Ο Έκχαρντ Χένσχαϊντ δεν αποτελεί κάποια ξεχωριστή οντότητα στη γερμανική λογοτεχνία του τελευταίου μισού αιώνα.
Ναι, είναι πολυγραφότατος και σε διάφορα πεδία, αλλά περισσότερο έγινε γνωστός αρχικά για την κόντρα που είχε -μαζί με άλλους εκπροσώπους της «Σχολής της Νέας Φρανκφούρτης»– στα μέσα της δεκαετίας του ’70 με την αρχισυντακτική ομάδα του σατιρικού περιοδικού «Pardon».
Συγγραφείς, συντάκτες, σχολιογράφοι και σκιτσογράφοι αποτέλεσαν την καρδιά αυτής της αναθεωρητικής σχολής, η οποία επιζητούσε ακόμα εντονότερη κριτική, περισσότερο διεισδυτική άποψη, με τόνο και ύφος σαφώς πιο οξεία, ακόμα και για τα μέτρα του συγκεκριμένου, ανάλογης θεματολογίας και περιεχομένου, περιοδικού.
Η σύγκρουση κατέληξε στην αποχώρηση των περισσότερων της ανανεωτικής σχολής από το «Pardon» και τη σύσταση του (ακόμα και σήμερα σε κυκλοφορία) «Titanic». Ο δεύτερος λόγος που ο Χένσχαϊντ είναι γνωστός στην πατρίδα του είναι γιατί αποτελεί ουσιαστικά ιδρυτικό μέλος της «Deutsche Akademie für Fußball-Kultur», δηλαδή της «Γερμανικής Ακαδημίας της Ποδοσφαιρικής Κουλτούρας».
Οργανισμός που ιδρύθηκε το 2004 και είχε ως θεμέλιο στόχο να γεφυρώσει τη διάκριση που χωροταξικά, από ιδρύσεώς τους, οι γερμανικές εφημερίδες επιφύλασσαν σε διάφορα πεδία ενημέρωσης, με πλέον ενδεικτικό τις αναφορές τους και την κάλυψη στο ποδόσφαιρο.
Θέλησαν λοιπόν να αναδείξουν κάτι ναι μεν αυταπόδεικτο στις αρχές του 21ου αιώνα, αλλά η επιδίωξή τους ήταν να διορθώσουν μια οπτική δεκαετιών, πως οτιδήποτε αθλητικό (και στη συγκεκριμένη μετεξέλιξή του, ποδοσφαιρικό) ήταν/είναι δημοσιογραφία «κάτω από το όριο» (κυριολεκτική η αναφορά, αφού ο χώρος όπου φιλοξενούνταν τα νέα των αθλητικών, του ποδοσφαίρου, ξεχώριζε στις παραδοσιακές γερμανικές εφημερίδες με μια τυπωμένη διπλή γραμμή που κάλυπτε όλο το πλάτος της σελίδας και κάτω από αυτήν “χωρούσαν” όλες οι αθλητικές ειδήσεις).
Το έκαναν παραθέτοντας ανά τις δεκαετίες, αναδρομικά, διάφορα κομμάτια που θεωρούσαν πως αναδείκνυαν τη λογοτεχνική πλευρά της (ποδοσφαιρικής) δημοσιογραφίας, παρουσιάζοντας παράλληλα και εκατοντάδες κείμενα (και όχι μόνο) που εξυμνούσαν λογοτεχνικά, ακαδημαϊκά, καλλιτεχνικά το ποδόσφαιρο.
Ένα εξ αυτών, παρότι δεν στεκόταν σε κάποιο ιδιαίτερο λογοτεχνικό βάθρο, ήταν ένα ποίημα του ίδιου του Χένσχαϊντ, σκαρφισμένο εκεί, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, εμπνευσμένο από μια ποδοσφαιρική μορφή της εποχής, ο οποίος και αγωνιζόταν στην αγαπημένη του ομάδα, την ομάδα της γενέτειρας του Γερμανού λογοτέχνη, την Άιντραχτ Φρανκφούρτης.
Σε ελεύθερη μετάφραση αποδίδεται κάπως έτσι…
«Όμορφη είναι η μητέρα φύση, το μεγαλείο της δημιουργίας σου.
Που τόλμησε το μεγάλο όνειρο για το αγόρι.
Να ονειρευτεί και να του δώσει μορφή γρήγορη, ψυχωμένη, χαρούμενη.
Πόδια νιότης, σβέλτα και ευκίνητα.
Λάμψη που τρεμοπαίζει. Όχι όμως πολύ.
Φλογερή είναι και αποκαλυπτική, προσφέροντας ευτυχία στις καρδιές της Φρανκφούρτης.
Εσύ, φίλε από την Ανατολή. Ένας ξένος.
Δεν είσαι πλέον. Η ξενιτιά δεν είναι πικρή για σένα.
Σε σένα. Βρήκες εδώ το δεύτερό σου σπίτι».
Ο δημιουργός του ονομάτισε το πόνημά του ωδή. Ωδή στην πιο εξωτική φιγούρα της Bundesliga εκείνης της δεκαετίας, έναν πρωτοπόρο μιας άλλης εποχής, μια προσωποποιημένη χρονογέφυρα της δικής του, απόλυτα μοναχικής, με τη σύγχρονη μαζικοποιημένη ως προς την παραγωγή δικών του εξελιγμένων (;) αντιγράφων.
Μια ωδή στον Μπουμ Κουν Τσα.
Επάγγελμα; Στρατιώτης
Ακόμα και στις μέρες μας, ο τρόπος σύνδεσης του εκπαιδευτικού συστήματος της Νότιας Κορέας με τον επαγγελματικό αθλητισμό και για τους άνδρες, στο ενδιάμεσο (αλλά πολλές φορές ακόμα και κατά τη διάρκεια) με τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, δεν έχει σύνδεση με οτιδήποτε στον πλανήτη. Ακόμα και στις μέρες μας, με κυρίαρχη την παγκοσμιοποίηση -πόσο μάλλον σε μια κοινωνία που τροφοδοτεί τεχνολογικά, καινοτομικά, καταναλωτικά ολόκληρο τον πλανήτη- το νοτιοκορεατικό σχετικό πλαίσιο, βαθιά ριζωμένο στην παράδοση και την ιστορική διαδρομή του τόπου αλλά και τις γεωπολιτικές συνθήκες που ο περασμένος αιώνας διαμόρφωσε, είναι (ή έστω ακούγεται) ασφυκτικό.
Πόσο μάλλον λοιπόν στα ’70s, χωρίς τότε να υπάρχει η παραμικρή κοινωνική σύνδεση, οποιαδήποτε επαφή και δευτερευόντως αποδοχή, κατανόηση με οτιδήποτε εκτός “περιβάλλοντος Κορέας”. Γιος αγρότη ο Τσα (στα κορεατικά η εκφορά του ονοματεπωνύμου είναι πάντα αντίστροφη, είτε πρόκειται για επίσημο είτε για καθημερινό λόγο. πρώτα το επίθετο, μετά το όνομα. ενδεικτικό και αυτό…), με έμφυτη και εμφανή κλίση στον αθλητισμό, για την οποία και απέκτησε από τα σχολικά του χρόνια μεγάλη φήμη, με τα γυμνάσια της περιοχής του να προσπαθούν όλα να τον δελεάσουν για να ενταχθεί (μέσω εξετάσεων πάντα…) στα προγράμματά τους.
Τόσο καλός ήταν, ώστε μέχρι και την πατροπαράδοτη ηλικιακή ιεραρχία τού υποσχέθηκαν πως θα παρακάμψει, παίζοντας και έχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο, παρότι νεότερος (κάτι που δεν συνηθιζόταν τότε).
Ο ίδιος όμως, φοβισμένος για τον τρόπο που θα δέχονταν κάτι τέτοιο οι μεγαλύτεροι σε ηλικία συμμαθητές-συμπαίκτες του, προτίμησε αρχικά να ασχοληθεί με το χόκεϊ επί χόρτου. Ακόμα όμως και αργότερα, όταν η διάκριση στο ποδόσφαιρο οριστικοποιήθηκε, έφτασε να εξαφανίζεται για μέρες από το σπίτι συγγενών που τον φιλοξενούσε (για να είναι πιο κοντά στο γυμνάσιο που τον είχε “υπογράψει” από το πατρικό του, το οποίο απείχε πάνω από δύο ώρες), αρνούμενος να πάει στο σχολείο λόγω σχολικού εκφοβισμού.
Απολύτως αναμενόμενη, βάσει ταλέντου, και η συνέχεια. Φοίτησε στο κορυφαίο Πανεπιστήμιο της εποχής στην χώρα, στο Korea University, παίρνοντας πτυχίο γυμναστή. Εκεί μέσω της πανεπιστημιακής ομάδας έγινε για πρώτη φορά διεθνής, πριν καν ενηλικιωθεί, όντας μέχρι σήμερα ο νεαρότερος που έχει φορέσει το εθνόσημο των «Taegeuk». Επαγγελματικά, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, επέλεξε την ομάδα της Τράπεζας της Σεούλ.
Έτσι λειτουργούσε (και εν μέρει έτσι λειτουργεί ακόμη) το επαγγελματικό ποδόσφαιρο στη Νότια Κορέα, με διάφορους οργανισμούς να ιδρύουν, να ελέγχουν, να χρηματοδοτούν ομάδες, οι οποίες και συμμετείχαν στο εθνικό Πρωτάθλημα. Οργανισμούς συνήθως κρατικούς αλλά όχι μόνο, αφού από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 οι μεγαλύτερες νοτιοκορεάτικες εταιρείες, αντιλαμβανόμενες τον αντίκτυπο και την επίδραση του ποδοσφαίρου, μπήκαν στο παιχνίδι ιδρύοντας και αυτές με τη σειρά τους ποδοσφαιρικά clubs.
Στο σκηνικό όμως, εκ των πραγμάτων, έμπαινε -σε πρώτο μάλιστα πλάνο- και ο στρατός. Υποχρεωτική η στρατιωτική θητεία, κατ’ ελάχιστο εκείνη την εποχή διάρκειας 35 μηνών, ανάλογα το σώμα. Αυτή ήταν η χρονική διάρκεια της στην Αεροπορία, την οποία και επέλεξε ο Τσα, αφού ο υπεύθυνος της στρατολόγησής του του υποσχέθηκε πως θα φρόντισε να υπηρετήσει έξι μήνες λιγότερο. Απλώς δέλεαρ, ώστε να επιλέξει το εν λόγω σώμα και έτσι να στελεχώσει την ποδοσφαιρική ομάδα της Αεροπορίας, η οποία επίσης συμμετείχε στο επαγγελματικό Πρωτάθλημα.
Ο 23χρονος Τσα κατατάχτηκε στην Αεροπορία πρωτομηνιά Οκτωβρίου 1976. Η προβλεπόμενη ημερομηνία της απόλυσής του ήταν η 31η Αυγούστου 1979, η υπόσχεση όμως που του είχε δοθεί ήταν πως κατ’ εξαίρεση θα μπορούσε να απολυθεί εντός του Ιανουαρίου του 1979. Τεράστιο το διάστημα, προφανώς αρκετό να σβήσει εν τη γενέσει του οποιοδήποτε όνειρο διεθνούς καριέρας. Ακόμα και για έναν τόσο ξεχωριστό για τα αθλητικά δεδομένα της χώρας του ποδοσφαιριστή.
Είναι χαρακτηριστικό πως στο μέσο της στρατιωτικής του θητείας ο Τσα είχε ήδη φτάσει τις 100 διεθνείς συμμετοχές, όντας μόλις σε ηλικία 24 ετών και 35 ημερών, όταν συμπλήρωσε το συγκεκριμένο ορόσημο, κάτι που παραμένει -και λογικά θα παραμείνει για πολύ καιρό- ρεκόρ στην ιστορία του αθλήματος.
Ενδεικτικό επίσης του αντίκτυπου που είχε ο Τσα σε οτιδήποτε ποδοσφαιρικό-αθλητικό στην Νότια Κορέα. Έτσι κι αλλιώς η στρατιωτική θητεία είναι καλά αμειβόμενη στη χώρα, με μισθούς που προσομοιάζουν αντίστοιχους της ελεύθερης αγοράς. Ειδικά όμως για αθλητές και ποδοσφαιριστές, οι απολαβές προβλέπονταν πως μπορούσαν να αυξηθούν περισσότερο.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, για παράδειγμα, η κορυφαία ατσαλοβιομηχανία της χώρας λειτουργούσε ως (άτυπος) χορηγός της ποδοσφαιρικής ομάδας της Αεροπορίας, στην οποία και αγωνιζόταν ο Τσα, εξασφαλίζοντάς του ετήσιες αποδοχές που ξεπερνούσαν τις 4.000 δολάρια. Κάνοντας την τιμαριθμική αναγωγή, πρόκειται για ποσό 20.000 ευρώ στις μέρες μας. Για έναν -ουσιαστικά- στρατιώτη.
Η πρώτη απόπειρα
Πρόκειται για τη δεκαετία του ’70. Για ποδοσφαιριστή που αγωνίζεται στη Νότια Κορέα. Διεθνής, ναι, αλλά τότε δεν υπήρχε παρά ελάχιστη πρόσβαση σε επίπεδο scouting και πληροφόρησης. Ειδικά για μη Ευρωπαίους. Μόνοι που με πολύ κόπο ξέφευγαν από τη νόρμα της εποχής ήταν οι Λατινοαμερικανοί. Για ποδοσφαιριστές όπως ο Τσα, ο συχνότερος και ο ασφαλέστερος τρόπος να γίνουν γνωστοί -και όχι στο ευρύ κοινό αλλά αποκλειστικά στην κοινωνία του ποδοσφαίρου– ήταν κάθε… τέσσερα χρόνια στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Η Νότια Κορέα όμως δεν είχε συμμετάσχει σε τελικά από το 1954 (και επέστρεψε, στο διεθνές φινάλε του Τσα, το 1986 στα γήπεδα του Μεξικό).
Η τύχη λοιπόν, η συγκυρία, το timing ήταν οι καταλύτες. Στην προκειμένη περίπτωση, ένα ταξίδι της ομάδας ερασιτεχνών της Άιντραχτ το φθινόπωρο του 1978 στην Άπω Ανατολή ώστε να συμμετάσχει σε ένα τουρνουά ήταν το σημείο καμπής της καριέρας και της υπόστασης του Τσα. Ο βοηθός προπονητή του γερμανικού συλλόγου, Ντίτερ Σούλτε, θαμπώθηκε από τον Νοτιοκορεάτη. Ταχύτατος, δυνατός, καταρτισμένος τεχνικά, αποτελεσματικότατος, όπου και αν αγωνιζόταν, στην κορυφή ή στα άκρα της επίθεσης, ξεχωρίζοντας σαν τη μύγα μες στο γάλα μεταξύ συμπαικτών και αντιπάλων.
Ο Σούλτε το ψάχνει, ενημερώνεται, πληροφορείται, μαθαίνει. Εξασφαλίζει μάλιστα και τη χορηγία, συνδρομή και αρωγή, μεγάλης αθλητικής εταιρείας με έδρα την Ελβετία, η οποία και ανέλαβε τα έξοδα της προσπάθειας να έρθει ο Τσα στη Γερμανία (με προφανή επιδίωξη ανταποδοτικότητας). Τον Νοέμβριο ο Σούλτε έστειλε επιστολή στην ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Νότιας Κορέας ζητώντας άδεια για να ταξιδέψει ο Τσα «το συντομότερο δυνατό» και να υποβληθεί σε δοκιμαστικά σε διάφορες ομάδες της Bundesliga.
Υπενθυμίζεται το πλαίσιο. Ο Τσα υπηρετεί τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, συμμετέχοντας στο ποδοσφαιρικό Πρωτάθλημα της Νότιας Κορέας με την ομάδα της Αεροπορίας. Κοινώς, υπάγεται στη δικαιοδοσία του Υπουργείου Άμυνας. Κρατική δηλαδή δικαιοδοσία. Παράλληλα, λόγο έχει η ποδοσφαιρική Ομοσπονδία αλλά και η εταιρεία ατσαβολιομηχανίας, η οποία πληρώνει ουσιαστικά τον Τσα, εξασφαλίζοντας παράλληλα και σημαντικά έσοδα στην Ομοσπονδία μέσω των χορηγιών της.
Δεν ήταν όμως οι μόνοι εμπλεκόμενοι. H Hyundai, θέλοντας να εκμεταλλευτεί την τεράστια απήχηση που είχε ο Τσα στη χώρα, ετοίμαζε με τη σειρά της μια σημαντικότατη επένδυση, δημιουργώντας μια ποδοσφαιρική ομάδα, η οποία και θα συμμετείχε στο νοτιοκορεατικό Πρωτάθλημα. Κάτι που όμως θα προχωρούσε, μόνο αν εξασφάλιζε πως ο Τσα θα αγωνιζόταν με τη φανέλα της και που φυσικά είχε διαμηνύσει αρμοδίως σε κάθε εμπλεκόμενο στη διαδικασία, γνωστοποιώντας παράλληλα ότι ο ίδιος ο Τσα θα εισέπραττε το 1/3 του ετήσιου μπάτζετ της ομάδας.
Ακόμα λοιπόν και στο υποανάπτυκτο ποδοσφαιρικό στερέωμα της Νότιας Κορέας, ακόμα και σε πλαίσιο φοβερά ασφυκτικό, ο Τσα ήταν το… λάδι που κρατούσε τη μηχανή όχι απλώς λειτουργική αλλά πολυεπίπεδα κερδοφόρα. Οπότε, πέραν των όσων μπορούν να φαντάζουν σήμερα τεχνικότητες, υπήρχαν και ουσιαστικά ζητήματα που καθιστούσαν την αποδοχή του αιτήματος του Σούλτε τουλάχιστον δύσκολη.
Κανείς ουσιαστικά δεν ήθελε κάτι τέτοιο. Κανέναν δεν συνέφερε. Ούτε την Ομοσπονδία, ούτε τον στρατό, ούτε το κράτος, ούτε τους χορηγούς. «Τι παράδειγμα θα πάρει η νεολαία μας, αν δοθεί άδεια σε κάτι τέτοιο; Πώς θα επηρεαστεί η ψυχολογία τους, βλέποντας ένα είδωλό τους, τον ήρωά τους, να πωλείται σε μια επαγγελματική ομάδα στο εξωτερικό»; Απολύτως χαρακτηριστικό απόσπασμα editorial κορυφαίας εφημερίδας (πολιτικής εννοείται) της εποχής στη Νότια Κορέα.
Τη λύση, έστω και επιφανειακή αρχικά, την έδωσε -εννοείται- το συμφέρον και η ικανοποίησή του. Η εταιρεία στην οποία είχε αναθέσει την όλη προσπάθεια ο Σούλτε αφενός εγγυήθηκε την παρουσία και τη συμμετοχή του Τσα τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο στα διεθνή παιχνίδια της Εθνικής του ομάδας (κατά προτίμηση στους Πανασιατικούς Αγώνες), αφετέρου -και κυρίως- πρόσφερε στην νοτιοκορεατική Ομοσπονδία σημαντικά οικονομικά οφέλη μέσω χορηγιών.
Και κάπως έτσι συμφωνήθηκε πως ο Τσα, αφού αγωνιζόταν στην Ταϊλάνδη κόντρα στη Βόρεια Κορέα (στο πλαίσιο των τότε Asian Games) στις 20 Δεκεμβρίου 1978, θα αναχωρούσε με ειδική στρατιωτική άδεια για τη Γερμανία, όπου και θα υποβαλλόταν σε διάφορα δοκιμαστικά. Προπαραμονή Χριστουγέννων πάτησε το πόδι του σε γερμανικό έδαφος, την επομένη των Χριστουγέννων, και ενώ καλά καλά δεν είχε συνέλθει από το jet lag, είχε προγραμματιστεί προπόνησή του προκειμένου να τσεκαριστεί από διάφορους scouts ομάδων της Bundesliga.
Μέσα σε μισή ώρα η Ντάρμσταντ -τότε ουραγός- του πρότεινε συμβόλαιο: μέχρι το τέλος της σεζόν και option επέκτασης για άλλα δύο χρόνια, έναντι 500 μάρκων το παιχνίδι και μηνιαίες απολαβές 4.000 μάρκων, προβλέποντας την ανά πάσα ώρα στιγμή πώλησή του έναντι έμψυχων ανταλλαγμάτων (συγκεκριμένα, δύο ποδοσφαιριστές). Τίποτα το ξεχωριστό για τα χωροχρονικά ποδοσφαιρικά δεδομένα, με την πρόταση να διανθίζεται από την υπόσχεση πως ο Τσα θα έπαιζε βασικός στα δύο παιχνίδια που ακολουθούσαν ως το φινάλε του α’ γύρου.
Ο Τσα υπέγραψε, με το… μπόνους να έρχεται άμεσα, αφού κανονίστηκε να ταξιδέψει στη Γερμανία η σύζυγός του, Όι Έουν, και η κόρη του, Χάνα (έχει και δύο γιους, τον Ρι, ο οποίος προσπάθησε να ακολουθήσει τα ποδοσφαιρικά του βήματα, χωρίς ανάλογη επιτυχία, και τον Σε Γι). «Ήρθε η στιγμή να ζήσουμε ως ανδρόγυνο», το κατευόδιο της συζύγου του, την ώρα που αναχωρούσε από τη Σεούλ. Στρατιώτης ήταν ακόμη ο Τσα, μην το ξεχνάμε.
Παραμονές Πρωτοχρονιάς 1980, ο Τσα ντεμπούταρε στην Bundesliga. Μέσα σε 10 μέρες είχε κάνει τη διαδρομή Μπανγκόνγκ, Πανασιατικοί Αγώνες, ερασιτεχνικό (ουσιαστικά) επίπεδο, σε Ευρώπη, Γερμανία, κορυφή. Και ανταποκρίθηκε ιδανικά, μοιράζοντας δύο ασίστ στη νίκη (3-1) της νέας του ομάδας κόντρα στην Μπόχουμ.
Στο γήπεδο βρίσκονταν περίπου 300 συμπατριώτες του. Στην αρχή φώναζαν μόνο αυτοί. Στο τέλος όλοι αποθέωναν τον Κορεάτη, χωρίς καν να προφέρουν σωστά το όνομά του. «Τσι-τσα-τσα» ήταν η ρυθμική αντιστοιχία της εξέδρας.
Με τα χρόνια, οι Γερμανοί έμαθαν το σωστό. Δεν το έγραφαν όμως και έτσι, αφού προτίμησαν να του χαρίσουν το παρατσούκλι «Cha Boom» (η λατινική γραφή του ονοματεπωνύμου του είναι «Cha Bum»), θέλοντας με τη συγκεκριμένη γραφή, «Boom», να αποδώσουν τις χαρακτηριστικά δυνατές εκτελέσεις του.
Στην πατρίδα του Τσα τα νέα έφτασαν το… 1980. Δύο μέρες μετά από το παιχνίδι. Και αυτό χάρη σε ταξιδιώτες από τη Γερμανία, οι οποίοι και πληροφόρησαν για τα καθέκαστα. Η «Bild» είχε προλάβει να τον αναγορεύσει στον «Κορεάτη Μπεκενμπάουερ», ενώ ένα από τα κανάλια της δυτικογερμανικής κρατικής τηλεόρασης είχε αφιερώσει ένα τέταρτο από τα προγράμματά της στη νέα ατραξιόν της Bundesliga.
Τόσο που προαναγγελλόταν ήδη το μεθεπόμενο παιχνίδι του, το οποίο ήταν προγραμματισμένο στις 20 Ιανουαρίου κόντρα στην Κολωνία. Ιδιαίτερο, αφού στους «Τράγους» αγωνιζόταν, από το 1977 ήδη, ο διεθνής Ιάπωνας μέσος, Γιασουχίκο Οκουντέρα. Η… ασιατική τρέλα λοιπόν είχε καταβάλει τα γερμανικά media, με πηχυαίους και χαρακτηριστικούς τίτλους, όπως ο «Asiatischer Kaiser vs Asiatischer König» («Ασιάτης Αυτοκράτορας vs Ασιάτης Βασιλιάς»).
Με την όρεξη έμειναν όμως….
Η θεωρία της πασαρέλας
Ο Τσα είχε ταξιδέψει στη Γερμανία με ειδική άδεια, παραμένοντας στρατιώτης. Ο Σούλτε (ο οποίος δεν κατάφερε να τον πάρει σε πρώτο χρόνο στην Άιντραχτ), η ελβετική εταιρεία, η Ντάρμσταντ, όλοι, ακόμα και ο ίδιος θεωρούσαν δεδομένο πως η υπόσχεση που είχε λάβει, όταν επέλεξε την Αεροπορία, θα υλοποιούταν και, έτσι, τέλη Ιανουαρίου θα απολυόταν από τον στρατό.
Η προσωρινή άδεια λοιπόν ολοκληρώθηκε μετά το παιχνίδι με την Μπόχουμ και βάσει συμφωνίας ο Τσα έπρεπε να επιστρέψει στην πατρίδα του και να την ανανεώσει, επικυρώνοντας παράλληλα και τη συμφωνία για πρόωρη απόλυση, ώστε να πήγαινε πλέον στη Γερμανία για μόνιμη εγκατάσταση. Ο στρατολογητής του όμως είχε πεθάνει. Αποδεικτικά λόγου δεν υπήρχαν πουθενά, ούτε λόγος συνεπώς για προνομιακή μεταχείριση, ακόμα και αν ήταν αυτός που ήταν.
«Δημιουργείται προηγούμενο. Όσο σημαντικός, όσο καλός και αν είναι ο αθλητής, δεν προβλέπονται ειδικά προνόμια», η απάντηση του Υπουργείου Άμυνας στο αίτημά του και διατάχτηκε άμεσα να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τη θητεία του, λαμβάνοντας μόνο -στην καλύτερη των περιπτώσεων- μια τρίμηνη μείωση. Έτσι, θα απολυόταν στα τέλη Μαΐου, πρακτικά όμως δεν άλλαζε κάτι, αφού προφανώς δεν θα μπορούσε να επιστρέψει στην Ντάρμσταντ και το συμβόλαιο που είχε υπογράψει θα ακυρωνόταν.
Και, παρότι η υπόθεσή του ήταν πλέον κυρίαρχη στην καθημερινότητα της χώρας με διεθνείς πλέον αναφορές, παρότι η κοινή γνώμη ήταν αναφανδόν υπέρ μιας εξαίρεσης, τίποτα δεν άλλαξε. Και έτσι, όλες κι όλες 12 μέρες πρόλαβε να ζήσει ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής στο πρώτο του πέρασμα από την Bundesliga.
Είναι χαρακτηριστικό πως η σχετική νομοθεσία για το πλαίσιο της στρατιωτικής θητείας των αθλητών αναθεωρήθηκε στη Νότια Κορέα μόλις το 1992. Σε καμία περίπτωση δεν προβλέπει εξαιρέσεις, πόσο μάλλον δυνατότητα απαλλαγής, απλώς ενέταξε στο πλαίσιο την παροχή μερικών προνομίων αλλά μόνο σε Ολυμπιονίκες και όσους κέρδιζαν Πανασιατικούς Αγώνες.
Πολλά ειπώθηκαν για τις σκοπιμότητες και τους τελικά ευνοημένους από την εν λόγω απόφαση. Έφτανε ένα παιχνίδι του Τσα στη Γερμανία προκειμένου να ενδιαφερθούν γι’ αυτόν κολοσσοί της εποχής, όπως το Αμβούργο και φυσικά η Άιντραχτ (δεν αρκούσε προφανώς μόνο ο λόγος του Σούλτε). Η λογική της πασαρέλας, έστω για ένα παιχνίδι, σε μια “ακίνδυνη” για τις ευρύτερες φιλοδοξίες όσων διαχειρίζονταν τον Τσα ομάδα, για έναν ποδοσφαιριστή τελείως άγνωστο στο ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό στερέωμα, έμοιαζε όλο και περισσότερο ως το πιθανότερο σενάριο.
Ακουγόταν -και ακούγεται ακόμη… – αδύνατον σ’ ένα τόσο αυστηρό και πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο στο οποίο κινούταν ο Τσα κάτι τόσο ευκρινές, κάτι τόσο σαφές, όπως ήταν η ακριβής χρονική διάρκεια της θητείας του, να έχει παραγνωριστεί, να έχει αγνοηθεί. Όσοι διαχειρίστηκαν τον Νοτιοκορεάτη επιθετικό τζόγαραν. Δεν είχαν βέβαια και κάτι ιδιαίτερο να χάσουν, αλλά από αυτό το ένα παιχνίδι η δουλειά έγινε.
Γερμανικές εφημερίδες και τηλεοπτικά δίκτυα έστειλαν ανταποκριτές στην Κορέα προκειμένου να καταγράψουν την καθημερινότητα του Τσα. Οι ενδιαφερόμενες ομάδες και είχαν αυξηθεί αλλά και το επίπεδό τους είχε ανέβει, ανεβάζοντας έτσι και το επίπεδο των προσφερόμενων απολαβών.
Το θέμα του «Boom» έφτασε ως το Κοινοβούλιο, με τον Αναπληρωτή τότε Πρόεδρό του, Χέρμαν Σμιντ Κομπενχάουζεν, να στέλνει επιστολές στους αρμόδιους κρατικούς φορείς της Νότιας Κορέας ζητώντας να χορηγηθεί άδεια στον Τσα για να επιστρέψει στη Γερμανία, ενώ ενδεικτικό της προβολής που πήρε η υπόθεση ήταν η πλουσιοπάροχη πρόταση που κατατέθηκε στον Τσα (και γενικότερα στο πολιτικοποδοσφαιρικό σύστημα της Νότιας Κορέας) από τους Κόσμος της Νέας Υόρκης.
Το μόνο που κάπως κοντράρει τη θεωρία της πασαρέλας ήταν η παραδοξότητα που δημιούργησε. Ο Τσα, όντας εγγεγραμμένος στα ποδοσφαιρικά μητρώα της Δυτικής Γερμανίας, δεν μπορούσε να αγωνιστεί οπουδήποτε αλλού. Προφανώς και ούτε στο Πρωτάθλημα της πατρίδας του με την ομάδα της Αεροπορίας. Έτσι, πέρασε το υπόλοιπο της θητείας του (ως τα τέλη Μαΐου του 1979, αφού του χορηγήθηκε τελικά μόνο τρίμηνη μείωση, υπηρετώντας συνολικά 31 μήνες) αρκούμενος στο να κάνει μόνο προπονήσεις.
Και, φυσικά, να διαπραγματεύεται το μέλλον του. Οι επτά από τις 18 της Bundesliga κατέθεσαν προτάσεις. Ρεπορτάζ της εποχής ισχυρίζονταν πως ο μηνιαίος τηλεφωνικός λογαριασμός για την Ομοσπονδία -εννοείται πως τα πάντα περνούσαν από τα γραφεία της- έφτανε σε ποσά που αντιστοιχούσαν σε τρεις και τέσσερεις φορές μεγαλύτερα από αυτό που είχε συμφωνήσει να λάβει από την Ντάρμσταντ (ακόμα μια ένδειξη που ενίσχυε τη θεωρία της πασαρέλας).
Ο Τσα είχε μετατραπεί επισήμως σε εθνική υπόθεση. Αποχαιρέτησε με μεγαλοπρέπεια τους συμπατριώτες του παίζοντας σε (κάτι σαν) All Star Game με 35.000 ανθρώπους στις εξέδρες (προσέλευση ασύλληπτη για την εποχή), στο αεροδρόμιο έφτασε για να τον ξεπροβοδίσει μέχρι και ο πρώην Πρόεδρος της χώρας, Παρκ Γιουν Χονγκ, ενώ παράλληλα, επιστρέφοντας στη Γερμανία στα τέλη Ιουνίου, αφενός είχε διασφαλίσει πως η βίζα του -αυτήν τη φορά- θα ήταν ενεργή για δυόμισι χρόνια, αφετέρου είχε μαζί του εκπροσώπους από όλους όσοι είχαν διαδραματίσει ρόλο στην έως τότε σταδιοδρομία του.
Ενδεικτική η σύνθεση του επιτελείου του. Στελεχωνόταν από τον Πρόεδρο της αντιπροσωπείας στη Γερμανία της ελβετικής αθλητικής εταιρείας που ουσιαστικά τον διαχειριζόταν, αξιωματούχους από την ατσαλοβιομηχανία που χορηγούσε την Αεροπορία, όσο υπηρετούσε τη θητεία του, στελέχη από την κρατική εταιρεία συγκοινωνιών, την εταιρεία ρεύματος της Νότιας Κορέας (αμφότερες χορηγούσαν το Πρωτάθλημα της χώρας) και φυσικά της ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας.
Για περίπου δύο εβδομάδες, καθημερινά έκανε προγραμματισμένες, ανοιχτές προπονήσεις, συμμετέχοντας σε διάφορα φιλικά με όσες ομάδες ήθελαν να τον τεστάρουν. Στουτγκάρδη και Βέρντερ ήταν οι πρώτες που κατέθεσαν πρόταση, η Άιντραχτ όμως ήταν αυτή που υλοποίησε το όραμα του Σούλτε και στα μέσα Ιουλίου του 1980 ενώπιον 100 συμπατριωτών του ανακοίνωσε την απόκτησή του.
Ο Τσα θα εισέπραττε 300.000 μάρκα ετησίως, συμπεριλαμβανομένων των μπόνους. Το συμβόλαιο που είχε υπογράφει πριν επτά μήνες στην Ντάρμσταντ προέβλεπε ετήσιες απολαβές, στην καλύτερη, 35.000 μάρκων. Η Ντάρμσταντ, παρότι δεν είχε κάποια δέσμευση με τον Νοτιοκορεάτη, μπορεί να μην πήρε τους δύο ποδοσφαιριστές που ζητούσε ως αντίτιμο σε ενδεχόμενη παραχώρηση του Τσα, όταν τον υπέγραψε, συμβιβάστηκε όμως με έναν και -όπως θρυλείται- 200.000 μάρκα. Χωρίς -επαναλαμβάνεται και υπογραμμίζεται- να έχει την παραμικρή δέσμευση με τον ποδοσφαιριστή και ενώ είχε υποβιβαστεί.
Προφανώς, κανείς δεν έμεινε παραπονούμενος. Όλοι κάτι κέρδισαν.
Όλοι όμως. Ακόμα και απευθείας από τον ίδιο τον Τσα, ο οποίος δώρισε στον υπεύθυνο του Πανεπιστημίου όπου φοίτησε (και μέλος της Ομοσπονδίας), ένθερμο υποστηρικτή του εξ αρχής, ένα Pony, χαρακτηριστικό αυτοκίνητο της εποχής, το οποίο και του παραδόθηκε από τη σύζυγο του Τσα λίγες εβδομάδες μόνο μετά την υπογραφή του στην Άιντραχτ. Άλλο ένα Pony δώρισε στην Ευαγγελική Χριστιανική Εκκλησία της γενέτειράς του, παράλληλα με τα έσοδα για τέσσερα χρόνια από την ενοικίαση ενός διαμερίσματος στην μητροπολιτική περιοχή της Σεούλ.
Win-win-win-win… Χωρίς τέλος.
Διαχρονικές ωδές
Τα όσα ακολούθησαν διαδικαστικά. Έπαιξε άλλα 10 χρόνια στην Bundesliga. Τέσσερα στην Φρανκφούρτη και τα επόμενα έξι στη Λεβερκούζεν, όπου και παραχωρήθηκε λόγω οικονομικών προβλημάτων. Κατέκτησε δύο Κύπελλα UEFA σε κάθε του σταθμό και ένα Κύπελλο Γερμανίας με την Άιντραχτ. Σημείωσε 98 γκολ στην Bundesliga (σε 308 συμμετοχές), ρεκόρ για αλλοδαπό ποδοσφαιριστή που καταρρίφθηκε αρχικά από τον Ελβετό Στεφάν Σαπουιζά (ο Τσα παραμένει στο top 10 των “λεγεωνάριων” κορυφαίων σκόρερ της γερμανικής λίγκας).
Ούτε ένα εξ αυτών δεν πανηγύρισε με πέναλτι. Ούτε ένα. Δεν είχε χειρότερο να στηθεί μπροστά από τη βούλα. Δεν το ήθελε, δεν το γούσταρε, το φοβόταν και ποτέ δεν το έκρυψε. Μόλις μια φορά στην θητεία του στην Γερμανία δέχτηκε κίτρινη κάρτα. Λόγω έλλειψης επαρκούς αρχειοθέτησης, οι συμμετοχές του με το εθνόσημο αναπροσαρμόζονται συνεχώς. Τη δεδομένη στιγμή μετράει 135 και 58 γκολ, όντας ο κορυφαίος σκόρερ στην ιστορία της Νότιας Κορέας.
Αναγορεύτηκε σε κορυφαίο Ασιάτη ποδοσφαιριστή της ιστορίας, στην κορυφαία ενδεκάδα όλων των εποχών της Άιντραχτ, ενώ προ πανδημίας τού απονεμήθηκε η μοναδική τιμή που το γερμανικό κράτος κάνει σε πολίτες (υπηκόους ή μη), ο Σταυρός του Τάγματος της Αξίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Ασχολήθηκε με την προπονητική, έχοντας επιτυχίες και αποτυχίες. Κορυφαία όλων η πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998 και η απόλυσή του στο δεύτερο κιόλας παιχνίδι στα γήπεδα της Γαλλίας, μετά την “πεντάρα” από την Ολλανδία στη φάση των ομίλων. Δεν του ταίριαξε όμως τόσο, κυρίως γιατί ήταν αδύνατον να μην πληγώσει το απαράμιλλο ποδοσφαιρικό του στάτους. Γι’ αυτό και την εγκατέλειψε -σχετικά- γρήγορα.
Θεωρεί -ιεραρχικά- οικογένεια, θρησκεία (πιστός Χριστιανός) και ποδόσφαιρο ως τα τρία πιο σημαντικά πράγματα της ζωής του. «Το ποδόσφαιρο είναι το έργο της ζωής μου, αλλά σε κάθε πισωγύρισμα η οικογένεια και η θρησκεία με βοηθούσαν να συνεχίσω», λέει ο ίδιος, έχοντας από το 2018 ολοκληρώσει και πάλι το εν λόγω τρίπτυχο (αφού είχε απασχοληθεί και ενίοτε το κάνει ακόμη ως τηλεσχολιαστής), ιδρύοντας το Team Chaboom Plus Project, μια ολοκληρωμένη ακαδημία που τεστάρει και προετοιμάζει σε κορυφαίες, ευρωπαϊκού επιπέδου, συνθήκες ποδοσφαιρικά ταλέντα από όλη την Ασία.
Το στάτους που του εξασφάλισε η καριέρα του, στον χρόνο, τον τόπο και τις συνθήκες που αυτή συντελέστηκε, ξεπερνάει κατά πολύ το ό,τι οριοθετούσε και περιλάμβανε το άθλημα εκείνης της εποχής, ακόμα περισσότερο και τα ποδοσφαιρικά στεγανά.
Είναι σημείο αναφοράς. Όχι μόνο στην χώρα του, όπου έτσι κι αλλιώς λατρεύτηκε από τα πρώτα του βήματα, αλλά παντού. Όχι μόνο τότε αλλά εφεξής. Μετατράπηκε σε ένα ζωντανό, δίποδο φολκλόρ, το οποίο ούτε κατά διάνοια άγγιξε οποιαδήποτε χορδή γραφικότητας. Κάθε άλλο. Χάραξε δρόμους. Τόσο με το ποδοσφαιρικό του στιλ όσο και τη συνολική επαγγελματική του προσέγγιση, η οποία αποδείχτηκε πολύ προωθημένη, ακόμα και συγκρινόμενη και μετρημένη σε μέτρα και ζύγια οικουμενικά, διαχρονικά.
«Ο Τσα είναι ο μεγαλύτερος ήρωας της ζωής μου» (Λουίς Φίγκο).
«Από μικρό παιδί ήθελα ένα αυτόγραφό σου» (Όλιβερ Καν, όταν συνάντησε τον Τσα για πρώτη φορά).
«Ο Τσα πραγματικά ήξερε πώς να παίζει ποδόσφαιρο» (Πελέ).
«Τα σέβη μου στη μητέρα του Τσα. Αν ήταν Γερμανός, από αυτόν θα ξεκινούσε η Εθνική ομάδα» (Φραντς Μπεκενμπάουερ).
«Είμαι νέος και είναι ο καλύτερος επιθετικός του κόσμου» (Λόταρ Ματέους, μετά την πρώτη φορά που οι δυο τους τέθηκαν αντιμέτωποι, στο ξεκίνημα του Γερμανού, με τον Κορεάτη να τον εκθέτει).
«Είμαι πολύ τυχερός που δεν αντιμετώπισα ποτέ έναν επιθετικό σαν κι αυτόν» (Πάολο Μαλντίνι).
«Πάντα ήθελα να έρθω στην πατρίδα του Τσα. Είναι το είδωλό μου» (Μίχαελ Μπάλακ, μετά την άφιξη της Εθνικής Γερμανίας στη Νότια Κορέα για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002).
«Θεωρούμαι πλήρης επιθετικός, αλλά ούτε καν πλησίασα το επίπεδο του Τσα» (Γιούργκεν Κλίνσμαν).
«Το πρόβλημά μας ήταν ο Τσα. Ήταν ασταμάτητος» (Σερ Άλεξ Φέργκιουσον, ως προπονητής στην Αμπερντίν, η οποία αποκλείστηκε από την Άιντραχτ στον α’ γύρο του Κυπέλλου UEFA της παρθενικής σεζόν του Τσα στην Bundesliga, 1979-1980, στον δρόμο για την κατάκτηση του τροπαίου)
«Πριν απ’ όλα, θέλω να επισκεφθώ τον Τσα» (Γκέρχαρντ Σρέντερ, πρώην Γερμανός καγκελάριος, φτάνοντας στη Νότια Κορέα σε επίσημη επίσκεψή του).
Σχόλια τα οποία απλώς… δειγματίζουν τον αντίκτυπο και την επίδραση ενός φαινομένου. Μιας παρατεταμένης ωδής, η οποία συνεχίζει αέναη στον χωροχρόνο, εμπλουτίζοντας συνεχώς, σε διάφορες γλώσσες, τον θρύλο που εύηχα τρεις κοφτές, μιας ανάσας, μονοσύλλαβες λέξεις αμέσως ξυπνούν σε μνήμη και θυμικό.
Μπουμ Κουν Τσα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Το νόημα της ύπαρξης του Χιντετόσι Νακάτα
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη