Η δεκαετία του ’70 είναι από τις δυσκολότερες και πιο σκοτεινές για την αμερικανική κοινωνία.
Ήδη, από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, χιλιάδες Αμερικανοί στρατιώτες υποχρεώνονται να συμμετέχουν σε έναν πόλεμο που η ίδια η κοινωνία αποδοκίμαζε στο Βιετνάμ, τα ναρκωτικά κατακλύζουν τις Πολιτείες απ’ άκρη σ’ άκρη, η αντίδραση και η αμφισβήτηση ξεκινάει από το οικονομικοπολιτικό επίπεδο και καταλήγει να “πνίξει” σταθερές δεκαετιών για την αμερικανική κοινωνία.
Το «αμερικανικό όνειρο» έμοιαζε πιο ξεφτισμένο από ποτέ. Το Βιετνάμ, το Watergate, ο ψυχρός πόλεμος, οι τόνοι κοκαΐνης που εισάγονται στη χώρα, το μόνιμο πρόβλημα του ρατσισμού και ασφαλώς η οικονομική δυσχέρεια, αρχής γενομένης από την κατακόρυφη πτώση της βιομηχανικής παραγωγής μιας τεράστιας οικονομίας όπως των ΗΠΑ.
Όλο αυτό το κλίμα ήταν αδύνατον να μην επηρεάσει και τον αθλητισμό, και δη το ΝΒΑ που σε ρόλο απλού παρατηρητή ήταν ανήμπορο να βοηθήσει μια παρηκμασμένη λίγκα να βρει λίγη από τη χαμένη της αίγλη.
Οι παίκτες -που κατά την προηγούμενη δεκαετία είχαν κάνει το κοινό να ονειρευτεί, χαρίζοντας ανεπανάληπτες και μοναδικές στιγμές- είτε είχαν ήδη συνταξιοδοτηθεί είτε ολοκλήρωναν τη φανταστική σταδιοδρομία τους, αφήνοντας πίσω τους ένα μεγάλο κενό στο ΝΒΑ. Πολύ σημαντική παράμετρος στις πιέσεις που δεχόταν η λίγκα ήταν και ο πολύ σκληρός ανταγωνισμός με το ΑΒΑ, το οποίο, προσφέροντας πακτωλούς δολαρίων, είχε κατορθώσει να αποσπάσει αρκετούς σημαντικούς αθλητές και με αυτόν τον τρόπο να αμφισβητήσει τα πρωτεία.
Μόνο μετά τα μέσα της δεκαετίας υπήρξε μια μερική ανάκτηση της χαμένης αίγλης και πώς να μην υπήρχε, όταν στις αρχές τα πλήγματα ήταν συνεχή;
Κορυφαίο όλων η αποχώρηση του Γουίλιαμ Φέλτον Ράσελ, κατά κόσμον Μπιλ, τότε άρχοντα των δαχτυλιδιών, άνθρωπο που είχε εξελίξει το ίδιο το μπάσκετ και για δεκατρία ολόκληρα χρόνια είχε οδηγήσει τη Βοστόνη στην κορυφή του κόσμου.
Ο θρόνος και το σκήπτρο του Ράσελ ήταν ορφανά, η Βοστόνη παρήκμαζε και η κληρονομιά της αναζητούσε δικαιούχο, ο οποίος δεν ήταν άλλος από τους συνήθεις ύποπτους Λος Άντζελες Λέικερς.
Η σεζόν όμως είναι γεμάτη τραυματισμούς για το “μαγικό τρίο”, το τελικό ρεκόρ των 46 νικών και 36 ηττών μόνο σε Πρωταθλητές δεν παρέπεμπε.
Στα play offs η ιστορία άλλαξε, ο αποκλεισμός των Χοκς έστειλε το ΛΑ στους τελικούς και η σπίθα έμεινε αναμμένη.
Απέναντί τους η συμπαγής Νέα Υόρκη των 60 νικών στη regular season, κυρίως με το boost από τον αποκλεισμό των ετεροβαρών Μπακς με τον παράξενο συνδυασμό γενεών Ρόμπερτσον – Άλσιντορ (αργότερα Τζαμπάρ), φάνταζαν το απόλυτο φαβορί, παρόλο που προκρίθηκαν στον Τελικό μετά από 17 ολόκληρα χρόνια.
Ο πρώτος αγώνας στο Madison Square Garden ήταν ένα πραγματικό show των Νικς, που επιβλήθηκαν άνετα με 124-112, οιστρηλατούμενοι από έναν τρομερό Γουίλις Ριντ που σκόραρε 37 πόντους, κατέβασε 16 ριμπάουντ και πάσαρε και 5 ασίστ. Οι Λέικερς εκδικήθηκαν στο δεύτερο παιχνίδι, σπάζοντας το πλεονέκτημα έδρας, μετά από ένα συγκλονιστικό 103-105, και τον Ουίλτ να σταματάει το σουτ του Ριντ που οδηγούσε το ματς στην παράταση και θα επανέφερε το ψυχολογικό πλεονέκτημα στη Νέα Υόρκη.
Εκείνο που χρήζει ιδιαίτερης μνείας όμως είναι το τρίτο παιχνίδι στο Forum, όπου οι Λέικερς, παρά το προβάδισμα των 14 πόντων, έχουν ισοφαριστεί και τρία δευτερόλεπτα πριν το φινάλε έχουν ουσιαστικά πέσει στο καναβάτσο από το καλάθι του Ντεμπουσέρ.
Οι Λέικερς δεν έχουν time out για να σχεδιάσουν έστω μια επίθεση, άπαντες είναι βέβαιοι ότι το παιχνίδι ολοκληρώθηκε με πρώτο και καλύτερο τον Τσάμπερλεϊν, ο οποίος, πασάροντας τη μπάλα στην επαναφορά, έφυγε απευθείας για τα αποδυτήρια.
Τον σταμάτησε ο βρυχηθμός του αλαλάζοντος κοινού στο Forum, το οποίο είδε μπροστά στα έκπληκτα μάτια του τον Τζέρι Ουέστ να περνάει τον Ριντ και, σουτάροντας το κλασικό σουτ της απελπισίας, από τα 18 μέτρα να βρίσκει μόνο διχτάκι. Nothing but net. Αν υπήρχε το τρίποντο, οι Λέικερς θα είχαν κερδίσει εκείνο το παιχνίδι, τότε όμως σήμανε απλώς την παράταση που απλώς επιβεβαίωσε την ανωτερότητα της Νέας Υόρκης.
Παράταση αγωνίας και στο τέταρτο παιχνίδι, αυτή τη φορά χαμογελούν οι «Λιμνάνθρωποι» που με 37 πόντους και 18 ασίστ του Ουέστ και 30 πόντους του Μπέιλορ ισοφαρίζουν σε 2-2. Η σειρά επιστρέφει στο Garden.
Η Νέα Υόρκη παγώνει, ο ήρωας Ριντ τραυματίζεται στο δεξί του πόδι και εγκαταλείπει τον αγωνιστικό χώρο, το Madison βυθίζεται στη θλίψη. Το θερμό κοινό του «μεγάλου μήλου» ξεπερνάει το σοκ, αποφασίζει να σπρώξει την ομάδα όσο ποτέ, οι Νικς παίζουν με αυταπάρνηση και πιο ομαδικά, κερδίζουν 107-100 και είναι μια ανάσα από το όνειρο ενός τίτλου.
Η απουσία της φανέλας με το «19» (Ριντ) όμως θα φανεί ξεκάθαρα στο έκτο παιχνίδι, όταν δεν υπήρχε απάντηση στον μονόλογο του Τσάμπερλεϊν. 45 πόντοι, 27 ριμπάουντ, τελικό αποτέλεσμα το εκκωφαντικό 135-113. Οι Λέικερς ισοφαρίζουν και είναι όχι απλώς το φαβορί για τον τίτλο αλλά κάτι περισσότερο.
8 Μαΐου 1970, το Garden έχει γεμίσει, αλλά η ατμόσφαιρα είναι κατηφής, οι Νικς έχουν βγει για το ζέσταμα, κανείς δεν ξέρει αν θα παίξει ο Ριντ. Οι Λέικερς είναι χαλαροί, κυριαρχεί η βεβαιότητα νίκης, ο τίτλος πιάνει τα ανοιχτά της δυτικής ακτής.
Η ήττα της Νέας Υόρκης είναι σίγουρη για τους σχολιαστές, για τους ειδικούς, για το κοινό που παρακολουθεί από την τηλεόραση. Μέχρι που ακούγεται η κόρνα των τριών λεπτών και εμφανίζεται στην καταπακτή μια φιγούρα με λευκή φόρμα. Είναι ο Γουίλις Ριντ. Κουτσαίνει αισθητά, το βλέμμα του είναι απλανές, έχει την αύρα και τη μορφή ενός ανθρώπου ναρκωμένου από τις ενέσεις και τα παυσίπονα.
Όλο το Garden είναι σαστισμένο, ο Ριντ ξεκινάει στην πεντάδα, κάνει τα πρώτα δύο σουτ περπατώντας εν μέσω πραγματικής αποθέωσης. Είναι η σύγχρονη εκδοχή του El Cid, του Καστιγιάνου ευγενούς που απέκτησε μυθιστορηματική υστεροφημία.
Η παρουσία και η αυταπάρνηση του Γουίλις Ριντ έδωσε φτερά στα πόδια των συμπαικτών του και έβαλε φωτιά στο Garden. Με κορυφαίο τον έτερο μεγάλο της Νέας Υόρκης, τον Ουόλτ Φρέιζερ, γνωστό ως «Κλάιντ», εξαιτίας της εμμονής του να ντύνεται όπως ο Γουόρεν Μπίτι στην τότε χολιγουντιανή επιτυχία, «Μπόνι και Κλάιντ», οι Νικς χωρίς να το συνειδητοποιούν γράφουν την ιστορία του ΝΒΑ.
Ο «Κλάιντ» είναι “δολοφονικός”, με 36 πόντους, 12 ριμπάουντ, 7 ασίστ και 5 κλεψίματα οδηγεί αναπάντεχα τη Νέα Υόρκη στον πρώτο τίτλο της ιστορίας της, με το τελικό 113-99 να πανηγυρίζεται δεόντως. Στην αντιπέρα όχθη, η απόλυτη απογοήτευση. Είναι ο έβδομος χαμένος Τελικός από το 1962, πλέον το πράγμα τείνει να γίνει καθεστώς και οι «Λέικς» να χαρακτηριστούν «losers».
Κάθε κουβέντα για «καταραμένη ομάδα» θα εξαφανιστεί τη μεθεπόμενη σεζόν, όταν οι «losers» θα γίνουν winners. Μετά την παρένθεση του 1971, όταν οι Μπακς του τρομερού διδύμου «Big O» – Άλσιντορ (μετά την κατάκτηση του τίτλου Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ) σκουπίζουν τους Μπάλτιμορ Μπούλετς και φορούν το δαχτυλίδι, η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Λέικερς εναντίον Νικς, με το ΛΑ να χρειάζεται μόλις πέντε παιχνίδια στους τελικούς, μετά από μία καταπληκτική σεζόν 69 νικών, εκ των οποίων οι 33 συνεχόμενες. Επόμενη σεζόν, οι Νικς ανταπαντούν, βασιζόμενοι στο θανατηφόρο δίδυμο Φρέιζερ και Μονρό, «The Rolls Royce Duo», όπως αρέσκοντο να το αποκαλούν οι Αμερικανοί. Είναι η τελευταία σεζόν υψηλού ενδιαφέροντος, ο τελευταίος χορός για ένα ανεξάρτητο ΝΒΑ. Τσάμπερλεϊν και Ουέστ αποχωρούν, το ΑΒΑ “κλέβει” παίκτες, η τηλεόραση υποβαθμίζει το φθίνον προϊόν και οικονομικά έρχεται ο παρ’ ολίγον όλεθρος.
Παρόλα αυτά, δεν λείπει η έντονη εναλλαγή συναισθημάτων, παρά την κρίση το μπάσκετ είναι ένα άθλημα που παράγει ήρωες και αναγεννάται από τις στάχτες του, ανεξαρτήτως οικονομικού περιβάλλοντος.
Οι τελικοί του 1974 φέρνουν αντιμέτωπους τους Μπακς του -πολύ κοντά στη συνταξιοδότηση- Ρόμπερτσον αλλά και του next big thing, Τζαμπάρ, με τους Σέλτικς που ούτως ή άλλως είναι ένα κεφάλαιο στην ιστορία του μπάσκετ από μόνοι τους.
Αδιαμφισβήτητος ηγέτης της Βοστόνης εκείνος, ο πρώην «καλύτερος έκτος παίκτης» της μεγάλης ομάδας της δεκαετίας του ’60, ο άνθρωπος που ανήκει στο πάνθεον, επειδή έκλεψε τη μπάλα, ο μεγάλος Τζον Χάβλιτσεκ.
Με center τον Ντέιβ Κόουενς των μόλις 203 εκατοστών και μια ομάδα που επί της ουσίας βασιζόταν στο dna και την μπασκετική παιδεία της, οι Σέλτικς είναι μπροστά με 3-2 στη σειρά και στο έκτο ματς αναζητούν τη λύτρωση. Το παιχνίδι γράφεται στην ιστορία, έχει οδηγηθεί ήδη στη δεύτερη παράταση, ο Κόουενς έχει αποβληθεί με φάουλ και ο Χάβλιτσεκ ανέλαβε προσωπικά την υπόθεση. Πετυχαίνει 9 από τους 11 πόντους της ομάδας στην παράταση, το τελευταίο του καλάθι, πάνω από το τεντωμένο χέρι του Τζαμπάρ, δίνει στη Βοστόνη προβάδισμα με έναν. Η ραβέρσα (θρυλική) του Τζαμπάρ όμως στην επόμενη κατοχή στέλνει τον τίτλο στο Game 7, στο Μιλγουόκι.
Ο Χάβλιτσεκ είναι συγκλονιστικός. Δεν είναι τόσο οι 16 πόντοι όσο ότι έκανε όλες τις πιθανές και απίθανες δουλειές μέσα στο παρκέ, με αποκορύφωμα την εξαφάνιση του «Big O». Το δαχτυλίδι θα το φορέσουν οι Σέλτικς, ο Χάβλιτσεκ προσθέτει ένα ακόμα παράσημο στη μυθική καριέρα του με το τριφύλλι. Δύο χρόνια αργότερα, οι Σέλτικς είναι ξανά στους τελικούς, αυτή τη φορά κόντρα στους “νέους” Σανς του Πολ Γουέστφαλ, του παγκίτη που έφυγε από τη Βοστόνη και έγινε star στο Φοίνιξ. Άπαντες ήταν βέβαιοι ότι και αυτοί οι τελικοί θα καταλήξουν, όπως εκείνοι της περασμένης σεζόν, με ένα άνετο 4-0 και απόλυτη επικράτηση της ομάδας με την εμπειρία κόντρα στη “Σταχτοπούτα”. Το ενδιαφέρον σχεδόν μηδαμινό, παρά τη χρυσόσκονη των Σέλτικς.
Μακριά από τη Μασαχουσέτη δεν ενδιαφερόταν κανείς για το τελικό αποτέλεσμα, η αδιαφορία είναι σχεδόν τόση όση στο sweep των Γουόριορς του Ρικ Μπάρι της περασμένης περιόδου απέναντι στους Μπούλετς του Χέις και του Ανσέλντ.
Και σε αυτούς τους τελικούς η πρόβλεψη για ένα ακόμα sweep έβγαινε κατά γράμμα μετά το εύκολο 2-0 (98-87 και 105-90) του ξεκινήματος. Στο τρίτο παιχνίδι όμως στο Veterans Memorial Coliseum στο Φοίνιξ οι Σανς, οδηγούμενοι από τον σεληνιασμένο rookie της χρονιάς, Αλβάν Άνταμς, των 33 πόντων και 14 ριμπάουντ, μειώνουν και δεν παραδίδονται. Το Φοίνιξ υπερβαίνει εαυτόν και κερδίζει και το τέταρτο παιχνίδι στο νήμα με 109-107, με τον Τζο Τζο Γουάιτ να αστοχεί στο κρίσιμο σουτ που θα έστελνε το ματς στην παράταση.
Η σειρά επέστρεψε στη Βοστόνη, οι Σέλτικς προηγούνται ακόμα και με 20, αλλά οι Σανς βγάζουν μέταλλο και ροκανίζουν τη διαφορά. Η άμυνά τους σφίγγει σαν τανάλια, περιορίζοντας τους Κέλτες σε μόλις 34 πόντους συνολικά στο δεύτερο ημίχρονο, τέσσερα λεπτά πριν το τέλος οι Σανς χάνουν με 9 αλλά το πιστεύουν ακόμη. Μειώνουν στους 7, στους 5, στους 3, στον 1. Ο Χάβλιτσεκ αστοχεί στις βολές, ο Πέρι φέρνει το ματς στα ίσια, 95 όλα, παράταση.
Το παιχνίδι είναι τρομερά νευρικό, η παράταση είναι γεμάτη άγχος, με τις ομάδες να σκοράρουν μόλις 6 πόντους η κάθε μία. Δεν έχει ξαναϋπάρξει τελικός με τόση ένταση, το greatest game ever played είναι προ των πυλών. Δεύτερη παράταση με την αμφισβήτηση στους διαιτητές να χτυπάει κόκκινα.
Νωρίτερα, ο Πολ Σίλας δεν έχει τιμωρηθεί με τεχνική ποινή (ζήτησε time out, ενώ οι Σέλτικς τα είχαν εξαντλήσει), με τον διαιτητή Ρίτσι Πάουερς να εξελίσσεται σε αρνητικό πρωταγωνιστή του αγώνα. Ο Κέρτις Πέρι έχει δώσει το προβάδισμα στους Σανς με ένα απίθανο καλάθι, 109-110 με έξι δευτερόλεπτα να απομένουν. Ο Χάβλιτσεκ θα κάνει το drive, 111-110, ακούγεται η κόρνα, ο κόσμος μπαίνει μέσα να πανηγυρίσει.
Οι Σέλτικς πάνε στα αποδυτήρια, ο Ρικ Μπάρι που σχολίαζε το παιχνίδι για λογαριασμό του «CBS», εφιστά την προσοχή στο χρονόμετρο που κακώς δεν σταμάτησε μετά το εύστοχο καλάθι του Χάβλιτσεκ. Υπάρχει ακόμη διαθέσιμος χρόνος, υπάρχουν δύο δευτερόλεπτα. Ο κόσμος όμως είναι ήδη μέσα και πανηγυρίζει, ο Ρίτσι Πάουερς πείθεται και καλεί τους Σέλτικς να επιστρέψουν στο παρκέ. Πανδαιμόνιο!
Ένας οπαδός των Σέλτικς επιτίθεται μέσα στον γενικό χαμό στον διαιτητή, συλλαμβάνεται και ο Γουέστφαλ καλεί επίσης time out, χωρίς να έχει το δικαίωμα. Τεχνική ποινή, μία βολή Σέλτικς . Ο Τζο Τζο Γουάιτ ευστοχεί, 112-110 με ένα δευτερόλεπτο να απομένει. Baseball pass του Πέρι στον Γκάρφιλντ Χερντ, ένα απίθανο jump shot με περιστροφή και η μπάλα μέσα! 112-112, τρίτη παράταση!
Αυτό που συμβαίνει στο Garden δεν έχει προηγούμενο. Οι Σέλτικς προηγούνται με 6 πολύτιμους πόντους, 128-122, λίγο πριν τελειώσει και η τρίτη παράταση, το Φοίνιξ όμως είναι ακόμη εδώ. Τέσσερεις πόντοι του Πολ Γουέστφαλ ξαναφέρνουν τους Σανς σε απόσταση βολής, στην επαναφορά ακουμπάει τη μπάλα με τις άκρες των δακτύλων του, αλλά δεν κατορθώνει να (ξανα)κερδίσει την κατοχή. Τέλος, 128-126, the greatest game ever played.
Το Φοίνιξ έφτασε κοντά, άγγιξε τη νίκη, αλλά δεν τα κατάφερε, παραδόθηκε μετά από την ομηρική εκείνη μάχη και άδειασε ψυχολογικά. Το έκτο παιχνίδι στην Αριζόνα ήταν (σχεδόν) το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου.
Η εμπειρία των Σέλτικς μίλησε, άλλωστε όλοι μιλούσαν ακόμη για το προηγούμενο παιχνίδι που σηματοδότησε την ανάκαμψη του ΝΒΑ, ήταν ο οιωνός της επιστροφής της χαμένης αίγλης και των χρυσών ετών που θα ακολουθούσαν.
Η Βοστόνη κατέκτησε το Πρωτάθλημα επικρατώντας με 87-80, εκείνο όμως που συντάραξε το αμερικανικό μπάσκετ ήταν ο κρότος που προκάλεσε η πτώση του οικοδομήματος του ΑΒΑ.
Το “αντίπαλο δέος” κατέρρευσε τόσο γρήγορα όσο γιγαντώθηκε, η αδυναμία των ηγετών του να διαχειριστούν ένα τόσο μεγάλο και απαιτητικό τέρας ήταν σαφής. Σχεδόν άμεσα τέσσερα από τα σημαντικότερα brands του ΑΒΑ αναζήτησαν καταφύγιο στο ΝΒΑ. Νιου Τζέρσεϊ Νετς, Ιντιάνα Πέισερς, Ντένβερ Νάγκετς, Σαν Αντόνιο Σπερς έλαβαν απευθείας την άδεια συμμετοχής, οι παίκτες των υπόλοιπων ομάδων που δεν συγκέντρωναν τα απαραίτητα κριτήρια επιλογής εντάχθηκαν σε ένα άτυπο dispersal draft και υπέγραψαν με ομάδες του ΝΒΑ. Η νέα σεζόν του NBA θα ξεκινούσε με 22 διεκδικητές για τον τίτλο, 12 ομάδες στα play offs και, το σημαντικότερο όλων, με τη μεγαλύτερη ατραξιόν στο Πρωτάθλημα μετά από πάρα πολλά χρόνια.
Ο καλύτερος παίκτης και πρώτος σκόρερ του ΑΒΑ, Τζούλιους Έρβινγκ, καταλήγει στη Φιλαδέλφεια με ένα ηγεμονικό συμβόλαιο 6 εκατ. δολαρίων.
Είναι ίσως ο πρώτος “εξωγήινος” παίκτης στην ιστορία του ΝΒΑ, ένας αθλητής με τέλειο έλεγχο στις κινήσεις του σώματος, μια έμφυτη κομψότητα και πλαστικότητα στις κινήσεις του, ένας πιονιέρος του σύγχρονου και θεαματικού μπάσκετ.
Παροιμιώδης ψυχραιμία, εντυπωσιακά καρφώματα, η αφορμή για λογής δημοσιογραφικές εφευρέσεις όπως τα περίφημα «house calls», το θρυλικό «tomahawk», το απίστευτο «rock the baby», με τη μπάλα να μετατρέπεται σε μωρό εν ώρα νανουρίσματος, πριν καταλήξει κινηματογραφικά στο καλάθι.
Από την πρώτη του κιόλας σεζόν οδηγεί τους Σίξερς στους τελικούς, η επίδρασή του στη λίγκα είναι πρωτοφανής. Του έλειπαν ωστόσο οι ανάλογοι συμπαίκτες και κυρίως ένας center, ένας “βράχος” κάτω από το καλάθι. Εξαιτίας αυτού, η «Φίλι» θα υποκύψει στους Τρέιλ Μπλέιζερς του Μπιλ Γουόλτον. Ήταν η χρονιά της Blazermania, ο «Doctor J.» μπορεί να υπήρξε μεγαλοπρεπής, αλλά ήταν απελπιστικά μόνος. Το Πόρτλαντ επιβλήθηκε σε έξι παιχνίδια, το ΝΒΑ όμως είχε βρει το νέο του είδωλο, έναν ήρωα να το σηκώσει στις πλάτες του και να το ξανακάνει λαμπερό, φαντασμαγορικό, μοναδικό.
Η επόμενη σεζόν βρίθει συγκινήσεων, μετά τα συγκλονιστικά play offs επιβραβεύεται η απίστευτη χρονιά των Ουάσινγκτον Μπούλετς που καταβάλλουν τους Σιάτλ Σουπερσόνικς με 4-3, νωρίτερα όμως έχει λάβει χώρα μια από τις μεγαλύτερες στιγμές στην ιστορία του μπάσκετ.
Boston Garden, 9 Απριλίου του 1978, το τελευταίο παιχνίδι του Τζον Χάβλιτσεκ. Αυτό που συμβαίνει δεν έχει ξανασυμβεί έκτοτε, ο φόρος τιμής που επιφυλάσσει το πιο καλλιεργημένο μπασκετικά κοινό στην υφήλιο στον ήρωά του ξεπερνά τα όρια της συγκίνησης, για την ακρίβεια παρεκκλίνει κάθε πιθανού ορίου στον αθλητισμό.
Σέλτικς εναντίον Μπάφαλο, το ιστορικό γήπεδο της Βοστόνης γεμάτο, είναι όλοι εκεί, από τον Δήμαρχο, τον Κυβερνήτη μέχρι τον “πλανητάρχη” των Σέλτικς, «Red» Άουερμπακ.
O Τζον «Hondo» Χάβλιτσεκ ξεκινάει στην πεντάδα, ο εκφωνητής τον παρουσιάζει και το Garden γκρεμίζεται.
Το standing ovation του Garden γράφεται στην ιστορία, είναι αδύνατον να το παρακολουθήσει άνθρωπος και να μην ανατριχιάσει ή συγκινηθεί. Αδιάλειπτο χειροκρότημα σχεδόν 10 λεπτών, ένα απίστευτο “ευχαριστώ” της Βοστόνης στον ήρωά της, ένα μοναδικό κλείσιμο καριέρας και μια από τις κορυφαίες στιγμές στην ιστορία ολόκληρου του ΝΒΑ. Για 16 συναπτά έτη στους Σέλτικς, οκτώ φορές Πρωταθλητής, αμέτρητες προσωπικές και ομαδικές διακρίσεις, ένας Hall of Famer, πριν καν ο Στερν σκεφθεί το οτιδήποτε.
Ο Χάβλιτσεκ είναι ο άνθρωπος που έκανε γνωστό τον Τζόνι Μοστ, τον εκφωνητή “εκείνου” του Τελικού: «Greer is putting the ball in play. He gets it out deep and Havlicek steals it! Over to Sam Jones! Havlicek stole the ball! It’s all over… It’s all over! Johnny Havlicek is being mobbed by the fans! It’s all over! Johnny Havlicek stole the ball»!
«Ο Τζον Χάβλιτσεκ έκλεψε τη μπάλα»! Μια κοινοτυπία που για τους ανθρώπους του μπάσκετ είναι το ίδιο το άθλημα, το μεγαλείο του παιχνιδιού.
Το μπάσκετ είχε επιστρέψει στην καθημερινότητα των Αμερικανών, η παρουσία του «Doctor J.» και το μεγαλείο της αποχώρησης του Χάβλιτσεκ δεν έδωσαν απλώς το φιλί της ζωής στη λίγκα αλλά την απογείωσαν.
Η τελευταία σεζόν της πιο σκοτεινής δεκαετίας επιβράβευσε τους ηττημένους Σουπερσόνικς της προηγουμένης, οι οποίοι πήραν την άτυπη ρεβάνς από την Ουάσινγκτον και μάλιστα με το επιβλητικό 4-1.
Η κατάκτηση του Πρωταθλήματος από ακόμα μια διαφορετική ομάδα ήταν το λιγότερο. Η λίγκα ήταν έτοιμη να απογειωθεί, το κοινό -απαλλαγμένο από τις ενοχές της προηγούμενης γενιάς και της δύσκολης δεκαετίας του Βιετνάμ και των σκανδάλων- έμοιαζε έτοιμο να δεχθεί την κοσμογονία.
Η δεκαετία που άλλαξε για πάντα το μπάσκετ ήταν προ των πυλών…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Duck on a Rock: Basketball Genesis
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro