Μάτια παιδικά, γεμάτα απορίες κι επιθυμία να καθησυχαστεί ότι έχει ακόμη χρόνο να γραφτεί στην ιστορία.
Αυτό είναι το κίνητρό του να αναγεννιέται, να προσπαθεί, να το “κυνηγάει” ακόμη. Αναλογίζεται πόσο σπατάλησε τον εαυτό του, γιατί του στέρησε να αγωνίζεται σε υψηλό επίπεδο, πόσο εύκολα χανόταν στις επίπλαστες αυτοδιαβεβαίωσεις του.
Τα μάτια τότε γίνονται μοχθηρά, το βλέμμα σκουραίνει, τα φρύδια σμίγουν. Βαρέθηκε ν’ ακούει πόσο ταλέντο έχει, πόσο απ’ αυτό άφησε να πάει χαμένο, πόσο τον επηρέασαν οι αδυναμίες και τα κολλήματα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ερινύα από την πεποίθηση ότι μπορούσαμε να κάνουμε περισσότερα και δεν το κάναμε.
Πίνει μια γουλιά απ’ τον καφέ του, κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο, ψάχνει το φως. Ένας αναστεναγμός συμπόνοιας με μια νότα σαδισμού. Υλικό για Χρυσή Μπάλα που βρέθηκε ουκ ολίγες φορές στον κάλαθο των αχρήστων μαζί με τα ρετάλια.
Ποτέ άλλοτε δεν έχει συμβεί κάτι ανάλογο στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται με τέτοια περιοδικότητα ένας τόσο μεγάλος ποδοσφαιριστής. Μόνο ο Χατέμ Μπεν Αρφά το έχει καταφέρει. Η μεγαλύτερη σπατάλη ταλέντου στη σύγχρονη μορφή του σπορ, το μεγαλύτερο “what if” στην ιστορία του γαλλικού ποδοσφαίρου.
Ξεκίνημα στη φημισμένη Ακαδημία της INF Clairefontaine, ναι, εκείνη που έβγαλε τον Τιερί Ανρί και τον Κιλιάν Εμπαπέ. Ταλέντο αστείρευτο, σαν μαγικό καπέλο που δεν σταματά να απελευθερώνει περιστέρια. Κανένα άλλο παιδί δεν διέθετε τις δεξιότητές του, το ένστικτό του, την τεχνική του, την αντίληψή του.
Όλοι οι μεγάλοι σύλλογοι της Ευρώπης στα πόδια του, όλοι οι scouts στο κατόπι του, ολόκληρο το οικοδόμημα της Ομοσπονδίας στην υπηρεσία του. Στοχευμένη μετακίνηση στη Λιόν, συγκεκριμένες οδηγίες στους ιθύνοντες της Ολιμπίκ Λιόν για τη διαχείρισή του, ολοένα και υψηλότερο το επίπεδο συναγωνισμού τριγύρω του.
Κι άντεχε. Κι έδειχνε ότι ανταποκρίνεται. Και κατέληξε «ένας από τους καλύτερους όλων των εποχών στην ηλικία του». Πόσες τέτοιες μεγαλοστομίες, πόσες προσδοκίες, πόση προσμονή. Δεκάδες οι φιλοφρονήσεις, πάμπολλες οι αισιόδοξες οιωνοσκοπήσεις.
«Τεχνικά δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τον Κριστιάνο Ρονάλντο», είπε ο Ραϊμόντ Ντομενέκ.
«Το κοντρόλ και τα βασικά του είναι ανάλογα του Μαραντόνα», είπε ο Αρσέν Βενγκέρ.
Σταχυολογήθηκαν οι δυο τους, γιατί δεν συνήθιζαν τις μεγαλοστομίες. Για κανέναν ποδοσφαιριστή που πέρασε από τα χέρια τους. Μαγεύτηκαν όμως κι εκείνοι από τις κραυγαλέες τεχνικές αρετές, την έκρηξη, την ταχύτητα, την ντρίπλα, τη δύναμη, το σουτ, την ιδιοφυΐα του Χατέμ.
Τυφλωμένοι όλοι, συνεπαρμένοι στο ατόφιο ποδοσφαιρικό ταλέντο αυτού του παιδιού από το Κλαμάρ. Γιος του Τυνήσιου μετανάστη και πρώην ποδοσφαιριστή, Καμέλ Μπεν Αρφά, μουσουλμάνος, ατίθασος, ξεροκέφαλος, τσαμπουκάς.
«Ταμπεραμέντο» το αποκαλούν οι μετριοπαθείς, «δυστροπία» οι ρεαλιστές.
Μόνο κατά την τριετία στην INF “συνετίστηκε”. Από τα επτά μέχρι τα 12 του χρόνια άλλαξε τρεις σχολές: Σατεναί-Μαλαμπρί, Μονρούζ, Μπουλόν-Μπιγιανκούρ. Ήταν μονίμως το “δύσκολο” παιδί, εκείνο που δεν καταλάβαινε, εκείνο που έκανε το δικό του. Επειδή μπορούσε, επειδή το επίπεδό του ήταν πολύ μακριά σε σχέση με το επίπεδο των συνομήλικών του.
Τον έβλεπες να παίζει και, διάολε, δεν υπήρχε μειονέκτημα στο παιχνίδι του. Εκτός από ένα: ήταν ακαλούπωτος. Εφιάλτης για τους προπονητές στις νεαρές ηλικίες αυτά τα παιδιά. Τους ενοχλεί αυτή η στάση στο γήπεδο από τόσο νωρίς, δημιουργεί πολλά προβλήματα στη διαχείριση της εύθραυστης ψυχολογίας των υπόλοιπων παιδιών.
Η καλύτερη αντιμετώπιση γι’ αυτό το παιδί ήταν να μένεις σιωπηλός. Να τον παρατηρείς, να τον αναλύεις, να τον βοηθάς αναλύοντας τα λάθη του, τον ατομισμό του, το υπερφίαλο του χαρακτήρα του. Κατά βάθος όμως, όλοι όσοι αγαπούν το ποδόσφαιρο ξέρουν πολύ καλά ότι έχουμε ανάγκη από αυτά τα παιδιά. Γιατί δίχως αυτά θα χαθεί η σπίθα, το νόημα, ο “αλήτικος” χαρακτήρας που οφείλει να διατηρήσει το σπορ.
Είναι βαθιά λαϊκό άθλημα το ποδόσφαιρο. Γεμάτο οξύμωρα, ταξικά αταξικό, δίκαια άδικο. Συγχωρεί τα λάθη, αλλά δεν τα ξεχνάει ποτέ. Μετατρέπει τους πατρίκιους σε πληβείους, ενθρονίζει και εξοστρακίζει βασιλείς με την ίδια ευκολία, διαλύει ψυχολογίες, καταστρέφει εκπληρωμένα όνειρα.
Τον Χατέμ βάλθηκαν να τον καταστρέψουν και οι άλλοι και ο εαυτός του. Τον κράτησε ζωντανό η ανάγκη να διασκεδάζει το κοινό, τον ξαναγεννά η ατέλειωτη δίψα να αποδείξει τα αναπόδεικτα.
«Είναι σαν τον Μέσι, αλλά κάπου έχασε τον δρόμο», είπε κάποτε ο Μπενζεμά. Τον καταλαβαίνει ο Καρίμ, ξέρει, ίδιο φύραμα είναι κι αυτός. Απλώς ξέρει λιγότερη μπάλα από τον Μπεν Αρφά.
Δεν φτάνει ωστόσο η μπάλα. Όχι πια. Ο Χατέμ δεν ήταν ποτέ υπεύθυνος, δεν είχε ποτέ το κεφάλι καλά στερεωμένο στους ώμους του. Σύγχρονος “Σίσυφος” κατέληξε τόσες φορές, ώστε αποφάσισε να “ξαναξεκινήσει”, αλλά δεν έβγαλε ποτέ το αγόρι των ακαδημιών από μέσα του.
Ξέρετε, εκείνο το αγόρι που ήταν ο καλύτερος απ’ όλους. Αυτός που δεν την έδινε με τίποτα, εκείνος που κλωτσούσες κάθε που ερχόσουν αντιμέτωπος μαζί του, επειδή ήσουν πεπεισμένος ότι θα σε γελοιοποιήσει. Όλοι όσοι έχουν παίξει μπάλα έχουν τεθεί αντιμέτωποι με ένα τέτοιο παιδί. Που ντρίπλαρε τους πάντες και μετά έβαζε το γκολ και χαμογελούσε αυτάρεσκα μ’ εκείνο το εκνευριστικό χαμόγελο γεμάτο αυθάδεια και πρόκληση.
Παλιά υπήρχαν πολλά τέτοια παιδιά. Στην αλάνα, στον δρόμο, στην πλατεία. Στο συντεταγμένο ποδόσφαιρο των ακαδημιών αυτά τα παιδιά είτε τα τιμωρούν, είτε τα “συνετίζουν”, είτε τα διώχνουν. Γιατί ξυπνούν άγρια ένστικτα στα άλλα παιδιά, επειδή το κάνουν να φαίνεται τόσο εύκολο σε βαθμό να καταστρέφουν καριέρες.
Δεν είναι όλοι για ψηλά, δεν κάνουν όλοι για το τελευταίο επίπεδο. Πολλώ δε όταν τίθεσαι ενώπιον ενός τόσο μεγάλου ταλέντου όπως ο Μπεν Αρφά.
Δεν μεγάλωσε ποτέ ο Χατέμ. Παρέμεινε εκείνο το παιδάκι, συμπεριφέρεται ακόμη, κατά καιρούς, σαν το παιδί που παρατάει την τσάντα, μπαίνει στον αγώνα, παίζει 10 λεπτά και ξεφτιλίζει τους πάντες. Ακόμα και τους “καλούς”.
Ίσως αν είχε αποδεχτεί τον εαυτό του, να μπορούσε να αποδώσει όσο μπορούσε. πιθανόν, εάν τα είχε βρει με την ψυχή του, να είχε γίνει ο σούπερ ήρωας με τις υπερδυνάμεις που ονειρευόταν από μικρό παιδί. Ναι, μπορούσε. Δεν υπολόγισε όμως ότι όλοι οι σούπερ ήρωες έχουν αχίλλειο πτέρνα. Και η δική του τον κατάπιε.
Έριξε μια και έκανε θρύψαλα την καριέρα στην καλύτερη Λιόν της ιστορίας, εκείνη που άλλαξε τα ιστορικά δεδομένα στη Ligue 1 και επαναπροσδιόρισε το γαλλικό πρωτάθλημα, πριν το διαφθείρουν τα πετροδόλαρα.
Τέσσερα χρόνια με φωτοστέφανο πάνω από το κεφάλι του, μια τετραετία θαυμάτων, αξέχαστων παραστάσεων, μοναδικών ποδοσφαιρικών στιγμών. Νεύρα, κακή συμπεριφορά, στριφνή αντιμετώπιση των συμπαικτών του, των φίλων του, όπως έχει παραδεχτεί σε μια από τις εκλάμψεις ειλικρίνειας.
Για ένα καπρίτσιο πήγε στη Μαρσέιγ, για ένα επόμενο στη Νιούκαστλ. Μια πορεία γεμάτη καπρίτσια, μια διαδρομή κατά την οποία οι τρέλες ενίοτε σκέπαζαν το ποδοσφαιρικό μεγαλείο.
Θόλωνε, ήθελε να ταπεινώσει τους πάντες, να αποδείξει ποιος ξέρει τι και σε ποιον. Δεν πάσαρε, δεν επικοινωνούσε, δεν προσπαθούσε καν να γίνει μέρος της ομάδας. Τραβούσε τον δικό του δρόμο, προτιμούσε το μοναχικό μονοπάτι που δεν έβγαζε πουθενά.
Ρήξεις με προπονητές, καβγάδες με συμπαίκτες, χλιαρές σχέσεις με ατζέντηδες, αντεγκλήσεις ακόμα και με θαυμαστές. Μια καριέρα “πεταμένη”, ένα κορυφαίο αντι-παράδειγμα.
Στην Αγγλία κατέληξε δανεικός στη Χαλ, η Νιούκαστλ προσπαθούσε απεγνωσμένα να τον ξεφορτωθεί, δεν τον ήθελε κανείς. Ούτε καν σε πρωταθλήματα-νεκτροταφεία, όπως το ελληνικό ή τα απονενοημένα των Εμιράτων.
Σε όλες τις μεγάλες ελληνικές ομάδες είχε προταθεί. Δεν πήρε καμία το ρίσκο. Δεν υπήρχε τρελός να πάρει το ρίσκο. Φαντάζει απίστευτο, αλλά απέρριπταν ελληνικές ομάδες ποδοσφαιριστή της ποιότητάς του, 28 ετών, με θαυματουργή πορεία σε όλες τις βαθμίδες των εθνικών κλιμακίων της Γαλλίας και μια ντουζίνα συμμετοχές με την Εθνική Ανδρών.
«Προβληματικός χαρακτήρας» η πιο ήπια δικαιολογία. Στα γραφεία κυκλοφορούσαν και φήμες για εθισμούς, κάκιστες συνήθειες, “προβλήματα”. Για ποιον λόγο άλλωστε ένα παιδί με το ταλέντο του να μένει χωρίς ομάδα στα 28; Τι έχει και δεν πάει καλά; Μακριά κι αγαπημένοι.
Η μοναδική ομάδα που πήρε το ρίσκο ήταν η Νις. Έπεσε στο καλό φεγγάρι. Πιο σωστά στο καλύτερο, το πιο φωτεινό, το πιο καθαρό απ’ όλα. Ακόμα και σε σύγκριση μ’ εκείνα της νιότης του.
Έκανε απίθανα πράγματα στη Νίκαια. Τόσο ώστε είναι αδύνατον να εξηγηθούν με λόγια. Είναι η πρώτη φορά στο ποδοσφαιρικό “Zeitgeist” όπου ένας ποδοσφαιριστής έπαιζε μόνος του. Εξαφάνιζε συμπαίκτες κι αντιπάλους από το πεδίο δράσης του, δεν υπήρχε κανείς.
Πλήρης σεζόν, “γεμάτη”. Γκολ, ασίστ, κόλπα, ντρίπλες, επινοήσεις. Μια ομάδα όπως η Νις στο Champions League, ένας “τελειωμένος” ξανά στην Εθνική Γαλλίας.
Ήταν αδύνατον να μην κληθεί σ’ εκείνο το Euro που διεξήχθη στη Γαλλία. Ήταν το πλήρες πακέτο, ο αστάθμητος παράγοντας, ο σεληνιασμένος της σεζόν. Ακόμα κι αν έχυνε την καρδάρα με το γάλα, άξιζε τον κόπο να την δεις να γεμίζει. Τόσο πολύ. Αφοπλίζει η ομορφιά, το ταλέντο σε κάνει να σαστίζεις. Μαγεία στα όρια του παγανισμού.
Ορμώμενος από εκείνη τη σεζόν επιστημονικής φαντασίας, ο Κελαϊφί έκανε τα αδύνατα-δυνατά να τον εντάξει στους “Χάρλεμς” της Παρί.
Δεν ήθελε να πάει, κάτι τον έτρωγε μέσα του και του φώναζε ότι θα (ξανα)κάνει λάθος. Για πρώτη φορά όμως θα κεφαλαιοποιούσε, για πρώτη φορά θα πληρωνόταν αδρά. Τα μεγαλύτερα εγκλήματα κατά του εαυτού γίνονται για τα λεφτά. Για τον Χατέμ χρειάστηκαν 4.5 εκατ. -καθαροί- λόγοι για να άρει τους ενδοιασμούς και τις αντιρρήσεις.
Πήγε. Ελπίζοντας ότι στο κατώφλι των 30 θα είχε ωριμάσει. Για οποιονδήποτε θα ίσχυε, η ωρίμανση βρίσκεται σε ευθεία διασύνδεση με τον χρόνο. Ισχύει για όλους εκτός από τον Μπεν Αρφά. Παρά τις μεγάλες ευθύνες, παρά τον γαλαξία αστέρων που είχε μαζί και πλάι του, παρά τις ιδανικές συνθήκες, ο Χατέμ δεν ωρίμασε.
Πιο σωστά δεν ήθελε να ωριμάσει. Ακόμα και στις προπονήσεις έβγαζε το άχτι του. Τους περνούσε όλους, πλάσαρε κάτω από τα πόδια τον τερματοφύλακα, έπαιζε σε πολύ υψηλή ένταση μόνο και μόνο για να αποδείξει ότι μπορεί. Αυτή είναι η φτιαξιά του, δεν το βγάζεις από μέσα του.
Δεν εντασσόταν σε κανένα σχήμα, δεν υπηρετούσε κανένα τακτικό πλάνο. Έκανε τα δικά του, ικανοποιούσε τον εγωισμό του, αποδείκνυε ότι “τους έχει” όλους και ήταν αρκετό. Για τον ίδιο, όχι για την ομάδα.
Επιστροφή ξανά στη διαδικασία της σπατάλης. Τούτη τη φορά και χρημάτων εκτός από το ταλέντο του. Ο Έμερι είχε τρελαθεί, τα είχε δοκιμάσει όλα μαζί του, είχε επιστρατεύσει μέχρι και ψυχολόγους, μήπως και αποφασίσει να παίξει ομαδικά. Δεν άκουγε. Δεν είναι φτιαγμένος ν’ υπακούει.
Μπήκε στο ψυγείο, τον εξαφάνισαν. Ο λογαριασμός στην τράπεζα ήταν το μοναδικό θετικό στοιχείο της μετακίνησής του στην Παρί Σεν Ζερμέν. Έφτασε στο σημείο να το οικτίρει, βλαστημούσε την ώρα και την στιγμή που άφησε τη Νίκαια για τα κατ’ ευφημισμόν Ηλύσια Πεδία.
Έναν ολόκληρο χρόνο έμεινε εκτός ομάδας. Έγραψε στα social του «χρόνια μου πολλά, ένας χρόνος όπου είμαι στο ψυγείο». Η πολυεθνική που ονομάζεται ΠΣΖ αντιλήφθηκε κάπου εκεί ότι το “δύσκολο παιδί” κάνει ζημιά στο brand, ότι έπρεπε πάση θυσία να βρεθεί μια φόρμουλα αποδέσμευσής του, ακόμα και με το αζημίωτο.
Βρέθηκε το παράθυρο της Ρεν. Ένα παράθυρο χωρίς θέα, ταυτόχρονα όμως και δίχως προσδοκίες και πίεση. Εν ολίγοις, το ιδανικό παλκοσένικο για να μεγαλουργήσει ο Χατέμ. Σαν να πατήθηκε ξανά ο διακόπτης, σαν να διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα τον ημιθανή οργανισμό.
Μαγευτικός, σχεδόν ονειρικός. Και η Ρεν μετά από 40 ολόκληρα χρόνια με ένα Κύπελλο στην τροπαιοθήκη της. Σε Τελικό εναντίον της Παρί. Δεν το έκανε για να εκδικηθεί, όπως όλα όσα έχει κάνει, το ήθελε για τον εαυτό του. Για πρώτη φορά ίσως και για τους σωστούς λόγους.
Διαχειρίστηκε την καταιγίδα, πέταξε από πάνω του τη μυρωδιά της ναφθαλίνης, θυμήθηκε ξανά να χαμογελάει παίζοντας μπάλα. Ποτέ δεν έπαψε να παίζει μπάλα, απλώς οι περισσότεροι ήθελαν με το ζόρι να τον βάλουν να παίξει ποδόσφαιρο.
Οποιοσδήποτε άλλος θα αρκείτο στις δάφνες του, θα παρέμενε στο απάνεμο λιμάνι και θα έχτιζε τον μύθο του, θα δενόταν -επιτέλους- με μια φανέλα, θα συνδεόταν με το κοινό του. Αντ’ αυτού προτίμησε να κάνει μια απίθανη μεταγραφή στη Βαγιαδολίδ. Παντελώς άκυρη επιλογή, εκτός παντός πλαισίου και ανεξήγητη.
Τον ήθελε ο Γκασπερίνι στην Αταλάντα, με ομάδα κομμένη και ραμμένη στα χαρακτηριστικά του, με εκείνο το γοητευτικά “αναρχικό” ποδόσφαιρο, γεμάτο οξύμωρα και αντιφάσεις που λατρεύει ο Χατέμ. Θα ήταν σχεδόν πορνογραφική αυτή η συνύπαρξη, απίστευτα ενδιαφέρουσα.
Ήθελε όμως να ξανακλείσει το φως, να ξαναχαθεί. Μεταξύ covid και τραυματισμών δεν συμπλήρωσε καν 10 παιχνίδια στην Ισπανία. Σαν να μην πέρασε ποτέ από την Καστίλλη. Ήταν πια στα 33, η καμπύλη είχε ξεκινήσει να γέρνει προς τα κάτω.
Πότε όμως επιβεβαίωσε τη φυσική ροή των πραγμάτων ο Χατέμ; Ακόμα μια νιότη στην Μπορντό, ακόμα ένα encore στις εύφορες όχθες του Γαρούνα. Πάλι φαινόταν ο πιο δυνατός, ο πιο καλός, ο πιο ταλαντούχος. Δίπλα του νεαρά παιδιά με κοκκινισμένα μάγουλα και τα περνούσε στο σπριντ, τα άφηνε μέτρα πίσω είτε ντριπλάροντας είτε γλιστρώντας ανάμεσά τους με επιδεικτική μαεστρία.
Ανώφελο να αναζητηθεί “διάρκεια” στην καριέρα του, αδύνατον να χαρακτηριστεί ή να καλουπωθεί μια τέτοια αλληλουχία μεταξύ ζενίθ και ναδίρ. «Είμαι στην πραγματικότητα ένα ζωντανό ανθρώπινο δράμα», έχει δηλώσει σε μια στιγμή αυτογνωσίας.
Όταν τραυλίζει, όταν δεν καταλαβαίνει τις ερωτήσεις, όταν κολλάει σε περίπλοκες και περίεργες προτάσεις, ο Μπεν Αρφά δεν το κάνει με αυτοειρωνεία. Δεν τρολάρει, όταν κάνει λόγο για την Χρυσή Μπάλα. Το πιστεύει, είναι πεπεισμένος ότι το ποδόσφαιρο τού το χρωστάει.
Έχει ξεχάσει την καριέρα του, είναι μια καριέρα μάταιη, με πολλούς σταθμούς και λίγες ευθείες χωρίς χαλινάρι. Στην πραγματικότητα ψάχνει το σωστό ξόρκι για να ξεγελάσει τον χρόνο και να παίζει για πάντα.
Ζει και παίζει για την στιγμή. Έστω τη μία. Ξέρει ότι δεν θα αλλάξει τίποτα τελικά, έχει αποδεχθεί ότι θα χαθεί στα βάθη της μνήμης, αλλά παλεύει γι’ αυτήν τη μία στιγμή. Δεν του αρκούν αυτά που έχει κάνει, δεν ικανοποιείται από τα πεπραγμένα του. Όχι όπως το αντιλαμβανόμαστε όλοι εμείς οι υπόλοιποι, όπως το έχει ο ίδιος στο κεφάλι του.
Θυμάται τον εαυτό του ντυμένο με μαύρο κοστούμι και μαύρα γυαλιά να υποδύεται τον Man in Black, προσπαθώντας να διαγράψει την πρόσφατη μνήμη και ξεκαρδίζεται στα γέλια. Το είχε κάνει το 2017, όταν οι σχέσεις με την Παρί ήταν στο χειρότερο σημείο και γύρευε συγχώρεση, εξαγνισμό, άφεση.
Αψυχολόγητος τύπος, εντελώς δική του κοσμοθεωρία. Ακόμα και ποδοσφαιρικά είναι αδύνατον να αποκρυπτογραφηθεί. Δεν έχει στεριώσει με προπονητή πουθενά, τσακώνεται ακόμα και με μειλίχιους τύπους, όπως ο Κοσιελνί, μοιάζει άλλος παίκτης ακόμα και μέσα στο ίδιο παιχνίδι.
Είτε στην Μπορντό, είτε στη Λιλ, είτε στην Παρί ο στόχος του είναι ο ίδιος: το χειροκρότημα. Άγνωστο από ποιον το επιζητά, δυσεξήγητο γιατί δεν έπαψε να το ζητά, απίθανο το πώς το κατακτά.
Το τελευταίο είναι και ο λόγος για τον οποίον “τον πιστεύουν για μια ακόμα φορά”. Πάντοτε είναι η “τελευταία”, διότι υπάρχει αυτό το επίμονο αίσθημα προσδοκίας που τον συνοδεύει, αυτή η ευθεία διασύνδεση με το υποσυνείδητο της νιότης μας και της αλάνας, του δρόμου, της πλατείας.
Μπαίνει μέσα το “δύσκολο παιδί”, τους περνάει όλους σαν ριπή του ανέμου με την μπάλα κολλημένη στα πόδια του, τη θωπεύει και την στέλνει συστημένη μέσα. Χαμογελάει, είναι ερωτευμένος με το παιχνίδι, αλλά αυτό που γουστάρει περισσότερο είναι να εξοργίζει τους αντιπάλους του.
Γερνάει χωρίς να έχει ενηλικιωθεί ποτέ, δεν αποχωρίζεται το χάος του, θέλει να παραμείνει αγνός μέσα στην αλητεία του. Ένας σολίστας που δεν θέλει ορχήστρα, ένας υπηρέτης ψευδαισθήσεων, δικών του και δικών μας.
Η «μπάλα» της νιότης μας. Εύθραυστη, ανέμελη, αγνή.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τιερί Ανρί: Προσεγγίζοντας την τελειότητα
Ποιος θα πιάσει τον Κιλιάν Εμπαπέ; / Face Control: Euro 2020
Το ποδοσφαιρικό flex του Καρίμ Μπενζεμά
Η κηλίδα της τελειότητας του Ούγκο Γιορίς
Ο Νικολά Ανελκά ήταν και παρεξηγημένος και εχθρός του εαυτού του
Ο κόσμος του Μπισέντε Λιζαραζού
Οι χαρακιές στη μνήμη του Φρανκ Ριμπερί
Μιτεράν, Ολλάντ και Λοράν Μπλαν
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro