίστευε τόσα χρόνια. Είχε προετοιμάσει την ομάδα σωστά, είχε φροντίσει να αποφορτίσει τους ποδοσφαιριστές, είχε σχεδιάσει το τακτικό πλάνο, πάνω απ’ όλα είχε ξυπνήσει με καλή διάθεση την ημέρα του Τελικού, γεγονός που θεωρούσε ανέκαθεν σημαδιακό.
Όσο το ήθελε η Γιουνάιτεντ όμως το ήθελε και η Μπάγερν. Κι εκείνη διέθετε την παράδοση, και οι δικοί της ποδοσφαιριστές είχαν τις προσδοκίες, κι εκείνοι το περίμεναν καιρό. Όσο πλησίαζε η ώρα του αγώνα, ο «Φέργκι» ένιωθε πεταλούδες στο στομάχι. Είχε αισθανθεί έτσι πολλά χρόνια πριν, πάλι στο παιχνίδι εναντίον της Μπάγερν, σε εκείνον τον προημιτελικό του 1983 με την Αμπερντίν. Είναι μνήμες βαθιά χαραγμένες στο μυαλό, διπλοκλειδωμένες και με το κλειδί χαμένο.
Όταν ο Μάριο Μπάσλερ άνοιξε το σκορ για την Μπάγερν, υπήρχε χρόνος. Ο χρόνος όμως περνούσε βασανιστικά γρήγορα και η Γιουνάιτεντ δεν αντιδρούσε. Οι Γερμανοί τηρούσαν απαρέγκλιτα το πλάνο τους, αμύνονταν αποτελεσματικά, ο «Φέργκι» τα είχε δοκιμάσει όλα, αλλά η ομάδα δεν έκανε τις ευκαιρίες που συνήθιζε να κάνει. Ήταν χαμένη σε μια φλυαρία που δεν οδηγούσε πουθενά.
73o λεπτό, ο Σολ ψάχνει τον Γιάνκερ. Η μπάλα κυλάει, την ελέγχει ο Έφενμπεργκ, αλλάζει με τον Μπάσλερ και ξαναπαίρνει ο Σολ. Ο Μεχμέτ την σκάβει. Ένα εκπληκτικό σκάψιμο, πραγματικό κομψοτέχνημα. Η καρδιά του Φέργκιουσον σταμάτησε. Η μπάλα βρήκε το δοκάρι, ο σφυγμός επέστρεψε. Είχε φτιάξει τη φάση στο μυαλό του, την είχε προβάλει σε δέκατα του δευτερολέπτου πολλές φορές και η μπάλα κατέληγε πάντα μέσα.
84o λεπτό ξανά ο Σολ, η κεφαλιά του βρίσκει τον Κάρστεν Γιάνκερ με πλάτη στο τέρμα, ο Γερμανός κάνει το ανάποδο ψαλίδι, η μπάλα και πάλι καταλήγει στο δοκάρι. Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, τότε ακριβώς ο Φέργκιουσον το πίστεψε περισσότερο. Το χρωστούσε η μοίρα, το σύμπαν, το κισμέτ, το κρίσνα, κάθε φανερή και απόκρυφη έκφραση.
Η Γιουνάιτεντ επέζησε στο σφυροκόπημα και είχε έρθει η ώρα να αναλάβουν εκείνα τα παιδιά που είχαν μάθει να υπερασπίζονται με τον δικό τους τρόπο τους εαυτούς τους. Μπέκαμ, Γκιγκς, Σκόουλς, Μπατ, Νέβιλ. Στα μάτια τους καθρεπτιζόταν η καταγωγή τους, το παρελθόν τους, οι μνήμες και τα βιώματά τους.
Ο Φέργκιουσον στο δοκάρι του Γιάνκερ θυμήθηκε τον «Άλεκ», το αίσθημα της εργατικής τάξης στα ναυπηγεία, την ιστορία των γονιών του, την αυτοθυσία του πατέρα του, τη σημασία να διεκδικείς. Ας μην κερδίσεις στο τέλος. Αρκεί να διεκδικήσεις, να υπερασπιστείς τον εαυτό σου και την τιμή σου.
Η ομάδα είχε ξυπνήσει, αλλά δεν είχε χρόνο. Ο «Φέργκι» περίμενε με αγωνία να σηκώσει ο τέταρτος τον πίνακα με τον επιπλέον χρόνο. Ευχόταν να δείξει 20 λεπτά, ήθελε να πιστέψει στην ουτοπία. Έδειξε μονάχα τρία. Ξεκίνησε να σκέπτεται την ομιλία μετά την ήττα. Έψαχνε κουράγιο για να ανυψώσει τα συντετριμμένα ηθικά των παικτών του. Το μόνο που ήθελε να τους πει ήταν ότι ήταν υπέροχοι. Όλοι τους. Είχαν κάνει μια καταπληκτική σεζόν, τον είχαν κάνει περήφανο για την πρόοδο τους, είχαν κερδίσει όλα τα τρόπαια που διεκδίκησαν εκτός από ένα.
Έστρεψε το βλέμμα αριστερά του.
Η ομάδα είχε κερδίσει κόρνερ. Δεν είχε καν το κουράγιο να φωνάξει στον Σμάιχελ να μην ανέβει. Το γέμισμα είναι μέσα στην καρδιά της περιοχής. Στέκει αγέρωχος με το γκρι του κοστούμι με το οικόσημο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και έχει τα χέρια πίσω από την πλάτη. Η μπάλα φτάνει στον Ντουάιτ Γιόρκ. Διώχνεται, καταλήγει στον Γκιγκς που κάνει ένα πολύ κακό σουτ. Παρεμβάλλεται το πόδι του Τέντι Σέριγχαμ. Γκολ. Ήταν σαν να χάλασε ο κόσμος.
Μια αδιανόητη έκρηξη συναισθημάτων, ο Άλεξ χοροπηδούσε σαν μωρό παιδί, αγκάλιαζε όποιον περνούσε από μπροστά του. Βρήκε τη διαύγεια να δώσει οδηγίες. Τους ζήτησε να συγκεντρωθούν, να ηρεμήσουν, να επιδείξουν ψυχραιμία και πρόσθεσε τη μαγική παράμετρο: «Τώρα είναι η ώρα, τα έχουν χαμένα».
Κι άλλο κόρνερ. Ο Μπέκαμ πάλι στην καρδιά της περιοχής. Την βρίσκει με το κεφάλι πάλι ο Σέριγχαμ, βάζει το πόδι ο Σόλσκιερ. Γκολ. Δεν υπήρχε αυτό που συνέβη, δεν το φανταζόταν ούτε ο πιο ευφάνταστος νους. Όλος ο πάγκος της Γιουνάιτεντ είναι μέσα στον αγωνιστικό χώρο, στην εξέδρα επικρατεί παροξυσμός, όλος ο κόσμος που παρακολουθεί το παιχνίδι από την τηλεόραση έχει μείνει ενεός. Ψύχραιμος έχει παραμείνει μονάχα εκείνος. Κοιτάζει το ρολόι του. Το δικό του ταξίδι στον χωροχρόνο ήταν στο διάστημα μεταξύ των δυο δοκαριών και της ισοφάρισης. Μετά, από «Άλεκ» ξανάγινε Άλεξ. Κοίταξε το ρολόι του, έδειξε σε όποιον παίκτη κοιτούσε εκείνην την στιγμή προς τον πάγκο πόσος χρόνος απέμενε: «Δύο λεπτά».
Οι Γερμανοί τα είχαν χαμένα, ήταν ανθρωπίνως αδύνατον να αντιδράσουν μετά από τέτοια ψυχρολουσία.
Το παιχνίδι τελειώνει. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στη Γη της Επαγγελίας. Η ομάδα του Αλεξάντερ Τσάπμαν Φέργκιουσον Πρωταθλήτρια Ευρώπης.
Ακόμα και ο Κολίνα έχει μείνει στον αγωνιστικό χώρο και παρηγορεί τους ποδοσφαιριστές της Μπάγερν. Είναι όλοι πεσμένοι κάτω, αδυνατούν να το πιστέψουν. Του έχει μείνει του «Φέργκι» αυτή η εικόνα με τον διαιτητή. Τον κοιτούσε επίμονα, ήθελε να δει πρώτος την ανάσα του σφυρίγματος της λήξης. Ήταν το τελευταίο πράγμα που τον χώριζε από το Τρεμπλ. Μια ανάσα. Από την Κόλαση στον Παράδεισο. Στις πρώτες δηλώσεις αφήνει τον εαυτό του: «Δεν το πιστεύω! Δεν μπορώ να το πιστέψω! Το ποδόσφαιρο, γαμώ το! Το ποδόσφαιρο»!
Συγχαρητήρια, αγκαλιές, μετάλλια, το Κύπελλο. Παντού χαμόγελα. Σκεφτόταν πού μπορεί να είναι η Κάθι. Την έψαχνε με το βλέμμα, φώναζε το όνομά της. Η Κάθι. Και στις καλές και στις κακές στιγμές, πάντα η Κάθι.
Όταν είχε μείνει μόνος του στην εντατική, έγραφε γράμματα στην Κάθι. Όλα όσα ήθελε να της πει, όλα όσα δεν πρόλαβε να της εκφράσει. Ήταν περήφανος για την Κάθι, για την αποφασιστικότητά της, τη δύναμη που πήρε από εκείνη.
Διέξοδος στο φως
«Όλα αυτά τα χρόνια έδειξες τεράστια δύναμη. Η καρδιά μου θα χτυπάει πάντα για σένα. Δεν τα παρατάω. Είμαι μόνος και αδύναμος και μου λείπεις. Μου λείπει το φως σου. Είμαι πολύ περήφανος για σένα και για τους γιους μας. Εσύ είχες τον πλήρη έλεγχο της οικογένειάς μας. Εσύ ήσουν εκεί στο σχολείο, στους έρωτές τους, στα λάθη τους. Δεν μπορούσα Κάθι. Ήμουν απασχολημένος με τη δουλειά. Δεν μπορούσα».
Είναι εκπληκτικό. Είναι η συντομότερη δυνατή εκδοχή της ζωής του, σαν άτυπη απολογία, επειδή δεν μπόρεσε να είναι εκεί. Στο τέλος, στο ταμείο, η Κάθι ήταν ο καταλύτης όλων των παραμέτρων της προσωπικότητας του Άλεξ Φέργκιουσον. Μια γυναίκα η οποία θυσιάστηκε για να τον στηρίξει ολοκληρωτικά, μια γυναίκα που τον ακολούθησε παντού και αποδέχτηκε όλες τις εκδοχές του εαυτού του. Από το 1965 μαζί.
Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που του ήρθε στο μυαλό, στην κορυφαία του στιγμή ως προπονητή, στο απόγειο της καριέρας του, στην χρονιά-ορόσημο της επαγγελματικής ζωής του. Η ομάδα του 1999 ήταν η επιτομή όλων των ομάδων του. Συμπεριλαμβανομένων όλων των επιτυχημένων ομάδων της Γιουνάιτεντ και του θαύματος στο Αμπερντίν.
Κοιτάζει πίσω, ψάχνει στο μυαλό του και δεν ζορίζεται να επιλέξει. Αυτή ήταν η ψυχή. Μέχρι να φύγει, είχε μείνει εκεί. Σαν να περπατάς και να περιεργάζεσαι έναν διάδρομο γεμάτο επιτεύγματα, γεμάτο χαρές, απογοητεύσεις, χρήματα, εκπληρωμένες κι ανεκπλήρωτες φιλοδοξίες και να φτάνεις σε μια μεγάλη ξύλινη πόρτα που μέσα κρύβει εκείνο το ένα, το μονάκριβο, τη μια ανάμνηση που δεσπόζει. Όλη του η ζωή σε μερικά λεπτά. Όλη του η διαδρομή. Ολόκληρη η σταδιοδρομία. Όλα μαζί τα χαρακτηριστικά τους. Όλα εκείνο το βράδυ στη Βαρκελώνη.
Από το ναδίρ στο ζενίθ, από το Γκόβαν στο Παλάτι του Μπάκιγχαμ. Ο «Άλεκ» που έγινε Άλεξ και κατέληξε «Σερ Άλεξ».
Τελευταία Έξοδος – Old Trafford
Ανησυχούσε. Ήταν πολύ νευρικός. Πρέπει να φανεί συνεπής στην ιστορία, να δικαιώσει την ωραιοποίηση του παρελθόντος, την εξιδανίκευση των αναμνήσεων. Ανθρώπινο είναι κι αυτό, ακόμα και ο ναρκισισιμός εμπεριέχει νόστο.
Έχουν περάσει τέσσερεις εβδομάδες από το εγκεφαλικό. Η Γιουνάιτεντ τον έχει προσκαλέσει στο σπίτι του. Ρίχνει μια κλεφτή ματιά στο άγαλμα που κοσμεί την είσοδο του γηπέδου από το 2012, μπαίνει στο φουαγιέ, τον χαιρετούν οι πάντες, μικρά παιδιά που δεν έχουν ιδέα ποιος είναι και τι έκανε τον κοιτάζουν με δέος, πιο πολύ γιατί βλέπουν τον πατέρα τους με τα μάτια γεμάτα. Μασάει τσίχλα. Σήμα κατατεθέν σε όλη του την σταδιοδρομία, εκεί του άρεσε να διοχετεύει το άγχος.
Από τα μεγάφωνα ξεκινά η παρουσίασή του:
«Κυρίες και κύριοι, έχουμε την τιμή και τη χαρά να υποδεχτούμε έναν άνθρωπο που είναι μέρος της ιστορίας αυτού του συλλόγου. Κατέκτησε πέντε Κύπελλα Αγγλίας, τέσσερα League Cup, 10 Charity Shield, ένα Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης, ένα Ευρωπαϊκό Super Cup, δύο Champions League, δύο Διηπειρωτικά, ένα Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων και 13 Πρωταθλήματα Αγγλίας. Υποδεχθείτε τον άνθρωπο που έκανε το αδύνατο δυνατό, τον σπουδαιότερο Βρετανό προπονητή στην ιστορία. Χειροκροτήστε, δίνοντας πιο ένθερμο καλωσόρισμα στον Σερ Άλεξ Φέργκιουσον»!
Χαμογελάει, είναι χαρούμενος, πραγματικά ευτυχισμένος. Τον αγαπούν κι εκείνος ανταποδίδει την αγάπη.
Μια ολόκληρη ζωή δεν αρκεί για να ξεχάσεις.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πολ Σκόουλς: ο υποτιμημένος αντιήρωας
Ράιαν Γκιγκς: Εις το όνομα του πατρός