«Hijo del viento». «Ο γιος του ανέμου». Ο θρύλος έλεγε ότι μπορούσε να τρέξει τα 100 μέτρα σε 11 δευτερόλεπτα κυνηγώντας μια μπάλα. Μόνο αν υπήρχε μπάλα, μόνο αν είχε κίνητρο.
Αδύνατη, “σκαμμένη” φιγούρα, νευρώδης, άτακτο κι ατίθασο μαλλί σαν rock star. Φέρτε στον νου τον Ίγκι Ποπ, έναν ταξιδιώτη που καβαλάει το όνειρό του και το περιφέρει στ’ απόκρυφα μέρη της πόλης μέσα στη νύχτα, κάτω απ’ τον κούφιο ουρανό.
Αυτό ήταν ο Κλάουντιο Κανίγια (Κανίτζα επί το ορθότερον, αλλά επικράτησε η πρώτη εκφώνηση στα μέρη μας).
Ένας περιφερόμενος rock star των γηπέδων, ένα κακό παιδί που εξαιτίας των αδυναμιών και των ατασθαλιών του κατέληξε να κάνει πολύ μικρότερη καριέρα από εκείνη που του αναλογούσε.
Γεννημένος στο αγροτικό Χέντερσον, στην ευρύτερη περιοχή του Μπουένος Άιρες, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’60, όταν η Αργεντινή προσπαθούσε ακόμη να διαχειριστεί τον χαμό της Εβίτας. Λάτρευε τον στίβο, τρελαινόταν να τρέχει στα χωράφια, του άρεσαν τα 100, τα 200, τα 400, όλοι οι δρόμοι ταχύτητας. Δοκίμασε και το μήκος, το ποδόσφαιρο ήταν περισσότερο χόμπι, κάτι σαν φόρος τιμής στον μεγάλο Γκαρίντσα που τότε καταδυνάστευε τα όνειρα όλων των πιτσιρικάδων στη Λατινική Αμερική.
Εάν δεν υπήρχε το ζωηρό ενδιαφέρον της μεγάλης Ρίβερ Πλέιτ στα 15 του, πιθανόν σήμερα θα μιλούσαμε για έναν σπουδαίο Αργεντίνο σπρίντερ, έναν Ολυμπιονίκη με δεκάδες παράσημα στην καριέρα του. Ζηλευτό δίκτυο ακαδημιών, προπονητές παιδαγωγοί αλλά εραστές του επιθετικού, του “ατίθασου” ποδοσφαίρου που ταίριαζε γάντι στον Κλάουντιο.
Δεν πρόλαβαν να τον χαρούν καιρό στο «Monumental», μέχρι το ’88 πρόλαβε όμως να τα κατακτήσει όλα με τους Millonarios. Πρωτάθλημα, Libertadores, Διηπειρωτικό. Όλες κι όλες 53 συμμετοχές, μόλις οκτώ γκολ κι όμως όλη η Αργεντινή ερωτευμένη μαζί του. Ήταν δυσεύρετη και πανάκριβη τότε η ταχύτητα και η έκρηξη στους ποδοσφαιριστές. Ο Κανίγια, όταν άνοιγε τον διασκελισμό του, ήταν άπιαστος, σαν άγριο άλογο που σηκώνει αμμοθύελλα με τα ποδοβολητά του.
Η Αργεντινή εκείνον τον καιρό ζούσε και ανέπνεε σε ρυθμούς Ντιέγκο. Ο Μαραντόνα την είχε οδηγήσει στην κατάκτηση του Παγκόσμιου Κυπέλλου στο Μεξικό, είχε ξαναφέρει την ελπίδα, είχε ταπεινώσει τους Εγγλέζους στο θρυλικό ματς με το «χέρι του Θεού».
Είχε ξετρελαθεί μαζί του ο Μαραντόνα. από τον Ιούνιο του 1987 στη Ζυρίχη, όπου “κόλλησαν” στην αποστολή της Εθνικής ομάδας, κι έπειτα ο Κλάουντιο ήταν ο φίλος, ο ακόλουθος στις παρασπονδίες, ο ιδανικός συμπαίκτης για τον Ντιέγκο. Με τα χρόνια η φιλία τους έγινε ακόμα πιο έντονη, αδερφική, αρκετές φορές και καταστροφική.
Η δημοφιλία και ο παροξυσμός για τον Ντιέγκο σε συνδυασμό με την εξωτική παρουσία και το μελαγχολικό βλέμμα του νεαρού Κανίγια οδήγησαν σε μια κατάσταση άνευ προηγουμένου με τις θαυμάστριες και τις groupies στα night clubs. Τα ξενύχτια έφεραν το αλκοόλ, το αλκοόλ έφερε τις σκόνες. Αυτή όμως ήταν η αθέατη πλευρά.
Η εικόνα στο γήπεδο ήταν χάρμα ιδέσθαι, σαν ένα διαρκές ροκ κονσέρτο με εναλλασσόμενα μπιζαρίσματα. Ο Ντιέγκο σέρβιρε στον κενό χώρο, ο Κανίγια με την εξωπραγματική του ταχύτητα και εκείνο το τρέξιμο στα πρόθυρα της πτώσης τούς περνούσε όλους σαν σταματημένους.
Ενθουσιαζόμαστε σήμερα με τον εξωπραγματικό Εμπαπέ, με την έκρηξη του Χάαλαντ, τις τρελές κούρσες των υπεραθλητών τύπου Ρονάλντο, γιατί έχουμε ξεχάσει τον Κανίγια. Πιθανότατα είναι μια διαπίστωση που ανάγεται στην ενισχυτική δυναμική της νοσταλγίας, κανείς ωστόσο από τους σύγχρονους αναλυτές ή σχολιογράφους του ποδοσφαίρου δεν συμπεριλαμβάνει τον «γιο του ανέμου» στα συγκρίσιμα μεγέθη. Είναι άδικο σε έναν χώρο στον οποίον η σύγκριση του νέου με το παλιό θεωρείται βασικό αξίωμα να απουσιάζει ένας τέτοιος ποδοσφαιριστής από το φάσμα των καλύτερων.
Παλιά του τέχνη κόσκινο του Κλάουντιο, από πολύ νεαρός ήταν “αποκλεισμένος”, ακριβώς επειδή είχε αυτή τη ροπή στην ατασθαλία.
Τον καιρό της υπερβολής και του ακατάσχετου βερμπαλισμού, τον καιρό της μάχης του clickbait, και ο Κανίγια δεν έχει καν μια αξιοπρεπή -έστω συνοπτική- αναφορά στη Wikipedia. Ένα μίζερο προφίλ, τρεις αράδες καριέρας, απλή αναφορά στατιστικών στοιχείων.
Σίγουρα δεν αγωνίστηκε σε πρωτοκλασάτη ομάδα της Serie A την χρυσή δεκαετία του ’90 για το Campionato, εκείνον τον καιρό στην Ιταλία ζούσαν και βασίλευαν ο Μαραντόνα, ο Πλατινί, ο Γκούλιτ, ο Φαν Μπάστεν, ο Μπάτζο, ο Ματέους, ο Μαντσίνι, ο Μπάλμπο, ο Καρέκα, ο Ζίκο, δεκάδες πρωτοκλασάτοι ποδοσφαιριστές, ατραξιόν από μόνοι τους. Η περίπτωση του Κανίγια σε μια ομάδα όπως η Αταλάντα φυσιολογικά πέρασε σε δεύτερο πλάνο.
Όταν όμως ξεκίνησε να παίζει, όταν άρχισε να βγάζει στο γήπεδο τα χαρακτηριστικά που τρέλαναν κόσμο στη Ρίβερ, ξεκίνησαν οι διθύραμβοι.
Η Αταλάντη, το σύμβολο στη φανέλα του στο Μπέργκαμο, ήταν η θεά του κυνηγιού. Από τα πρώτα χρόνια της ζωής της είχε μάθει να ζει στις αντιξοότητες, μιας και ο πατέρας της την είχε παρατήσει στο βουνό για να τη μεγαλώσει μια αρκούδα. Έγινε αγρίμι, έμαθε να τρέχει πολύ γρήγορα, να στοχεύει δολοφονικά με το τόξο της. Ο μύθος λέει ότι σκότωσε τον Υλαίο και τον Φοίκο, δυο κένταυρους που προσπάθησαν να τη βιάσουν. δεν μπορούσε να την αγγίξει κανείς.
Ο Κανίγια στο “κυνήγι” ήταν ακριβώς ό,τι και ο μύθος της Αταλάντης, στην οποία πρωτόπαιξε ποδόσφαιρο στην Ευρώπη. Αστραπιαίες επιταχύνσεις, ένας κρυμμένος δρομέας που μετατρέπεται σε άγριο θηρίο στον ανοιχτό χώρο, ένα αγρίμι που δεν μπορούσε να μαρκάρει κανείς.
Το ίδιο έκανε και με τη φανέλα της «Albiceleste», με την οποία έγινε και πιο γνωστός στο ευρύτερο κοινό.
Το γκολ του στο παιχνίδι εναντίον της Βραζιλίας μετά το σόλο του Ντιέγκο είναι η πιο “Κανίγια” κίνηση που υπάρχει. Βλέπει τον Ντιέγκο να ξεκινά με την πρώτη ντρίπλα στο κέντρο του γηπέδου, έχει πλάτη στο τέρμα, γυρίζει το κορμί του και κόβει διαγώνια μέσα για να ξεμαρκαριστεί. Ο Μαραντόνα κάνει και το επιπλέον περιττό που του επέτρεπε η αδιανόητη κλάση του και, ακριβώς μια στιγμή πριν τον σωριάσουν στο έδαφος, δίνει την ασίστ στον κενό χώρο. Ο Κανίγια είναι εκεί, βρίσκεται ακριβώς εκεί όπου έπρεπε να είναι. Την στρώνει, ντριπλάρει και τον Ταφαρέλ και πλασάρει στα δίχτυα.
🎂 Hoy cumple 51 años Claudio Paul Caniggia.
🗣 Autor de uno de los goles que más gritamos:
🇦🇷 Argentina 1-0 Brasil 🇧🇷 en el Mundial de Italia 90.#FelizCumpleCani pic.twitter.com/yGSgUE0xLc— Diario Olé (@DiarioOle) January 9, 2018
Είναι ένα γκολ-μύθος, ένα γκολ απ’ αυτά που, εάν τα έχεις δει ζωντανά, μένουν σφηνωμένα στο μυαλό για πάντα. Καθοριστικό, εξαγνιστικό, ποιητικό, ένα γκολ που περικλείει όλα τα συστατικά ενός ποδοσφαίρου που δεν υπάρχει πια. Δεν είναι το ταλέντο ή η ταχύτητα. Είναι η προσωπικότητα, ο συνδυασμός, η ασύλληπτη πάσα, το “κόψιμο” και η προσποίηση, η στέκα στο μαλλί, το χαμόγελο της ευτυχίας.
Στο ιταλικό Πρωτάθλημα δεν είχε ποτέ αυτό το χαμόγελο. Καθ’ όλη την παρουσία του στα ιταλικά γήπεδα για μία εξαετία πέρασε από τη Βερόνα, την Αταλάντα και τη Ρόμα, είχε εξαιρετικές εμφανίσεις, αξιομνημόνευτα αποτελέσματα. Ήταν όμως κλειστός, εσωστρεφής, αγέλαστος. Είχε τις συνεχείς και αδιάκοπες συμμετοχές στην «Albiceleste», μιλάμε όμως για μια εποχή όπου το 1990, επί παραδείγματι, Μίλαν, «Γιούβε» και Σαμπντόρια σάρωσαν και τα τρία τότε Ευρωπαϊκά Κύπελλα.
Σε αυτό το επίπεδο ο Κανίγια φάνταζε “κανονικός”, το ταλέντο του “συνηθισμένο”, τα επιτεύγματά του “φυσιολογικά”. Ήταν φύσει αδύνατον να καθιερωθεί στα Μέσα Ενημέρωσης, να δημιουργήσει ντόρο γύρω απ’ το όνομά του για τους σωστούς λόγους.
Στην πραγματικότητα ωστόσο, η υποβάθμισή του και η “εγγενής αντιπάθεια” γεννήθηκε εξαιτίας ενός γκολ που πλήγωσε (σχεδόν) όλην την Ιταλία στο Μουντιάλ του 1990.
Ο Κάρλος Μπιλάρδο τον είχε σταθερά στις κλήσεις, θα ήταν τρελός, εάν δεν έδινε στον Μαραντόνα την εναλλακτική του «άγριου αλόγου στο ξέφωτο». Στον ημιτελικό της 3ης Ιουλίου με την οικοδέσποινα Ιταλία στο κατάμεστο San Paolo, ο Κανίγια εκμεταλλευόμενος την άστοχη έξοδο του Βάλτερ Τζένγκα, έβαλε απλώς σωστά το κεφάλι του, ισοφάρισε για την Αργεντινή και της επέτρεψε να αποκλείσει τους Ιταλούς στα πέναλτι.
Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα δράματα στην ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου, ένα “ασυγχώρητο” λάθος που μετέτρεψε τον Κανίγια σε «εκείνον που απέκλεισε τη “Squadra Azzurra”».
Έχουμε κι εμείς πολλά παραδείγματα Εθνικής και συλλογικής “τραγωδίας”. Το χαμένο τετ α τετ του Αλεξανδρή με τον Σμάιχελ που στέρησε τη συμμετοχή στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Γαλλίας, το πέναλτι του Γκέκα με την Κόστα Ρίκα, η ευκαιρία του Ντέμη με τη Λοκομοτίβ, το χαμένο πέναλτι του Μαλιούφα στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου, το σουτ του Βλάοβιτς στο Camp Nou, ο «αέρας» του Ελευθερόπουλου με τη Γιουβέντους. Πολλά, πάρα πολλά.
Στο ποδόσφαιρο ανέκαθεν έγραφαν μεγαλύτερη ιστορία τα δράματα από τις επιτυχίες, αυτά μένουν στο θυμικό του οπαδού, αυτά γράφουν και δεν ξεγράφουν ποτέ. Τα δράματα και τα σκάνδαλα.
Όταν ο Κανίγια βρέθηκε θετικός στην κοκαΐνη τον Μάρτιο του 1993, πριν από ένα παιχνίδι της Ρόμα με τη Νάπολι, όλοι περίπου ήξεραν. Ακριβώς δυο χρόνια μετά την υπόθεση του Μαραντόνα (Μάρτιος του 1991), ακριβώς υπό την ίδια πίεση. Δεν ήταν μυστικό ότι ξενυχτούσε, ότι είχε χρόνιες κακές συνήθειες και εξαρτήσεις. Δεν φρόντιζε να το κρύψει, δεν προνόησε να το σταματήσει.
Ο αποκλεισμός του για 13 μήνες από κάθε αγωνιστική δραστηριότητα ήταν το λιγότερο. Έγινε λιγομίλητος, καχύποπτος, αινιγματικός, φθονερός. Όπως στο χορτάρι δεν χωρούσε σε καμία τακτική, έτσι έμεινε εκτός πλαισίου και έξω απ’ αυτό. Τη χειρότερη στιγμή, στα 26, με τη Ρόμα να προελαύνει, με τον ίδιο να έχει τέσσερα γκολ σε 15 εμφανίσεις με τη «Magica».
Απολάμβανε προνομιακής μεταχείρισης, ήταν γνωστός ο εθισμός του, ευδιάκριτη η αδυναμία του. Ήταν όμως κωμική η ηθικολογική οργή των Ιταλών, η οποία πιο πολύ ακουμπούσε στη μεγάλη ρεβάνς για την πίκρα του ’90: «Ο Κανίγια είναι δυνατός και γρήγορος χάρη στην κόκα. Το ναρκωτικό τού έδινε το boost, του επέτρεπε να συνέρχεται αμέσως μετά τις κραιπάλες», ήταν η ετυμηγορία των media. Ο Κλάουντιο περιορίστηκε σε μια δήλωση μετανοίας περί στιγμής αδυναμίας: «Κάπνισα ένα τσιγάρο που περιείχε κοκαΐνη, έπρεπε να αντισταθώ».
Ακόμα και στην πατρίδα του η είδηση ξεπέρασε τα εσκαμμένα. Μόνο ο Μενότι έκανε μια σιβυλλική δήλωση περί «καταστολής που είναι ο χειρότερος δρόμος», όλοι οι υπόλοιποι τον σταύρωσαν, τον αποκαθήλωσαν και τον ανέστησαν μέσα σε λίγους μήνες.
Μόνο όταν ανακοινώθηκε στις τελικές κλήσεις για το Μουντιάλ, χαμογέλασε ξανά. Δεν ήταν το ίδιο χαμόγελο, στο Παγκόσμιο του ’94 στις ΗΠΑ υπήρχε το σύννεφο του αποκλεισμού του και το επερχόμενο σκοτάδι της ομοβροντιάς της τιμωρίας του Ντιέγκο.
Η ομάδα του ’94 παραμένει η πιο ισχυρή Αργεντινή που είδαμε ποτέ στο χορτάρι. Το βιώσαμε πικρά και στο μεταξύ μας παιχνίδι, σε εκείνο το 0-4, με το απίθανο γκολ του Μαραντόνα και την κραυγή στην κάμερα.
Μαραντόνα, Τσαμότ, Ρεδόνδο, Σιμεόνε, Μπατιστούτα, Μπάλμπο, Ρουτζέρι, Κανίγια. Τρομακτική ομάδα, απίθανοι ποδοσφαιριστές που κατέρρευσαν σαν τραπουλόχαρτα μετά την τιμωρία του μεγάλου αρχηγού και αποκλείστηκαν από τη Ρουμανία του Χάτζι.
Αυτή η φουρνιά, αυτή η “μαγιά”, είχε κατακτήσει το Copa America το 1991, το Συνομοσπονδιών το 1992, ήθελε λυσσασμένα να πάρει εκδίκηση για τον χαμένο Τελικό του 1990, με το ανύπαρκτο πέναλτι του Μπρέμε.
Ο Κανίγια ήταν αναπόσπαστο μέλος εκείνης της ομάδας, ανήκε στο κλειστό club των αδικημένων, κατ’ άλλους των σημαδεμένων.
Ο Κανίγια δεν έκανε ποτέ το άλμα στην πολύ μεγάλη ομάδα, όπως το εδικαιούτο. Η παρουσία του στην Πορτογαλία με τη Μπενφίκα έγινε σε μια περίοδο όπου οι «Αετοί» ήταν μακριά από την ελίτ του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, το επιτυχημένο πέρασμά του από τη Σκωτία με τη φανέλα της Νταντί και της Ρέιντζερς δεν μπορεί να λογίζεται αντάξιο του ταλέντου και των δυνατοτήτων του. Ένα Πρωτάθλημα Σκωτίας, δύο Κύπελλα, ένα League Cup. Στα 35 θα ήταν συμπαθητικός απολογισμός για οποιονδήποτε πολύ μεγάλο ποδοσφαιριστή που κατέληξε στο σκωτσέζικο Πρωτάθλημα για να “σβήσει” την καριέρα του.
Η καριέρα του Κανίγια όμως δεν πρόλαβε να ανάψει ποτέ.
Προσπάθησε να την αναφλέξει ο Μαρσέλο Μπιέλσα στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Άπω Ανατολής το 2002, τον πίστεψε, τον πήρε μαζί του, ήθελε την αύρα του στα αποδυτήρια, ήθελε να τον χρησιμοποιήσει στα νοκ άουτ παιχνίδια που θα έκαιγαν. Η παρουσία της Αργεντινής καταστροφική, ο Κλάουντιο δεν πρόλαβε καν να αγωνιστεί ως αλλαγή.
Του έμειναν ως highlights οι δυο μεγάλες επιστροφές της καριέρας του. Η πρώτη την περίοδο της τιμωρίας στην Μπόκα για να βρει τον Ντιέγκο. η δεύτερη, η πιο συκγινητική απ’ όλες, το 1999 στο Μπέργκαμο, όταν επέστρεψε στην Αταλάντα για να τη βοηθήσει στη Serie B. Δεν ήταν ο ίδιος, ποτέ δεν θα μπορούσε να ξαναείναι ο ίδιος.
Είχε κληθεί να αντιμετωπίσει περισσότερα από όσα μπορούσε να αντέξει.
Νικημένη από τη δίνη της καταθλιπτικής της κρίσης, η μητέρα του, Νελίδα Τομάσα Ιγκλέσιας, πήδηξε στο κενό από τον πέμπτο όροφο σε ηλικία 60 ετών. Στα ταμπλόιντ χόρευαν κίτρινες δηλώσεις της πρώην γυναίκας του, η οποία με κάθε ευκαιρία διαπόμπευε τον πρώην σύζυγό της, δεν άφηνε τη μάνα του να δει τα εγγόνια της, έσταζε δηλητήριο για οτιδήποτε αφορούσε στον Κανίγια.
«Σκότωσε τον γιο μας για ένα φιξάκι κόκα. Δεν τον ένοιαζε που ήμουν δυόμισι μηνών έγκυος, με χτύπησε τόσο βίαια, ώστε κατέληξα στο νοσοκομείο όπου και διαπιστώθηκε η αποβολή», είπε η Νάνις στο «Telefe», σε εθνικό δίκτυο. Ο Κλάουντιο αρνήθηκε τα πάντα, “αμύνθηκε” με τον χειρότερο τρόπο, κατηγορώντας τον αδερφό της γυναίκας του πως έκλεβε τη μάνα του, ενώ πέθαινε, επιμένοντας ότι όλη τους τη ζωή προσπαθούσαν να του αποσπάσουν χρήματα.
Θλιβερές καταστάσεις, ακόμα πιο θλιβερό ότι για πολύ καιρό κυκλοφορούσαν λεπτομερή ρεπορτάζ για βραδιές οργίων, πόρνες και ναρκωτικά.
Ο Κανίγια, ειδικά μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, συνέχισε με το χειρότερο δυνατό περιβάλλον να τον περιστοιχίζει, με ανθρώπους που έριχναν διαρκώς λάδι στη φωτιά του εθισμού του.
Μια διαρκής έκθεση ιδιωτικής ζωής, ακατανόητες εκρήξεις, συμμετοχές σε reality, ξεκατινιάσματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τελενοβέλες στα κίτρινα περιοδικά, διασυρμός με εξώσεις από τα σπίτια που μίσθωναν και αποβολής των παιδιών από τα σχολεία λόγω μη καταβολής των διδάκτρων.
Ένας διαρκής ευτελισμός.
Κι όμως, τη Μαριάνα Νάνις ακόμη θεωρεί τη γυναίκα της ζωής του. Έκαναν μαζί τρία παιδιά, τον ακολούθησε σε όλη τη διαδρομή του, από τον κολοφώνα της δόξας της διετίας 1988-1990 μέχρι τα τελευταία ένσημα στο Κατάρ το 2012 για να πληρωθούν έστω κάποια χρέη και να γλυτώσει τις δικαστικές περιπέτειες.
Σε στιγμές διαύγειας έχει παραδεχτεί ότι όσο άντεχε, η γυναίκα του τον “έσωζε”. Και το είχε κάνει πολλές φορές.
Χώρισαν οριστικά εν τέλει το 2019, με εκείνον να είναι επ’ αμοιβή πανελίστας σε τηλεοπτικές εκπομπές και να προσπαθεί μάταια να μοιάσει στον παλιό εαυτό του.
Σε μια στιγμή αδυναμίας, κατά τη διάρκεια μιας εκπομπής προς τιμήν της μνήμης του Ντιέγκο, τα μάτια του γέμισαν. Ένας βαθύς αναστεναγμός, ένα τίναγμα της πλούσιας κώμης στο πλάι και η διατύπωση της ιερής αρχής που επικύρωσε εν τέλει την ίδια τη ζωή του, μια ζωή που διαχειρίστηκε λανθασμένα και θα ήθελε να μην την κουβαλάει στην ψυχή του:
«Όταν είσαι στο γήπεδο, η ζωή εξαφανίζεται».
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η λάβα του Ντιέγκο καίει ακόμα
Φρανκ Ράικαρντ – Ρουντ Γκούλιτ: Το Γιν και το Γιανγκ
Μάρκο Φαν Μπάστεν: το πέταγμα του κύκνου