Εικοσιένα χρόνια πορείας. Χαρές, λύπες, τραυματισμοί, μετάλλια, παγκόσμιοι τίτλοι, Ολυμπιακοί Αγώνες.
Τα έζησα όλα.
Με την Χριστίνα (Σάρρα), τη Θάλεια (Κουτρουμανίδου), τη Βάσω (Καραντάσιου), τη Μαρία (Τσιαρτσιάνη), την Πένυ (Καραγκούνη)…
Με όλους όσοι ήταν κοντά μου όλα αυτά τα χρόνια.
Απ’ την πρώτη ομάδα, όπου έπαιξα βόλεϊ στην παλιά γειτονιά μου στο Αιγάλεω, μέχρι την στιγμή που αποφάσισα να αποχωρήσω.
Να σας πως την αλήθεια, στην αρχή δεν με ενθουσίαζε η ιδέα να ασχοληθώ με τον αθλητισμό.
Ο πατέρας μου όμως μας παρότρυνε πάντα, εμένα και την αδερφή μου, να ασχοληθούμε με αυτόν.
Αν δεν υπήρχε η δική του παρότρυνση, ίσως να μην είχα μπει ποτέ στον κόσμο των σπορ. Στον στίβο, την κολύμβηση, την ενόργανη αλλά και το βόλεϊ, το οποίο, όπως αποδείχθηκε, ήταν καθοριστικό.
Ξεκίνησα να παίζω στον Μορφωτικό Εκπολιτιστικό Λαογραφικό και Αθλητικό Σύλλογο (Μ.Ε.Λ.Α.Σ) «Άγιος Ελευθέριος», ένα σωματείο το οποίο ανήκει στην Εκκλησία.
Ήταν το μοναδικό που βρισκόταν κοντά στο σπίτι μας και, από την στιγμή που η αδερφή μου είχε αρχίσει να ασχολείται με το βόλεϊ, ήθελα να ακολουθήσω κι εγώ.
Μέχρι τα 15 έπαιζα στη σάλα, ώσπου το 2000, την χρονιά όπου μπήκα στις προ-Εθνικές ομάδες των Κορασίδων, μία συναθλήτριά μου, η Χριστίνα Σάρρα, η οποία ήδη έπαιζε και στο μπιτς βόλεϊ, μου πρότεινε να συμμετάσχουμε στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα των Κορασίδων, το οποίο θα διεξαγόταν το καλοκαίρι.
Αν και ήταν η πρώτη φορά που πατούσα το πόδι μου στην άμμο για να παίξω, αυτό δεν μας εμπόδισε να κατακτήσουμε τον τίτλο του Πανελλήνιου Πρωταθλήματος αλλά και να τερματίσουμε στην τρίτη θέση του Πρωταθλήματος των Νεανίδων.
Μη φανταστείτε βέβαια ότι, επειδή πήραμε το Πρωτάθλημα, η πρώτη επαφή μου με το μπιτς βόλεϊ ήταν εύκολη. Το αντίθετο, θα έλεγα. Ήταν τόσο δύσκολη, ώστε στην πρώτη προπόνηση τούς είπα «εγώ δεν κάνω γι’ αυτό»! Αλλού πατούσα κι αλλού βρισκόμουν! Μπορεί να ήξερα το βόλεϊ στη σάλα, αλλά το μπιτς βόλεϊ είναι εντελώς διαφορετικό.
Χρειάστηκα τον χρόνο μου μέχρι να σταματήσω να “βουλιάζω” στην άμμο.
Και, όταν πια τα κατάφερα, άρχισα να βλέπω τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο.
Ίσως να βοήθησε ότι απορροφούσα γρήγορα τις γνώσεις και μέρα με τη μέρα μάθαινα το άθλημα καλύτερα.
Ίσως πάλι να συνέβαλε το γεγονός ότι παίζαμε δύο αθλήτριες και μοιραζόμασταν εξίσου τους ρόλους και την ευθύνη μέσα στο γήπεδο.
Μπορεί όμως να ήταν και η… γλύκα που μου άφησε κατάκτηση του Πρωταθλήματος στην κατηγορία των Κορασίδων.
Ή η πρώτη γνωριμία με δυο αθλήτριες-πρότυπα του μπιτς βόλεϊ, τη Βάσω Καραντάσιου και την Έφη Σφυρή.
Πού να φανταζόμουν ότι μερικά χρόνια αργότερα θα ήμουν συμπαίκτρια με τη Βάσω…
Όποιο και να ‘ταν το στοιχείο που με έκανε να δω το άθλημα διαφορετικά, η ουσία είναι πως το μπιτς βόλεϊ έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου. Το αγάπησα και αφοσιώθηκα σ’ αυτό.
Η εξέλιξη μου μάλιστα από το 2000 και μετά ήταν τόσο μεγάλη, ώστε το 2004 συμμετείχα για πρώτη φορά στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.
Ακόμα κι εγώ, βλέποντας τότε πώς είχα παίξει στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Γυναικών το 2003 και πώς στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα των Κορασίδων τρία χρόνια νωρίτερα, δεν μπορούσα να το πιστέψω.
Βέβαια ήμουν και πολύ τυχερή, γιατί είχα την ευκαιρία και τη δυνατότητα να δουλέψω με ανθρώπους που ήταν γνώστες του αθλήματος. Τον «Αλεμάο» (Κάρλος Φεντερίκο Γκαλέτι Λος) αλλά και τον Μαρκάο , οι οποίοι δούλευαν τότε στην Ελλάδα.
Η τύχη όμως δεν αρκεί για την εξέλιξη ενός αθλητή. Η δουλειά και η αφοσίωση σ’ αυτό που κάνεις είναι εξίσου σημαντικοί και καθοριστικοί παράγοντες.
Μπορεί ως έφηβη να μην έκανα τα πράγματα που κάνουν συνήθως τα παιδιά, όταν είναι 16 χρόνων, ή να έχασα ακόμα και την πενθήμερη εκδρομή του Λυκείου, γιατί έπρεπε να αναπληρώσω τον χρόνο που δεν είχα για να διαβάσω στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι δεν στερήθηκα τίποτα.
Μου άρεσε αυτό που έκανα και δεν ένιωθα ότι έχανα κάτι.
Ο αθλητισμός άλλωστε μου έχει προσφέρει πολύ περισσότερα.
Και όσα έζησα στην πορεία ήταν πολύ καλύτερα.
Ήταν σαν δώρο να μπορώ να ταξιδεύω σε όλον τον κόσμο. Να γνωρίζω ανθρώπους και μέρη. Να ζω την ατμόσφαιρα και την ομορφιά των διεθνών διοργανώσεων και των Ολυμπιακών Αγώνων.
Ειδικά στην Αθήνα το συναίσθημα ήταν πρωτόγνωρο και φοβερό. Ήμουν τόσο μικρή -η μικρότερη σε ηλικία αθλήτρια που αγωνίστηκε τότε σε Ολυμπιακό τουρνουά του μπιτς βόλεϊ- και μου φαίνονταν όλα τόσο μεγάλα!
Ακόμη ανατριχιάζω, όταν φέρνω στο μυαλό μου τους φιλάθλους που φώναζαν ρυθμικά τα ονόματά μας.
Έμπαινα μέσα στο γήπεδο και κοιτούσα σαστισμένη τις γεμάτες εξέδρες…
Δεν πίστευα αυτό που ζούσα!
Ευτυχώς όμως για μένα, ποτέ δεν με κατέβαλε το άγχος.
Ίσα-ίσα. Η ατμόσφαιρα και οι ιαχές των φιλάθλων με “πόρωναν” ακόμα περισσότερο.
Τότε με τη Θάλεια (Κουτρουμανίδου) είχαμε πάρει την ένατη θέση.
Σίγουρα, όταν αγωνίζεσαι σε μία μεγάλη διοργάνωση, θέλεις το κάτι παραπάνω, αλλά δεν απογοητεύτηκα.
Το γεγονός και μόνο ότι συμμετείχαμε για πρώτη φορά στους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν ήδη πολύ μεγάλη επιτυχία.
Τον επόμενο χρόνο ήρθε η πρόταση από τη Βάσω (Καραντάσιου).
Για να είμαι ειλικρινής, δεν είχα σκοπό να αφήσω τη Θάλεια. Είχαμε μια υπέροχη συνεργασία.
Όμως η πρόταση της Βάσως ήταν πολύ μεγάλη πρόκληση για μένα. Μου έδωσε ένα υψηλό κίνητρο.
Ήμουν μόλις 20 χρόνων και θα έπαιζα με μία από τις κορυφαίες αθλήτριες του μπιτς βόλεϊ.
Έπρεπε να διαχειριστώ πολλά πράγματα. Από τη συνεργασία μας που ξεκινούσε από μηδενική βάση μέχρι τη διαφορά ηλικίας που είχαμε μεταξύ μας αλλά και την αναπλήρωση της θέσης που επί χρόνια κατείχε η Έφη Σφυρή. Τότε το δίδυμο Σφυρή-Καραντάσιου ήταν το πιο γνωστό στον χώρο του ελληνικού μπιτς βόλεϊ. Εγώ ήμουν η “καινούργια”. Και, ως “νέα”, ένιωθα ότι είχα το μεγαλύτερο βάρος.
Χρειάστηκα τον χρόνο μου για να προσαρμοστώ και, μόλις το πέτυχα, διανύσαμε μια φοβερή πορεία και οι ευχάριστες στιγμές ήταν πολύ περισσότερες από τις δυσάρεστες.
Βρεθήκαμε στο Νο5 της Παγκόσμιας κατάταξης (2005), πήραμε συνολικά 14 μετάλλια -εκ των οποίων τα 10 ήταν Χρυσά- κερδίσαμε τις πανίσχυρες Βραζιλιάνες, γίναμε η πρώτη ευρωπαϊκή ομάδα που πήρε το Χρυσό μετάλλιο στο World Tour…
Ούτε στον ύπνο μου δεν θα μπορούσα να φανταστώ μια τόσο σπουδαία πορεία. Ήταν σαν ένα όνειρο. Και η πορεία αλλά και η συνεργασία.
Μετά την “χρυσή” τετραετία με τη Βάσω, ακολούθησε η συνεργασία μου με την Μαρία (Τσιαρτσιάνη).
Και οι δυο, πατούσαμε πλέον σε στέρεες βάσεις. Ήμασταν έμπειρες αθλήτριες, είχαμε τους βαθμούς μας και δεν χρειαζόταν να ξεκινήσουμε από μηδενική βάση.
Μόνο που τότε ξέσπασε η οικονομική κρίση, η οποία επηρέασε σημαντικά και τον χώρο του αθλητισμού.
Το 2000, όταν μπήκα στο μπιτς βόλεϊ, ήταν μια καλή συγκυρία για όλα τα αθλήματα. Υπήρχαν προπονητές, ομάδες, αθλήτριες αλλά κυρίως υπήρχαν χρήματα που επέτρεψαν σε όλους να κάνουμε σωστή προετοιμασία. Να πάμε στο εξωτερικό και να δούμε πώς δουλεύουν και πώς αγωνίζονται οι ομάδες από τον υπόλοιπο κόσμο.
Μετά το 2009 όμως τα πράγματα άρχισαν να γίνονται πολύ δύσκολα. Στο δικό μας άθλημα υπήρξαν περίοδοι στις οποίες όχι μόνο είχε “κοπεί” η προετοιμασία των αθλητών εκτός Ελλάδας αλλά φτάσαμε στο σημείο να πληρώνουμε από την τσέπη μας ακόμα και τα εισιτήρια για τα ταξίδια στο εξωτερικό όπου πηγαίναμε να αγωνιστούμε! Μάλιστα, η τότε διοίκηση έλεγε ότι θα μας έδινε πίσω τα χρήματά μας, αλλά δυστυχώς ποτέ δεν πήραμε τίποτα! Το αποτέλεσμα ήταν το 2012 η Ομοσπονδία να μας χρωστάει ένα υπέρογκο ποσό! Εκείνη την περίοδο είχαμε περάσει πολλά με την Μαρία.
Παρόλ’ αυτά, καταφέραμε να σταθούμε όρθιες.
Πήραμε το εισιτήριο, για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Λονδίνο , αν και φτάσαμε στο… τσακ να το χάσουμε! Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο η συγκεκριμένη πρόκριση θα είναι πάντα εκείνη που θα με συγκινεί περισσότερο απ’ όλες.
Καταφέραμε να ξεπεράσουμε όλα τα εμπόδια που βρήκαμε μπροστά μας.
Θα θυμάμαι πάντα τι συνέβη στο τελευταίο τουρνουά στη Ρώμη, όπου θα κρινόταν η πρόκριση μας.
Όταν ολοκληρώσαμε τις υποχρεώσεις μας, βρισκόμασταν στη 17η θέση και μετά τον αγώνα μας ακολουθούσε το παιχνίδι του ζευγαριού Βέλγιο-ΗΠΑ που ήταν πιο κάτω από εμάς στη βαθμολογία, με 20 βαθμούς διαφορά.
Αν κέρδιζε, θα ανέβαινε στη 16η θέση και θα έμπαινε στην Ολυμπιάδα. Αν έχανε, θα προκρινόμασταν εμείς.
Αποφασίσαμε με τη Μαρία να φύγουμε από το γήπεδο. Να πάμε μία βόλτα στην πόλη. Δεν θέλαμε να παρακολουθήσουμε τον αγώνα.
Στη διάρκειά του ωστόσο μας ενημέρωναν για την εξέλιξή του. Πήγαινε πόντο-πόντο. Ώσπου, στην τελευταία ενημέρωση, μας είπαν ότι η ομάδα που διεκδικούσε την πρόκριση έχασε το παιχνίδι.
Βρεθήκαμε να κλαίμε αγκαλιασμένες στη μέση ενός δρόμου στη Ρώμη! Ήταν μια έντονη στιγμή! Και για τις δύο!
Σε αντίθεση με τη Βάσω, με την οποία είχαμε πάρει σχετικά εύκολα την πρόκριση για τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 2008 στο Πεκίνο, με την Μαρία είχαμε δυσκολευτεί πάρα πολύ. Νιώθαμε ανακουφισμένες…
Από την άλλη βέβαια, αισθανόμασταν και λίγο περίεργα. Δεν είναι και το καλύτερο συναίσθημα να περιμένεις να χάσει κάποιος, ώστε να επωφεληθείς εσύ. Ειδικά όταν γνωρίζεις τις αντίπαλες αθλήτριες και έχεις φιλικές σχέσεις μαζί τους.
Πηγαίνοντας το 2012 στο Λονδίνο, είχα άλλη ψυχολογία. Πολύ διαφορετική από εκείνην που είχα το 2008 στο Πεκίνο. Τότε είχα βιώσει μία από τις δυσκολότερες και ίσως χειρότερες στιγμές της καριέρας μου.
Η συναρπαστική πορεία που είχαμε κάνει με τη Βάσω μού είχε δημιουργήσει υψηλές προσδοκίες.
Τόσο εγώ όσο και οι άνθρωποι γύρω από την ομάδα περιμέναμε να κάνουμε σπουδαία πράγματα στην Κίνα.
Τα αρνητικά αποτελέσματα όμως που προηγήθηκαν στους αγώνες πριν τη διοργάνωση μάς “πόνεσαν”.
Και δυστυχώς τα “κουβαλίσαμε” μαζί μας και στο Πεκίνο. Επηρέασαν αρνητικά την ψυχολογία μας και μείωσαν κατά κάποιον τρόπο την αυτοπεποίθησή μας.
Είχα πιεστεί τόσο πολύ εκείνο το διάστημα, ώστε, όταν πια τελείωσε το Ολυμπιακό τουρνουά, είπα πως δεν υπήρχε ποτέ καμιά περίπτωση να μπω ξανά στη διαδικασία να δημιουργήσω υψηλές προσδοκίες.
Στο Λονδίνο λοιπόν το πρώτο πράγμα που ήθελα να πετύχω ήταν να χαρώ το παιχνίδι. Να δώσουμε με τη Μαρία τον καλύτερο εαυτό μας, χωρίς να σκέφτομαι την θέση που θα πάρουμε. Να ζήσω τη διοργάνωση, ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Και την έζησα!
Ο επόμενος στόχος ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο Ρίο ντε Τζανέιρο.
Ο τραυματισμός που αντιμετώπιζε η Μαρία δεν μας επέτρεψε να συνεχίσουμε μαζί την πορεία μας κι έτσι σύντομα ξεκίνησε μια νέα συνεργασία. Με την Πένυ Καραγκούνη, αυτήν τη φορά.
Παρά το γεγονός ότι δεν πετύχαμε την πρόκριση μας στους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Βραζιλία, το 2016 ολοκληρώσαμε τις υποχρεώσεις μας τερματίζοντας στην 24η θέση στην Παγκόσμια κατάταξη.
Εκείνη την περίοδο αποφάσισα να κάνω το διάλειμμά μου. Να κάνω κάτι διαφορετικό στη ζωή μου.
Από το 2000, όπου ξεκίνησε η πορεία μου, μέχρι και το 2016 δεν είχα κάνει ούτε μία παύση. Πήγαινα σερί. Κάθε χρόνο. Τουρνουά, προπονήσεις, πρωταθλήματα και πάλι από την αρχή.
Είχε έρθει η ώρα να αφοσιωθώ στην προσωπική μου ζωή και την οικογένεια που ήθελα να δημιουργήσω.
Επέστρεψα δύο χρόνια μετά, έτοιμη να ξεκινήσω ξανά από την αρχή.
Αν δεν επέστρεφα μετά τη γέννηση του γιού μου, θα μου είχε μείνει απωθημένο!
Ήθελα να προλάβει να με δει να παίζω! Και ευτυχώς πρόλαβε!
Ακόμη, ενώ έχω ανακοινώσει την αποχώρησή μου από τα γήπεδα, με ρωτάει πότε θα πάμε για προπόνηση.
Όμως ο γιός μου δεν ήταν ο μοναδικός λόγος για τον οποίον ήθελα να επιστρέψω στους αγώνες.
Παράλληλα ένιωθα ότι δεν είχα κλείσει ακόμη την αθλητική πορεία μου.
Η αγάπη μου δε για το μπιτς βόλεϊ και το παιχνίδι καθώς και η διεκδίκηση του εισιτηρίου για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Τόκιο αποτελούσαν επιπλέον κίνητρα. Ήθελα να παίξω κι άλλο. Να το ευχαριστηθώ!
Η διεκδίκηση της πρόκρισης ήταν μια πολύ δύσκολη υπόθεση.
Μετά τη διετή απουσία μου, είχα χάσει όλους τους βαθμούς μου, ενώ η Πένυ, η οποία την περίοδο αυτή αγωνιζόταν με άλλες αθλήτριες, είχε πολύ λίγους.
Στο πρώτο μας τουρνουά μετά την επιστροφή μου ήμασταν στο Νο320 της Παγκόσμιας κατάταξης.
Σιγά-σιγά όμως αρχίσαμε να ανεβαίνουμε, προσδοκώντας ότι την κατάλληλη στιγμή θα ήμασταν έτοιμες να διεκδικήσουμε το εισιτήριο για το Τόκιο.
Ο σοβαρός τραυματισμός μου στο πόδι το 2019 και η πανδημία αργότερα έφεραν τα πάνω κάτω.
Βέβαια, η μετάθεση των Ολυμπιακών Αγώνων το 2021 λόγω του κορωνοϊού με βοήθησε ώστε να αναρρώσω από τα δύο χειρουργεία την χρονιά όπου υπό κανονικές συνθήκες θα διεξαγόταν η διοργάνωση στο Τόκιο και να έχω έτσι την ευκαιρία να αγωνιστώ με την Πένυ για την πρόκριση.
Δε λέω. Θα ήθελα να έχω παίξει για τέταρτη φορά στους Ολυμπιακούς Αγώνες (φτάσαμε μία ανάσα από τον στόχο μας), αλλά δεν μου έμεινε απωθημένο.
Δεν ήταν αυτοσκοπός άλλωστε.
Έχω ήδη ζήσει την εμπειρία της συμμετοχής μου σε τρεις διοργανώσεις, επομένως νιώθω χαρούμενη και γεμάτη. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να νιώθω πικραμένη.
Το γεγονός και μόνο ότι μετά τον τραυματισμό μου και την πολύ δύσκολη περίοδο που πέρασα κατάφερα να επιστρέψω, την στιγμή μάλιστα που όλοι θεώρησαν ότι αποκλείεται να τα καταφέρω, ήταν αρκετό να με κάνει να αισθάνομαι απόλυτα ικανοποιημένη.
Πήγα κόντρα σε όλες τις προβλέψεις των ανθρώπων που έλεγαν ότι είχα “τελειώσει”. Επανήλθα και μάλιστα πιο δυνατή!
Την περίοδο του τραυματισμού επικεντρώθηκα στον εαυτό μου.
Ακολουθούσα με ευλάβεια ό,τι μου έλεγαν να κάνω για να μπορέσω επανέλθω.
Στην αρχή διέκρινα την αμφιβολία που υπήρχε αν θα τα καταφέρω, όσο όμως ένιωθα αυτή την αμφιβολία άλλο τόσο πείσμωνα.
Είναι και θέμα χαρακτήρα. Αν διαπιστώσω ότι κάποιος με αμφισβητεί, θα κάνω τα πάντα προκειμένου να του δείξω ότι μπορώ να κάνω το ακατόρθωτο.
Ήταν μία δύσκολη περίοδος. Έκλαψα αρκετές φορές και απογοητεύτηκα άλλες τόσες.
Ειδικά όταν έβλεπα ότι υπήρχε αργή βελτίωση, ενώ κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια για να δυναμώσει το πόδι μου, ένιωθα μεγάλη απογοήτευση.
Τελικά, ανακάλυψα ότι είχα τεράστιες ψυχικές δυνάμεις. Συνέβαλε βέβαια και το γεγονός ότι ήθελα να αποδείξω, πρώτα απ’ όλους σε μένα, πως μπορούσα να συνεχίσω να αγωνίζομαι.
Με βοήθησε αρκετά και η κ. Ψυχουντάκη, η αθλητική ψυχολόγος με την οποία συνεργαζόμασταν με την Μαρία από την εποχή που παίζαμε μαζί (2009). Είχα μιλήσει αρκετές φορές μαζί της και την περίοδο του τραυματισμού μου.
Ωστόσο το ζητούμενο ήταν να βρω από μόνη μου τη δύναμη να ξεπεράσω την δυσκολία που αντιμετώπιζα.
Μπορεί ο αθλητικός ψυχολόγος να μας δώσει τις κατευθύνσεις, όμως εμείς είμαστε αυτοί που πρώτοι πρέπει να επιβληθούμε στον εαυτό μας. Να τον νικήσουμε και να πάμε παρακάτω.
Τότε, το 2009, δεν πίστευα πολύ στο κομμάτι της αθλητικής ψυχολογίας. Θυμάμαι που έλεγα «γιατί να μιλήσω σε κάποιον ειδικό; Δεν έχω κάτι».
Μόλις όμως μίλησα με την αθλητική ψυχολόγο, κατάλαβα πόσο μπορεί να ωφεληθεί ένας αθλητής. Τόσο στην προετοιμασία του όσο και στις σχέσεις που αναπτύσσει με τους συναθλητές του και τους ανθρώπους μέσα σε μια ομάδα.
Όταν περνάς μαζί τους σχεδόν όλη την ημέρα, εννοείται πως θα υπάρξουν στιγμές που δεν θα είναι όλα ρόδινα.
Τότε είναι που χρειάζεται η συμβολή και η συμβουλή ενός ειδικού, του ανθρώπου που θα βάλει “φρένο” σε πιθανές εντάσεις και θα επαναφέρει την ισορροπία στις σχέσεις.
Αυτό που κρατάω τελικά είναι πως πέτυχα να ξεπεράσω κάθε δυσκολία.
Να επιστρέψω δυνατή και να δώσω στον εαυτό μου την ευκαιρία να ολοκληρώσω την αθλητική διαδρομή μου όπως επιθυμούσα.
Χωρίς κενά και ανεκπλήρωτα όνειρα…
Η Βίκυ Αρβανίτη είναι 11 φορές Πρωταθλήτρια Ελλάδος στο μπιτς βόλεϊ.
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Βογιατζή
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Βίκυ Αρβανίτη: Μάνα, Μητέρα, Μαμά!
Πένυ Καραγκούνη: Στηρίξου Μόνο Στον Εαυτό Σου