Θα ήθελα να παίζω ακόμη, όχι βέβαια σε αυτήν την ηλικία, αλλά να μπορούσα να ξεκινούσα τώρα το ποδόσφαιρο από την αρχή.
Να είχα τις σκέψεις, τις παραστάσεις και όλα αυτά που έχω ήδη ζήσει.
Τα νέα παιδιά μπορούν και αναπτύσσονται αλλιώς, γιατί η ενημέρωσή τους είναι διαφορετική, είναι πιο προετοιμασμένα από όλες τις απόψεις.
Όταν ξεκίνησα 15-16 χρόνων στον Αλμωπό Αριδαίας στη Β’ Εθνική ήταν διαφορετικά τα πράγματα.
Τώρα πλέον οι νέοι ξέρουν πώς να γυμναστούν, τι τους λείπει, τι βιταμίνες να πάρουν, τι προπόνηση να κάνουν, εμείς αυτά τα πράγματα δεν τα είχαμε σε μεγάλο βαθμό.
Ευτυχώς στο δικό μου ξεκίνημα είχα έναν δάσκαλο ουσιαστικά της εποχής εκείνης, τον Χρήστο Αρχοντίδη, ο οποίος θεωρώ ότι ήταν “προχωρημένος” σε σχέση με άλλους προπονητές εκείνης της περιόδου. ακόμα και προπονητές Α’ Εθνικής δεν είχαν το επίπεδο γνώσεων που είχε ο Αρχοντίδης και αυτό με βοήθησε πολύ.
Όταν τελείωσα το ποδόσφαιρο, ένιωσα (και νιώθω ακόμη) ότι δεν το ευχαριστήθηκα. Έβλεπα πάντα το επόμενο παιχνίδι, την επόμενη υποχρέωση.
Δεν ευχαριστήθηκα επιτυχίες μεγάλες μέσα από τις ομάδες όπου πέρασα, πορείες με Πρωταθλήματα, πορεία στην Εθνική ομάδα.
Κερδίζαμε με τον Παναθηναϊκό τον Ολυμπιακό και δεν το ευχαριστιόμουν, είναι η φύση μου τέτοια, σκεφτόμουν ότι την επόμενη Κυριακή θα είχαμε ένα άλλο ματς για το Πρωτάθλημα ή το Κύπελλο ή μες στην εβδομάδα για την Ευρώπη. Δεν μπορούσα να χαρώ τη στιγμή, είχα την αγωνία της επόμενης δοκιμασίας…
Αισθανόμουν ότι είχα μεγάλο βάρος πάνω μου, η θέση ήταν τέτοια.
Και έβλεπα τους συμπαίκτες μου πως δεν είχαν το δικό μου άγχος, τουλάχιστον έτσι έδειχναν.
Όταν ήρθα Αθήνα από την Καστοριά, είχα μπροστά μου αρκετά και σοβαρά εμπόδια, με την έννοια ότι είχα “μπροστά” μου καταξιωμένους τερματοφύλακες, όπως στον Παναθηναϊκό ο Βασίλης Κωνσταντίνου και ο Νίκος Σαργκάνης ή στην ΑΕΚ ο Σπύρος Οικονομόπουλος, ο οποίος ήταν χρόνια στην ομάδα και είχε την ταμπέλα του “αδικημένου”, ότι όλοι οι άλλοι έρχονται, παίζουν κλπ.
Και αυτό με επηρέασε ουσιαστικά τον πρώτο χρόνο. Ίσως όλα αυτά μου δημιούργησαν το αίσθημα της ανασφάλειας και είχα αυτή την αδυναμία να χαρώ μεγάλες νίκες, ότι μπορεί την άλλη Κυριακή κάτι να συμβεί.
Βέβαια, είμαι έτσι και λόγω του χαρακτήρα μου, δεν είμαι άνθρωπος που εκδηλώνεται τόσο έντονα, είμαι αγωνιώδης και αγχώδης, αλλά δεν το δείχνω.
Όλοι με έβλεπαν στο γήπεδο, όταν έπαιζα, και μου έλεγαν «Εσύ δεν καταλαβαίνεις Χριστό! Φωνάζουν οι οπαδοί, βρίζουν, μπορεί να κάνεις και ένα λάθος, αλλά δεν σε πιάνει ταραχή». Μέσα μου όμως είχα ταραχή, είχα άλλα.
Η ΑΕΚ, ο Παναθηναϊκός και η σχέση με Ολυμπιακό και ΠΑΟΚ
Δεν μπορώ να ξεχωρίσω από ποια ομάδα έζησα τις γλυκύτερες στιγμές, ανεξάρτητα από το πώς έφυγα από τον Παναθηναϊκό και από την ΑΕΚ, δηλαδή όχι καλά.
Έφυγα με βαριά καρδιά από τον Παναθηναϊκό, όταν δέχτηκα να λύσω το συμβόλαιό μου για να μην έχω αυτό το “μπες-βγες, μπες-βγες” που με είχε κουράσει, και πήγα στην ΑΕΚ.
Από τον Παναθηναϊκό βέβαια έχω πολύ καλές στιγμές και δεν μπορώ να ξεχάσω ούτε τα Πρωταθλήματα ούτε τα Κύπελλα που κατακτήσαμε. Ο Παναθηναϊκός εκείνη την εποχή ήταν, αυτό που έλεγε ο Δανιήλ, «100 χρόνια μπροστά». Σε σχέση με τις υπόλοιπες ομάδες του ελληνικού ποδοσφαίρου ήταν σε άλλο επίπεδο.
Και δέχτηκα να πάω σε μια ομάδα, την ΑΕΚ, που τότε οργανωνόταν και αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα, με Γιδόπουλο, όχι καλές εγκαταστάσεις και άλλα θέματα.
Και στην Καστοριά είχα ωραίες στιγμές και στον Απόλλωνα που φτάσαμε Τελικό Κυπέλλου και αγωνιστήκαμε και στο Κύπελλο UEFA. Τα τρία χρόνια που πέρασα εκεί ήταν το καλύτερο διάστημα του Απόλλωνα. Την πρώτη χρονιά δεν κινδυνεύσαμε, τη δεύτερη βγήκαμε Ευρώπη και την τελευταία φτάσαμε στον Τελικό, έχοντας και μια καλή πορεία στο Πρωτάθλημα.
Φυσικά, πάντα μένουν οι μεγάλες επιτυχίες, δηλαδή τα Πρωταθλήματα, τα Κύπελλα, και αυτά τα πήρα στις μεγάλες ομάδες.
Το πιο σημαντικό για εμένα είναι ο τίτλος τιμής που κέρδισα από τον κόσμο. μπορώ να πηγαίνω σε όλα τα γήπεδα, εισπράττω την αγάπη και την εκτίμηση των φιλάθλων.
Είμαι ένας αθλητής που με τις δηλώσεις μου και με τον τρόπο που αγωνιζόμουν δεν προκαλούσα, δεν μου αρέσει αυτό το πράγμα.
Πάντα σεβόμουν τον αντίπαλο, με ποια έννοια: Για να είμαι εγώ καλός, πρέπει και ο άλλος να είναι καλός. Αν είναι ο άλλος “μάπα”, δεν μπορεί να αποδίδεις καλά.
Και θεωρώ ότι όλες οι ομάδες με τις οποίες παίζαμε εκείνο το διάστημα, ακόμα και οι επαρχιακές, ήταν αξιόλογες, δεν περνούσες εύκολα.
Και αυτό δημιούργησε τόσο τον σεβασμό των αντιπάλων και του κόσμου όσο και την εκτίμηση που παίρνω τώρα.
Ζω στη Θεσσαλονίκη όπου το 99% είναι ΠΑΟΚ, Άρης και Ηρακλής και εισπράττω αγάπη.
Και το εισπράττω για το ήθος μου, άσχετα αν με θεωρούν καλό ή κακό τερματοφύλακα, αυτό είναι άλλο θέμα.
Και, εάν ζούσα τώρα στην Αθήνα, θα μπορούσα να πάω σε πολλά γήπεδα.
Καταρχήν έχω σχέσεις με παλιούς ποδοσφαιριστές που είχαν εναλλαγές ομάδων.
Λόγου χάριν, με τον Βαμβακούλα, με τον οποίον ήμασταν συμπαίκτες στον Παναθηναϊκό και ο οποίος τώρα είναι περισσότερο στον Ολυμπιακό, θα πήγαινα να δω ματς του Ολυμπιακού στο Καραϊσκάκης και πιστεύω ότι δεν θα αντιμετώπιζα πρόβλημα.
Είχα την δυνατότητα να παίξω στον Ολυμπιακό, μου είχε γίνει πρόταση, όταν τραυματίστηκε ο Ράντος, και ως ιδέα μου άρεσε πολύ, μου έδινε κίνητρο.
Ανεξάρτητα αν η αγάπη γι’ αυτές τις δύο ομάδες όπου έπαιξα, Παναθηναϊκό και ΑΕΚ, είναι διαφορετική, το ποδόσφαιρο το βλέπω ως ποδόσφαιρο, δεν μου αρέσει αυτό που γίνεται, που μαλώνει ο κόσμος για τις ομάδες, είναι τραγικό και δεν αξίζει τον κόπο.
Όταν πήγα στον Απόλλωνα, είχα φτάσει στο σημείο να σταματήσω το ποδόσφαιρο.
Αν δεν ήταν ο αείμνηστος ο Γιάννης Παθιακάκης να με πείσει για όλο το πρότζεκτ που είχαν ετοιμάσει με τον Κώστα Αλαμάνο, πώς θα ήταν η ομάδα, πώς θα λύνονταν τα προβλήματα, θέματα λειτουργίας, θέματα προπόνησης, θα σταματούσα και θα έχανα και το Μουντιάλ.
Είχα απογοητευτεί τόσο από τη μη ανανέωση του συμβολαίου μου με την ΑΕΚ και γι’ αυτό και σκέφτομαι ότι σε εμένα ήρθαν πολλά εμπόδια στην καριέρα μου.
Να είσαι στην Εθνική ομάδα, να έχεις πάρει το Πρωτάθλημα, να είσαι από τους πρωταγωνιστές όλα τα χρόνια που έπαιζες στην ΑΕΚ και να σε ωθούν προς την έξοδο…
Γιατί θα μπορούσα να μείνω στην ΑΕΚ με την πρόταση που μου είχε γίνει, αλλά θεώρησα ότι ήταν μείωση της προσπάθειας και της προσφοράς μου στην ομάδα. Γι΄ αυτό και σκέφτηκα «αξίζει τον κόπο να ασχολείσαι;».
Τότε ήμουν και στα 34 και ήθελα να παίξω άλλα δύο-τρία χρόνια στην ΑΕΚ και να τελειώσω εκεί την καριέρα μου.
Ουσιαστικά όλο αυτό μου δημιούργησε μια πίεση και, όταν ήρθε η πρόταση του Ολυμπιακού, έλεγα «πάλι ξεκινάς με πίεση, με κόσμο, με απαιτήσεις πρωταθλητισμού».
Ο Ολυμπιακός δεν είναι μια εύκολη ομάδα, είναι και ήταν δύσκολη, ιδιαίτερα για κάποιους που περάσαμε από τις σκληρότερες αντιπάλους του, όπως αντίστοιχα και στην ΑΕΚ, έχοντας περάσει από τον Παναθηναϊκό, δεν ήξερα αν θα είχα την αποδοχή του κόσμου.
Βέβαια, εκείνο το διάστημα έβλεπα φιλάθλους του Ολυμπιακού και μου έλεγαν «έλα εδώ, σε θέλουμε», δεν είχα αρνητική αντιμετώπιση.
Πιτσιρίκος ήμουν ΠΑΟΚτσής, μέχρι τα 15-16 που πήγα ερασιτέχνης στον Αλμωπό και μετά στην Καστοριά.
Αργότερα κατάλαβα ότι είναι άλλο το συναίσθημα, άλλο ο επαγγελματισμός.
Εκεί λίγο απομακρύνθηκε η ιδέα της αγάπης του ΠΑΟΚ, αλλά το είχα απωθημένο.
Από τον Αλμωπό το 1976 μετά τον δεύτερο χρόνο είχα υπογράψει στον ΠΑΟΚ, αλλά δεν με έδωσε ο Αλμωπός.
Το πρώτο ουσιαστικά δελτίο μου (αν θεωρείται έτσι, με την υπογραφή μου, δεν ξέρω τώρα αν υπάρχουν αυτά στο αρχείο) ήταν στον ΠΑΟΚ και με πίεζαν να μην γυρίσω στην Αριδαία, με πίεζαν να καθίσω.
Αλλά τότε ήταν διαφορετικές εποχές, δεν είχαμε ούτε συμβόλαια ούτε τίποτα.
Και θυμάμαι την πίεση και της τότε ομάδας μου, του Αλμωπού. Είχα μείνει μετεξεταστέος στο Γυμνάσιο, είχα μείνει σε δύο μαθήματα, και μου έλεγαν «θα πούμε στους καθηγητές να σε αφήσουν στην ίδια τάξη, να χάσεις την τάξη για να μην πας στον ΠΑΟΚ».
Αλλά είχα υπογράψει στον ΠΑΟΚ με τον Γιώργο Παντελάκη, τον αείμνηστο Πρόεδρο.
Τελικά βέβαια δεν έγινε η μεταγραφή.
Και ουσιαστικά η Καστοριά με πήρε μέσω του ΠΑΟΚ: Όταν έφυγε ο Σαργκάνης και έψαχναν στην Καστοριά τερματοφύλακα, ενδιαφερόταν και ο ΠΑΟΚ να πάρει τον Σαργκάνη. Λέει λοιπόν ο Παντελάκης στον Γιώργο Χαλκίδη, τον Πρόεδρο της Καστοριάς, ο οποίος αγαπούσε και αγαπάει πολύ τον ΠΑΟΚ, «υπάρχει ένας καλός τερματοφύλακας, αν μπορείς να τον πάρεις, να καθίσει ένα-δύο χρόνια και μετά να τον πάρουμε εμείς».
Πιστεύω ότι, αν δεν πήγαινα στον Παναθηναϊκό εκείνη τη χρονιά (1982), μάλλον θα πήγαινα στον ΠΑΟΚ.
Δυο οφειλόμενες εξηγήσεις για Γκμοχ και Μπάγεβιτς
Ο κόσμος με θυμάται ως τον «Μήνου της ΑΕΚ», γιατί εκεί υπήρξε η καταξίωση.
Κρατάω αρχείο και κάποια στιγμή έκανα μια αναδρομή στο διάστημα της μεταγραφής. είχα πει τότε «θα πάω στην ΑΕΚ για να δείξω αυτά που δεν με άφησαν να δείξω στον Παναθηναϊκό».
Στην ΑΕΚ αγωνίστηκα ουσιαστικά τέσσερα χρόνια βασικότατος, έχασα παιχνίδια μόνο λόγω κάποιων μικροπροβλημάτων τραυματισμών που είχα, μια φορά με το μάτι μου και μια φορά με το πόδι μου.
Η σταθερότητα και τα συνεχόμενα παιχνίδια σε αναδεικνύουν περισσότερο, αυτά δηλαδή που μου έλειπαν στον Παναθηναϊκό.
Στον Παναθηναϊκό ξεκίνησα ως μια όχι τόσο εντυπωσιακή μεταγραφή. υπήρχε ο Κωνσταντίνου, ο Δαύκος ήταν επίσης όνομα και πάλι υπήρχε συναγωνισμός, μετά ήρθε ο Λαφτσής επί Γκμοχ.
Ο Γκμοχ έγραψε στο βιβλίο του ένα μεγάλο ψέμα για εμένα. ότι θα με χρησιμοποιούσε σε ένα ματς, ότι έπαιξα σε ένα παιχνίδι προετοιμασίας στην Καρλσρούη και χάσαμε -λέει- τρώγοντας δύο αστεία γκολ! Και εγώ δεν είχα παίξει σε αυτό το ματς, είχε παίξει ο Λαφτσής!
Μέχρι εκεί έφτανε το πρόβλημα που είχε ο Γκμοχ μαζί μου και πιστεύω ότι ένα μεγάλο εμπόδιο στην καριέρα μου στον Παναθηναϊκό ήταν η παρουσία του.
Γιατί την χρονιά που ήρθε ξεκινάω βασικός, παίζω επτά παιχνίδια, η ομάδα είναι αήττητη και βάζει τον Λαφτσή. Και για τον άλφα-βήτα λόγο το παιδί και η ομάδα πήγαν καλά, ουσιαστικά χάσαμε μετά από έναν γύρο.
Είχε μια άποψη, έλεγε «πρώτος είναι αυτός, δεύτερος εσύ, τρίτος ο Δαύκος», τον ρωτούσα «καλά, δεν υπάρχει περίπτωση ο Δαύκος να γίνει πρώτος;» και μου απαντούσε «όχι, εγώ έτσι βλέπω». Υπήρχε δηλαδή μια νοοτροπία τρομερά κακή, όσον αφορά σε κάποιες επιλογές του.
Θεωρώ, το λέω μετά από τόσα χρόνια, γιατί δεν έχω πει για προπονητές, αν και έχω συνεργαστεί με πολλούς, ότι δεν ήταν κακός προπονητής, ήταν κακός άνθρωπος στις διαπροσωπικές του σχέσεις.
Αν είχε μια αντιπάθεια για κάποιον, την περνούσε μέσα στον αγωνιστικό χώρο και αυτό ήταν κακό, κατά την άποψή μου.
Επειδή έκανα αυτήν τη δουλειά, μπορεί κι εγώ κάποιον να μην τον συμπαθούσα, κάποιος να μου αντιμιλούσε, αλλά δεν θα το έβαζα αυτό μες στο κομμάτι της δουλειάς μου.
Ήταν σαν να υπήρχε εμπάθεια.
Μάλιστα, αυτό συνέβαινε με πολλά παιδιά της ομάδας εκείνης που μπορούσαν να κάνουν καριέρα, όπως ο Δοντάς, ο Μπέριος, ο Βασιλείου, ο Τσίμπος. Τα παιδιά αυτά μπορούσαν να είναι στην ομάδα (αν θα έπαιζαν βασικοί ή όχι, είναι άλλο θέμα), πήγαν αλλού και έπαιξαν καλά, γιατί δεν τους έδωσε ο Γκμοχ την ευκαιρία στον Παναθηναϊκό από εμπάθεια.
Υπάρχει μια φήμη ότι επί Γιδόπουλου είχα βγει με αλλοιωμένη φωνή σε δημοσιογραφικό μέσο και έκανα καταγγελίες για την ομάδα!
Ευτυχώς για μένα, υπήρχε ένας προπονητής στην ΑΕΚ, ο Ντούσαν Μπάγεβιτς, ο οποίος δεν καταλάβαινε Χριστό, ήταν πολύ δυνατός και έκανε αυτό που πίστευε ο ίδιος.
Αν ήταν άλλος προπονητής στη θέση του, πιστεύω ότι θα είχα πρόβλημα, θα μπορούσα να είχα φύγει άσχημα από την ΑΕΚ με αυτό που είχε παρουσιαστεί.
Να με κατηγορήσει όχι ο μεγαλομέτοχος αλλά αυτός που διαχειρίζεται την ΑΕΚ, γιατί τον είχαν βάλει κάποιοι άλλοι. Ο Γιδόπουλος δεν είχε καμία μετοχική σχέση με την ομάδα, τον είχε βάλει ο Ζαφειρόπουλος. Λέει λοιπόν «ο Μήνου μίλησε».
Τότε είχαμε οικονομικά προβλήματα και εγώ ήμουν αρχηγός της ομάδας. Ρωτούσαμε «τι θα γίνει, πότε θα πληρωθούμε, τι θα κάνουμε;», μέχρι και τα νερά μάς έκοβαν…
Και θεωρούσε ο Γιδόπουλος ότι πρωτοστατούσα ξεσηκώνοντας τους παίκτες. Αυτός ήταν ο λόγος ουσιαστικά για τον οποίον τα βάλε μαζί μου.
Ο Γιδόπουλος με πήρε στην ΑΕΚ, αλλά ίσως σκέφτηκε «τώρα, αυτός είναι από τον Παναθηναϊκό, δεν έχει έρεισμα στην κερκίδα της ΑΕΚ».
Θυμάμαι λοιπόν χαρακτηριστικά, παίζαμε στον Πανσερραϊκό και πηγαίναμε στο αεροδρόμιο για να φύγουμε. Εκείνη τη μέρα είχε χιονοθύελλα, είχε πολύ κακό καιρό και δεν θα πετούσαν για αρκετή ώρα τα αεροπλάνα. Έρχεται ο Πέτρος Ραβούσης λοιπόν και μου λέει «Αντώνη, μας πήρε τηλέφωνο ο Γιδόπουλος και μας είπε να σε διώξουμε».
Τον ρωτάω «Γιατί;» και μου απαντάει «Βγήκες, λέει, στο ραδιόφωνο με αλλοιωμένη φωνή και έλεγες διάφορα, κατηγορούσες την ομάδα, τον Πρόεδρο».
«Ούτε μια στο εκατομμύριο! Εγώ γιατί να μιλήσω; Αν μιλήσω, θα το κάνω όπως πρέπει, όχι με αλλοιωμένη φωνή, δεν το καταλαβαίνω!», απάντησα.
Τελειώνει αυτό, δεν πετάμε, παίρνουμε το τρένο, παίζουμε στον Πανσερραϊκό.
Εν τω μεταξύ ο Γιδόπουλος έχει πει στον Μπάγεβιτς «Ξέρεις τι, αυτόν θα τον διώξεις, δεν θα τον βάλεις να παίξει». Αλλά ο Μπάγεβιτς ούτε καν, ούτε μου μίλησε ούτε τίποτα.
Παίζουμε και χάνουμε. Αλλά πώς χάνουμε; Βγαίνω σε μια φάση, κάνω πέναλτι και χάνουμε 1-0.
Τη Δευτέρα ο Μπάγεβιτς μάς μαζεύει για να κάνουμε θεωρία, να μας πει για το παιχνίδι ότι δεν παίξαμε καλά και συμπληρώνει «Έχουμε ένα σοβαρό θέμα, ο Πρόεδρος έχει κατηγορήσει τον Αντώνη Μήνου ότι μίλησε με παραποιημένη φωνή, μας έχει στείλει την κασέτα στην οποία είναι καταγεγραμμένο αυτό και λέει να την ακούσουμε και θα φανεί πώς μιλάει, τι λέει, για τι πράγματα μιλάει και γιατί τον κατηγορεί».
Παίρνω τον λόγο «Κοίταξε, Ντούσκο, αυτό που έγινε, αυτή η αμφισβήτηση όσον αφορά στο πρόσωπό μου, ότι μιλάω κλπ, εμένα με θίγει προσωπικά. Ανεξάρτητα από το τι θα γίνει, θέλω να σταματήσω, δεν ασχολούμαι με την ΑΕΚ, μαζεύω τα πράγματά μου τώρα και θα φύγω».
Αλλά ο Μπάγεβιτς απαντά «Όχι, θα έρθεις να ακούσουμε, δεν είναι έτσι, εγώ είμαι με το μέρος σου, θα δούμε τι θα γίνει».
Πάμε στην αίθουσα Τύπου, βάζει την κασέτα και ακούμε ένα λεπτό, ένα λεπτό!
Ο Γιδόπουλος είναι ένας έξυπνος άνθρωπος, δεν είναι κανένας “βλάκας του ποδοσφαίρου”, είναι ξύπνιος, μέσα στον χώρο…
Αυτά που ακούγαμε ήταν ασυναρτησίες, ηλιθιότητες, η φωνή στην κασέτα έλεγε «Ο Βαρδινογιάννης είναι ο καλύτερος Πρόεδρος, αν ήταν στην ΑΕΚ ο Βαρδινογιάννης θα…». Δεν υπήρχε ειρμός.
Αφού ακούσαμε ένα λεπτό, λέει ο Μπάγεβιτς «Άντε, πάμε να φύγουμε». Το κλείνει και φεύγουμε.
Μου λέει «Δεν πιστεύω να καθίσεις να ασχοληθείς με αυτό το ζήτημα». «Ρε Ντούσκο, αυτό έγινε ολόκληρο θέμα, βγαίνει ο Πρόεδρος και με κατηγορεί ότι μίλησα με παραποιημένη φωνή», απαντάω και συμπληρώνει «Όποιος θέλει ας έρθει να μιλήσει μαζί μου».
Μετά από έναν-δύο μήνες ο Γιδόπουλος ζητάει την αποπομπή εμού, του Καραγκιοζόπουλου και του Βασιλόπουλου, των τριών αρχηγών δηλαδή.
Όταν ο Μπάγεβιτς ζήτησε να μάθει τον λόγο, του είπε «Ο Μήνου δεν φορά Diadora φανέλα, φοράει μια από το συμβόλαιο που έχει και τρώμε εμείς πρόστιμο από την εταιρεία. Αυτόν θα τον διώξεις, εκείνον θα τον διώξεις, αλλιώς θα φύγω εγώ, θα παραιτηθώ εγώ».
Και του λέει ο Μπάγεβιτς «Σήκω φύγε εσύ!».
Γι’ αυτόν τον λόγο ο Μπάγεβιτς με τον Γιδόπουλο δεν μιλάνε, δεν είχαν καλές σχέσεις.
Μέχρι την άφιξη του Γενεράκη, για δυο-τρεις μήνες η ΑΕΚ δεν είχε Πρόεδρο, ο Γιδόπουλος είχε παραιτηθεί. Ο Γενεράκης ήρθε 1991-1992 που πήρε το Πρωτάθλημα η ομάδα, ο Γιδόπουλος παραιτήθηκε το 1991.
Σκέφτηκε ότι ποτέ ο προπονητής δεν θα αντιδράσει στον Πρόεδρο, σκεφτόταν «σιγά τώρα μην καθίσει να ακούσει την κασέτα, θα πω εγώ αυτό, θα φύγει και όλα μέλι γάλα».
Αν δεν υπήρχε ο Μπάγεβιτς ως προπονητής και ήταν ένα άλλος, θα έλεγε «Ό,τι πει ο Πρόεδρος». Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Πρώτα η οικογένεια
Πλέον, έχω απομακρυνθεί από όλα αυτά, η ζωή μου στη Θεσσαλονίκη κυλάει αλλιώς.
Έχω σταματήσει την ενασχόλησή μου με το πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ που είχα, είμαι στο στάδιο της σύνταξης, συμπλήρωσα τα χρόνια μου και πηγαίνω και παρακολουθώ διάφορα ματς.
Περισσότερο θα πάω να δω τον ΠΑΟΚ ή τον Αλμωπό Αριδαίας, απ΄ όπου ξεκίνησα.
Ο μικρότερος γιος μου, ο Αλέξανδρος, ο οποίος ήθελε να ακολουθήσει καριέρα ποδοσφαιριστή και τερματοφύλακα, είχε μια ατυχία. Εγώ δεν είχα τέτοια, δεν είχα τραυματισμούς (εκτός ελαφρών) σχεδόν σε όλη μου την καριέρα.
Ασχολήθηκε και, παρότι δεν είχε το δικό μου ύψος (δεν είναι δηλαδή 1.92, είναι 1.84), είχε τη δυνατότητα να κάνει μια καλή καριέρα στη θέση του τερματοφύλακα.
Του έτυχε όμως ένας τραυματισμός στον ώμο, δεν το πρόσεξε και του έβγαινε.
Έπαιξε μέχρι Γ’ Εθνική στον Εθνικό Αγιονερίου, αλλά ήταν και ένα διάστημα στον Απόλλωνα Καλαμαριάς.
Τελικά, δεν μπόρεσε να συνεχίσει.
Τα άλλα μου παιδιά έχουν ακολουθήσει άλλους δρόμους, το καθένα τον δικό του. βγήκαν στην αγορά εργασίας μέσα σε δύσκολη περίοδο, σε ένα διάστημα εργασιακής κρίσης που ακόμη και τώρα βασανίζει τη χώρα μας, αλλά προχωράνε καλά.
Όταν η γυναίκα μου έφερε στον κόσμο το τελευταίο μας παιδί, ήταν την ημέρα πριν τον αγώνα με την Ουγγαρία, ματς που σήμανε και τη πρόκρισή μας στο Μουντιάλ της Αμερικής.
Ήταν μεσημέρι και μίλησε ο Γιάννης Καλλιτζάκης (τα σπίτια μας είναι στην ίδια οικοδομή, πάνω, κάτω) με τη γυναίκα του, την Αλέκα, η οποία του είπε «η Βάνα γέννησε τώρα, πες το στον Αντώνη». Εμείς τότε δεν είχαμε κινητά, δεν υπήρχαν.
Ήξερα ότι η γυναίκα μου ήταν στις μέρες της για να γεννήσει τον μικρό. Ήμουν στο τραπέζι και τρελάθηκα από χαρά. Ήταν το τέταρτο παιδί μας, έχουμε δύο κορίτσια και δύο αγόρια, αλλά δεν είχε σημασία.
Η οικογένειά μου έπαιξε τον μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή και την καριέρα μου.
Αν δεν έχεις μια ήρεμη οικογένεια, μια καλή σύζυγο, να έχεις ηρεμία στο σπίτι, να μην έχεις προβλήματα, δεν μπορείς να συγκεντρωθείς στην προπόνηση και το παιχνίδι.
Ιδιαίτερα εγώ που ήθελα την ψυχική μου ηρεμία, καθώς ο τερματοφύλακας είναι μοναχικός. Όλοι είναι εναντίον του, είναι ιδιαίτερο το ότι όλοι προσπαθούν να βάλουν γκολ σε εσένα. Δεν συμμετέχεις, δεν τρέχεις, αλλά κάτι σε πιέζει και προσπαθείς να μην μπει γκολ.
Την ηρεμία την χρειάζεσαι όλη την εβδομάδα, όλο το διάστημα.
Να μην έχεις άγχος σχετικά με το τι γίνεται στο σπίτι, με την υγεία των δικών σου. Δεν είχα προβλήματα ούτε με τη σύζυγό μου ούτε με τα παιδιά μου. Είναι πολύ σημαντικό, είναι ευλογία κι ευχαριστώ τον Θεό γι΄αυτό.
Αυτό με επηρέαζε πολύ θετικά στον αγωνιστικό χώρο, ήμουν ήρεμος, δεν είχα ανησυχίες.
Το να έχεις καλή οικογένεια είναι το σημαντικότερο και, δόξα τω Θεώ, είμαστε καλά, είμαστε μια χαρά!
Ο Αντώνης Μήνου είναι παλαίμαχος διεθνής τερματοφύλακας.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
Photo credits: Ραφαήλ Γεωργιάδης
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Φώτης Στρακόσια: Γράμμα στο γιο μου
Δημήτρης Ελευθερόπουλος: Δεν είσαι τα πάντα. Δεν είσαι το τίποτα.
Στέφανος Κοτσόλης: Η μέρα που καθόρισε τη ζωή μου
Αλέξανδρος Τζόρβας: Αλλάζοντας Γάντια / Ιστορίες Απ’το Τέρμα
Θόδωρος Κάντας: Εκπαιδεύοντας τερματοφύλακες